Toradora! (Greek):Volume2 Chapter1

From Baka-Tsuki
Revision as of 22:02, 10 February 2010 by Eirini kl (talk | contribs) (New page: '''Τόμος 2''' '''Κεφάλαιο 1''' Ήταν η τελευταία μέρα της εβδομαδιαίας αργίας που είναι γνωστή ως Χρυσή Εβδομ...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search

Τόμος 2

Κεφάλαιο 1

Ήταν η τελευταία μέρα της εβδομαδιαίας αργίας που είναι γνωστή ως Χρυσή Εβδομάδα.

«Δεν έχεις κάτι να κάνεις, έχεις;»

Η ώρα ήταν 1 το μεσημέρι.

«Σωστά; Έχεις ελεύθερο χρόνο, έτσι δεν είναι;»

Λες και ο ωραίος καιρός έξω ήταν οφθαλμαπάτη, το σπίτι των Τακάσου ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Κι αυτό γιατί σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο που έβλεπε νότια υψωνόταν η γειτονική δεκαώροφη πολυκατοικία, κι έτσι το φως του ήλιου δεν έφτανε ως εκεί.

Ωστόσο, το εσωτερικό ήταν μεθοδικά τακτοποιημένο, κάθε γωνιά ήταν πεντακάθαρη, και παρόλο που ήταν κάπως στενάχωρο, το μικρό σπιτάκι διατηρούνταν μια χαρά. Αυτός ο απίστευτα άνετος και βολικός χώρος υπήρχε μόνο χάρη στις ικανότητες ενός μοναχογιού που λεγόταν Ρυουτζί, και που εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το μεσημεριανό του στην κουζίνα με την πλάτη του γυρισμένη στο σαλόνι,

«Έι, μ’ακούς;»

Κανείς δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στην ερώτησή του, πόσο μάλλον να εκφράσει ευγνωμοσύνη για τους κόπους του. Σταματώντας για λίγο το πλύσιμο των πιάτων, ο Ρυουτζί στράφηκε και κοίταξε επίμονα την ανοιχτόχρωμη μάζα που ήταν απλωμένη στο πάτωμα. Η μάζα ήταν ξαπλωμένη ακατάστατα δίπλα στο τραπέζι, με το κεφάλι κάτω, το πηγούνι πάνω σε ένα διπλωμένο μαξιλάρι και αδειανό βλέμμα, και ήταν απασχολημένη να χώνει το δάχτυλό της στο κλουβί που ήταν δίπλα της.

Ένας κίτρινος παπαγάλος, ο Ίνκο-τσαν, πιπίλιζε λαίμαργα το δάχτυλο που προεξείχε από τα κάγκελα του κλουβιού του. Όλη του η γοητεία ήταν η ασχήμια του: το μισάνοιχτο ράμφος του είχε το χρώμα του τσιμέντου και η μικρή γλώσσα που μπαινόβγαινε από κει είχε μια απόχρωση χαλασμένου βοδινού. Τα μάτια του με το ξεθωριασμένο ασπράδι του έδιναν έκφραση ετοιμοθάνατου, και τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο από τη συνεχιζόμενη ενόχληση. Αν και δεν τον έβλεπε καλά από εκεί που βρισκόταν, ήταν φανερό στον ιδιοκτήτη του ότι η κατάστασή του γινόταν όλο και χειρότερη.

«...Τάιγκα. Σταμάτα. Θα τον τρελάνεις τον Ίνκο-τσαν.»

«...Χμ; Α ναι, δίκιο έχεις.»

Η μάζα, δηλαδή η Τάιγκα Αϊσάκα, εδέησε επιτέλους να γυρίσει και να τραβήξει το δάχτυλό της από το κλουβί. Ή τουλάχιστον, έτσι φάνηκε.

«Ε; Δεν μπορώ να το βγάλω.»

...Τι αδέξια. Ο Ρυουτζί μόνο να αναστενάξει μπορούσε καθώς την κοίταζε να γέρνει απορημένη το κεφάλι της.

«Τι κάθεσαι εκεί και αναστενάζεις; Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα. Νομίζω πως έχω κολλήσει στ’αλήθεια.»

Ανακαθίζοντας το μικρό της σώμα πάνω στο τατάμι, η Τάιγκα κράτησε το κλουβί με το ένα χέρι και προσπάθησε πάλι να τραβήξει το δάχτυλό της μουγκρίζοντας εκνευρισμένα. Ο Ίνκο-τσαν όμως δεν εννοούσε να την αφήσει, αντίθετα της έσφιγγε το δάχτυλο όλο και περισσότερο.

«Ουα...τι κάνει εκεί με τη γλώσσα του...»