Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume1 Chapter2"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
m (added navigation bar)
Line 108: Line 108:
   
   
  +
<span style="font-size: 300%;"><center>* * *</center></span>
* * *
 
   
 
«ΑΑΑ…!»
 
«ΑΑΑ…!»
Line 259: Line 259:
   
 
Του είπε σε τόσο άγριο τόνο που ακουγόταν σαν παγιδευμένο θηρίο. Ο Ρυουτζί κοκκάλωσε αμέσως. ''Αφού έχει τη δύναμη να φωνάζει, δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα, έτσι…;''
 
Του είπε σε τόσο άγριο τόνο που ακουγόταν σαν παγιδευμένο θηρίο. Ο Ρυουτζί κοκκάλωσε αμέσως. ''Αφού έχει τη δύναμη να φωνάζει, δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα, έτσι…;''
  +
  +
<noinclude>
  +
{| border="1" cellpadding="5" cellspacing="0" style="margin: 1em 1em 1em 0; background: #f9f9f9; border: 1px #aaaaaa solid; padding: 0.2em; border-collapse: collapse;"
  +
|-
  +
| Πίσω σε [[Toradora! (Greek):Volume1_Chapter1|Κεφάλαιο 1]]
  +
| Επιστροφή σε [[Toradora! (Greek)|Αρχική σελίδα]]
  +
| Εμπρός σε [[Toradora! (Greek):Volume1_Chapter3|Κεφάλαιο 3]]
  +
|-
  +
|}
  +
</noinclude>

Revision as of 17:58, 24 September 2009

Κεφάλαιο 2

Αν και η νέα σχολική χρονιά στη δευτέρα λυκείου ξεκίνησε επεισοδιακά για τον Ρυουτζί Τακάσου, προς το παρόν φαινόταν να κυλάει ομαλά.

Αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους.

Η φήμη ότι «ο Τακάσου είναι αλήτης» διαλύθηκε πολύ γρηγορότερα από όσο περίμενε ο απαισιόδοξος Ρυουτζί. Για καλή του τύχη, εκτός από τον Κιταμούρα ήταν και αρκετοί άλλοι από τους παλιούς του συμμαθητές στην ίδια τάξη μαζί του. Και το πιο σημαντικό, είχε νικηθεί από την Τίγρη Μινιατούρα μέσα σε δευτερόλεπτα, πράγμα που έκανε τους πάντες να συμπεράνουν ότι τελικά ήταν ένας «φυσιολογικός τύπος» (ο Ρυουτζί μέχρι που ήθελε να ευχαριστήσει προσωπικά την Τάιγκα Αϊσάκα μόνο και μόνο γι’αυτό).

Έπειτα είχε καταφέρει να αποφύγει να φορτωθεί ενοχλητικές αγγαρείες στο συμβούλιο της τάξης, και το θρανίο που του είχε τύχει στην κλήρωση ήταν το τρίτο από μπροστά στη σειρά δίπλα στο παράθυρο – ό,τι έπρεπε για να κάθεται και να ρεμβάζει. Η υπεύθυνη καθηγήτρια της τάξης ήταν η ίδια με πέρυσι (η Γιούρι Κοιγκακούμπο, 29 ετών και εμφανέστατα ανύπαντρη). Αν και ήταν γεροντοκόρη σε αυτή την ηλικία, ο Ρυουτζί δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί της.

Ύστερα…

«Αν το κάνω έτσι, οι πλευρές του κουβά θα σκληρύνουν! Πώς λέγεται αυτό; Εννοείς το μέρος δίπλα στην άκρη; Αλλά αφού στη μέση είναι ακόμα νερουλό, όταν ρίξω το μαλακό ζελέ από τις άκρες έτσι θα πρέπει να…»

«Άου!»

«Ωχ, Τακάσου-κουν! Συγγνώμη…»

Ο πιο σημαντικός λόγος ήταν αυτός:

Το φως της ζωής του, η Μινόρι Κουσιέντα, ήταν τώρα συμμαθήτριά του. Μόνο και μόνο εξαιτίας αυτού η καθημερινότητα του Ρυουτζί ήταν πολύχρωμη σαν τριαντάφυλλο και λαμπερή σαν το φως του ήλιου…ακόμα και όταν κατά λάθος έχωσε το δάχτυλό της στο μάτι του, δεν έχασε τίποτα από τη λάμψη της.

«Ε…είσαι εντάξει; Λυπάμαι πολύ, δεν είδα πως ήσουν πίσω μου! Ουπς…το δάχτυλό μου κατά λάθος χώθηκε στο μάτι σου, ε;»

«…Μην το σκέφτεσαι, δεν είναι τίποτα.»

«Λυπάμαι τόσο πολύ! Χμμ, λοιπόν που είχαμε μείνει; Α ναι, έλεγα ότι πρέπει να ρίξω το ζελέ στον κουβά κάπως έτσι…»

«Άου!»

«Ααχ…! Φαίνεται ότι έχωσα το δάχτυλό μου πιο βαθιά στο μάτι σου τώρα! Χίλια συγγνώμη!»

Δεν τρέχει τίποτα, είμαι μια χαρά, έκανε ο Ρυουτζί με μια κίνηση του χεριού του. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν σωστή ευλογία γι’αυτόν. «Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ!» είπε η Μινόρι και έκλινε το κεφάλι της που ανέδινε ένα ευχάριστο άρωμα. Και μόνο που έβλεπε τη Μινόρι να του ζητά συγγνώμη και να έχει μάτια μόνο γι’αυτόν αισθανόταν τόση ευτυχία, ώστε το γεγονός ότι δύο φορές χώθηκε ένα δάχτυλο στο μάτι του του φαινόταν συγκριτικά ελάχιστο αντίτιμο.

Δεν θα τον πείραζε ακόμα και αν η Μινόρι δεν του μιλούσε. Θα ήταν εξίσου ευτυχισμένος αν την άκουγε να μιλάει σε κάποιον κοντά του, του αρκούσε να ακούει τη γλυκιά φωνή της. Και καθώς περιέγραφε πόσο μεγάλος ήταν ο κουβάς, κουνούσε τα χέρια της αναπαριστώντας ένα κυκλικό σχήμα, και κάθε φορά που το έκανε τον άγγιζε (δηλαδή άγγιζε τους βολβούς των ματιών του, αλλά τέλος πάντων.)

Μα τι είναι αυτός ο κουβάς που λέει; Βλέποντας τη μπερδεμένη έκφραση του Ρυουτζί, του εξήγησε.

«Λέγαμε για την πουτίγκα που έφτιαξα μέσα σε ένα κουβά.»

Η Μινόρι έπιασε σφιχτά το δάχτυλό της (Για να μην το χώσω σε κανένα μάτι πάλι!) και άρχισε να του εξηγεί με σοβαρό ύφος. Αν και «εξηγεί» δεν ήταν ακριβώς η κατάλληλη λέξη…

«Σου αρέσει η πουτίγκα, Τακάσου-κουν;»

Συζητάμε στ’αλήθεια! Η καρδιά του Ρυουτζί άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα ώστε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, και η νευρικότητά του τον τρέλαινε. Μετά από τόσο καιρό που περίμενε μια τέτοια ευκαιρία…

«…Εε…»

Και αυτό ήταν όλο που μπορούσε να πει. Σίγουρα θα σκέφτεται τι βαρετός που είναι αυτός ο τύπος… Να δεις που σκέφτεται να μην μου ξαναμιλήσει ποτέ ξανά… Ενώ ο Ρυουτζί προσπαθούσε σαν τρελός να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, η Μινόρι εξακολουθούσε να μονολογεί για την υπέρτατη επιθυμία της να φτιάξει πουτίγκα μέσα σε κουβά.

«Όμως δεν μου πέτυχε. Μπορεί να έφταιγε που ήταν πολύ μεγάλος ο κουβάς, οπότε ήταν δύσκολο να ενωθούν τα σκληρά και μαλακά μέρη σε ένα σώμα…Α ναι, μπορώ να τη δείξω και σε σένα, Τακάσου-κουν! Δες το σαν συγγνώμη που πήγα να σου βγάλω το μάτι!»

«Ε;…Ν…να μου τη δείξεις…;»

Μήπως θέλει να μου δώσει να δοκιμάσω την πουτίγκα της; Τα μάτια του Ρυουτζί έγιναν ακόμα πιο κοφτερά καθώς κοίταζε το γλυκό χαμόγελο της Μινόρι. Η Μινόρι έγνεψε και του απάντησε,

«Ναι, θα σου τη δείξω. Κάτσε να πάω να τη φέρω.»

Τι τύχη είναι αυτή; Θεέ μου, πόσο χαίρομαι που πήγε να μου βγάλει το μάτι! Καθώς ο Ρυουτζί παρακολουθούσε τη Μινόρι να πηγαίνει κεφάτα προς το θρανίο της, ξαφνικά του ήρθε μια παρόρμηση να το βάλει στα πόδια.

Αν φέρει στ’αλήθεια την πουτίγκα εδώ, τι ύφος πρέπει να πάρω όταν θα την τρώω; Δεν είναι ώρα για μεσημεριανό, και θα φαίνεται περίεργο ένας τύπος μόνος του να τρώει πουτίγκα. Όταν την φέρει, τι θα είναι καλύτερα, να τη φάω επιτόπου ή να πω ευχαριστώ και να τη φυλάξω για αργότερα;

«Που να πάρει, δεν έχω ιδέα τι να κάνω!»

Άρχισε να αγγίζει νευρικά το πρόσωπό του. Τουλάχιστον να αδειάσω το θρανίο μου. Είχε αποφασίσει να τη φάει επιτόπου.

Ενθουσιασμένος όπως ήταν, ο Ρυουτζί αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα. Έστρεψε αργά τα μάτια του μακριά από τη Μινόρι που είχε επιστρέψει, γιατί ήταν υπερβολικά εκθαμβωτική για να την κοιτάξει κατάματα. Η Μινόρι χαμογέλασε εύθυμα και έκλινε το κεφάλι της όπως στεκόταν μπροστά του, και τότε…

«Ορίστε, Τακάσου-κουν.»

Η φωνή της του φάνηκε πολύ τρυφερή καθώς έλεγε «Τακάσου-κουν». Σηκώνοντας αργά το κεφάλι του ενώ έτρεμε από νευρικότητα, ο Ρυουτζί πήρε ευγενικά το αντικείμενο που του έδινε.

«…Α, εμ, αυτό…»

Ήταν πολύ πιο λεπτό και ελαφρύ από ότι περίμενε.

«…Πολύ ωραία φωτογραφία…»

«Φαίνεται χάλια όμως, έτσι;»

Ώστε φωτογραφία της πουτίγκας ήθελε να μου δείξει, όχι την ίδια την πουτίγκα. Η εικόνα της φωτογραφίας ήταν όντως αηδιαστική, αν και ήταν κάτι που δεν έβλεπες κάθε μέρα. Πάνω σε ένα πλαστικό χαλάκι ήταν ένας μεγάλος κουβάς που περιείχε ένα είδος κιτρινωπής κρέμας…Όχι, περισσότερο με γλίτσα έμοιαζε. Αν και ήταν αγένεια προς τη Μινόρι να σκέφτεται έτσι, αυτό το πράγμα κάθε άλλο παρά πουτίγκα θύμιζε. Στη δεύτερη φωτογραφία, η κολλώδης γλίτσα χυνόταν αργά προς τα έξω, αφήνοντας όλο το χώρο πασαλειμμένο με υγρά και στερεά υπολείμματα. Και στην τρίτη φωτογραφία…

«Μύριζε και παράξενα…Μάλλον επειδή δεν είχα πλύνει καλά τον κουβά!»

Η Μινόρι ήταν γονατισμένη στο ένα γόνατο και έτρωγε τη γλίτσα με ένα μεγάλο κουτάλι. Τη θέλω αυτή τη φωτογραφία! Ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό…

«Ευχαριστώ που τις είδες! Πρέπει να τις δείξω και στην Τάιγκα τώρα! Έι! Που εξαφανίστηκε; Εδώ ήταν πριν από ένα λεπτό.»

Ξαναπαίρνοντας ήρεμα τις φωτογραφίες της, η Μινόρι άφησε γρήγορα τον Ρυουτζί και έτρεξε να βρει την Τίγρη Μινιατούρα, την Τάιγκα Αϊσάκα, που ήταν εκεί και άκουγε μέχρι πριν από ένα λεπτό. Έτσι τέλειωσε μια ειδυλλιακή περίοδος.

…Πρέπει να τις δείξεις και στην Τάιγκα, ε;

Ο Ρυουτζί αναστέναξε βλέποντας την αγαπημένη του να φεύγει από την τάξη ψάχνοντας τη φιλενάδα της.

Ήταν πολύ τυχερός που ήταν συμμαθητές. Μπορούσε να βλέπει τη Μινόρι όλες τις ώρες του σχολείου, και δε χρειαζόταν πια να περνάει από την τάξη της και να κρυφοκοιτάει από την πόρτα για να δει από μακριά το χαμόγελό της. Ακόμα και ένας κεντρικός αμυντικός μπορεί να σκοράρει καμιά φορά. Αν αυτό δεν ήταν τύχη, δεν ήξερε τι ήταν.

Όμως για να την πλησιάσει, υπήρχε ένα εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει…Και αυτό ήταν η Τάιγκα Αϊσάκα, που βρισκόταν δίπλα στη Μινόρι κάθε ώρα και στιγμή.

Μετά από την τελετή έναρξης, ο Ρυουτζί προσπαθούσε να κρατήσει την Αϊσάκα σε απόσταση. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ δύσκολο να συναναστραφεί ένα τέτοιο άτομο, αλλά αν απέφευγε την Αϊσάκα, δε θα μπορούσε να πλησιάσει τη Μινόρι, και αυτό ήταν ακόμα χειρότερο γι’αυτόν. Αν και για να λέμε την αλήθεια, η παρουσία της δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν κατάφερνε να πιάσει κουβέντα με τη Μινόρι.

Η Αϊσάκα φαινόταν να αγνοεί τελείως την παρουσία του Ρυουτζί, και ο Ρυουτζί απέφευγε συστηματικά να έρχεται σε επαφή μαζί της, έτσι μέχρι τώρα δεν του είχε σταθεί εμπόδιο.

Ο κυριότερος στόχος του Ρυουτζί ήταν να ξεφορτωθεί την Τίγρη Μινιατούρα και να πλησιάσει τη Μινόρι όταν θα ήταν μόνη της. Αν μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετές τυχερές στιγμές σαν αυτή που είχε μόλις τώρα, ίσως και να τα κατάφερνε.

Κι έτσι, η γλυκόπικρη ζωή του Ρυουτζί κυλούσε ομαλά.

…Δηλαδή, μέχρι σήμερα, μετά το σχόλασμα.


* * *

«ΑΑΑ…!»

Με το που άνοιξε την πόρτα της τάξης, έμεινε άναυδος από αυτό που είδε…

Δύο, όχι, τρεις καρέκλες πετούσαν στον αέρα.

Ακολούθησε ένας ηχηρός γδούπος καθώς προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Παρά το δυνατό κρότο και τις ιπτάμενες καρέκλες, δε μπόρεσε να μη δει μια ανθρώπινη φιγούρα να περνά με ταχύτητα μπροστά του.

Τι στο καλό έγινε; απόρησε ο Ρυουτζί, ανοιγοκλείνοντας τα άγρια μάτια του. Πραγματικά του είχε κοπεί η ανάσα από την τρομάρα.

Επειδή ήταν υπεύθυνος καθαριότητας για σήμερα, είχε φύγει από την τάξη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες, και δεν μπόρεσε να επιστρέψει παρά αρκετή ώρα μετά το σχόλασμα. Κανονικά δε θα έπρεπε να βρίσκεται κανείς στην τάξη τέτοια ώρα, αλλά από ότι έβλεπε…

Δεν υπήρχε αμφιβολία, είχε δει ένα κορίτσι με σχολική στολή μόλις πριν από μια στιγμή. Προφανώς επειδή είχε δει τον Ρυουτζί που ερχόταν, χώθηκε γρήγορα στη σκοτεινή γωνία του ντουλαπιού της τάξης για να κρυφτεί. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ο Ρυουτζί είδε τις καρέκλες να πετάγονται στον αέρα και να πέφτουν με πάταγο. Μ’όλη τη φασαρία, μπορούσε να τη δει καθαρά ακόμα και τώρα, γιατί υπήρχε ένας καθρέφτης στην πάνω γωνία της τάξης που αντανακλούσε καθαρά το κεφάλι και την πλάτη της.

Ήταν απίστευτο, αλλά αυτό το αδέξιο πλάσμα είχε μαζέψει τα χέρια και τα πόδια της και καθόταν εκεί σιωπηλά προσπαθώντας να κρυφτεί. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τον καθρέφτη από πάνω της, γιατί μέχρι που τέντωνε το λαιμό της προσπαθώντας να δει πού βρισκόταν ο Ρυουτζί.

Γλουπ! Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε και προσποιήθηκε πως δεν είχε δει τίποτα. Γιατί αυτή η μικροσκοπική φιγούρα…ήταν η Τίγρη Μινιατούρα. Και μόνο η αντανάκλαση της πλάτης της στον καθρέφτη έφτανε για να καταλάβει ποια ήταν. Αυτά τα μακριά μαλλιά και το ωχρό πρόσωπο…Έπειτα, ο Ρυουτζί ήξερε μόνο ένα τόσο μικρόσωμο άτομο, και αυτό ήταν η Αϊσάκα. Και πιθανότατα τώρα σκεφτόταν με θυμό, Από πού διάβολο ξεφύτρωσε αυτός!;

Γι’αυτό ο Ρυουτζί αποφάσισε ότι δεν είχε δει τίποτα, δεν είχε ακούσει τίποτα και δεν ήξερε απολύτως τίποτα.

Αφού πήρε αυτή την απόφαση, ο Ρυουτζί μπήκε μέσα στην τάξη. Αν και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μπει κάπου όπου (για άγνωστους σε αυτόν λόγους) κρυβόταν η Τίγρη Μινιατούρα, είχε αφήσει την τσάντα του στην τάξη και δε μπορούσε να φύγει χωρίς αυτή.

Η σιωπηλή τάξη ήταν λουσμένη στο φως του ηλιοβασιλέματος, και ήταν λες και η Αϊσάκα ήταν μια αράχνη που ύφαινε τον ιστό της, ή λες και είχε εγκαταστήσει ένα δυναμικό πεδίο που έκανε όποιον έμπαινε να αισθάνεται μια ένταση σε όλο το σώμα του. Ο Ρυουτζί προχώρησε αργά και διστακτικά, προσπαθώντας να περπατάει με ένα ρυθμό που έδειχνε ότι τίποτα περίεργο δε συνέβαινε, με σκοπό να μην ερεθίσει την Αϊσάκα και να δώσει την εντύπωση ότι δεν είχε ιδέα ότι βρισκόταν εκεί.

«Ααχ…»

Μια στιγμή απροσεξίας και ολόκληρη η τάξη αντήχησε από μια νευρική φωνή.

Χάρη στο αντικείμενο που κατρακύλησε έξω όλες οι προσπάθειες του Ρυουτζί πήγαν στο βρόντο. Η Τάιγκα Αϊσάκα είχε κουλουριαστεί τόσο σφιχτά, ώστε έχασε την ισορροπία της και κατρακύλησε έξω από τη γωνία του ντουλαπιού, και δυστυχώς για όλους, σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του Ρυουτζί.

«…»

«…»

Η Αϊσάκα κοίταξε προς τα πάνω, ενώ ο Ρυουτζί κοίταξε προς τα κάτω. Πλέον δε μπορούσαν να προσποιούνται ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. Έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί για μερικά δευτερόλεπτα…

«Είσαι…εντάξει;»

Ο Ρυουτζί κατάφερε να αρθρώσει με το ζόρι αυτές τις λέξεις. Διστάζοντας, έκανε να απλώσει το χέρι του στην Αϊσάκα που προσπαθούσε να σηκωθεί, αλλά η μόνη απάντηση που εισέπραξε ήταν μερικές χαμηλόφωνες λέξεις, κάτι του τύπου «Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου» ή «να κοιτάς τη δουλειά σου.» Η Αϊσάκα έριξε στον Ρυουτζί μια κοφτή ματιά μέσα από τη φράντζα της.

Ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μην κάνει πίσω, αφήνοντας στην Αϊσάκα χώρο για να σηκωθεί τρικλίζοντας. Χαμήλωσε το κεφάλι της ενώ ξεσκόνιζε τη φούστα της, και κρατούσε τον Ρυουτζί σε απόσταση, έχοντας την πλάτη της προς το παράθυρο και τα διαπεραστικά της μάτια καρφωμένα πάνω στο θύμα της. Δε φαινόταν να έχει την πρόθεση να φύγει από την τάξη. Δε θα έπρεπε να ντρέπεται τώρα; Αλλά ίσως η Τίγρη Μινιατούρα απλά να μη σκεφτόταν κατ’αυτό τον τρόπο.

Οπωσδήποτε, αν η Αϊσάκα ήθελε να παραμείνει στην τάξη, ένας λόγος παραπάνω για τον Ρυουτζί να του δίνει από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

«Α ναι, η τσάντα μου…»

Μιλώντας επίτηδες δυνατά για να τον ακούσει η Αϊσάκα, ο Ρυουτζί έτρεξε να πάρει την τσάντα του.

Η Τάιγκα Αϊσάκα συνέχισε να στέκεται κοντά στο παράθυρο και να παρακολουθεί σιωπηλά τον Ρυουτζί. Ο Ρυουτζί δεν είχε ιδέα τι ύφος είχε, γιατί φοβόταν να την κοιτάξει. Όπως και να’χει, περπατούσε όσο πιο σιωπηλά γινόταν για να κάνει την παρουσία του λιγότερο αισθητή. Καθώς διέσχιζε την τάξη, το πρόσωπό του ανατρίχιασε καθώς αισθανόταν τη ματιά της Αϊσάκα. Δεν πρέπει να αντιδράσω. Δεν πρέπει να την προκαλέσω. Πρέπει μόνο να περπατάω σαν να μην τρέχει τίποτα…

Η τσάντα του δεν ήταν πάνω στο θρανίο του, αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι είχε σταματήσει να μιλήσει στον Κιταμούρα λίγο πριν φύγει από την τάξη, και είχε αφήσει την τσάντα του στο θρανίο του Κιταμούρα. Μόλις την έπαιρνε, το μόνο που θα είχε να κάνει ήταν να φύγει από την τάξη. Προσπαθώντας να καταπνίξει το άγχος του, πλησίασε σιγά σιγά την τσάντα του. 20 εκατοστά έμεναν, 10 εκατοστά…

«ΑΧ!»

…Πετάχτηκε πάνω.

Τι έγινε;

Η Τάιγκα Αϊσάκα θέλει να με σταματήσει; Ο Ρυουτζί γύρισε τρέμοντας το κεφάλι του και κοίταξε τη μικρή κούκλα που στεκόταν πλάι στο παράθυρο.

«Τ…τι τρέχει;»

«Τ…Τι. Κάνεις. Εκεί;»

Κάτι απίστευτο συνέβαινε εδώ πέρα…η Τίγρη Μινιατούρα φαινόταν τρομαγμένη, σχεδόν έτοιμη να λιποθυμήσει.

«Ε…εγώ ήρθα απλώς να πάρω την τσάντα μου, και…Α…Αϊσάκα, τι συμβαίνει; Εδώ και λίγη ώρα έχεις πολύ περίεργο ύφος.»

Τα μικροσκοπικά κερασένια χείλια άνοιγαν και έκλειναν, ενώ η ίδια πήγαινε μπρος-πίσω σαν να χόρευε κάποιο παράξενο χορό, και τα δάχτυλά της έτρεμαν μπροστά στο πρόσωπό της.

«Μ…μ…μ…μου λες πως αυτή είναι η τσάντα σου; Μα το θρανίο σου δεν είναι εκεί κάτω; Γ…γ…γ…γιατί η τσάντα σου είναι ε…ε…ε…εδώ;»

Τραύλιζε ενώ μάλωνε τον Ρυουτζί.

«Γιατί είναι εδώ; Κουβέντιαζα με τον Κιταμούρα όταν με φώναξε η καθηγήτρια…και έτυχε να την ακουμπήσω εδώ…ΕΕΕ!»

Η Αϊσάκα που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά του, πλησίασε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του μέσα σε μια στιγμή. Πώς μπορούσε αυτό το μικρό σώμα να κινείται νόσο γρήγορα;

«…!...!...!»

«Περίμενε, σ…σταμάτα!; Α…Αϊ…σάκα;»

Με απίστευτη δύναμη, άρπαξε την τσάντα που έσφιγγε ο Ρυουτζί στο στήθος του, προσπαθώντας να του την αποσπάσει.

«Θ…θέλω να τη δανειστώ για λίγο...! Άφησέ την!»

Από τόσο κοντινή απόσταση, ο Ρυουτζί μπορούσε να δει ότι το πρόσωπο της Αϊσάκα ήταν πιο κόκκινο κι απ’τον ήλιο που βασίλευε έξω. Το χαριτωμένο προσωπάκι της ήταν παραμορφωμένο και είχε πάρει δαιμονική όψη, και η έκφρασή της ήταν απλά τρομακτική.

«Να τη…δανειστείς;! Μη λες ανοησίες…!»

«Ουμφ~!»

Δεν μπορούσε να την κάνει να την αφήσει, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε απλά να κρατήσει κόντρα με όλη του τη δύναμη, μια και αν άφηνε την τσάντα τώρα η μικρόσωμη Αϊσάκα θα εκσφενδονιζόταν στον αέρα.

Ήθελε και να την προστατέψει, τρομάρα του.

«Ουουουουμμμμμφ~!»

Η Αϊσάκα έστριψε τους γοφούς της και άρπαξε την τσάντα και με τα δύο χέρια, με κατακόκκινο πρόσωπο και μάτια σφιχτά κλεισμένα, και οι φλέβες στο μέτωπό της είχαν πεταχτεί έξω. Προσπαθούσε να νικήσει με ωμή δύναμη.

Δάχτυλο δάχτυλο, η λαβή του Ρυουτζί στην τσάντα χαλάρωνε. Ακόμα και τα πόδια του που τα είχε στυλώσει στο έδαφος είχαν αρχίσει να παρασύρονται. Με απλά λόγια, λίγο ακόμα και θα έχανε.

«Έι, έι, είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις…Άφησέ την τώρα!»

«Ουουουουμμμμμφ…Α…; Ααααα…»

Δε θα τα καταφέρω! Ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό, ο Ρυουτζί είδε ξαφνικά την Αϊσάκα να ζαλίζεται και να πέφτει προς τα πίσω, με τα μικρά χεράκια της απλωμένα ανοιχτά προς το έδαφος, καθώς άφηνε την τσάντα του…Την άφησε;!

«...ΑΑΑΑΧ!!!»

«ΑΨΙΟΥ!»

Μπαμ!

Το «…ΑΑΑΑΧ!!!» ήταν ο Ρυουτζί, το «ΑΨΙΟΥ!» η Αϊσάκα και ο γδούπος που ακούστηκε ήταν πάλι ο Ρυουτζί. Ήταν, με τη σειρά, ο Ρυουτζί που ούρλιαξε από φόβο, η Αϊσάκα που φταρνίστηκε και ο Ρυουτζί που χτύπησε το κεφάλι του πάνω σε κάτι.

Καθώς η Αϊσάκα άφησε την τσάντα του ξαφνικά επειδή φταρνίστηκε, ο Ρυουτζί όπως ήταν φυσικό έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω. Κρατούσε σφιχτά την τσάντα του όπως έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στην έδρα.

«Αουουου…Πόνεσε αυτό! Τ…τι στο καλό έκανες εκεί…Πόνεσα, το ξέρεις; Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί!»

Διαμαρτυρήθηκε με δάκρυα στα μάτια.

«Γρουμπλ…»

Η Αϊσάκα έκανε ένα παράξενο θόρυβο σαν φτάρνισμα, αγνοώντας όλα όσα συνέβαιναν γύρω της. Αφού έκανε τον Ρυουτζί να χάσει την ισορροπία του, ρούφηξε τη μύτη της και κατέρρευσε στο διάδρομο ανάμεσα στα θρανία.

«Α…Αϊσάκα;! Έι, είσαι καλά;»

Τα μακριά μαλλιά της είχαν απλωθεί στο πάτωμα, το μικροσκοπικό της σώμα ήταν κουλουριασμένο και βογγούσε σιγανά. Δεν του απάντησε. Μήπως είναι άρρωστη; Ο Ρυουτζί έτριψε το κεφάλι του και έτρεξε προς το μέρος της για να τη δει καλύτερα. Το πρόσωπό της που ήταν κατακόκκινο πριν από λίγο τώρα ήταν κάτωχρο, τα χείλη της που έτρεμαν ήταν άσπρα σαν χαρτί, και το μέτωπό της ήταν ιδρωμένο.

«Έι…Είσαι, είσαι πολύ χλωμή! Μήπως έχεις αναιμία; Έλα, πιάσε το χέρι μου.»

Ήταν κι αυτή σαν τη Γιάσουκο. Αυτή τη φορά της άπλωσε το χέρι του χωρίς να διστάσει…

«…!»

Η Αϊσάκα χαστούκισε με το παγωμένο χέρι της το χέρι που της άπλωνε ο Ρυουτζί απομακρύνοντάς το. Αν και έτρεμε υπερβολικά, κατάφερε να πιαστεί από ένα θρανίο και να σηκωθεί όρθια.

«Α…Αϊσάκα! Είσαι εντάξει;»

Πάλι καμία απάντηση. Με κάθε βήμα που έκανε, το θρανίο από το οποίο κρατιόταν σειόταν κυριολεκτικά, και τα απαλά μαλλιά της ανέμιζαν. Η μικροσκοπική φιγούρα φαινόταν αποφασισμένη να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Καθώς είχε ανακαθίσει πριν από λίγο, η φούστα της ήταν ανασηκωμένη αποκαλύπτοντας τους μικρούς απαλούς μηρούς της.

«Περίμενε, δε θα ήταν καλύτερα να πας στο αναρρωτήριο;»

Αν και φαινόταν ότι ανακατευόταν εκεί που δεν τον έσπερναν, δεν μπορούσε να την αφήσει σ’αυτή την κατάσταση. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει…

«Μη με πλησιάζεις…Γουρουνοκέφαλε!»

Του είπε σε τόσο άγριο τόνο που ακουγόταν σαν παγιδευμένο θηρίο. Ο Ρυουτζί κοκκάλωσε αμέσως. Αφού έχει τη δύναμη να φωνάζει, δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα, έτσι…;


Πίσω σε Κεφάλαιο 1 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 3