Toradora! (Greek):Volume2 Chapter5

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 5

«...Ουαα!»

Ο Ρυουτζί ανατρίχιασε σύγκορμος και ενστικτωδώς τραβήχτηκε προς τα πίσω.

Είχε έρθει στο σχολείο κρατώντας όπως συνήθως κάποια απόσταση από την Τάιγκα, είχε μπει στην τάξη και είχε καθίσει στο θρανίο του. Η Άμι είχε έρθει να τον ευχαριστήσει για χτες, αλλά καθώς κοίταζε το πρόσωπό της...

«...Τ, τι;»

«Τίποτα...Μόνο που...»

Το λαμπερό φως του καλοκαιριάτικου πρωινού ήλιου έπεφτε στο πρόσωπό της---Τρομερά πεσμένη, φαινόταν τελείως εξαντλημένη και εξουθενωμένη. Ακόμα και η φωνή της ήταν κάπως τραχιά. Ασφαλώς, τα χθεσινά γεγονότα την είχαν ταλαιπωρήσει πολύ.

«...Πώς να στο πω...Φαίνεσαι εξουθενωμένη...»

«...Ναι ε...;»

Με ύφος διαφορετικό από το συνηθισμένο της, η Άμι άφησε ένα λυπημένο αναστεναγμό, τράβηξε μια κοντινή καρέκλα και κάθησε με τους αγκώνες της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Ζαρώνοντας το μέτωπό της, είπε με βλοσυρό ύφος,

«Σωστά, δε μπορώ να συνέλθω ακόμα από τη χτεσινή μου εξάντληση...»

Με αυτά τα λόγια, πίεσε το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο. Ίσως να ήταν το σαμπουάν ή το σαπούνι της, ή ίσως να είχε βάλει κάποιο άρωμα, πάντως ανέδινε μια ελαφριά, ευχάριστη ευωδιά. Τα μάτια του Ρυουτζί έλαμψαν με μια ζωώδη λάμψη, αλλά κατάφερε να κρατήσει το ήρεμο ύφος του.

«...Χτες έζησες μια τρομερή εμπειρία. Είναι φυσικό να είσαι κουρασμένη.»

Προσπάθησε να πει κάτι τέτοιο με αντρίκειο ύφος.

«Δεν είναι αυτό.»

Ανασηκώνοντας το χλωμό της πρόσωπο, η Άμι κοίταξε τον Ρυουτζί με λαμπερά μάτια.

«Στο διαμέρισμα της Τάιγκα Αϊσάκα...Να κάνουμε το ένα μετά το άλλο για πέντε ώρες...Όχι, μάλλον έξι ώρες.»

«Σ, σου έκανε τίποτα η Τάιγκα;»

«Όλη την ώρα τραγουδούσε. Και χόρευε.»

Τραγουδούσε;... Χόρευε;

Αποφεύγοντας τη ματιά του Ρυουτζί, που είχε γείρει απορημένος το κεφάλι του ακούγοντας αυτή την παράδοξη απάντηση, η Άμι άφησε άλλο ένα αναστεναγμό...Κοιτούσε το κενό με μια ενοχλημένη έκφραση.

«...Με απείλησε πως αν δεν έκανα ό,τι μου έλεγε θα με πετούσε έξω, και έτσι...μέσα στη νύχτα...με έβαλε να το κάνω...»

«Τ, τι σε έβαλε να κάνεις;»

«...Να ακούσω όλη τη σειρά των μιμήσεών της, 150 μιμήσεις τη μια μετά την άλλη...»

«Τις έκανε χωρίς σταματημό μέχρι που στο τέλος έγιναν όλες μαζί ένα συνονθύλευμα...Ουγκάντα...Φάλκον...Η Άμι-τσαν θέλει να πεθάνει...» μουρμούρισε η Άμι βογγώντας σιγανά προτού ξανακουμπήσει το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Λίγο μακρύτερα, ο Χαρούτα και ο Νότο ψιθύριζαν μεταξύ τους, «Νοτοτσί! Αυτός ο τύπος το παίζει γόης!» «Πρέπει να προσέχουμε τις παρέες μας μου φαίνεται.» Ο Ρυουτζί πρόσεξε πως κοίταζαν προς το μέρος του με απροκάλυπτη ζήλια, αλλά δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί.

«...Τι απάνθρωπο...!»

Ένα ρίγος τον διαπέρασε και πάγωσε ολόκληρος καθώς θυμόταν πώς χαμογελούσε δήθεν καλοσυνάτα η Τάιγκα όταν κάλεσε την Άμι στο διαμέρισμά της και ακόμα την καλή της διάθεση μετά όταν καταβρόχθιζε το σολομό αλά μενιέρ σαν αρκούδα που ετοιμάζεται για τη χειμερία νάρκη.

Ακόμα και τώρα, είδε πως η Τάιγκα και η Μινόρι καθόντουσαν κοντά κοντά και φαινόντουσαν να γελάνε ασυγκράτητα με κάτι. Φαίνεται πως όποτε η Τάιγκα είχε κέφια, κάποιος άλλος θα υπέφερε οπωσδήποτε---Όπως τώρα η Άμι, που είχε ουσιαστικά καταρρεύσει εκεί μπροστά του.

Κοίταξε για μια ακόμα φορά το καλοσχηματισμένο προφίλ της Τάιγκα σκεπτόμενος ‘Τι φρικτό πλάσμα’, όταν,

«Μπορώ να σου μιλήσω για ένα λεπτό;»

Ο Κιταμούρα διέκοψε τη συζήτηση ανάμεσα στην Τάιγκα και τη Μινόρι. Ο Ρυουτζί αναρωτιόταν τι στο καλό σήμαιναν όλα αυτά, μια και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα από όσα έλεγαν, αλλά όπως και να είχε, ήταν ολοφάνερο πως η διάθεση της Τάιγκα γινόταν όλο και καλύτερη.

Κοίταξε την Τάιγκα, που κοιτούσε επίμονα την Μινόρι, ανίκανη να κοιτάξει τον Κιταμούρα καταπρόσωπο, και μετά την Άμι, που φαινόταν να ξαναθυμάται μια σειρά μιμήσεων που έμοιαζε δυστυχώς να της έχει γίνει εμμονή καθώς συνέχιζε μονότονα «Σεϊτσού Ματσουμότο[1]...Μιτσουχίντε Ακέτσι[2]...» Ο Ρυουτζί δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε κανείς να τραγουδήσει ή να χορέψει μια μίμηση αυτών των δύο, αλλά καθώς σύγκρινε τα δυο κορίτσια, σκέφτηκε,

Είναι λες και είναι παράδεισος και κόλαση.

---Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο απλά.


Ο Ρυουτζί κατάλαβε το λάθος του όταν,

«Γκουα~χ!»

Ήταν η ώρα του απογευματινού διαλείμματος. Μόλις είχε βγάλει καλοδιάθετα το μεσημεριανό του από την τσάντα του, και περνούσε μέσα από την τάξη για να πάει στο ντουλάπι του να πάρει τα ξυλάκια που φύλαγε εκεί. (Φυσικά, πάντοτε τα έπλενε πολύ προσεκτικά κάθε μέρα μετά που έτρωγε.)

«Τι στο διάβολο κάνεις;! Γκου~χ!»

«...»

Και έπεσε θύμα απρόκλητης επίθεσης.

Ο ένοχος ήταν μια σιωπηλή και σκυθρωπή Τάιγκα. Το όπλο που χρησιμοποίησε ήταν ένα καλά παγωμένο κουτάκι με τσάι Οολόνγκ που είχε μόλις αγοράσει. Καθώς περνούσε από δίπλα της, το πίεσε πάνω στο σβέρκο του που ήταν ευαίσθητος στο κρύο, κάνοντάς τον να κοκαλώσει ολόκληρος.

«Τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;! Αν θέλεις να μου πεις κάτι τότε...Γκου~χ! Γι’αυτό σταμάτα να το κάνεις αυτό...Γκου~χ!»

Όσο και να προσπαθούσε να την αποφύγει, η Τάιγκα συνέχιζε να έρχεται καταπάνω του και να πιέζει με δύναμη το κρύο κουτάκι του τσαγιού πάνω στο σώμα του. Είχε μισοκλείσει τα μάτια της σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν εξοργισμένα, και μπορούσε να την ακούσει να τρίζει βίαια τα δόντια της.

«...Μου’ρχεται, να σκάσω μου’ρχεται...!»

«Τ, τι;!»

«Είναι φρικτό!»

«Γκουα~! Σταμάτα! Εγώ είμαι που υποφέρω εδώ πέρα!»

Τελικά κατάφερε να αποσπάσει το κουτάκι από τα χεράκια της Τάιγκα και το σήκωσε ψηλά ώστε να μην το φτάνει. Η Τάιγκα, έκανε κύκλους γύρω του με μεγάλα βήματα, σαν νευρική τίγρη στο κλουβί του ζωολογικού κήπου.

«Γκρρ, δεν είναι δυνατόν...! Γιατί...;!»

Μουρμούριζε ξανά και ξανά.

«Τι, τι έγινε επιτέλους;»

«...Ουουφ, δε μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, αλλά, αλλά...»

«Έι!»

«Νυα~!»

Χωρίς να το σκεφτεί, προσπάθησε να πιέσει το παγωμένο κουτάκι που είχε στο χέρι του πάνω στη μύτη της Τάιγκα. Η Τάιγκα άρπαξε τη μύτη της και τινάχτηκε πάνω,

«Τι στο καλό κάνεις;!»

«Αουαουαου!»

Στη συνέχεια άρπαξε και τσίμπησε το πρόσωπο του Ρυουτζί που είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών του και είχε το χέρι του τεντωμένο προς τα πάνω. Φαίνεται πως επιτέλους είχε έρθει στα σύγκαλά της.

«Ουουφ... Έχω ιδρώτα από το πρόσωπό σου στα χέρια μου!»

«Εσύ ήσουν που με γρατζούνισες! Άντε, έλα, αν έχεις να μου πεις κάτι πες το και τελείωνε! Τι σε προβληματίζει τόσο;!»

«...Να...»

Ωωχ, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και το πρόσωπό της συσπάστηκε από κάτι που έμοιαζε με τύψεις. Δάγκωσε τα χείλη της, και τελικά, λίγες στιγμές μετά, του είπε με χαμηλή φωνή ποιο ήταν το πρόβλημα που την είχε κάνει να του επιτεθεί έτσι.

«...Ο Κιταμούρα, σήμερα το πρωί μου ζήτησε...να γίνω φίλη με την Άμι Καβασίμα και να την καλέσω για μεσημεριανό σήμερα...»

«...Γ,»

Ο Ρυουτζί δίστασε και ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια του.

«Γιατί...;»

«Αυτή την απορία έχω κι εγώ!»

Καταλάβαινε απόλυτα πώς ένιωθε η αγανακτισμένη Τάιγκα. Απλά δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό.

Εκείνο τον πρώτο καυγά στο οικογενειακό εστιατόριο, και την επίθεση της Τάιγκα μαζί με τη Μινόρι, ο Κιταμούρα τα είχε δει με τα μάτια του. Γιατί λοιπόν να κάνει κάτι τέτοιο...Δε μπορεί να του φαινόταν ότι η Τάιγκα και η Άμι θα μπορούσαν ποτέ να τα πάνε καλά, σωστά; Αν πίστευε κάτι τέτοιο, τότε ο τύπος έπρεπε να αλλάξει επειγόντως γυαλιά.

«...Αυτό...Αυτό δε νομίζω να βγει σε καλό για κανέναν...»

Μουρμούρισε σιγανά ο Ρυουτζί, καθώς αυτός και η Τάιγκα κοιτάζονταν, μην ξέροντας τι να κάνουν. Το πρόσωπο της Τάιγκα ήταν η δυστυχία προσωποποιημένη.

Είχε αναρωτηθεί προηγουμένως για τι πράγμα μίλαγε ο Κιταμούρα με την Τάιγκα, αλλά ποτέ δε φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να ήταν κάτι τέτοιο---Κατά τα λεγόμενα της Τάιγκα, η κουβέντα τους είχε περίπου ως εξής.

«Γνωρίζω ότι η Άμι έχει πολύ κακό χαρακτήρα. Όμως, αν συναναστρέφεται με τους άλλους μόνο όταν παίζει αυτό το θέατρο, όσος καιρός και να περάσει δε θα κάνει ποτέ της αληθινούς φίλους, με καταλαβαίνεις; Γι’αυτό ζητάω από σένα, Αϊσάκα, που ήδη ξέρεις την αληθινή της προσωπικότητα, και εσένα, Κουσιέντα, που είσαι η καλύτερη φίλη της Αϊσάκα, να κάνετε παρέα με την Άμι. Ξέρεις, Αϊσάκα, είσαι μια από τις λίγες φίλες στις οποίες μπορώ να βασιστώ για να κάνετε κάτι τέτοιο για μένα.»---Αυτά τους είπε ο Κιταμούρα.

«Γκαχ!»

Αφού επανέλαβε τα λόγια του Κιταμούρα, το μικρό σώμα της Τάιγκα άρχισε να συστρέφεται ανήσυχα γύρω γύρω. Έμοιαζε σαν να είχε ξεσπάσει μια αναπόφευκτη σύγκρουση μέσα της.

«Δε θέλω να το κάνω...Στ’αλήθεια θέλω να αρνηθώ...Αλλά αυτό δεν είναι αστείο...Είναι κάτι που μου ζήτησε ο Κιταμούρα-κουν...Ή μάλλον, γιατί στο καλό κάθεται κι ανησυχεί γι’αυτήν όλη την ώρα...Ω~χ. ωω~χ, ωωωχ~.»

Η Τάιγκα είχε αρπάξει το κεφάλι της με τα χέρια της βογγώντας, και τελικά γονάτισε κάτω δίπλα στα πόδια του Ρυουτζί. Κάπως μπερδεμένος, ο Ρυουτζί έσκυψε κι αυτός δίπλα της.

«Έι, θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό αν συνεχίσεις έτσι, το ξέρεις;!»

«Μ, μα...! Και τέλος πάντων...με είπε φίλη...! Στην τελική, είμαστε απλά φίλοι...! Είμαι μια από τις λίγες φίλες στις οποίες μπορεί να βασιστεί...Χμ, πρέπει τώρα να είμαι ευτυχισμένη μ’αυτό;...Όχι, αδύνατον! Δεν είμαι καθόλου ευτυχισμένη! Όμως, μου ζήτησε τη βοήθειά μου...Πρέπει να είμαι ευτυχισμένη;...Δεν είμαι!»

Χωρίς να το καταλάβει, κι ο Ρυουτζί είχε αρχίσει να νιώθει αγχωμένος και μπερδεμένος. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καθόλου πείρα στο να βλέπει άλλους να αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα. Χωρίς να της απαντήσει τίποτα, απλώς την παρακολουθούσε για λίγη ώρα.

«Αααχ, όμως...όμως, όμως, όμως!»

Η Τάιγκα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και άρπαξε τον Ρυουτζί από το μανίκι του. Με τα δάχτυλά της σφιχτά κλεισμένα, άνοιξε το στόμα της και άρχισε να παίρνει βαθιές, λαχανιασμένες ανάσες, και μετά από λίγο έκανε ‘Ουφ!’ και έγνεψε αποφασιστικά στον εαυτό της. Φαινόταν να έχει πάρει επιτέλους μια απόφαση.

«...Θα αντέξω το αβάσταχτο...Θα την ανεχτώ με πολύ ανοχή!»

«...Κ, κατά κάποιο τρόπο, νομίζω πως καταλαβαίνω.»

Γνέφοντας, ο Ρυουτζί ακολούθησε με το βλέμμα την Τάιγκα καθώς σηκωνόταν όρθια. Έτσι απλά, άρχισε να περπατάει γρήγορα με μεγάλα βήματα, και κοιτούσε κατευθείαν μπροστά έχοντας μόνο ένα στόχο στο μυαλό της.

«Έλα μαζί μου. Θα φάμε μεσημεριανό.»

...Είχε μείνει άναυδη. Μπροστά της, κοιτάζοντάς την με μισάνοιχτο στόμα, ήταν η Άμι Καβασίμα.

Η Άμι καθόταν στη θέση της κρατώντας το πακέτο της με το μεσημεριανό, έτοιμη να σηκωθεί, και λίγο παραπέρα η Μάγια και η Νανάκο την περίμεναν λέγοντας «Άμι-τσαν! Πάμε γρήγορα στην ταράτσα!».

«Ουα;» Η Άμι ανοιγόκλεινε τα μάτια της ξαφνιασμένη ξανά και ξανά---Τελικά, φάνηκε να ξαναβρήκε τα λογικά της. Αντιμετώπισε την Τάιγκα με ένα χαμόγελο τόσο αγνό που καταντούσε να είναι αηδιαστικά προσποιητό.

«Τι είναι αυτά που λες; Έχω κανονίσει ήδη με τη Μάγια και τις άλλες.»

«Μη μιλάς.»

«...Τ...»

Η Τάιγκα απέρριψε τις αντιρρήσεις της Άμι με αυτή την απλή διαταγή, και όσο για τη Μάγια και τη Νανάκο, περιορίστηκε να αφήσει ένα σιγανό γρύλλισμα. Και έτσι απλά,

«Α, καταλαβαίνω. Αφού το λέει η Αϊσάκα-σαν, δε γίνεται αλλιώς. Πάμε, Νανάκο.»

«Σωστά, δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν, Άμι-τσαν, μια άλλη φορά.»

Οι δυο τους δεν έμοιαζαν ιδιαίτερα φοβισμένες, αλλά χωρίς να καθίσουν να το συζητήσουν, έγνεψαν απαντώντας στο γρύλλισμα και χαιρέτησαν βιαστικά την Άμι. Το πλάσμα που ήταν γνωστό σαν Τίγρη Μινιατούρα μάλλον γινόταν πολύ εύκολα κατανοητό από τα κορίτσια της τάξης.

Ωστόσο, ήταν φυσικό η Άμι να μην καταλαβαίνει το ίδιο εύκολα.

«...Εσύ, μπορείς να μου πεις τι σκέφτεσαι; Να μου λες να έρθω μαζί σου, τι ακριβώς σχεδιάζεις;»

«Θα φάμε μαζί μεσημεριανό.»

«Εε;! Δεν είναι αστεία αυτά, γιατί να θέλω να φάω μαζί σου;!...Πουφ, δεν έχει σημασία. Έχω ένα σωρό άλλους φίλους.»

«...Ο Μάικλ Τζάκσον κάνει ξενάγηση σε λεωφορείο...»

Μουρμούρισε ξαφνικά η Τάιγκα με ξερή φωνή. Έμοιαζε σαν να μονολογούσε, αλλά,

«Ιιιχ~;!»

«...Η Μόνα Λίζα τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα...Ο Τσούνκου[3] προσπαθεί μάταια να τραγουδήσει τραγούδια δυτικού στυλ που δε μπορεί να τραγουδήσει...Όλα είναι μέσα στην ψηφιακή μου κάμερα...Και τα έχω ήδη περάσει σε αρχείο...Έχει τίτλο ‘Ένα μοντέλο πήγε και το έκανε, 150 συνεχόμενες μιμήσεις’...Ίσως, κατά τύχη, να το αφήσω να διαρρεύσει...»

«Σ, σταμάτα! Εντάξει! Το κατάλαβα! Πρέπει απλώς να φάω μαζί σου, σωστά;! Μόνο αυτό, έτσι;! Να πάρει η οργή!»

Έτοιμη καθώς ήταν να βάλει τα κλάματα, η Άμι ξέχασε ακόμα και να διατηρήσει το προσωπείο της, και αρπάζοντας βίαια το μεσημεριανό της, πήγε προς το θρανίο της Τάιγκα.

Η Μινόρι ήταν ήδη εκεί και τις περίμενε.

«Έι Καβασίμα-κουν. Άρχισα χωρίς εσένα.»

Κρατούσε μια γιγάντια κορδέλα ανάμεσα στα ξυλάκια της...Σήκωσε πάνω κάτι που έμοιαζε με βραστά φύκια και το κράτησε ψηλά σε κοινή θέα.

«Τ, τι είναι αυτό, βρε παιδιά...Να πάρει, δεν καταλαβαίνω τι προσπαθείτε να κάνετε.»

«Έλα τώρα δεσποινίς μου, απλώς κάθισε εκεί.»

Toradora vol02 161.jpg

Η Μινόρι κάθισε την Άμι στα αριστερά της, και με το αριστερό της χέρι την έπιασε σφιχτά από τον ώμο,

«Έλα, κάνε ‘ααα’.»

Έφερε τα φύκια κοντά στο στόμα της Άμι.

«Δεν το θέλω αυτό!»

---Κάτι τέτοιο φώναξε η Άμι, αλλά,

«...Τι ωραία.»

Αυτός που μουρμούρισε ασυναίσθητα αυτή τη φράση καθώς παρακολουθούσε από κοντά τα τεκταινόμενα ήταν ο Ρυουτζί. Αν μόνο μπορούσε να ήταν κι αυτός τόσο κοντά με τη Μινόρι, να του λέει να κάνει ‘ααα’, να τον κακομαθαίνει και να τον ταΐζει φύκια στο στόμα...Ααχ...

«Τακάσου, τι κάθεσαι εκεί και χάσκεις; Έλα, πάμε.»

«...Χμ; Εε; Να πάμε πού;»

Χωρίς να το καταλάβει, ο Κιταμούρα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του και τον σκούντησε στην πλάτη.

«Εκεί που είναι η Άμι και οι άλλες. Εγώ ζήτησα από την Αϊσάκα και την Κουσιέντα να προσκαλέσουν την Άμι. Πώς θα μπορούσα να τους ζητήσω κάτι τέτοιο και μετά να τις αφήσω να τα βγάλουν πέρα μόνες τους;»

«...Κι εγώ, τι σχέση έχω μ’αυτό;»

«Ξέρεις πως δεν είμαι ο τύπος που μπορεί να πάει έτσι απλά μόνος του σε μια παρέα κοριτσιών που τρώνε μαζί.»

Αν πρόκειται για σένα, είμαι βέβαιος πως δε θα υπήρχε πρόβλημα... σκέφτηκε ο Ρυουτζί, αλλά περιορίστηκε να πει, «Δε γίνεται αλλιώς.». Ενθουσιασμένος κατά βάθος, ακολούθησε τον Κιταμούρα. Μπορεί να ήταν ατυχία για την Τάιγκα, αλλά για τον Ρυουτζί, ήταν μεγαλύτερη τύχη από όσο θα μπορούσε ποτέ να ελπίσει. Εφόσον μπορούσε να περάσει το μεσημεριανό διάλειμμα μαζί με τη Μινόρι, δεν έδινε δεκάρα για τη μάχη ανάμεσα στην Τίγρη και το Τσιουάουα.

«Έι, επιτρέψτε μας να καθίσουμε μαζί σας.»

«Για φαντάσου, ο Κιταμούρα-κουν και ο Τακάσου-κουν. Ελάτε, καθίστε από δω.»

Η μόνη που έκανε τον κόπο να καλοσωρίσει τα δυο αγόρια που μπήκαν στην παρέα τους με ένα χαμόγελο ήταν η Μινόρι. Η Άμι από τη μια μεριά γκρίνιαζε με ζαρωμένο μέτωπο ‘Γιατί; Γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα;’, χωρίς να κρύβει καθόλου τη δυσαρέσκειά της, και όσο για την Τάιγκα από την άλλη μεριά,

«...»

Παρέμενε σιωπηλή σαν Σφίγγα. Ίσως είχε αναστατωθεί από την παρουσία του Κιταμούρα, που είχε εμφανιστεί ξαφνικά στα δεξιά της, πάντως τα μάτια της Τάιγκα δεν εστίαζαν λες και ήταν σε καταληψία, δε μπορούσε να κατευθύνει τη ματιά της πουθενά, και τα ρόδινα χείλια της ήταν μισάνοιχτα, αλλά,

«...~.»

Σαν να θυμήθηκε ξαφνικά ότι απέναντί της ήταν η Άμι, το πρόσωπο της Τάιγκα κοκκίνησε και συσπάστηκε από θυμό, καθώς όμως ξαναθυμήθηκε τον Κιταμούρα, ξαναμαλάκωσε, και μετά, καθώς ξανασκέφτηκε την Άμι, ξανασκλήρυνε. Με όλες αυτές τις συνεχείς εναλλαγές, ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ένιωθε πραγματικά.

«Α, απίστευτο...»

Το πρόσωπο της Τάιγκα είχε γίνει τόσο απίστευτα αντιφατικό, που του Ρυουτζί του κόπηκε η ανάσα πριν το καταλάβει. Έτσι όπως η δεξιά πλευρά του προσώπου της είχε ένα χαζό ερωτοχτυπημένο ύφος καθώς κοιτούσε τον Κιταμούρα, και η αριστερή πλευρά είχε μια έκφραση απερίγραπτης δυσαρέσκειας καθώς κοιτούσε την Άμι---Με το πρόσωπό της να είναι τελείως ασύμμετρο δεξιά και αριστερά, του θύμιζε τον Baron Ashura.[4]

Κι όμως τα κατάφερε έτσι ώστε το πρόσωπο και το μυαλό της ακόμα να βρουν μια εύθραυστη ισορροπία. Δεν ξέσπαγε πάνω στην Άμι, και παρόλο που ο Κιταμούρα ήταν τόσο κοντά της, κατάφερε να βγάλει σχετικά ψύχραιμα το καπάκι από το κουτί της χωρίς να τρέμουν τα χέρια της ή να είναι υπερβολικά ταραγμένη. Αν και το πρόσωπό της παρουσίαζε ένα αξιοσημείωτο θέαμα, η περίσταση δεν του επέτρεπε να σχολιάσει την έκφρασή της.

«Λοιπόν λοιπόν, ώρα για μεσημεριανό. Είναι ωραία να τρώμε μαζί με τα κορίτσια μια στο τόσο, έτσι δεν είναι;»

«...Γι’αυτό έστησες όλο αυτό το σκηνικό, Γιουσάκου;»

«Χμ; Αναρωτιέμαι για τι πράγμα μιλάς; Ουάου, το κουτί της Κουσιέντα είναι πάλι πελώριο! Για κοίτα κι εσύ, Άμι!»

«Χε χε χε, ακόμα κι αν το κουτί φαίνεται τεράστιο, το περιεχόμενο είναι μάλλον λίγο, ε...; Για δείτε, αυτό είναι μαρόνι, κι αυτό εδώ κονυάκου.»(Στμ βλ.[[::* Translator's Notes and References ]])

Παρακολουθώντας διακριτικά τη Μινόρι να επιδεικνύει όλο χαρά τα ορεκτικά του μεσημεριανού της, ο Ρυουτζί απολάμβανε με όλη του την ψυχή αυτή τη μικρή ευτυχία. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Και μόνο που μπορούσε να κάθεται έτσι κοντά της για αυτά τα δέκα-δώδεκα λεπτά, ήταν ευλογία γι’αυτόν.

Είχε περάσει ένας μήνας περίπου από την τελευταία τους αποτυχημένη επιχείρηση ‘Θέλουμε να φάμε μαζί μεσημεριανό’. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε στ’αλήθεια να φάει μεσημεριανό μαζί με τη Μινόρι. Ααχ, τι καλά που η Τάιγκα είχε τσακωθεί με το Τσιουάουα.

Βυθισμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, έκανε να βγάλει κι αυτός το καπάκι του κουτιού του, όταν μια σκέψη του έκοψε την ανάσα και τον έκανε να παγώσει ολόκληρος. Θα την πάθαιναν όπως την προηγούμενη φορά: Το μεσημεριανό της Τάιγκα, ήταν ακριβώς ίδιο με το δικό του.

Όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα...Προσπάθησε να κρύψει το φαγητό του με το καπάκι για να μην το δουν οι υπόλοιποι. Όμως,

«Ααα~, ώστε υπάρχουν κι αγόρια που το κάνουν αυτό! Έλα, έλα Τακάσου-κουν, τι μας κρύβεις εκεί;»

«Αχ!»

Η Μινόρι του βούτηξε επιδέξια το καπάκι, αποκαλύπτοντας μια ομελέτα με φασόλια σόγιας, τηγανητό μπέικον και κρεμμύδια, και ρύζι σκεπασμένο με φύκια...Ήταν ένα θαυμάσιο χειροποίητο μεσημεριανό, ολόιδιο με αυτό που είχε ήδη αρχίσει να τρώει η Τάιγκα.

«...Εμμμ...Ναι.»

Κοιτάζοντας από το ένα μεσημεριανό στο άλλο, η Μινόρι φάνηκε να το σκέφτεται λιγάκι,

«...Λοιπόν, μάλιστα, εε...Έι... Τακάσου-κουν, τι ζώδιο είσαι;»

Του έδωσε πίσω το καπάκι σαν να μην τρέχει τίποτα.

«Ι, Ιχθύς.»

«Εγώ είμαι Καπάκι Τουαλέτας. Καλό, ε;»

Αχαχαχαχα~---Όμως από τα μάτια της καταλάβαινε ότι το γέλιο της ήταν προσποιητό.

Η Μινόρι μάλλον είχε καταλάβει πόσο εύφλεκτη ήταν η κατάσταση ανάμεσα στην Άμι και την Τάιγκα, και γι’αυτό αντί να ρισκάρει να τσατίσει την Τάιγκα ρωτώντας πάλι για τη σχέση της με τον Ρυουτζί, προσπαθούσε απελπισμένα με τον τρόπο της να διατηρήσει την ισορροπία που είχε επιτευχθεί σαν από θαύμα.

«Τ, τι πράγματα είναι αυτά που λες την ώρα που τρώμε;»

«Συγγνώ~μη! Ήταν ανόητο εκ μέρους μου~Toradora vol02 heart.png»

Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκε με ανακούφιση πως μάλλον, με λίγη τύχη, είχαν καταφέρει να αλλάξουν θέμα τόσο ομαλά ώστε το πράγμα να σταματήσει εκεί, κατά κάποιο τρόπο.

Όμως, χωρίς να την προσέξει κανείς, η Άμι άπλωσε το χέρι της και ξαφνικά έβγαλε το καπάκι από το κουτί του μεσημεριανού του Ρυουτζί, αποκαλύπτοντάς το για άλλη μια φορά. Το έκανε τόσο γρήγορα που ο Ρυουτζί, δυστυχώς γι’αυτόν, δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

«Γιατί το μεσημεριανό της Αϊσάκα και του Τακάσου είναι ακριβώς το ίδιο; Τώρα που το σκέφτομαι, και χτες αυτοί οι δυο ήταν μαζί.»

Απότομα, οι ώμοι της Τάιγκα άρχισαν να τρέμουν.

Την ίδια στιγμή, η τάξη που μέχρι πριν λίγο ήταν τόσο ζωηρή βουβάθηκε μεμιάς.

«...Το ρώτησε...», «...Στ’αλήθεια το έκανε...», «Αυτό για το οποίο δεν επιτρέπεται να μιλάμε...». Τα παιδιά ψιθύριζαν μεταξύ τους, με χαμηλές φωνές που πρόδιναν φόβο.

«Ε;...Τ, τι τρέχει; Γιατί σώπασαν όλοι ξαφνικά; Έκανα κάτι;»

Μόνο η Άμι που είχε πάρει πρόσφατα μετεγγραφή, δεν ήξερε.

Αν επιχειρούσε κάποιος να ρωτήσει την Τίγρη Μινιατούρα για τη σχέση της με τον Ρυουτζί, ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθούσε ένα ξέσπασμα κατακλυσμιαίων διαστάσεων. Όλα τα παιδιά της τάξης το είχαν εμπεδώσει αυτό, και με αρκετά επώδυνο τρόπο. Επομένως σε ό,τι αφορούσε αυτούς τους δύο...ακόμα κι αν μερικοί αναρωτιόντουσαν τι είδους σχέση είχαν, κανείς ποτέ δε θα τολμούσε να ρωτήσει φωναχτά. Η Τίγρη Μινιατούρα είχε πει πως δεν έβγαινε με κανέναν, επομένως δεν έβγαινε με κανέναν. Είχε πει να μην ξαναμιλήσει κανείς γι’αυτό το θέμα, και κανένας απολύτως δε θα μιλούσε γι’αυτό. Κι όμως, αυτή η καινούρια έκανε ακριβώς αυτό...

Επηρεασμένοι όπως ήταν όλοι από τη σχεδόν εκρηκτική ένταση, δεν τολμούσε κανείς ούτε να κουνήσει τα ξυλάκια του. Όλες οι συζητήσεις κόπηκαν καθώς όλοι περίμεναν να δουν πώς θα αντιδράσει η Τάιγκα. Αν έδειχνε κανένα σημάδι θυμού, καλά θα έκαναν να αρχίσουν να τρέχουν να φύγουν το γρηγορότερο---

«...Τι παράξενη που είσαι. Σε ενοχλεί κάτι τέτοιο;»

Τελικά, αυτή που απάντησε με ηρεμία ήταν η Τάιγκα.

Το πρόσωπό της ήταν και πάλι το συνηθισμένο κουκλίστικο προσωπάκι, και μίλησε με μια αναπάντεχα ήσυχη και ατάραχη φωνή.

«Τότε, θα είναι εντάξει αν κάνω αυτό, σωστά;»

«Αχ, το...»

Δυστυχώς, αυτή ήταν όλη κι όλη η αντίρρηση που πρόλαβε να φέρει ο Ρυουτζί. Η Τάιγκα άπλωσε επιδέξια το χέρι της, βούτηξε το κουτί του, και άρχισε με θόρυβο να καταβροχθίζει το φαγητό...Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, είχε κατεβάσει όλη την ομελέτα και τα τηγανητά λαχανικά του.

Ήταν μπουκωμένη ακόμα και με φουσκωμένα μάγουλα, και είχε μείνει λίγο φαγητό στις γωνίες του στόματός της καθώς άρχισε να λέει, αν και όχι πολύ ξεκάθαρα,

«Λοιμπόν, ντώρα δεν υμπάρχει μπρόβλημα...Το δικό μου, είναι μεσημεριανό με ομελέτα και τηγανητά λαχανικά. Του Ρυουτζί, είναι μεσημεριανό με ρύζι και φύκια.»

Επέστρεψε το μάλλον αξιοθρήνητο πλέον κουτί του μεσημεριανού στον Ρυουτζί. Ακούστηκαν κάποιοι αναστεναγμοί ανακούφισης εδώ κι εκεί στην τάξη, και σιγά σιγά, οι συνηθισμένοι θόρυβοι ενός απογευματινού διαλείμματος επανήλθαν. Από ότι φαινόταν, η οργή της Τίγρης Μινιατούρας είχε αποφευχθεί.

Ο μόνος που είχε υποστεί απώλειες ήταν ο Ρυουτζί.

«Αυτό...! Το μεσημεριανό μου...!»

Ήταν τόσο φρικτό που του ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Ωστόσο, από το πουθενά εμφανίστηκε ένα ζευγάρι ξυλάκια και του πρόσφερε ένα και μοναδικό κεφτέ.

«Ορίστε. Τώρα, ο Τακάσου-κουν έχει μεσημεριανό με κεφτέδες.»

«Κα, Καβασίμα...!»

Με ένα αγγελικό χαμόγελο, η Άμι μοιράστηκε μαζί του το φαγητό της. Καθώς όμως χαμογελούσε έτσι,

«Έι, γιατί αφήνετε όλοι την Αϊσάκα να σας κάνει ό,τι θέλει; Σας εκβιάζει με τίποτα;»

Είχε πετύχει ένα ευαίσθητο σημείο. Δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να το αποκαλέσει αδυναμία, αλλά μπορούσε να σκεφτεί ένα δυο πράγματα που αφορούσαν αυτόν τουλάχιστον...Με το συγχρονισμό και όλα τα σχετικά, τα πράγματα απλώς κατέληγαν έτσι...Φυσικά δεν είπε τίποτα από αυτά, αλλά αν δεν έλεγε κάτι, ίσως το πράγμα να έληγε άσχημα. Αντί γι’αυτόν όμως αυτή που απάντησε ήταν,

«Ο Ρυουτζί, ξέρεις, ήταν ο σκύλος μου στην προηγούμενη ζωή του. Γι’αυτό το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ακούει το αφεντικό του και να κουνάει την ουρά του. Είναι η χαρά του να είσαι σκύλος.»

Αυτή ήταν η Τάιγκα.

Με εκείνο το καταπληκτικό χαμόγελο, φαινόταν ακατανίκητη...Ήθελε να της απαντήσει κάτι σαν ‘Τι είναι αυτά που λες;’, αλλά,

«Ελάτε τώρα, αφού εσείς οι δυο είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον!»

Όπως πάντα, η Μινόρι βρήκε την ώρα για να τους πειράξει. Η Τάιγκα και ο Ρυουτζί πήραν ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα.

««Αποκλείεται.»»

Κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους με τέλειο συγχρονισμό. Η αντίδραση της Άμι σ’αυτά που γινόντουσαν μπροστά της ήταν,

«...Α~~χά. Τι καλή συνεννόηση...»

Τα μάτια της στένεψαν ελάχιστα και μουρμούρισε σιγανά σαν να σιγοτραγουδούσε. Τόσο αδιόρατα που ίσως και να είχε παρακούσει, αλλά του φάνηκε πως άκουσε---Δεν είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, Άμι-τσαν~...Ή κάτι τέτοιο.

Κάνοντας ‘Πουφ’ και ψευτοχαμογελώντας, η Τάιγκα δε φαινόταν διατεθειμένη να κάνει τίποτα άλλο σχετικά με την Άμι, για την ώρα τουλάχιστον. Πήρε τα ξυλάκια της και ήταν έτοιμη να συνεχίσει το φαγητό της, όταν,

«Ωω, τρως αρκετά, έτσι Αϊσάκα; Αν κι εγώ νομίζω πως είναι καλύτερα από το να κάνεις δίαιτα.»

«...!»

Σοκαρισμένη από τα λόγια του Κιταμούρα, χωρίς να το καταλάβει άφησε τα ξυλάκια της να πέσουν κάτω.

Δεν είχε σημασία αν έπαιρνε ή έχανε βάρος. Οι λέξεις ‘τρως αρκετά’ ήταν θανατική καταδίκη για ένα κορίτσι---Ιδιαίτερα αν τις ξεστόμιζε ο ανεκπλήρωτος έρωτάς της.

Ααχ...Ο Ρυουτζί παρακολουθούσε διακριτικά μια εξαντλημένη και θλιμμένη Τάιγκα να ανοιγοκλείνει ασυναίσθητα το στόμα της.


* * *


Η ευκαιρία για την Τάιγκα να αποφύγει να χαρακτηριστεί φαγού (αν και κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι τέτοιο φωναχτά ούτως ή άλλως) παρουσιάστηκε μετά το σχολείο, αμέσως μόλις τελείωσαν τα μαθήματα.

«Έ~ι, λίγο την προσοχή σας, παρακαλώ! Ακούστε με για λίγο!»

Η φωνή του Κιταμούρα αντήχησε μέσα στη θορυβώδη τάξη, και τα παιδιά που ετοιμάζονταν να φύγουν γύρισαν και τον κοίταξαν.

«Λοιπόν, όπως όλοι γνωρίζετε, σήμερα το μαθητικό συμβούλιο κάνει το μηνιαίο εθελοντικό καθαρισμό της γειτονιάς! Αυτή τη φορά ειδικά, επειδή οι τριτοετείς που προσφέρονται συνήθως να συμμετάσχουν είναι απασχολημένοι με την αυριανή εικονική εξέταση, ο αριθμός των εθελοντών είναι πολύ χαμηλός! Ελπίζω πως όλοι σας θα ανταποκριθείτε στην παράκλησή μου να συμμετέχετε!»

---Κάνοντας πως δεν άκουσαν, οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους, και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Φυσικά, κι ο Ρυουτζί ήταν μέρος αυτής της πλειοψηφίας. Αγαπούσε το καθάρισμα, αλλά αυτό δεν ήταν το ίδιο με τις δουλειές του σπιτιού. Επειδή επρόκειτο για μιαν ολόκληρη γειτονιά, ήταν αδύνατο να την κάνει απόλυτα καθαρή όσο κι αν προσπαθούσε. Ήξερε πολύ καλά πως αν συμμετείχε το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να εκνευριστεί.

Αν και φαινομενικά αυτός ο μηνιαίος εθελοντικός καθαρισμός είχε σκοπό να βοηθήσει την κοινότητα, στην πραγματικότητα οι τριτοετείς που βρίσκονταν σε ένα κρίσιμο στάδιο της ζωής τους τον έβλεπαν ως μέσο για να πάρουν περισσότερες θετικές παρατηρήσεις στις συστατικές επιστολές τους, όπως ‘ενθουσιώδης ακόμα και στις εθελοντικές του εργασίες’ ή ‘έχει ηγετικά προσόντα’ ή σε μερικές περιπτώσεις ‘αφοσιωμένος εθελοντής με συχνές συμμετοχές’, ανάλογα με το πόση δουλειά έκαναν. Γι’αυτό, εκτός από τα μέλη του μαθητικού συμβουλίου, η πλειοψηφία των εθελοντών ήταν πάντα τριτοετείς, και επίσης οι αθλητικές λέσχες έβαζαν εκ περιτροπής κάποια από τα μέλη τους να συμμετέχουν κάθε φορά. Γενικά ήταν μια δραστηριότητα που δεν είχε καμία ουσιαστικά σχέση με τους πρωτοετείς και τους δευτεροετείς που δεν ανήκαν σε αθλητικές λέσχες. Γι’αυτό όσο και να προσπαθούσε ο Κιταμούρα να τους ξεσηκώσει για να συμμετάσχουν, το να σηκώσει κανείς εθελοντικά το χέρι του γι’αυτό θα ήταν---

«Μπράβο Τακάσου! Ώστε θα έρθεις!»

«---Εε;!»

Ένα παράξενο φαινόμενο.

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το δεξί χέρι του Ρυουτζί είχε σηκωθεί μόνο του ψηλά.

«Εντάξει, θα σε περιμένω. Βάλε τη φόρμα σου και παρουσιάσου στη μπροστινή πύλη! Ωραία, θα βγω ασπροπρόσωπος στην πρόεδρο...Αφού δεν θα έχω μηδέν εθελοντές όπως περίμενα~. Λοιπόν, έχω γράψει ήδη το όνομά σου, γι’αυτό δε μπορείς να μου το σκάσεις, εντάξει;»

Κρατώντας ένα στυλό στο χέρι του, ο Κιταμούρα φαινόταν ευχαριστημένος καθώς βγήκε χοροπηδώντας από την τάξη.

«Π, π, περίμ...Έι, εσύ!»

Αυτή που είχε πιάσει και σηκώσει το δεξί χέρι του Ρυουτζί αφού προηγουμένως είχε γλιστρήσει αθόρυβα δίπλα του ήταν η Τάιγκα. Είχε στυλώσει τα πόδια της, και μετά άρπαξε τον αγκώνα του και σήκωσε ψηλά το χέρι του με όση δύναμη είχε.

«Έι, άφησέ με! Τι ήταν αυτό που με έβαλες να κάνω;! Αν πω πως θα συμμετέχω και μετά δεν πάω θα μου κόψουν βαθμούς επειδή απουσίασα σε εξωσχολική δραστηριότητα, το ξέρεις;!»

Η Τάιγκα τράβηξε το χέρι της και άρχισε να δαγκώνει νευρικά τα νύχια της μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ρυουτζί.

«Θα αναλάβω τις ευθύνες μου, εντάξει...Θα έρθω κι εγώ στον καθαρισμό μαζί σου.»

«Ε;...Τι;!»

---Με απλά λόγια, ήθελε εξαρχής να συμμετάσχει, και γι’αυτό τον έβαλε κι αυτόν να το κάνει. Το πρόσωπο της Τάιγκα είχε κοκκινίσει από ντροπή και έπαιζε αμήχανα με την κορδέλα της στολής της, ψιθυρίζοντας με χαμηλή φωνή,

«Είναι που δε θέλω να με περάσει για καμιά λαίμαργη...Θέλω να νομίσει πως έφαγα πολύ επειδή θα συμμετείχα στον καθαρισμό της γειτονιάς, ότι ήθελα να έχω μπόλικη ενέργεια...»

«Μήπως κατά τύχη ήθελες να περάσεις και λίγη ώρα μαζί με τον Κιταμούρα;»

«...Υποθέτω πως είναι κι αυτό.»

«Και δε μπορούσες να συμμετάσχεις χωρίς να μπλέξεις κι εμένα;»

«Ακριβώς αυτό, ντρέπομαι πάρα πολύ! Δε μπορείς να το φανταστείς; Τι αργόστροφος που είσαι!»

Πάνω που μάζευε το κουράγιο του για να δώσει μια κατάλληλη απάντηση στα σκληρά της λόγια, ένιωσε κάποιον να σκουντάει την πλάτη του σακακιού του. Στράφηκε, και,

«Πόσο χαίρομαι που θα συμμετέχεις κι εσύ Τακάσου-κουν!»

Η Μινόρι στεκόταν μπροστά του. Κρατούσε στο χέρι την τσάντα και τη φόρμα της.

«Αυτή τη φορά είναι η σειρά της γυναικείας λέσχης σόφτμπολ να συμμετέχει. Σαν αρχηγός της λέσχης, αναγκάστηκα να πάω εγώ, και ό,τι σκεφτόμουν τι μπελάς που είναι. Μαζί στον αγώνα, σύντροφοι!»

Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, το γελαστό πρόσωπο αυτού του δραστήριου κοριτσιού που έλαμπε σαν τον ήλιο, φώτισε αμέσως την καρδιά του Ρυουτζί. Θαμπωμένος και νιώθοντας τη θερμοκρασία του να ανεβαίνει επικίνδυνα, ο Ρυουτζί ήταν σε κατάσταση έκστασης,

«Ν...ναι ε...;»

«Μάλιστα. Αλλά, να συμμετάσχεις εθελοντικά! Ουάου, είσαι σπουδαίο παιδί Τακάσου-κουν! Είμαι τόσο συγκινημένη!»

Ουαουαουα, του έκανε κοπλιμέντο...!

Προσπαθώντας απελπισμένα να κρύψει το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια, γιατί ήταν σίγουρος πως είχε γίνει κατακόκκινος, τα μάτια του γούρλωσαν με μια φαινομενικά δολοφονική έκφραση. Αν και στην πραγματικότητα απλώς ντρεπόταν.

«Μινορίν, αποφάσισα να έρθω κι εγώ. Σαν συνεργάτης του Ρυουτζί.»

«Α, αλήθεια;! Μπράβο, πάμε να αλλάξουμε μαζί! Θα σε περιμένω στο διάδρομο.»

«Εντάξει, θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά.»

Δίπλα δίπλα, οι δυο τους παρακολούθησαν την πλάτη της Μινόρι καθώς έβγαινε χοροπηδώντας έξω από την τάξη,

«...Λοιπόν, δεν έχεις να μου πεις τίποτα;»

«...Σ, σ’ευχαριστώ...!»

‘Τέλος πάντων, αρκεί που το κατάλαβες’ φαινόταν να λέει η Τάιγκα κουνώντας το κεφάλι της με σημασία.

«Αν και το ήξερα πως θα ήταν εκεί η Μινορίν, δεν ήταν ανάγκη να σε καλέσω.»

«...Δε θυμάμαι να με κάλεσες, θυμάμαι να μου σήκωσες το χέρι με το ζόρι.»

Παρόλα όσα έλεγαν, κι οι δυο τους ήταν σε πολύ καλή διάθεση, και αφού πήραν τις τσάντες και τις φόρμες τους, βγήκαν από την τάξη. Άρχισαν να περπατάνε σε αντίθετες κατευθύνσεις, ο Ρυουτζί προς τα αποδυτήρια των αγοριών και η Τάιγκα με τη Μινόρι προς τα αποδυτήρια των κοριτσιών, αλλά,

«Περιμένετε!»

Μια καθαρή γλυκιά φωνή τους ανάγκασε να σταματήσουν. Ο Ρυουτζί στράφηκε και, ασυναίσθητα, του ήρθε να διορθώσει τα γυαλιά του, αν και δε φορούσε γυαλιά. Η Τάιγκα πιθανότατα ένιωθε ακριβώς το ίδιο, και καθώς αυτός γύριζε τα ορθάνοιχτα άγρια μάτια του για να την κοιτάξει,

«...Τι;»

Γρύλισε σιγανά. Όμως,

«Χαίρομαι τόσο που σας πρόλαβα! Αποφάσισα να πάρω κι εγώ μέρος! Επειδή πήρα μετεγγραφή πρόσφατα, θέλω να συνηθίσω τις σχολικές δραστηριότητες!»

Χαμογελούσε πλατιά---το αγγελικό χαμόγελο της Άμι δεν επηρεάστηκε ούτε στο ελάχιστο από την άγρια ματιά της Τάιγκα.

«Εμμμ...ο Κιταμούρα σου είπε να συμμετάσχεις; Νομίζω πως είναι καλύτερα να τα παρατήσεις τώρα. Ούτως ή άλλως δεν πρόκειται ακριβώς για σχολική δραστηριότητα.»

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί προσπάθησε να της δώσει μια σοβαρή συμβουλή, αλλά η Άμι περιορίστηκε να κουνήσει χαριτωμένα το κεφάλι της αρνητικά.

«Ο Γιουσάκου δε μου είπε τίποτα, εντάξει; Μόνη μου αποφάσισα να πάρω μέρος. Αν δε γυμναστώ, δε θα μπορέσω να ξεφορτωθώ αυτά τα παχάκια, έτσι δεν είναι, Μινόρι-τσαν;»

«Χο, σωστά. Αυτή είναι δίαιτα, ξέρεις.»

Χωρίς να εκπλαγεί καθόλου, η Μινόρι έγνεφε με κατανόηση.

Κοιτώντας τη Μινόρι με την άκρη του ματιού της, η Τάιγκα δε φαινόταν καθόλου ευχαριστημένη και είχε σχηματιστεί μια ρυτίδα στο μέτωπό της.

«Χμ, από δω είναι;»

Τότε η Άμι άπλωσε επιδέξια το χέρι της και τύλιξε το χέρι του Ρυουτζί γύρω από το δικό της---Τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε. Πριν όμως προλάβει να κάνει τίποτα,

«Γκαχ...»

«...Τα αποδυτήρια των κοριτσιών είναι από δω.»

Η Τάιγκα, με βλοσυρό ύφος, είχε αρπάξει σταθερά την Άμι από το πίσω μέρος του γιακά της με το δεξί της χέρι σαν δεσμοφύλακας. Σέρνοντας πίσω τους την Άμι που κόντευε να πάθει ασφυξία, η Τάιγκα και η Μινόρι ξεκίνησαν για τα αποδυτήρια των κοριτσιών.

«Μπ, μπορώ να περπατήσω και μόνη μου, Αϊσάκα-σαν.»

«Δεν πειράζει, δεν πειράζει, θα σε πάω εγώ, Καβασίμα-σαν.»

Καθώς στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε αφηρημένα το συγκαλυμμένο καυγά τους, ο Ρυουτζί περιορίστηκε να αναστενάξει καθώς οι σκέψεις του ξαναγύριζαν. Στην τελική, τα αποδυτήρια των αγοριών ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Συγκρατώντας τον εαυτό του, ξεκίνησε προς τα εκεί...Καθώς προχωρούσε, έφερε ένα χέρι πάνω στο ασυνήθιστα ταραγμένο στήθος του.

Η έκφραση που είχε η Άμι όταν τον κοίταζε, γέρνοντας το κεφάλι της και λέγοντας, ‘Χμ, από δω είναι;’, ήταν τόσο εξαιρετικά γλυκιά, όμορφη, και αγνή... Όπως και να είχε, ήταν τόσο χαριτωμένη που ένιωθε πως θα πέθαινε. Δεν είχε καθόλου να κάνει με την αληθινή της προσωπικότητα.

Φυσικά, ήταν αναμενόμενο να είναι χαριτωμένη, αφού ήταν μοντέλο, αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει την αλήθεια μόνο και μόνο επειδή είχε δει κάτι όμορφο. Στ’αλήθεια ένιωθε κάπως ευτυχισμένος, ήταν το ειλικρινές αίσθημα ενός άντρα, αλλά αυτό δεν άλλαζε την πραγματικότητα.


«Λοιπόν παιδιά! Πρέπει να δείξετε αφοσίωση εδώ πέρα! Δε θα ανεχτώ να την κοπανήσει κανείς σας, μ’ακούτε~! Άντε, βάλτε τα δυνατά σας και δείξτε τι αξίζετε, όλοι σας!»

Ο καιρός ήταν αρκετά συννεφιασμένος, και τα παιδιά είχαν παραταχτεί έξω στην αυλή κάτω από ένα χρυσαφί ουρανό γεμάτο σύννεφα.

Μέσα από τον τηλεβόα αντηχούσε μια βαριά, σχεδόν αντρική φωνή σ’αυτούς που στεκόντουσαν από κάτω. Και μετά από δίπλα ακούστηκε,

«Αυτά τα λόγια αγγίζουν την καρδιά μου πάλι σήμερα. Ό,τι θα περίμενε κανείς από την Πρόεδρο!»

Ο Κιταμούρα, ο αντιπρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου, έλεγε ‘Ναι~αι, πάμε’ χειροκροτώντας με ενθουσιασμό.

Μπροστά στην πύλη του σχολείου μετά το σχόλασμα, οι περίπου είκοσι μαθητές που ήταν συγκεντρωμένοι είχαν όλοι μια παρόμοια αδιάφορη έκφραση ακούγοντας την αρχηγό του καθαρισμού να τους φωνάζει από ψηλά...Με άλλα λόγια, όλοι τους κοιτούσαν από κάτω την πρόεδρο του μαθητικού συμβουλίου. Οι ευτυχείς μαθητές που πήγαιναν στα σπίτια τους από την άλλη, συνέχιζαν να περνάνε μπροστά τους, κοιτάζοντάς τους λίγο κοροϊδευτικά και κάνοντας σχόλια του τύπου «Πάλι τα ίδια κάνουν».

«...Τ, τι είναι αυτό...;»

Η Άμι που έβλεπε αυτό το θέαμα για πρώτη φορά, είχε εντυπωσιαστεί αρκετά, και με το δίκιο της.

«...Αυτή είναι η πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου του σχολείου μας. Στις εκλογές οι αντίπαλοι υποψήφιοι δεν πήραν ούτε μια ψήφο. Έχει το χάρισμα του απόλυτου ηγέτη.»

«Έτσι, ε...Ώστε αυτό το κορίτσι είναι όντως έτσι...»

«Είπες ‘όντως’;»

«Ναι, ξέρεις, ο Γιουσάκου μου έχει πει γι’αυτήν κι άλλες φορές. Ότι δηλαδή μπήκε στο μαθητικό συμβούλιο επειδή εκεί ήταν μια καταπληκτική μαθήτρια από μεγαλύτερο έτος και άλλα τέτοια...»

«Βάλατε τα γάντια εργασίας σας;! Πήρατε τις σκουπιδοσακούλες σας;! Έχετε καθορίσει την περιοχή σας;!»

Toradora vol02 177.jpg

Ένα αδύναμο ‘ναι’ ήταν η αξιοθρήνητη απάντηση που ακούστηκε.

«Ρε βλαμμένα--~!»

Όρθια με μια στρατιωτικού στυλ πόζα, η πρόεδρος ύψωσε το λευκό λαιμό της καθώς φώναζε δυνατά με μια επιβλητική φωνή.

«Δε δείχνετε σεβασμό γι’αυτή τη γειτονιά! Αν αυτή είναι όλη κι όλη η θέλησή σας, αποβράσματα σαν κι εσάς πρέπει να πεταχτούν από το πλοίο στη θάλασσα! Απαντήστε με πιο πολλή ζωντάνια!»

«Ναιαιαιαιαι--~!»

«Κάνετε πολλή φασαρία---~!...Λοιπόν, εντάξει, αυτό το μήνα θα κάνουμε το συνηθισμένο καθαρισμό της γειτονιάς όπως πάντα. Να προσέχετε να μην τραυματιστείτε ή τίποτα τέτοιο. Έτσι και σας πιάσω να τεμπελιάζετε ή να μασουλάτε, θα σας τιμωρήσω επιτόπου!...Φυσικά, δε θα σας πω πώς θα το κάνω~.»

Τα χείλη της προέδρου είχαν ανασηκωθεί σε ένα σατανικό χαμόγελο---Η Σουμίρε Κάνου, τριτοετής, τίναξε βίαια τα όμορφα μαύρα μαλλιά της. Με τη φόρμα της, τα γάντια εργασίας, και τη σκουπιδοσακούλα της, είχε πάρει μια πολύ αποφασιστική πόζα έτσι όπως στεκόταν εκεί. Είχε κατάλευκο δέρμα και αμυγδαλωτά μάτια, τα άφθονα μαύρα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα και λαμπερά, και τα χείλη της κατακόκκινα ακόμα και χωρίς κραγιόν...Σαν μια κομψή Yamato Nadeshiko,[5]ήταν η τυπική εικόνα μιας όμορφης νεαρής Γιαπωνέζας. Εσωτερικά όμως...

«Ε~ντάξει. Λοιπόν, άντε να του δίνουμε παιδιά. Ο στόχος είναι: μια γεμάτη σκουπιδοσακούλα ανά άτομο! Αφού έχουμε τόσο λίγους εθελοντές, πρέπει να είναι εύκολα εφικτός. Τέλος πάντων, αν και λέω στόχος, δεν είναι ανάγκη να είναι ακριβώς τόσο, αλλά όπως και να’χει, κοιτάξτε να μην τριγυρίζετε άσκοπα και να μη συμπεριφέρεστε τεμπέλικα μπροστά στον κόσμο έξω από το σχολείο. Δείξτε στον κόσμο το αναθεματισμένο εθελοντικό σας πνεύμα!»

Τόσο αρρενωπή που λες και η λέξη ‘αρρενωπότητα’ ήταν γραμμένη στην ψυχή της, ήταν σαν μια θηλυκή σογκούν[6] που καθοδηγούσε έμπειρα τα στρατεύματά της ...Όχι, μάλλον για να το πούμε πιο ωμά, ήταν σαν νονός της μαφίας ή προπονητής σούμο.

«...Κατά κάποιο τρόπο, είναι καταπληκτικό...Είναι όμορφη, αλλά και σκληρή...»

Ψιθυρίζοντας δίπλα στον Ρυουτζί, η Άμι είχε μαγευτεί παρά τη θέλησή της, φαινομενικά ανίκανη να πάρει τα μάτια της από τη νονά της μαφίας, της οποίας η εμφάνιση και η συμπεριφορά ήταν τόσο διαφορετικές. Οποιοσδήποτε θα αντιδρούσε έτσι την πρώτη φορά που την έβλεπε. Κάνοντας ‘ναι, ναι’, ο Ρυουτζί έγνεψε με κατανόηση,

«Όμως ξέρεις, έχω ακούσει πως είχε άριστους βαθμούς συνεχώς από όταν άρχισε το σχολείο μέχρι σήμερα, και είναι γνωστή ως η θρυλική πρόεδρος που έσωσε το μαθητικό συμβούλιο που κατέρρεε από τη χρεωκοπία σε χρόνο ρεκόρ.»

«Ξέρεις πολλά γι’αυτήν, Τακάσου-κουν.»

«Απλώς επανέλαβα αυτά που μου έχει πει ο Κιταμούρα.»

Ασυνήθιστα ενθουσιασμένος, ο Κιταμούρα συνέχιζε να ανταποκρίνεται με χειροκροτήματα σε κάθε αποστροφή του λόγου της πανέμορφης μαφιόζας πάνω στο βάθρο. Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε αν προσπαθούσε να μεταδώσει τον ενθουσιασμό του και στους υπόλοιπους.

«...Ώστε την έχει σε τέτοια υπόληψη...;»

Στην πραγματικότητα, ο Ρυουτζί σκεφτόταν ότι ο Κιταμούρα είχε εντυπωσιαστεί βαθιά από μια ηγετική φυσιογνωμία, αλλά από ότι φαινόταν ακόμα και σαν ‘υποτακτικός’, ήταν αποφασισμένος να δουλέψει σκληρά για να εκπληρώσει τα καθήκοντά του.

Ωστόσο, ο Ρυουτζί δε μπορούσε να αναρωτηθεί πώς θα έβλεπε η Τάιγκα τη συμπεριφορά του Κιταμούρα. Στεκόταν λίγο μακριά του δίπλα στη Μινόρι, αλλά μπορούσε εύκολα να δει το σκυθρωπό και δυσαρεστημένο πρόσωπό της. Δεν ήταν σίγουρος αν το έκανε ασυνείδητα ή επίτηδες, αλλά έγραφε νευρικά τη λέξη ‘φόνος’ στο χώμα με τη μύτη του παπουτσιού της.

«Λοιπόν, έχετε μια ώρα αρχίζοντας από τώρα! Μη διανοηθείτε να αργήσετε να επιστρέψετε! Δεν πρόκειται να το λήξουμε μέχρι να επιστρέψει και ο τελευταίος!»

Τις φωνές της Σουμίρε μέσα από τον τηλεβόα διαδέχτηκαν οι κοφτοί ήχοι από τις σφυρίχτρες των μελών του μαθητικού συμβουλίου, και οι είκοσι τόσοι μαθητές βγήκαν από την πύλη, για να αρχίσουν το κυνήγι των σκουπιδιών. Πάντως, υπήρχε τουλάχιστον ένας εκεί μέσα που στόχος του ήταν να γνωριστεί καλύτερα με τον αντιπρόεδρο του μαθητικού συμβουλίου.




«Η περιοχή του καθαρισμού είναι αρκετά μεγάλη, ε...Α, βρήκα κιόλας κάτι.»

Ο Ρυουτζί είχε μόλις περάσει την πύλη όταν εντόπισε ένα παλιό περιοδικό κάτω από τον τοίχο του σχολείου, αλλά καθώς έσκυβε έτοιμος να το πιάσει με τα γαντοφορεμένα χέρια του,

«Μη!»

Κάποιος τον άρπαξε από το λάστιχο της φόρμας του και τον τράβηξε πίσω. Με τον ίδιο τρόπο, τον έσυρε μακριά. Όταν στράφηκε εκνευρισμένος από αυτή την απρέπεια, μπροστά του στεκόταν με αυστηρό ύφος η Μινόρι. Του έκανε ‘τσ τσ τσ’ και κούνησε το δάχτυλό της προειδοποιητικά.

«Δεν κάνει, Τακάσου-κουν. Η περιοχή γύρω από το σχολείο είναι για τους τριτοετείς. Συνηθίζεται εμείς από τις μικρότερες τάξεις να αναλαμβάνουμε τις πιο προβληματικές περιοχές.»

«Α, αλήθεια;»

«Ναι! Να, κοίτα και μόνος σου!»

Στην κατεύθυνση που του έδειχνε η Μινόρι, ένα ασχημούτσικο κορίτσι που έμοιαζε για τριτοετής έλεγε «Τι αγγαρεία κι αυτή...» καθώς πετούσε το περιοδικό στη σακούλα της. Εξαντλημένη, πιθανότατα από το διάβασμα, άφησε ένα πολύ βαθύ αναστεναγμό καθώς έσκυβε με κόπο σαν ηλικιωμένη γυναίκα.

«Κατάλαβα...»

«Γι’αυτό λοιπόν, εμείς οι αφοσιωμένοι δευτεροετείς πρέπει να πάμε πιο μακριά.»

Του χαμογέλασε---Ααχ, του φάνηκε πως είχε τόσο καιρό να δει ένα τόσο ειλικρινές χαμόγελο. Αντικρίζοντας κατάφατσα το χαμογελαστό πρόσωπο της Μινόρι που έλαμπε και άστραφτε σαν ήλιος, ο Ρυουτζί ήταν κυριολεκτικά μαγεμένος. Τα λακάκια στα μάγουλά της και η άκρη της μύτης της που είχε κοκκινίσει από τον ήλιο ακτινοβολούσαν από υγεία και ήταν στ’αλήθεια υπέροχα. Εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί ένιωσε να την ερωτεύεται ξανά απ’την αρχή.

Βέβαια δε βοηθούσε ότι πίσω από την πλάτη της Μινόρι,

«Αχά, αυτό το σκουπίδι μου θυμίζει εσένα, Καβασίμα-σαν. Φαίνεται ότι το ρεπερτόριο των μιμήσεών μου μόλις εμπλουτίστηκε.»

«Ωωω, τι πλάκα που έχεις, Αϊσάκα-σαν~! Πόσο με κάνεις να γελάω! Α, αυτό το σκουπίδι εκεί πέρα δε σου μοιάζει κάπως; Είναι τόσο απελπιστικά μικρό~.»

Τα δύο σκοτεινά και μαγευτικά λουλούδια, που ανταγωνίζονταν ανελέητα καθώς άνθιζαν δίπλα δίπλα, φαίνονταν να διασκεδάζουν ανταλάσσοντας δηλητηριώδη σχόλια...Και μόνο που τις παρακολουθούσε κουραζόταν,

«...Τάιγκα, κόφ’το επιτέλους. Άντε, πάμε.»

Δίνοντας μια στον πισινό της Τάιγκα με την άδεια σκουπιδοσακούλα, έκανε μια προσπάθεια να τις χωρίσει. Ωστόσο,

«Σου έχω πει να μην αγγίζεις τον πισινό μου!...Ουφ...Αν είναι να με ενοχλείτε όλοι σας...»

Πιο ευερέθιστη από συνήθως αυτή τη φορά, η Τάιγκα γύμνωσε τα δόντια της και μετά ξεκίνησε μόνη της με γοργό βήμα. Μάλλον ανησυχούσε ακόμα για τον Κιταμούρα και την πρόεδρο. Η Άμι πήρε κι αυτή δυσαρεστημένο ύφος, καθώς γύρισε την πλάτη της στην Τάιγκα και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.

Ίσως να κατάλαβε κάτι κοιτάζοντάς τες, πάντως η Μινόρι χαμήλωσε τη φωνή της και ψιθύρισε, ‘Έι, έι’ στον Ρυουτζί για να τραβήξει την προσοχή του.

«Ξέρεις...το σκεφτόμουν και το απόγευμα, αλλά δε σου φαίνεται ότι η Τάιγκα και η Άμι είναι κάπως εχθρικές μεταξύ τους; Έστω και λίγο.»

Η παρατήρησή της τον έκανε να σκεφτεί ‘Τώρα το κατάλαβες;’ αλλά αφού ήταν η Μινόρι που τον ρωτούσε, δε μπόρεσε να μην της απαντήσει.

«Χμμ, υποθέτω ότι υπήρξαν κάποιες ατυχείς παρεξηγήσεις ανάμεσά τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σχέση τους ξεκίνησε άσχημα.»

«Έτσι ε~...Λοιπόν, υποθέτω πως δε μπορεί να γίνει κάτι γι’αυτό.»

Οι δυο τους ξεκίνησαν να περπατάνε χαλαρά δίπλα δίπλα---ο Ρυουτζί ήταν τόσο ενθουσιασμένος που έτρεμε ολόκληρος. Εκείνη τη στιγμή, περπατούσε στ’αλήθεια μαζί με τη Μινόρι. Ήταν σχεδόν σαν να είχαν βγει ραντεβού καθώς περπατούσαν αργά κάτω από τα δέντρα με τα ανοιχτοπράσινα φρέσκα φύλλα. Αν δεν υπήρχε η ομάδα ανθρώπων με τις φόρμες μπροστά και πίσω τους, η σκηνή θα έμοιαζε στ’αλήθεια με ραντεβού...Αναρωτήθηκε αν θα ερχόταν ποτέ η μέρα που μια τέτοια σκηνή θα γινόταν πραγματικότητα...

«Χμ, η Τάιγκα και η Καβασίμα. Ξέρεις, για την Καβασίμα, δεν ήταν καθόλου όπως την είχα φανταστεί στην αρχή, αν και δεν το λέω αυτό με την κακή έννοια...Θα ήθελα η Τάιγκα να τα πηγαίνει καλά με όλους, αλλά είναι κάπως δύσκολος χαρακτήρας, ξέρεις...Αναρωτιέμαι αν αυτός ο συνδυασμός είναι τόσο κακός όσο φαίνεται...Στο κάτω κάτω, οι σχέσεις μεταξύ γυναικών είναι πολύπλοκες.»

Η Μινόρι έγνεψε μόνη της με προβληματισμένο ύφος. Ο Ρυουτζί έγνεψε κι αυτός με τον ίδιο τρόπο. Κατά κάποιο τρόπο, ένιωθε μια ασυνήθιστη αίσθηση συντροφικότητας έτσι όπως περπατούσε δίπλα στη Μινόρι. Αν αυτό το αίσθημα ήταν αληθινό, αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα είχαν μια άμεση ‘σχέση’, που δεν περιλάμβανε ούτε την Τάιγκα ούτε τον Κιταμούρα.

Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε ασφαλώς να καλλιεργήσει αυτή τη σχέση---Τα μάτια του έγιναν ακόμα πιο κοφτά από συνήθως καθώς αποφάσισε να περάσει στην επίθεση, έστω και λίγο.

«Λ, λοιπόν, αφού είσαι εσύ κοντά της, Κουσιέντα, δεν ανησυχώ και τόσο για την Τάιγκα, ξέρεις.»

Η φωνή του έσβησε στο τέλος, αλλά, ναι, είχε τουλάχιστον καταφέρει να δώσει μια φυσιολογική απάντηση για την ώρα.

«Εγώ θα έπρεπε να το λέω αυτό. Νομίζω πως όσο θα είσαι εσύ κοντά της, Τακάσου-κουν, η Τάιγκα θα είναι μια χαρά.»

Όπως πάντα, παρεξηγούσε τον Ρυουτζί...αλλά τουλάχιστον, φαινόταν ότι η Μινόρι τον είχε σε μια κάποια εκτίμηση. Θα μπορούσε ακόμα και να πει ότι είχε καλά αισθήματα απέναντί του. Καθώς χαμογελούσαν και οι δύο, τα μάτια του Ρυουτζί και της Μινόρι συναντήθηκαν. Μετά, άλλο ένα βήμα. Άλλο ένα βήμα μόνο για να έρθουν ακόμα πιο κοντά. Θα έπρεπε να πει κάτι τώρα---αυτό που θα έλεγε ένας άντρας. Τα μάτια του Ρυουτζί γέμισαν αίμα καθώς οι σκέψεις του τον έπνιξαν, και προσπάθησε να καθαρίσει το λαιμό του που τον ένιωθε σφιγμένο.

‘Πιο πολύ από το να είμαι κοντά στην Τάιγκα, θα ήθελα στ’αλήθεια να είμαι κοντά σε σένα, Κουσιέντα...’ Αυτό σκόπευε να πει. Γλείφοντας διακριτικά τα ξεραμένα χείλια του, έβαλε όσο πιο χαλαρά μπορούσε τα χέρια του που έτρεμαν από νευρικότητα στις τσέπες του. Εκείνη τη στιγμή θα ακουγόταν φυσιολογικό, και αν τουλάχιστον το έπαιρνε σαν αστείο αντί σαν μια ύποπτη πρόταση, θα μπορούσε να το συνεχίσει. Ήταν ή τώρα ή ποτέ---

«Π,»

«Ρυουτζί~!»

Μπαμ! Τον έσπρωξαν βίαια στην άκρη,

«Έι, Ρυουτζί, υπάρχει πρόβλημα! Ααχ, τι να κάνω;»

«...»

Δε μπορούσε να μιλήσει. Κατάφερε την τελευταία στιγμή να μην καταρρεύσει εκεί που βρισκόταν, αλλά καθώς κοίταζε το πρόσωπο της Τάιγκα, του ήταν αδύνατο να αρθρώσει λέξη.

«Έλα λίγο μαζί μου! Από δω!»

Έτσι απλά, τον έσυρε στην κυριολεξία σε ένα δρομάκι.

«Ο Κιταμούρα, ξέρεις, έχει κολλήσει σαν στρείδι δίπλα στην πρόεδρο όλη αυτή την ώρα! Όλη αυτή την ώρα, δεν ξεκολλάει από δίπλα της! Κάθεται εκεί και χαμογελάει πανευτυχής και ούτε που προσέχει πως είμαι εκεί! Έβαλα όλο μου το κουράγιο και προσπάθησα να του πω, ‘Ήμουν μαζί με τον Ρυουτζί, και έτσι ήρθα κι εγώ’, και τι νομίζεις πως μου είπε;! ‘Α, ναι; Δε σε πρόσεξα, σ’ευχαριστώ! Είσαι μεγάλη βοήθεια!’---Αυτό ήταν όλο. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μου είπε! Έτσι μιλάνε σε ένα κορίτσι που τους έχει κάνει εξομολόγηση;! Έι, τι νομίζεις εσύ;!»

Λέγοντας όλα της τα παράπονα με τη μία χωρίς να πάρει ανάσα, η Τάιγκα πλησίασε ακόμα περισσότερο τον Ρυουτζί.

«Λοιπόν...το ήξερα, δεν έχω καμία ελπίδα, έτσι;! Τ, τι να κάνω;! Πες μου τι σκέφτεσαι, δε θα θυμώσω, απλώς πες το!»

«Τ, τι σκέφτομαι και όλα τα σχετικά...Αν μπορώ να μιλήσω ειλικρινά...»

«Ναι, ναι.»

«...Θα ήθελα να περίμενες λιγάκι...τα πήγαινα τόσο καλά με την Κουσιέντα...»

«...Τι είπες;»

Από κοντά, η έκφραση της Τάιγκα ήταν ήρεμη καθώς φούντωνε από θυμό.

«Τη στιγμή που τα πράγματα δεν πάνε καλά για μένα, πάνε καλά για τον άθλιο Ρυουτζί;! Ε;! Σαν πολύ θάρρος δεν πήρες;!»

«Δ, δεν είναι και τόσο σπουδαίο! Δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις, εντάξει;!»

«Όχι, θα θυμώσω! Αποκλείεται, δεν το επιτρέπω αυτό! Στο είπα και πριν, αν θυμάσαι, ότι μέχρι να πάνε καλά τα πράγματα με μένα και τον Κιταμούρα, δε θα σου επιτρέψω να είσαι ευτυχισμένος!....Άκαρδε!»

Και μ’αυτά τα λόγια, η τυραννική Τάιγκα έφυγε σαν πύραυλος από το δρομάκι.

«Τάιγκα, τι έγινε; Εμφανίστηκες από το πουθενά και μετά ξαφνικά εξαφανίστηκες~.»

«Μινορίν!»

Όρμησε πάνω στη Μινόρι, που στεκόταν εκεί και χάζευε, και την άρπαξε από το μπράτσο.

«Δε, δε θέλω να μείνω άλλο εδώ...Δε με νοιάζει πού, απλά πάμε κάπου μακριά, πολύ μακριά από δω, μόνο οι δυο μας!»

«Θέλεις να το σκάσουμε μαζί; Κανένα πρόβλημα, θα είσαι εσύ η νύφη μου.»

Το πρόσωπο της Μινόρι ήταν γεμάτο συμπόνοια και συμπάθεια καθώς αγκάλιασε τρυφερά τους μικρούς ώμους της Τάιγκα.

Και έτσι απλά, οι δυο τους αγκαλιάστηκαν και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Χωρίς να κάνουν ούτε ένα νεύμα στον Ρυουτζί, φαινόντουσαν να το διασκεδάζουν με την ψυχή τους.

«Ν, να πάρει...»

Ο εγκατελειμμένος Ρυουτζί στεκόταν εκεί βογγώντας λυπημένα, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κοιτάει την πλάτη της Μινόρι που απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Μετά από τόση προσπάθεια που έκανε για λίγη πρόοδο---

«Είσαι εντάξει;»

«Ε;»

Ακούγοντας ξαφνικά να τον φωνάζουν, στράφηκε ξαφνιασμένος. Ίσως επειδή η εκρηκτική Τάιγκα είχε πια φύγει, η Άμι ξεπρόβαλε και πήγε κοντά του.

«Σου την είπε η Αϊσάκα-σαν μόλις τώρα, έτσι; Το είδα. Πληγώθηκες, ε;»

«Ε...Α, μπα...είμαι συνηθισμένος.»

«Τι κρίμα, Τακάσου-κουν. Η Αϊσάκα-σαν και η Μινόρι-τσαν σε άφησαν και οι δύο, και δεν έχω ιδέα που εξαφανίστηκε και ο Γιουσάκου.»

«Α...χμ.»

Τώρα μόλις το πρόσεξε, αλλά οι άλλοι μαθητές που περνούσαν από δίπλα τους έριχναν κλεφτές ματιές στην Άμι σαν να τους είχε θαμπώσει. Αν και κοιτούσαν επίμονα τη διάσημη καλλονή, επειδή ‘αυτός ο Τακάσου’ στεκόταν δίπλα της, κανείς δεν τολμούσε να πάει να της μιλήσει. Από ότι φαινόταν, έξω από την τάξη του, το όνομα Ρυουτζί Τακάσου ενέπνεε τον ίδιο φόβο με αυτό της Τίγρης Μινιατούρας.

Μερικά εξαιρετικά θαρραλέα κορίτσια της φώναξαν ‘Άμι-τσα~ν’ και της έγνεψαν καθώς περνούσαν. Όταν η Άμι τους χαμογέλασε και ανταπέδωσε το νεύμα, κατενθουσιάστηκαν και άρχισαν να τσιρίζουν εκστασιασμένες. Παρόλα αυτά, η Άμι σύντομα γύρισε την πλάτη της στα κορίτσια και,

«Λοιπόν, αφού μας άφησαν όλοι πίσω, ας πάμε παρέα! Έι, από πού θες να πας;»

Κοίταξε τον Ρυουτζί με το γνωστό της λαμπερό αγγελικό χαμόγελο.

«Ε...μμ...Δε θα μπορούσες να πας μαζί μ’αυτά τα κορίτσια μόλις τώρα;»

«Όχι, όχι, εξάλλου δεν τις ξέρω καθόλου. Θέλω να έρθω μαζί σου Τακάσου-κουν. Λέω να πάμε προς την όχθη του ποταμού. Είναι μέσα στα όρια του καθαρισμού, δεν είναι;»

«...Όχι ότι με πειράζει, αλλά...»

‘Στ’αλήθεια δεν έχεις άλλη επιλογή απ’το να έρθεις μαζί μου;’, δεν πρόλαβε όμως καν να κάνει την ερώτηση γιατί η Άμι ξεκίνησε να περπατάει ζωηρά με μεγάλα βήματα. Και μετά έκανε στροφή επιτόπου και τον κοίταξε.

«Άντε, έλα, γιατί θα σ’αφήσω πίσω!»

Και σαν σε σκηνή από ταινία, του άπλωσε το ντελικάτο χέρι της. Δεν υπήρχε περίπτωση να το πιάσει βέβαια, και αντί γι’αυτό άρχισε να περπατάει γρήγορα μέχρι που την προσπέρασε. Λίγο ακόμα και θα νόμιζε κανείς ότι αυτός ο τύπος που τρόμαζε τους πάντες ντρεπόταν.


* * *


Μπό~ι~νκ…Πιασμένο στην άκρη του κλαδιού ήταν ένα πλαστικό μπουκάλι που επέπλεε στην επιφάνεια του νερού.

«Τ, το’πιασα!»

«Συνέχισε!»

Τραβώντας το άδειο μπουκάλι κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, ο Ρυουτζί μπόρεσε επιτέλους να πάρει ανάσα. Τίναξε το χέρι του που ήταν πιασμένο επειδή τόση ώρα το τέντωνε στα όρια της αντοχής του, και τέλος έριξε το μπουκάλι στη σκουπιδοσακούλα του, προσέχοντας να μην το αγγίξει.

«Χαα…Μ’αυτό, υποθέτω πως είμαι περίπου στα μισά…»

«Κι εγώ το ίδιο. Πρέπει να ψάξουμε λίγο ακόμα, μην τα παρατάς!»

Στην όχθη του ποταμού τάξης Α που κυλούσε στην άκρη της πόλης, ο Ρυουτζί και η Άμι πρόσεχαν να μη βρέξουν τα παπούτσια τους καθώς ξανάρχισαν να περπατούν κατά μήκος της τσιμεντένιας αποβάθρας. Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει στον ουρανό, και στο έδαφος, το γρασίδι που δε φαινόταν να περιποιείται κανείς φύτρωνε παντού, ακόμα και μέσα από ρωγμές στο τσιμέντο.

Υπήρχε μια ελαφριά μυρωδιά από χόρτο καθώς και μια δυσοσμία που ερχόταν από το όχι και τόσο καθαρό ποτάμι. Περπατώντας μπροστά από την Άμι, ο Ρυουτζί αναστέναξε κρυφά. Αυτή η δουλειά είχε αποδειχτεί πιο κουραστική από όσο φανταζόταν. Οι σκουπιδοσακούλες που κρεμόντουσαν από τα χέρια τους δεν ήταν ούτε κατά διάνοια γεμάτες. Ακόμα κι αν τους είχαν πει ότι δεν ήταν ανάγκη να τις γεμίσουν τελείως, αποκλείεται να δεχόντουσαν τόσο μικρή ποσότητα.

Μέχρι πριν από λίγο έψαχναν για σκουπίδια κατά μήκος του πάνω μέρους της όχθης του ποταμού πάνω στο πεζοδρόμιο, αλλά δεν έβρισκαν αρκετά και έτσι κατέληξαν να κατέβουν μέχρι εδώ κάτω. Τότε,

«Ωχ, ωχ…»

«Αααχ!»

Σπλατς, αποφεύγοντας παρά τρίχα ένα κύμα που είχε έρθει από την ίδια κατεύθυνση με τον άνεμο, ο Ρυουτζί στράφηκε να δει την Άμι. Του φάνηκε πως και η Άμι είχε αποφύγει το κύμα με ασφάλεια, αλλά…

«Χαα…φτάνει πια…αυτό είναι σκέτη αηδία…»

Ξεροκαταπίνοντας, ο Ρυουτζί κράτησε την ανάσα του.

Το τμήμα του κρυφού μονολόγου που άκουσε χωρίς να το θέλει πρόδινε έντονο εκνευρισμό, και το μέτωπο της Άμι ήταν ασυνήθιστα αυλακωμένο από μια μεγάλη ρυτίδα. Ασφαλώς ήταν κι αυτή το ίδιο κουρασμένη με τον Ρυουτζί. Έβλεπε ότι το συνηθισμένο προσωπείο της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει.

Ήταν βέβαια αλήθεια ότι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ο αέρας δυνατός, και δεν βοηθούσε το ότι η δουλειά που έκαναν ήταν απίστευτα βαρετή. Και αν και είχε πιάσει αρκετή ψύχρα, είχαν ακόμα μπροστά τους αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσουν. Και δε σημείωναν καθόλου πρόοδο. Σε μια τόσο οικτρή κατάσταση, ακόμα και κάποιος που δεν ήταν σαν την Άμι θα ήταν λογικό να έχει τα νεύρα του. Και επιπλέον, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ τεταμένη μόνο με τους δυο τους εκεί. Δε μπορούσαν να κρατήσουν μια συζήτηση, η όλη φάση ήταν αμήχανη και άβολη, και ο ντροπαλός Ρυουτζί δε μπορούσε να σκεφτεί ούτε καν ένα καλό αστείο για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθεί όσο ήταν δυνατό να παραμένει ήρεμος, ώστε να απομακρύνει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της.

«Εί, είσαι εντάξει;»

«Ε; Ναι! Μια χαρά~! Αυτό είναι σαν εξερεύνηση, και το διασκεδάζω! Μου αρέσουν αυτά τα πράγματα~!»

Κοιτώντας προς τα πάνω, το πρόσωπο της Άμι ευτυχώς διατηρούσε ακόμα το αγγελικό του χαμόγελο---Ωστόσο, αυτή η κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στα φαινομενικά και τα πραγματικά της αισθήματα τον τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα εκείνη τη στιγμή, θα ένιωθε μάλλον καλύτερα αν η Άμι εξέφραζε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά της.

«Έι, ξέρεις…Μη ζορίζεσαι. Αν είσαι κουρασμένη, μπορούμε να κάνουμε διάλειμμα. Δε θα μας εκτελέσουν κιόλας αν δε γεμίσουμε τις σακούλες. Αυτή η δουλειά πρέπει να είναι αρκετά σκληρή για ένα κορίτσι.»

Αυτή ήταν η καλύτερη προσπάθεια του Ρυουτζί για να την κάνει να χαλαρώσει, αλλά,

«Έλα, αφού σου είπα, είμαι μια χαρά!»

Σε απάντηση, η Άμι περιορίστηκε να ενισχύσει το προσωπείο της. Κούνησε επιδεικτικά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της, γύρισε προς τα πάνω τα λαμπερά μάτια του τσιουάουα, και έγειρε το κεφαλάκι της στο πλάι λέγοντας με μελιστάλαχτο ύφος.

«Όλο αυτό τον καιρό σκεφτόμουν, ξέρεις, ότι θα ήταν πολύ ωραία αν είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε έτσι χαλαρά. Γι’αυτό…Ουααα!»

Συνέβη εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

Ένα ύπουλο και δυνατό ρεύμα αέρα είχε δημιουργήσει ένα κύμα πιο δυνατό από όλα όσα είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως πάνω στην επιφάνεια του νερού. Ανεβαίνοντας γρήγορα πάνω στην πλαγιά, ο Ρυουτζί ξέφυγε τον κίνδυνο, αλλά η Άμι που ήταν απασχολημένη να το παίζει γλυκιά καθώς στεκόταν ακριβώς στο σημείο μηδέν…

«…Δε…μπορεί…»

Ήταν πολύ αργά για να ξεφύγει---για μεγάλη δυστυχία της.

«Είσαι καλά;! Δε φανταζόμουν πως θα σε προλάβαινε…Τι να…»

«…»

Δε φαινόταν να υπάρχει τρόπος να αντιπαρέλθει αυτή την κατάσταση, ακόμα και με τη συνηθισμένη διπροσωπία της. Η Άμι κοιτούσε κάτω τα μπατζάκια της φόρμας της που έσταζαν και στεκόταν εκεί παγωμένη χωρίς να λέει τίποτα και χωρίς να αφήνει να φανεί κανένα αίσθημα.

«Κα, Καβασίμα…»

Όμως, τώρα πια μπορούσε να δει τις γωνίες του στόματος της Άμι να τρεμουλιάζουν σιγανά.Φαινόταν να τρέμει, προσπαθώντας όσο μπορούσε να μαλακώσει την κοφτερή έκφραση των ματιών της καθώς κοιτούσε προς τα πάνω.

«Χο…»

Σίγουρα ήταν ειδική στο να ελέγχει τα αισθήματά της. Αργά αλλά σταθερά, η Άμι κατέβαλε απελπισμένη προσπάθεια να επαναφέρει το αγγελικό της χαμόγελο. Όμως την ώρα που ήταν απορροφημένη από την προσπάθεια να συγκρατήσει τον εαυτό της,

«Χιχ-~»

Το πρόσωπό της πάγωσε ξανά. Καθώς η Άμι εξακολουθούσε να στάζει, κάτω από τα μπατζάκια της και πάνω στα κορδόνια των παπουτσιών της, κάτι περίεργα μαύρα γλιστερά πράγματα κουνιόντουσαν, έτρεμαν και χοροπηδούσαν…τα κοίταξε για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα,

«Ιι~…»

Και μετά ούρλιαξε.

«Ααααααα, ιαααααααααα, βγάλτα, βγάλτα από πάνω μου!»

Αφήνοντας ένα ανεξέλεγκτο ουρλιαχτό, η Άμι έπεσε επιτόπου ανάσκελα. Στις άκρες των ποδιών της που χτυπιόντουσαν,

«Μ, μην κουνιέσαι! Μην κουνιέσαι σου λέω! Μη με κλωτσάς στο πρόσωπο, θα σου βγάλω τους γυρίνους! Σταμάτα να χτυπιέσαι!»

Δύο, όχι, τρεις γυρίνοι κρεμόντουσαν απαθέστατα πάνω της. Καθώς η Άμι ούρλιαζε υστερικά, έτοιμη να λιποθυμήσει, με κάποιο τρόπο κατάφερε να της βγάλει τα παπούτσια,

«Εντάξει, είσαι ασφαλής!»

Στη συνέχεια ο Ρυουτζί επέστρεψε τους μικρούς γυρίνους πίσω στο ποτάμι.

«…~,…~,…~.»

Όμως.

Πεσμένη ανάσκελα στο έδαφος, η Άμι είχε μια πετρωμένη έκφραση στο πρόσωπό της, η ανάσα της μόλις που έβγαινε, και δεν κουνιόταν καθόλου. Τα μαλλιά της ήταν ένα χάλι, τα πόδια της ήταν απρόσεχτα ανοιγμένα, η φόρμα της ήταν βρεγμένη ως τη μέση της, και, περιττό να προσθέσουμε ότι, οι κάλτσες της ήταν κι αυτές μουσκεμένες με λασπόνερα. Η όλη εμφάνισή της ήταν υπερβολικά άθλια για την περίφημη ‘Άμι Καβασίμα-τσαν’.

Ο Ρυουτζί την πλησίασε ντροπαλά,

«Τ, τα παπούτσια σου…Θα στα αφήσω εδώ. Εντάξει. Είναι λίγο βρεγμένα, αλλά τουλάχιστον δεν έχουν πια γυρίνους.»

Ακούμπησε απαλά τα αθλητικά παπούτσια κοντά στα πόδια της Άμι. Η Άμι μετακίνησε τα μεγάλα μάτια της και κοίταξε τα παπούτσια της. Τότε,

«Α, Α, Α,…»

Η Άμι-τσαν---Άκουσε το χαμηλό μουρμουρητό της.

Το άκουσε, και την επόμενη στιγμή,

«Δε θέλω να το κάνω άλλο αυ------~τό!»

Παίρνοντας τα παπούτσια της στα λευκά της χέρια, τα πέταξε πάνω στην αποβάθρα φωνάζοντας με θυμό.

«…Ουα…Ουααα…»

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί κάλυψε το στόμα του με τα χέρια του και δεν είπε τίποτα άλλο. Η μάσκα της είχε πέσει επιτέλους…

Οι ώμοι της Άμι πήγαιναν πάνω κάτω καθώς ανάσαινε λαχανιασμένα σαν ζώο, και έλεγε πράγματα όπως «Αμάν πια, δεν το αντέχω άλλο αυτό», «Φτάνει», και «Η Άμι-τσαν θα γυρίσει πίσω, ναι, θα γυρίσει πίσω», η Άμι συνέχιζε να εκτοξεύει λέξεις με θυμό---

«Αχ;!»

Όταν στράφηκε και τον κοίταξε, τα μάτια τους συναντήθηκαν. Φάνηκε να επιστρέφει στην πραγματικότητα. Έμειναν έτσι σιωπηλοί για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας απλώς ο ένας τον άλλο,

«…Χεχε!»

Η Άμι είχε φέρει τα σφιγμένα χέρια της κοντά στο στόμα της και προσπαθούσε απελπισμένα να δείξει ένα αγνό χαμόγελο.

«Πλάκα έκανα! Ήταν αστείο, αστείο! Έλα τώρα Τακάσου-κουν, μην παίρνεις τέτοιο ύφος!»

Το δικό σου ύφος πρέπει να δεις…αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το πει αυτό. Κοιτάζοντας συνεχώς πίσω της με γελαστό ύφος, η Άμι σκαρφάλωνε ζωηρά πάνω στην αποβάθρα φορώντας μόνο τις κάλτσες της,

«Για να δούμε, για να δούμε…Αα~! Εδώ είναι! Τι ωραία, τα βρήκα επιτέλους~!»

Κρατώντας τα παπούτσια που είχε πετάξει με τα δυο της χέρια και χαμογελώντας πλατιά, αναφώνησε με βεβιασμένη γλυκύτητα κουνώντας ταυτόχρονα δραματικά τα χέρια της. Μετά, αφού έβαλε επιτόπου τα παπούτσια της,

«Τακάσου-κουν, ας κάνουμε ένα αγώνα ως την αποβάθρα!»

«…Εε…»

«Ο χαμένος πρέπει να δώσει όλα τα σκουπίδια που μάζεψε στο νικητή! Έτσι θα έχουμε μια ολόκληρη σκουπιδοσακούλα! Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!»

---Κοιτώντας σαν χαμένος την Άμι που άρχισε να τρέχει με πάταγο προς την αποβάθρα, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να μη σκεφτεί, Είπε ο χαμένος να δώσει τα σκουπίδια του…αυτή όμως άφησε πίσω τα δικά της.

Χωρίς άλλη επιλογή, πήρε από μια σακούλα σε κάθε χέρι και άρχισε να σκαρφαλώνει γρήγορα στην αποβάθρα. Δεν πολυκαταλάβαινε τι ακριβώς έκαναν εκείνη τη στιγμή, αλλά για την ώρα καλύτερα θα ήταν να πάει με τα νερά της.

Η πλάτη της Άμι είχε χαθεί από μπροστά του μέσα στην πυκνή βλάστηση εδώ και κάμποση ώρα. Αναρωτιόταν αν, τώρα που δεν την έβλεπε κανείς, προσπαθούσε να συμμαζέψει το κατεστραμμένο προσωπείο της. Θα ήταν μάλλον καλύτερα αν πήγαινε με το πάσο του μέχρι εκεί πάνω. Τότε,

«Τι αργός που είσαι!»

Στην κορυφή της αποβάθρας, το όμορφο πρόσωπό της που είχε συνέλθει τελείως τον κρυφοκοίταξε από την άλλη πλευρά του γρασιδιού.

«Έχασες, Τακάσου-κουν! Όμως θα σε βοηθήσω να μαζέψεις άλλα σκουπίδια, γι’αυτό μη στεναχωριέσαι!»

Έτσι όπως μιλούσε με κρυστάλλινη φωνή κοιτάζοντάς τον από πάνω, η Άμι φαινόταν να έχει ανακτήσει τελείως το άψογο χαμογελαστό της πρόσωπο. Ωστόσο,

«…Φτάνει πια, μπορείς να σταματήσεις.»

«Ε; Τι εννοείς μ’αυτό;»

Σε αντίθεση με τα λόγια της, δε μπορούσε να κρύψει την έκφραση των ματιών της που τρεμόπαιζαν με δυσαρέσκεια---Γιατί τα μάτια της Άμι παραήταν μεγάλα. Από την άλλη, το ίδιο ίσχυε και για τον Ρυουτζί που ήταν ήδη υπερβολικά κουρασμένος για να κρύψει τις προθέσεις του.

«…Έχει κανένα νόημα όλο αυτό; Να κάνεις τόσες προσπάθειες απλώς και μόνο για να σε συμπαθήσω, τι αξία έχει κάτι τέτοιο;…Δε θα πω τίποτα σε κανένα για ό,τι έγινε, γι’αυτό κόφτο επιτέλους και ξαναγίνε όπως ήσουν μέχρι πριν από λίγο.»

Και η απάντηση στα σκληρά του λόγια ήταν,

«…Αναρωτιέμαι, για τι πράγμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»

Η Άμι απλώς τον κοίταξε απορημένα με ολοστρόγγυλα μάτια. Ακόμα κι αν το συνέχιζε με τη δύναμη της θέλησής της και μόνο, φαινόταν αποφασισμένη να το φτάσει μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν είχε λυγίσει πριν από λίγο, έδειχνε να είναι ξεροκέφαλη πάνω από το συνηθισμένο. Όμως και ο Ρυουτζί δεν ήταν λιγότερο ξεροκέφαλος. Στο κάτω κάτω, ήταν συνηθισμένος σε κάτι τέτοια αφού έπρεπε να αντιμετωπίζει την Τίγρη Μινιατούρα όλη μέρα, κάθε μέρα.

«…Άμα θες να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, δικαίωμά σου. Κάνε ό,τι θέλεις. Όμως εγώ είμαι αυτός που δεν καταλαβαίνει στην πραγματικότητα. Για ποιο λόγο ήρθες ως εδώ και προσπαθείς τόσο να κάνεις μια τόσο κουραστική δουλειά; Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα ακόμα κι αν την τελειώσεις.»

Δεν ήταν ακριβώς κριτική, απλώς ήθελε να μάθει. Γιατί στ’αλήθεια νόμιζε πως αυτή η δουλειά ήταν κουραστική, και ακόμα κι αν ήταν απλώς μέρος του σχεδίου της για να βελτιώσει τη φήμη της, πάλι δεν άξιζε τον κόπο. Ακόμα και χωρίς να μπει στον κόπο να κάνει κάτι τέτοιο, όλη η τάξη ήταν ήδη πεπεισμένη ότι η Άμι ήταν καλό κορίτσι.

Η Άμι όμως,

«…Εσύ, δεν καταλαβαίνεις το λόγο;…Δεν καταλαβαίνεις. Χαα…»

Χάνοντας αναπάντεχα το χαμόγελό της, του ψιθύρισε.

Είχε τόσο καθαρή έκφραση, ώστε ο Ρυουτζί έμεινε κάγκελο εκεί που στεκόταν. Χωρίς καν να σκεφτεί τι είδους ύφος είχε, εστίασε τα μάτια του πάνω της, αλλά ο άνεμος εκείνη τη στιγμή δυνάμωσε, και τα ανακατεμένα μαλλιά της Άμι έκρυψαν το πρόσωπό της.

«…Παραδόξως, δεν είναι και τόσο απλό. Τακάσου-κουν...στ’αλήθεια δε μπορώ να σου δώσω να καταλάβεις αυτό το πράγμα…»

Σκόπευα απλώς να παίξω μ’αυτή την κοντοστούπα, αλλά τώρα είναι λες και δε μπορώ να λειτουργήσω--- Για κάποιο λόγο, η ψιθυριστή φωνή της έμοιαζε να κοροϊδεύει τον ίδιο της τον εαυτό.

«…Ε; Τι εννοούσες να ‘παίξεις’;»

Όμως όταν τη ρώτησε, η απάντησή της ήταν,

«Χμ; Τι; Αυτό άκουσες; Τι παράξενο, μάλλον θα παράκουσες.»

Κάνοντας πίσω τα μαλλιά της, η Άμι είχε το συνηθισμένο της αγγελικό χαμόγελο καθώς κοιτούσε τον Ρυουτζί.

«Στο είπα και προηγουμένως, είμαι εδώ τώρα γιατί ήθελα να μιλήσω λίγο με την άνεσή μου μαζί σου, Τακάσου-κουν, δε θυμάσαι; Μήπως σου φαίνεται περίεργο αυτό;»

Γλυκά λόγια και γλυκό χαμόγελο…Αυτή ήταν η γνωστή και χαρακτηριστική εμφάνιση της Άμι. Η συνηθισμένη Άμι που ποτέ δεν εννοούσε τίποτα ό,τι κι αν έλεγε και φερόταν σε όλους με ελαφρότητα.

Ο Ρυουτζί αναστέναξε και αποφάσισε σταματήσει εκεί. Ό,τι κι αν έλεγε, αυτή η Άμι δεν επρόκειτο να του πει το παραμικρό. Αν ήθελε σώνει και καλά να συνεχίσει να παίζει θέατρο, ήταν δικό της θέμα και όχι δικό του.

Τότε, ξαφνικά η Άμι σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό.

«…Βρέχει…;»

Οι κρύες στάλες άρχισαν να πέφτουν βαριά στο πρόσωπο του Ρυουτζί.



«…Ρίχνει με το τουλούμι…»

Σε ένα παγκάκι κάτω από ένα ξύλινο στέγαστρο κατά μήκος του πεζόδρομου της αποβάθρας, καθόταν η Άμι αγκαλιάζοντας τα λεπτά της πόδια και μουρμούρισε σχεδόν με έκπληξη.

Είχε ξαναγυρίσει στον προηγούμενο εαυτό της, και παρόλο που δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά---Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν αδύνατο να συνεχίσουν το μάζεμα των σκουπιδιών.

Όπως είχε πει και η Άμι, έβρεχε με το τουλούμι έξω από το υποτυπώδες καταφύγιο του στέγαστρου που στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια στέγη πάνω σε δοκάρια. Η ξαφνική καταιγίδα το χτυπούσε αλύπητα.

Πελώρια σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό, και παρόλο που ήταν μόλις τέσσερις το απόγευμα περίπου, ήταν ασυνήθιστα σκοτεινά. Οι χοντρές σταγόνες συνέχιζαν να πέφτουν βίαια πάνω στη μαλακή σκόνη, διαπερνώντας το έδαφος σαν σφαίρες. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά αφότου είχε αρχίσει να βρέχει, κι όμως εδώ κι εκεί είχαν σχηματιστεί λακούβες με νερό και έτρεχαν μικρά ρυάκια, και προτού περάσει πολλή ώρα ο ποταμός τάξης Α στην άκρη της αποβάθρας φαινόταν θαμπός σαν μέσα από ομίχλη.

Ο άνεμος που ούρλιαζε έκανε το στέγαστρο να τρίζει,

«…Μπορεί ο αέρας να πάρει το στέγαστρο…»

«Αποκλείεται.»

Προσπάθησε να γελάσει, αλλά η Άμι φαινόταν πραγματικά φοβισμένη.

«Αναρωτιέμαι αν θα είμαστε εντάξει, αλήθεια…»

«Έτσι δυνατά που βρέχει, το πιθανότερο είναι ότι θα σταματήσει σε λίγα λεπτά. Αρκεί να περιμένουμε.»

Δε φαινόταν καθόλου καθησυχασμένη από ό,τι κι αν της έλεγε ο Ρυουτζί, που ακουμπούσε όρθιος σε ένα από τα δοκάρια. Τα αξιοθρήνητα βρεγμένα μαλλιά της Άμι ήταν κολλημένα πάνω στο ωχρό της πρόσωπο. Η κατάσταση είχε ήδη πάρει διαστάσεις πέρα από αληθινές ή ψεύτικες προσωπικότητες. Ακόμα και η προηγούμενη εύθραυστη αμηχανία είχε εξαφανιστεί από τον ερχομό της καταιγίδας. Τρέμοντας ελαφρά σαν να κρύωνε, η Άμι κοιτούσε ανήσυχα τον κατάμαυρο ουρανό. Τόσο η φόρμα της όσο και όλο της το σώμα πρέπει να ήταν μούσκεμα.

«…Αψιού!»

Toradora vol02 199.jpg

Φταρνίστηκε σιγανά σαν ποντικάκι. Ήταν πολύ διαφορετικό από τους περίεργους ήχους που έβγαζε η Τάιγκα όταν φταρνιζόταν, και σχεδόν αντανακλαστικά τον έκανε να θέλει να βγάλει το σακάκι του και να το τυλίξει γύρω απ’τους ώμους της. Ωστόσο, τα ρούχα του Ρυουτζί ήταν εξίσου βρεγμένα.

«Πρέπει να κρυώνεις…Έχουμε αυτή τη σκουπιδοσακούλα που δε χρησιμοποιήσαμε, θες να τη φορέσεις; Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι μια τρύπα για το κεφάλι σου.»

«Εε;! Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο!»

Η ιδέα του απορρίφθηκε ασυζητητί. Αν είχε να κάνει τώρα με την ψεύτικη Άμι, θα είχε γελάσει και θα είχε δεχτεί.

«…Έλα τώρα. Δεν είναι και τόσο τρομερό να φορέσεις μια σκουπιδοσακούλα.»

«Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο! Ουφ…Δεν το πιστεύω αυτό…»

Μιλώντας με μια κατσούφικη και ένρινη φωνή, η Άμι ξαφνικά του γύρισε την πλάτη σαν κακομαθημένο παιδί.

Σχεδόν σίγουρα, η συνηθισμένη Άμι δε θα έδειχνε έτσι ανοιχτά τη δυσαρέσκειά της. Ίσως, έστω και λίγο, η μεταμφίεση που είχε σπάσει μια φορά να είχε γίνει πιο ευάλωτη και πιο πιθανό να ξαναχαθεί αν βοηθούσαν και οι περιστάσεις. Όταν για παράδειγμα είχε παγώσει ολόκληρη από την ξαφνική καταιγίδα.

«…Αυτό πρέπει να είναι μια κατάρα από αυτούς τους γυρίνους.»

Είπε μια βλακεία για να σπάσει την καταπιεστική σιωπή. Η Άμι κοίταξε αποθαρρυμένη τον Ρυουτζί.

«…Γιατί να με καταραστούν;»

«Μάλλον από το θυμό τους επειδή κινδύνεψε η ζωή τους.»

«…Νόμιζα πως τους έσωσες, Τακάσου-κουν.»

«…Η αλήθεια είναι πως έκανα πως τους έσωσα, αλλά στην πραγματικότητα τους πέταξα στο γρασίδι εκεί πέρα…»

«Εε;!»

Μοιάζοντας εμβρόντητη, η Άμι άφησε ένα επιφώνημα έκπληξης. Το στόμα της ήταν ορθάνοιχτο από το σοκ, και τα μάτια της ήταν τόσο γουρλωμένα που έλεγες πως θα πεταχτούν από τις κόγχες τους.

«…Ακόμα δεν κατάλαβες πως κάνω πλάκα; Μοιάζω για τύπος που θα έκανε κάτι τέτοιο;»

«Τ…τι ήταν πάλι αυτό! Ουφ! Για μια στιγμή με τρόμαξες για τα καλά, γιατί ξέρεις Τακάσου-κουν, μοιάζεις ακριβώς για τύπος που θα έκανε κάτι τέτοιο!»

Εντάξει, αυτό δεν ήταν και τόσο ευγενικό.

«Τι θες να πεις μ’αυτό; Συγγνώμη που σχημάτισες τέτοια εντύπωση για μένα, αλλά να ξέρεις πως είμαι αρκετά καλό παιδί. Αν και εγώ είμαι αυτός που μιλάω έτσι για τον εαυτό μου…όμως στ’αλήθεια, αγαπάω πολύ τα ζώα. Μέχρι που έχω και φροντίζω με πολλή αγάπη ένα παπαγάλο από τότε που ήταν στο αυγό.»

«Παπαγάλο;…Αυτόν που η Τάιγκα Αϊσάκα αποκάλεσε έναν περίεργο κακάσχημο παπαγάλο;»

«Αυτή η Τάιγκα, πώς μπόρεσε να πει κάτι τέτοιο…είναι ένας καλός παπαγάλος που έχει τη δική του ιδιαίτερη γοητεία.»

«Ώστε οι παπαγάλοι μπορεί να είναι καλοί ή κακοί; Πώς τον λένε;»

«Ίνκο-τσαν.» [Στμ. Ίνκο=Παπαγάλος]

«…»

Η Άμι έμεινε σιωπηλή μόνο για μια στιγμή---

«Αχαχαχα! Τι στο καλό!»

Ξέσπασε σε γέλια. Έδειξε τον Ρυουτζί, που στένεψε κοφτά τα μάτια του μην καταλαβαίνοντας προς τι τόση ευθυμία,

«Τι ασυνήθιστο, αυτό το όνομα! Δεν είναι ούτε καν όνομα, είναι απλώς το όνομα του ζώου, ξέρεις! Κουφό, κουφό, τε~λείως κουφό!»

«…Αλήθεια;»

«Αλήθεια!»

Κάνοντας στο πλάι τα μαλλιά της που έσταζαν, αποκάλυψε το ζαρωμένο της μέτωπο. Χειροκροτώντας ελαφρά, η Άμι συνέχισε να γελάει και να γελάει. Πρέπει να της φαινόταν τρομερά αστείο όλο αυτό, γιατί μέχρι που χτυπούσε τα πόδια της στο έδαφος.»

«Άκου να τον λένε Ίνκο-τσαν! Τι στο καλό! Τακάσου-κουν, είσαι τελείως διαφορετικός από ότι φαίνεσαι, αν και όχι τόσο όσο αυτή η πρόεδρος~!»

Κοιτάζοντας τον Ρυουτζί, γελούσε τόσο που τα μάτια της δάκρυσαν. Όμως εκείνη τη στιγμή,

«---~»

Το γέλιο της Άμι κόπηκε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Ήταν λες και της είχαν κάνει μάγια και πέτρωσε. Η παγωμένη ματιά της Άμι κατευθυνόταν πέρα από τον Ρυουτζί σε κάτι πίσω του, και η έκφρασή της ήταν σαν ενός πέτρινου αγάλματος. Τότε,

«Τι τρέχει;…Έι, περίμενε! Καβασίμα!»

Χωρίς να απαντήσει καν στον Ρυουτζί, η Άμι έφυγε τρέχοντας από το στέγαστρο κάτω από την ψιλή βροχή. Ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να καταλάβει καθόλου τη συμπεριφορά της που ήταν τελείως αλλοπρόσαλλη. Σκύβοντας χαμηλά σαν για να κρυφτεί μέσα στο πυκνό γρασίδι έμοιαζε σαν να έκανε τζόγκινγκ, και απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από αυτόν αγνοώντας τη βροχή που τη μαστίγωνε. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, αλλά μια που δεν είχε λόγο να μην την ακολουθήσει,

«Περίμενε!»

Ο Ρυουτζί όρμησε κι αυτός κάτω από τη βροχή που έπεφτε σταθερά. Αφού την έφτασε, αναγκάστηκε να μείνει πίσω της καθώς κουλουριάστηκαν μέσα σε ένα εγκατελειμμένο χώρο αποθήκευσης ποδηλάτων που ήταν λίγο πιο πέρα από το ξύλινο στέγαστρο.

Αν και τώρα είχαν από πάνω τους μια αυλακωτή σιδερένια στέγη, συγκριτικά με το ξύλινο στέγαστρο ήταν κόλαση. Ήταν εξίσου εκτεθειμένο στον άνεμο αλλά χωρίς μέρος για να καθίσει κανείς, και υπήρχαν σκουριασμένα ποδήλατα δίπλα τους σωριασμένα ακατάστατα.

«Τι στο καλό συμβαίνει; Γιατί κάναμε τόσο δρόμο για να έρθουμε σ’αυτό το άθλιο μέρος…;»

«Σς!»

«…~!»

Τα κρύα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το σβέρκο του Ρυουτζί. Με το κρύο που τον διαπέρασε και τη μυρωδιά της Άμι τόσο κοντά του, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε ούτε να ανασάνει, πόσο μάλλον να μιλήσει.

Ρίχνοντας όλο της το βάρος πάνω του, η Άμι αγκάλιαζε σφιχτά τον Ρυουτζί. Τραβώντας τον κάτω με όλη της τη δύναμη, τον έκανε να σκύψει εκεί που στεκόταν.

«Ο…, ουα…,…»

«…Σς, σου λέω!»

Έτσι κολλητά όπως ήταν, το σώμα της ήταν παράξενα ευλύγιστο και τόσο λεπτό που ήταν λες και μόλις υπήρχε, και το δέρμα της τόσο απαλό που ένιωθε ότι εκεί που τον άγγιζε έλιωνε μαζί με το δικό του.

Δε μπορούσε να αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο…Ο Ρυουτζί είχε αρχίσει να απελπίζεται στ’αλήθεια, και με κατακόκκινο πρόσωπο, άρπαξε μια κολώνα προσπαθώντας να αντισταθεί στο βάρος της Άμι και να τραβηχτεί μακριά. Η μυρωδιά της έτσι όπως ήταν μουσκεμένη από τη βροχή ήταν γλυκιά, και κοιτάζοντας πάνω θαμπωμένος σαν μισοπνιγμένος, ο Ρυουτζί άφησε μια ανάσα προς τον ουρανό.

Όμως,

«…Μόνο για λίγο…να κρυφτούμε για λίγο εδώ…»

Είπε με ένα ψίθυρο που μόλις ακούστηκε.

Μετά η Άμι κουλουριάστηκε ακόμα πιο σφιχτά, και χρησιμοποιώντας το σώμα του Ρυουτζί σαν ασπίδα, βολεύτηκε πάνω του. Από τόσο κοντά, τα κλειστά της βλέφαρα είχαν το χρώμα του μαργαριταριού, και οι σταγόνες της βροχής πάνω στις μακριές της βλεφαρίδες έλαμπαν.

«Α, αχ, αχ,…Πε, περ…Α, αυτό είναι…»

Με έκφραση σαν να είχε τρυπηθεί και αιμορραγούσε, ο Ρυουτζί τραύλισε, ντροπιασμένος και κατάπληκτος. Αν υπήρχε έστω και ένας άντρας που θα μπορούσε να παραμείνει ψύχραιμος μετά από μια τόσο στενή επαφή με ένα τόσο απίστευτα όμορφο κορίτσι, ο Ρυουτζί πολύ θα ήθελε να τον γνωρίσει.

«…Εκεί πέρα…»

Ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα, η Άμι έδειξε διακριτικά με το δάχτυλό της. Ακόμα θαμπωμένος, κοίταξε εκεί που του έδειχνε. Το αίμα του Ρυουτζί που μέχρι εκείνη τη στιγμή έβραζε πάγωσε στη στιγμή και μαζεύτηκε στα πόδια του.

«…Α, αυτός ο τύπος…»

Ο άντρας που έτρεξε στο ξύλινο στέγαστρο από το οποίο μόλις είχαν φύγει για να αποφύγει τη βροχή του έφερε μια δυσάρεστη ανάμνηση.

Κλείνοντας την ομπρέλα του και κοιτάζοντας γύρω του, έμοιαζε με ένα συνηθισμένο φοιτητή πανεπιστημίου με μια πρώτη ματιά---Αν δηλαδή δεν κρατούσε μια ψηφιακή κάμερα μέσα σ’αυτή την καταιγίδα, δε θα ξεχώριζε τόσο.

Ανατριχιάζοντας ενστικτωδώς, ο Ρυουτζί στάθηκε μπροστά στην Άμι προσπαθώντας να την κρύψει πίσω του.

«Ο μυστήριος από χτες…αυτός είναι. Τι κάνει εδώ πέρα; Αυτό παραείναι σύμπτωση…»

«Στ’αλήθεια πιστεύεις πως μπορεί να είναι σύμπτωση;»

«…»

Δε μπόρεσε να της απαντήσει. Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να είναι απλή σύμπτωση.

«Πρέπει να μας παρακολουθούσε από το σχολείο…»

Νιώθοντας αρκετά τρομοκρατημένος, ο Ρυουτζί τρεμούλιασε ελαφρά χωρίς να το σκεφτεί---Και δεν ήταν από το κρύο.

«Πώς ξέρει σε ποιο σχολείο πας; Χτες, δεν είπες ότι ήταν απλώς ένας περίεργος θαυμαστής σου που συνάντησες κατά τύχη;»

«…Ναι, αυτό είπα, αλλά…»

Διέκρινε έναν πικραμένο δισταγμό στην τρεμάμενη φωνή της Άμι. Άνοιξε το στόμα της αρκετές φορές αλλά κάθε φορά το έκλεινε, και κρατούσε την ανάσα της καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του. Την ένιωσε να σφίγγεται ολόκληρη.

«Άντε, πες το. Εδώ που φτάσαμε, δεν έχεις πια λόγο να κρύβεις τίποτα.»

Καθώς ταρακουνούσε ελαφρά τους παγωμένους ώμους της, είδε την πλάτη της που έτρεμε λιγάκι. Τότε η Άμι άρχισε να μιλάει αργά,

«Λοιπόν, να…για να το πω απλά, είναι, ένας ανώμαλος…υποθέτω.»

Με χαμηλή φωνή, επιτέλους το ξεφούρνισε.

Μετά που το είπε, ο Ρυουτζί θυμήθηκε ότι είχε ξανακούσει την Άμι να λέει αυτές τις λέξεις---‘Εσύ, ανώμαλη!’. Κατά τη διάρκεια του λυσσασμένου καυγά της με την Τάιγκα, ήταν ίσως η μοναδική φορά που η Άμι είχε αποκαλύψει τα αισθήματά της.

«Πώς να το πω…Εχτές, ντρεπόμουν τόσο που δεν μπόρεσα να σας το πω. Στ’αλήθεια δεν ήθελα να δημιουργήσω θέμα από το τίποτα…Αυτός ο τύπος, είναι γνωστός στον κλάδο μας, έχει δημιουργήσει κι άλλες φορές πρόβλημα. Δεν ξέρω από πού παίρνει πληροφορίες, αλλά εμφανίζεται συχνά με την κάμερά του, στα σπίτια των μοντέλων, στα σχολεία τους, και αλλού. Δεν ξέρω πόσες έχει βάλει στόχο εκτός από μένα, αλλά έχει παρακολουθήσει και δημιουργήσει πρόβλημα και σε πολλά άλλα μοντέλα περιοδικών.»

«…Σοβαρά…;»

Η Άμι έγνεψε καταφατικά απαντώντας στο βογγητό του Ρυουτζί και ξανάρχισε να μιλάει.

«Αυτός ο τύπος είναι ο λόγος που μετακόμισα εδώ. Η μητέρα μου, είναι κι αυτή ηθοποιός ξέρεις. Μας είπαν από το πρακτορείο της ότι ένας μυστήριος τύπος παραφύλαγε συχνά κοντά στο σπίτι μας…Έτσι αποφασίστηκε να μετακομίσω στο σπίτι των συγγενών μας εδώ, μόνο εγώ. Ο μπαμπάς είναι πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του, και δε μπορούσε να αφήσει το γραφείο του στην πόλη. Όμως…το μέρος που μετακόμισα πρέπει να διέρρευσε…»

«Έτσι, έτσι έγινε λες…;»

«Ναι. Νόμιζα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το να μετακομίσω, αλλά ακόμα κι έτσι…είναι τρομακτικό. Χωρίστηκα από τους φίλους μου, αναγκάστηκα να σταματήσω το μόντελινγκ μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, και ακόμα και το πρακτορείο μου σταμάτησε προσωρινά να δουλεύει. Έτσι, δεν υπάρχει κανείς να με προσέχει…Πρωτύτερα, είχα ένα μάνατζερ που με πηγαινόφερνε με το αυτοκίνητο…Αχ Θεέ μου, δεν το πιστεύω…Ακόμα και μετά από τόσο κόπο που έκανα να μετακομίσω, αυτός ο τύπος με ακολούθησε μέχρι εδώ…»

Αυτό πρέπει να ήταν πραγματικά τρομακτικό.

Ο Ρυουτζί ήταν αρκετά τρομαγμένος ώστε να έχει παγώσει ολόκληρος παρόλο που ήταν αγόρι, επομένως για την Άμι, που ήταν εξάλλου και ο πραγματικός στόχος, ο τρόμος της πρέπει να ήταν πέρα από κάθε φαντασία.

Ασυναίσθητα, την αγκάλιασε λίγο πιο σφιχτά.

«…Τακάσου-κουν…»

«Θα μείνουμε κρυμμένοι μέχρι ο τύπος να τα παρατήσει και να φύγει.»

Ήταν ένα ντροπαλό αγόρι που δε θα μπορούσε να πει ποτέ κάτι του τύπου ‘Θα πάω και θα τον σπάσω στο ξύλο’, αλλά αν ήταν απλώς να την κρατήσει κρυμμένη, ακόμα και ο Ρυουτζί μπορούσε να το κάνει. Έτσι, οι δυο τους έμειναν εκεί, ανασαίνοντας σιγανά, περιμένοντας μαζί να περάσει η ώρα. Όμως, μάλλον επειδή περίμενε κι αυτός να σταματήσει η βροχή, ο άντρας απλώς κάθησε στο παγκάκι και άρχισε χαλαρά να σκουπίζει τη βρεγμένη του κάμερα.

Όλη αυτή την ώρα, ο άνεμος εξακολουθούσε να μεταφέρει την αδυσώπητη βροχή, και η φόρμα του Ρυουτζί γινόταν όλο και πιο υγρή και βαριά. Αναρωτιόταν πόση ώρα ακόμα θα μπορούσαν να μείνουν εκεί, όταν,

«Έ~ι! Τακάσου-κου~ν! Καβασίμα-σα~ν! Τι περίεργο, δε μπορούμε να τους βρούμε πουθενά. Όμως μ’αυτή τη βροχή…χμμ. Τάιγκα, κρυώνεις;»

«Εντάξει είμαι. Εσύ, Μινορίν;»

«Μια χαρά, μια χαρά! Όμως, κάπου εδώ πρέπει να είναι. Τους είδα να πηγαίνουν προς την όχθη του ποταμού…»

«Ίσως λόγω της βροχής, να γύρισαν στα μισά του δρόμου. Ας δοκιμάσουμε να γυρίσουμε πίσω.»

«Μα αν είχαν γυρίσει πίσω, δε θα τους συναντούσαμε στο δρόμο;»

Μέσα από το θόρυβο της βροχής που είχε δυναμώσει κι άλλο, άκουσε τις χαρακτηριστικές φωνές της Μινόρι και της Τάιγκα. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν μια σανίδα σωτηρίας ή αν θα τα έκαναν χειρότερα, γιατί δε μπορούσε να βασιστεί σ’αυτό το ζευγάρι που έκανε πάντα απρόβλεπτες ενέργειες. Ακόμα κι έτσι, ο Ρυουτζί χωρίς να το σκεφτεί πήγε να τους γνέψει,

«Έι, αυτές οι φωνές είναι χωρίς άλλο της Τάιγκα και της Κουσι…Μπουαχ!»

Παραλίγο να σκάσει στα γέλια, παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Γιατί ήταν υπερβολικά αστείο---Όπως ακριβώς είχε προτείνει στην Άμι νωρίτερα, η Μινόρι φορούσε μες στην καλή χαρά μια σκουπιδοσακούλα με μια τρύπα για το κεφάλι σαν διαφανές πόντσο. Και πάνω στο κεφάλι της Τάιγκα ήταν ένα μικρό πλαστικό τάπερ που χρησιμοποιούσε σαν αυτοσχέδια ομπρέλα.

«Με την ευκαιρία, Μινορίν, το τακογιάκι[7] που φάγαμε μόλις τώρα, δεν ήταν αρκετά ζεστό. Βέβαια τώρα είναι αργά, αλλά στ’αλήθεια εκνευρίστηκα. Υποθέτω πως παραπονιέμαι για να το έχω υπόψη μου στο μέλλον.»

Ώστε ήταν τάπερ για τακογιάκι…κι όμως ακόμα και με κάτι τόσο μικρό, το κορμάκι της προστατευόταν αρκετά καλά από τη βροχή. Αναρωτήθηκε αν φορώντας αονόρι[8] ή κατσουομπούσι[9] στο κεφάλι της θα είχε τα ίδια αποτελέσματα. Στ’αλήθεια, αυτό το κορίτσι ήταν υπερβολικά αστείο…Δεν άντεχε άλλο, η κοιλιά του πονούσε από την επιθυμία του να γελάσει…Του είχε περάσει μέχρι και η νευρικότητα.

Κοιτώντας τον στο πρόσωπο καθώς προσπαθούσε απελπισμένα να κρατήσει τα γέλια του,

«…Τακάσου-κουν, για κάποιο λόγο τρέμεις ολόκληρος.»

Τα χείλια της Άμι σούφρωσαν σαν να τον κατηγορούσε. Όμως,

«Συγγνώμη…απλώς…είναι τόσο αστείο…μια ομπρέλα από τάπερ για τακογιάκι…Μπουχα!»

Η εντύπωση που του έδωσε, ήταν ότι η Τάιγκα έμοιαζε με μικρό τέρας---Αυτή η εικόνα αποτυπώθηκε καθαρά στο μυαλό του.

Όμως από ότι φαινόταν δεν ήταν ο μόνος που εντυπωσιάστηκε από την περίεργη εμφάνισή της. Τράβηξε την προσοχή και του ανώμαλου κάτω από το στέγαστρο.

«Βρήκα ένα μικρό χαριτωμένο τερατάκι!»

Αγενέστατα σήκωσε την κάμερά του. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση η βασίλισσα όλων των θηρίων, η Τίγρη Μινιατούρα, να μην προσέξει αυτή του την κίνηση.

«…Τέρας,…εε;»

Μέσα σε μια στιγμή, το πρόσωπο της Τάιγκα συσπάστηκε, και τα δόντια της γυμνώθηκαν διψώντας για αίμα. Με τρομερή ακρίβεια, στράφηκε να αγριοκοιτάξει κατευθείαν στο ξύλινο στέγαστρο από όπου είχε έρθει η φωνή.

«Εσύ εκεί! Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι κάνεις, αλλά είσαι πολύ αηδιαστικός! Δεν πρόκειται να αφήσω να με λέει τέρας ένας ύποπτος τύπος σαν κι εσένα!»

Έγλειψε τα χείλη της μια φορά με την κόκκινη γλώσσα της---η δολοφονική πρόθεση της Τάιγκα που μπορούσε να επιστρατεύσει όποτε ήθελε, κάτι που ασφαλώς δεν θα περίμενε κάποιος ξένος όπως εκείνος ο ανώμαλος, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.

Πιάνοντας το τάπερ του τακογιάκι που φορούσε και τυλίγοντάς το σε ρολό, έφτιαξε το αυτοσχέδιο όπλο της. Μετά, πιάνοντάς το σταθερά με τα δυο της χέρια, το έσφιξε στο πλευρό της,

«Μ’αυτή τη βροχή, δε θα μείνουν καθόλου ίχνη.»

Την ίδια στιγμή που κυριολεκτικά έφτυνε καταπάνω του αυτά τα λόγια, όρμησε βίαια μπροστά.

«Ε; Ουα, ουα!»

Με την Τάιγκα να μη λέει τίποτα, να κρατάει σφιχτά το όπλο της που είχε σχήμα σπαθιού, να τρέχει με τρομερή ταχύτητα, με πρόσωπο σαν μάσκα χάννυα,[10] και να ορμάει μπροστά γεμάτη δολοφονική πρόθεση, δε θα ήταν και τόσο λάθος να την πεις τρομακτικό τέρας.

«Τ, τι στο καλό είναι αυτό;!»

Ο άντρας άρπαξε τρομαγμένος την τσάντα του και σήκωσε βιαστικά την ομπρέλα του προτού γυρίσει την πλάτη στην Τάιγκα και φύγει τρέχοντας. Η Τάιγκα ήταν έτοιμη να τον πάρει στο κυνήγι όταν,

«Ποιος είσαι, βρε ανώμαλε…Ουα!»

Γλίστρησε στη λάσπη. Έγινε ακριβώς μπροστά από την ετοιμόρροπη κατασκευή όπου κρυβόντουσαν ο Ρυουτζί και η Άμι. Η Τάιγκα ήταν έτοιμη να πέσει με τα μούτρα στη λάσπη,

«…Ε, εσύ…»

Ο Ρυουτζί πετάχτηκε έξω με άψογο συγχρονισμό για να την πιάσει την τελευταία στιγμή από το σβέρκο, και μέσα στη βροχή πάγωσε σε αυτή την πόζα, σαν να είχε μόλις αιχμαλωτίσει ένα άγριο ζώο.

«Αδέξια!»

Καθώς έμεναν έτσι παγωμένοι σ’αυτή τη στάση,

«…Εγώ, εγώ νόμισα πως είχα ήδη πέσει, και προσπαθούσα να κρατήσω την ανάσα μου!»

Τα για προφανείς λόγους μουσκεμένα μαλλιά της Τάιγκα κρέμονταν ως τους γοφούς της, και είχε αρπαχτεί από το μπράτσο του Ρυουτζί καθώς προσπαθούσε απελπισμένα να ξαναβρεί την ισορροπία της. Με ύφος γάτας που μόλις τη χτύπησε αυτοκίνητο, έβγαλε μια μακρόσυρτη ανάσα.

«Μην παίρνεις στο κυνήγι αγνώστους! Και πέτα το αυτό! Έλα!»

Ο Ρυουτζί πέταξε το αυτοσχέδιο σπαθί/πρώην ομπρέλα από το χέρι της…Για κάποιο λόγο, του φάνηκε πως το πίσω μέρος του κεφαλιού της μύριζε κατσουομπούσι. Καθώς κοιτούσε ασυναίσθητα την κορφή του κεφαλιού της Τάιγκα, η Μινόρι τους πρόφτασε.

«Τι στην ευχή έκανες Τάιγκα;! Ή μάλλον, ποιος στο καλό ήταν αυτός;! Ή μάλλον, που στην ευχή ήσουν, Τακάσου-κουν;!»

Με όλα αυτά τα ερωτηματικά να γεμίζουν το πρόσωπό της, η Μινόρι σκούπισε το λασπωμένο πρόσωπο της Τάιγκα. Όταν η Άμι έκανε την εμφάνισή της εξίσου βρεγμένη,

«…Ή μήπως να ρωτήσω, που βρισκόσουν, Καβασίμα-σαν;!»

Με έκπληκτο ύφος καθώς στρεφόταν, η Μινόρι τίναξε τούφες από γρασίδι που ήταν κολλημένες στον ώμο της Άμι.

«…~»

Ένα και μοναδικό δάκρυ φάνηκε στο μουσκεμένο από τη βροχή πρόσωπο της Άμι και κύλησε στο μάγουλό της.


* * *


«Ανώμαλος;!»

Ανασηκώνοντας τα γυαλιά του που του είχαν πέσει τη στιγμή που φώναξε,

«…Δεν είπες ούτε λέξη γι’αυτό μέχρι τώρα. Είπες απλώς ότι σε είχε κουράσει το μόντελινγκ, ότι δε σου άρεσε το σχολείο σου, και ότι δε μπορούσες να γυρίσεις πίσω στο σπίτι σου και στους γονείς σου…»

«Μου ήταν δύσκολο να το πω. Γιατί, αν έλεγα τίποτα, θα σε έκανα να ανησυχήσεις, Γιουσάκου.»

Κοιτώντας την παιδική του φίλη που είχε γίνει τόσο όμορφη, ο Κιταμούρα για μια φορά δεν ήξερε τι να πει.

Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης που βοήθησαν στον καθαρισμό και για να τους αποζημιώσει για τη βροχή που έφαγαν, ο Κιταμούρα τους είχε καλέσει όλους σε ένα φαστφουντάδικο εκείνο το βράδυ. Ίσως επειδή ο καιρός είχε χαλάσει από το απόγευμα, αν και μόλις που ψιχάλιζε πια τώρα, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας άλλος στο μαγαζί.

Η Άμι τελείωσε την εξιστόριση της υπερβολικά μελαγχολικής της κατάστασης και μετά έστρεψε το ωραίο της πρόσωπο προς τα κάτω αρκετά αξιολύπητα. Ο Ρυουτζί περιορίστηκε να παρακολουθεί για την ώρα, μένοντας σχετικά σιωπηλός. Η Μινόρι κοίταζε την Άμι με μια ρυτίδα ανησυχίας στο μέτωπό της, ενώ η Τάιγκα---

«…Αχ…»

Μάλλον επειδή δε μπορούσε να ξεπεράσει την αμηχανία της που ήταν στον ίδιο χώρο με τον Κιταμούρα, λίγη κέτσαπ έπεσε από την τηγανητή πατάτα που κρατούσε. Ο Ρυουτζί δεν είπε τίποτα καθώς έβγαζε ένα από τα υγρά χαρτομάντιλα που είχε πάντοτε μαζί του για να αντιμετωπίζει τα ατυχήματα της Τάιγκα και σκούπιζε επιδέξια τη φούστα της.

Έπεσε σιωπή στο σπανίως χρησιμοποιούμενο στρογγυλό τραπέζι όπου καθόντουσαν.

«---Τέλος πάντων.»

Αυτός που προσπάθησε να ξαναρχίσει τη συζήτηση ήταν ο Κιταμούρα.

«Τέλος πάντων, πρέπει να πάμε στην αστυνομία και…»

«Σου είπα ήδη πως το δοκίμασα αυτό…Και φαίνεται πως κι άλλοι από το πρακτορείο προσπάθησαν να κάνουν μήνυση, αλλά δεν αφήνει καθόλου στοιχεία πίσω του, καμία ένδειξη για την ταυτότητά του…Για κάτι τέτοιο, η αστυνομία δε μπορεί να κάνει μια σοβαρή έρευνα…»

«Τότε, θα τον πιάσω μόνος μου και θα τον παραδώσω στην αστυνομία. Παραφυλάει κοντά στη γειτονιά σου, σωστά; Μπορώ να μιλήσω με άτομα από τη δουλειά σου για να μου πουν λεπτομέρειες, να τους ζητήσω βοήθεια.»

«Σταμάτα, είναι πολύ επικίνδυνο αυτό. Και επιπλέον, κάτι τέτοιο…Αν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, θα είναι μεγάλο πρόβλημα. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Τέτοιου είδους καταστάσεις αργά ή γρήγορα περνάνε. Και μόνο που έγινα ένα υποτιθέμενο ‘θύμα’ είναι ήδη αρκετή ζημιά. Και εκτός απ’αυτό, αν κατά τύχη συνέβαινε κάτι σε σένα, Γιουσάκου, ή σε κάποιον άλλο, δε θα άντεχα μια τέτοια ευθύνη, και ούτως ή άλλως η μητέρα μου…Δε νομίζω ότι το πρακτορείο της μητέρας μου θα το επέτρεπε.»

Ακούγοντας όλα αυτά, ο υπέρμαχος της δικαιοσύνης αναγκαστικά σώπασε, και γνέφοντας ελαφρά στον εαυτό του σταύρωσε τα χέρια του.

«…Όμως, αν είναι έτσι…»

«Μμ! Το βρήκα!»

Αυτή που σήκωσε ξαφνικά το δάχτυλό της και ύψωσε τη φωνή της ήταν η Μινόρι. Ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της, άρχισε να λέει τα εξής.

«Ο λόγος που δε μπορεί η αστυνομία να πιάσει τον τύπο είναι επειδή δεν ξέρουν την ταυτότητά του, σωστά; Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν αντιστρέφουμε τους ρόλους και να παρακολουθήσουμε εμείς αυτόν. Τότε θα μπορούμε να βγάλουμε φωτογραφίες και βίντεο σαν απόδειξη ότι παρακολουθεί την Καβασίμα-σαν. Άμα τις πάμε στην αστυνομία, τότε θα μπορέσουν να βρουν ποιος είναι και να τον πιάσουν. Αυτό θα είναι ό,τι πρέπει, σωστά;»

«Κουσιέντα…! Αυτό είναι! Υπέροχα! Ό,τι θα περίμενε κανείς από την αρχηγό της ομάδας των κοριτσιών! Εδώ που τα λέμε, αυτή τη στιγμή, δε θα με πείραζε να σου δώσω την αρχηγία και της ομάδας των αγοριών!»

«Αμέ, αμέ;! Να μου τη δώσεις! Θα τους αναδιαμορφώσουμε και θα τους κάνουμε όλους κορίτσια, και μετά θα έχουμε μόνο ομάδα κοριτσιών~!»

«Αχαχα, είσαι τελείως τρελή~!»

Ανταλάσσοντας εύθυμα αστεία, ο Κιταμούρα και η Μινόρι κρατιόντουσαν χέρι χέρι ενθουσιασμένοι. Όμως ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να μην τους διακόψει…Όχι πως ήθελε να συμμετάσχει κι αυτός.

«Περίμενε, περίμενε. Αυτό που μόλις είπες, ποιος θα το κάνει;»

«Και δεν το κάνω εγώ;»

Εντελώς απροσποίητη, η Μινόρι μάγεψε τον Ρυουτζί με το λαμπερό της χαμόγελο καθώς το είπε αυτό.

«Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται! Γι’αυτό θα κάνω ό,τι μπορώ να βοηθήσω.»

Κάνοντας «Ναι!», έκανε με τα δάχτυλα το σήμα της νίκης---Στ’αλήθεια, η Μινόρι ήταν μια καλόκαρδη θεά που είχε κατέβει στη γη. Αναγκάστηκε να καλύψει το στόμα του με τα χέρια και τα μάτια του έλαμπαν σαν μανιακού, τόσο είχε συγκινηθεί ο Ρυουτζί από την καλοσύνη της. Δεν του είχε στρίψει, απλώς είχε βουρκώσει λιγάκι.

«Και, κι εγώ θα κάνω ότι μπορώ, όσο λίγο κι αν είναι.»

Δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη στη φυσική του δύναμη, αλλά να μην κάνει τίποτα τη στιγμή που το κορίτσι που αγαπούσε είχε πει κάτι τέτοιο, σαν άντρας θα ήταν ασυγχώρητο να κάνει κάτι τόσο απαράδεκτο. Μετά, έριξε μια πλάγια ματιά στην Τάιγκα, που η παρουσία της μόλις που γινόταν αισθητή.

Βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Baron Ashura.

…Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να είναι σίγουρος, αλλά πίστευε πως μάντευε τι ένιωθε. Η γκριμάτσα στο δεξιό μισό του προσώπου της ήταν από τη ζήλεια της για την Άμι για την οποία ανησυχούσε ο Κιταμούρα. Ο ενθουσιασμός που καθρεφτιζόταν στο αριστερό μισό ήταν από την ελπίδα που της έδινε η προοπτική να κάνει, ίσως, κάτι μαζί με τον Κιταμούρα. Η σκιά σε όλο της το πρόσωπο ήταν ανησυχία για τη Μινόρι που είχε δηλώσει την πρόθεσή της να βοηθήσει και ακόμα ίσως…υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να υπήρχε και λίγη συμπόνοια για την Άμι, σαν ένα ανεπαίσθητο ίχνος…Ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει.

«Έι, Τάιγκα.»

Όπως και να είχε, φαινόταν πως η Τάιγκα θα έμενε έτσι, πετρωμένη, αν δεν παρενέβαινε.

«Φυσικά θα βοηθήσεις κι εσύ, έτσι; Πρέπει να είσαι θυμωμένη μ’αυτό τον τύπο. Θέλω να πω, δεν είπε αυτό το πράγμα; Δε σε είπε…»

«…Πράγματι. Με είπε τέρας.»

Αποφεύγοντας να αναφέρει ότι κι ο ίδιος είχε σκεφτεί ακριβώς το ίδιο, ο Ρυουτζί έγνεψε σοβαρά.

«Τότε, πρέπει να τον βάλεις στη θέση του.»

Μένοντας σιωπηλή για μια στιγμή, η ματιά της Τάιγκα που ήταν στραμμένη στον Ρυουτζί είχε ήδη απαλλαχτεί από κάθε ίχνος θυμού ή ανησυχίας για κάτι τόσο ασήμαντο.

«…Σωστά…Έχεις δίκιο…Ναι, θα το κάνω. Στ’αλήθεια δε σε αντέχω, αλλά σ’αυτή την περίπτωση έχουμε έναν κοινό εχθρό.»

Η Τάιγκα κοιτούσε την Άμι καθώς έκανε ένα και μοναδικό αποφασιστικό νεύμα.

«Για την ώρα, θα το αντιμετωπίσουμε όλοι ενωμένοι!»

Παίρνοντας φωτιά, η Τάιγκα είχε τη συνηθισμένη ένταση που είχε όταν άρχιζε να μιλάει μπροστά στον Κιταμούρα,---ωστόσο, το πρόσωπο της Άμι φαινόταν βυθισμένο στη θλίψη, και δάγκωνε τα χείλη της χωρίς να μιλάει. Παρατηρώντας το αυτό,

«Είσαι εντάξει;»

Ο Ρυουτζί τη ρώτησε ενστικτωδώς, κάνοντας την Άμι να κοιτάξει ξαφνικά προς τα πάνω. Εμφάνισε γρήγορα ένα χαμόγελο,

«…Ε, ναι! Αφού θα με βοηθήσετε όλοι σας, είμαι μια χαρά. Σας ευγνωμονώ στ’αλήθεια, είστε όλοι τόσο αξιόπιστοι!»

Τα αταίριαστα ανάλαφρα λόγια της αντήχησαν κούφια μέσα στο αδειανό μαγαζί.



Πίσω σε Κεφάλαιο 4 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 6