Toradora! (Greek):Volume2 Chapter1
Τόμος 2
Κεφάλαιο 1
Ήταν η τελευταία μέρα της εβδομαδιαίας αργίας που είναι γνωστή ως Χρυσή Εβδομάδα[1].
«Δεν έχεις κάτι να κάνεις, έχεις;»
Η ώρα ήταν 1 το μεσημέρι.
«Σωστά; Έχεις ελεύθερο χρόνο, έτσι δεν είναι;»
Λες και ο ωραίος καιρός έξω ήταν οφθαλμαπάτη, το σπίτι των Τακάσου ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Κι αυτό γιατί σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο που έβλεπε νότια υψωνόταν η γειτονική δεκαώροφη πολυκατοικία, κι έτσι το φως του ήλιου δεν έφτανε ως εκεί.
Ωστόσο, το εσωτερικό ήταν μεθοδικά τακτοποιημένο, κάθε γωνιά ήταν πεντακάθαρη, και παρόλο που ήταν κάπως στενάχωρο, το μικρό σπιτάκι διατηρούνταν μια χαρά. Αυτός ο απίστευτα άνετος και βολικός χώρος υπήρχε μόνο χάρη στις ικανότητες ενός μοναχογιού που λεγόταν Ρυουτζί, και που εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το μεσημεριανό του στην κουζίνα με την πλάτη του γυρισμένη στο σαλόνι,
«Έι, μ’ακούς;»
Κανείς δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στην ερώτησή του, πόσο μάλλον να εκφράσει ευγνωμοσύνη για τους κόπους του. Σταματώντας για λίγο το πλύσιμο των πιάτων, ο Ρυουτζί στράφηκε και κοίταξε επίμονα την ανοιχτόχρωμη μάζα που ήταν απλωμένη στο πάτωμα. Η μάζα ήταν ξαπλωμένη ακατάστατα δίπλα στο τραπέζι, με το κεφάλι κάτω, το πηγούνι πάνω σε ένα διπλωμένο μαξιλάρι και αδειανό βλέμμα, και ήταν απασχολημένη να χώνει το δάχτυλό της στο κλουβί που ήταν δίπλα της.
Ένας κίτρινος παπαγάλος, ο Ίνκο-τσαν, πιπίλιζε λαίμαργα το δάχτυλο που προεξείχε από τα κάγκελα του κλουβιού του. Όλη του η γοητεία ήταν η ασχήμια του: το μισάνοιχτο ράμφος του είχε το χρώμα του τσιμέντου και η μικρή γλώσσα που μπαινόβγαινε από κει είχε μια απόχρωση χαλασμένου βοδινού. Τα μάτια του με το ξεθωριασμένο ασπράδι του έδιναν έκφραση ετοιμοθάνατου, και τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο από τη συνεχιζόμενη ενόχληση. Αν και δεν τον έβλεπε καλά από εκεί που βρισκόταν, ήταν φανερό στον ιδιοκτήτη του ότι η κατάστασή του γινόταν όλο και χειρότερη.
«...Τάιγκα. Σταμάτα. Θα τον τρελάνεις τον Ίνκο-τσαν.»
«...Χμ; Α ναι, δίκιο έχεις.»
Η μάζα, δηλαδή η Τάιγκα Αϊσάκα, εδέησε επιτέλους να γυρίσει και να τραβήξει το δάχτυλό της από το κλουβί. Ή τουλάχιστον, έτσι φάνηκε.
«Ε; Δεν μπορώ να το βγάλω.»
...Τι αδέξια. Ο Ρυουτζί μόνο να αναστενάξει μπορούσε καθώς την κοίταζε να γέρνει απορημένη το κεφάλι της.
«Τι κάθεσαι εκεί και αναστενάζεις; Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα. Νομίζω πως έχω κολλήσει στ’αλήθεια.»
Ανακαθίζοντας το μικρό της σώμα πάνω στο τατάμι, η Τάιγκα κράτησε το κλουβί με το ένα χέρι και προσπάθησε πάλι να τραβήξει το δάχτυλό της μουγκρίζοντας εκνευρισμένα. Ο Ίνκο-τσαν όμως δεν εννοούσε να την αφήσει, αντίθετα της έσφιγγε το δάχτυλο όλο και περισσότερο.
«Ουα...τι κάνει εκεί με τη γλώσσα του...»
Ακόμα και στο ημίφως, τα ανάκατα μακριά καστανά μαλλιά του νεαρού κοριτσιού έκαναν χτυπητή αντίθεση με τους γκρίζους τοίχους. Ένα μονοκόμματο φόρεμα με δαντέλες τύλιγε χαλαρά το λεπτό κορμί της, με ένα άσπρο σακάκι από πάνω. Η συνολική εικόνα ήταν γοητευτική—
«Έι, εσύ. Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Το δικό σου πουλί τα κάνει αυτά, κάνε λοιπόν κάτι, Α.Σ.»
«Α, Σ;»
«Ανόητο Σκυλί. Το είπα περιφραστικά, θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων γι’αυτό.»
Η ξαφνική και βίαιη λεκτική επίθεση τον είχε αφήσει άφωνο. Κι όμως, αν δεν ήταν η κοφτερή της γλώσσα, η Τάιγκα θα έμοιαζε με κινούμενη κούκλα.
Τα μάτια της έλαμπαν σαν αστέρια, τα χλωμά χείλια της ήταν σαν ροδοπέταλα, και το χαριτωμένο προσωπάκι ήταν επικίνδυνα γοητευτικό, σαν μια παγίδα κρυμμένη σε ένα δοχείο γάλα. Τι κρίμα που ήταν τελείως αδιόρθωτη.
«Αργκχ, τι εκνευριστικό, γκαχ!»
Με ένα δυνατό τρίξιμο, το κλουβί άρχισε να λυγίζει στα χέρια της—Στ’αλήθεια είχε γεννηθεί στον αστερισμό της άγριας και βίαιης τίγρης. Το παρατσούκλι της ήταν «Τίγρη Μινιατούρα»...Γιατί αν και μικρόσωμη, η αγριότητά της ήταν εφάμιλλη μιας τίγρης.
Εδώ που τα λέμε, όχι πως ο Ρυουτζί υστερούσε σε άγρια εμφάνιση. Τα μάτια του αγριοκοίταζαν τους πάντες ανάμεσα από τη φράντζα του που ακόμα μεγάλωνε. Είχε ένα απίστευτα άγριο βλέμμα, που δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή του προσωπικότητα. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατός, ανέδινε μια υπερβολικά τρομακτική αύρα, και έδινε την εντύπωση ενός νεαρού που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει τα νεύρα του με πολύ βίαιο τρόπο.
Ωστόσο,
«Μ, μ, μ, μην το σπάσεις! Μη! Πρόσεχε!»
Στην περίπτωση του Ρυουτζί, απλώς έμοιαζε επικίνδυνος. Σκουπίζοντας τα χέρια του, έτρεξε να προστατέψει την κατοικία του κατοικίδιού του από την τίγρη, και γονάτισε δίπλα στην Τάιγκα. Προσπάθησε να τραβήξει το κλουβί, αλλά,
«Ωχ-άου-άουτς!»
«Αχ, συγγνώμη.»
Ο Ρυουτζί πετάχτηκε προς τα πίσω καθώς η Τάιγκα ξεφώνισε, με το δάχτυλό της ακόμα παγιδευμένο. Η κραυγή της αναστάτωσε κι άλλο τον ήδη εκνευρισμένο Ίνκο, που ξαφνικά δάγκωσε δυνατά το δάχτυλο της Τάιγκα.
«Εεεεεεεεε~!’
Ίσως να ήταν λόγω του αιφνίδιου πόνου, πάντως μετά από αρκετές τσιρίδες η Τάιγκα κατάφερε επιτέλους να ξεκολλήσει το δάχτυλό της.
Μόλις το δάχτυλο ελευθερώθηκε, και οι δυο έπεσαν εξαντλημένοι πάνω στο τατάμι και έμειναν έτσι χωρίς να λένε τίποτα για αρκετά δευτερόλεπτα.
«...Αυτό πόνεσε...Αρκετά, εντάξει;»
Ανασηκώνοντας το κεφάλι της, η Τάιγκα κοίταξε προς τη μεριά του Ίνκο-τσαν με μάτια που, αν και λίγο υγρά από δάκρυα, έλαμπαν σαν λεπίδα σπαθιού. Ακόμα και ο Ίνκο-τσαν πρέπει να κατάλαβε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση.
«...Αουαουαουαουα.»
Ο Ίνκο-τσαν κοίταξε την Τάιγκα και άρχισε να τρέμει έντονα. Ίσως να ήταν από το άγχος, πάντως ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν από πάνω του μεγάλες τουλούπες από φτερά. Κατατρομαγμένος, ο Ρυουτζί έσφιξε το κλουβί στο στήθος του,
«Ουααα, ο Ίνκο-τσαν θα καραφλιάσει τελείως, έλα, συγκρατήσου, ηρέμησε σε παρακαλώ! Αν ασχημήνεις κι άλλο δεν ξέρω αν θα μπορούμε πια να μένουμε μαζί, με καταλαβαίνεις, έτσι; Πάμε να φύγουμε από δω, δεν ξέρω τι άλλο θα σου κάνει μετά η Τάιγκα!»
Την ίδια στιγμή, η Τάιγκα στάθηκε όρθια,
«Για περίμενε, τι εννοείς μ’αυτό; Λες και υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι στο πουλί.»
«Α ναι ε; Κι αυτή η γροθιά, για ποιον είναι;»
«Για να σε τιμωρήσω όπως σου πρέπει.»
Σφίγγοντας τη μικρή γροθιά της, τον στρίμωξε στον τοίχο.
«Τι έκανα εγώ;!»
«Το δάχτυλό μου! Με πονάει, ξέρεις!»
«Κι εγώ τι φταίω;!»
Καθώς κυνηγούσε τον Ρυουτζί, που έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο αγκαλιά με το κλουβί, ξαφνικά η Τάιγκα...
«Φουαα~!»
Έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο τατάμι. Μέσα από τη μισάνοιχτη συρόμενη πόρτα, ο Ρυουτζί μπορούσε να διακρίνει ένα λευκό μακρόστενο αντικείμενο που προεξείχε πάνω στο πάτωμα, και πάνω στο οποίο είχε σκοντάψει η Τάιγκα.
Και το λευκό αυτό πράγμα ήταν,
«...Τι δουλειά έχει αυτό εδώ;»
Με μάτια που έμοιαζαν σαν να ήταν εκτός εαυτού και έτοιμος να τραβήξει μαχαίρι ή κάτι τέτοιο, ο Ρυουτζί άφησε κάτω το κλουβί και κοίταξε το αντικείμενο που τελικά ήταν το γυμνό πόδι της μητέρας του. Παρεμπιπτόντως, ο Ρυουτζί δεν ήταν εξοργισμένος, απλά ξαφνιασμένος.
Με το ένα πόδι της έξω από το δωμάτιό της που χωριζόταν από το σαλόνι με ένα συρόμενο παραβάν, η κεφαλή της οικογένειας, η Γιάσουκο κοιμόταν βαθιά. Αφού είχε πιει τον άμπακο στη βάρδια της στο Μπισαμοντενγκόκου, το μοναδικό μπαρ της πόλης στο οποίο εργαζόταν, είχε επιστρέψει στο σπίτι στις 6 το πρωί.
«Αχ, μήπως την ξυπνήσαμε;»
Η Τάιγκα, μ’όλο τον εγωισμό, τη βιαιότητα και τη ματαιοδοξία της, έδειξε μια στοιχειώδη ευγένεια, ρωτώντας ευγενικά με σιγανή φωνή από το πάτωμα όπου είχε πέσει.
«Μπα, κοιμάται του καλού καιρού.»
Απάντησε ο Ρυουτζί χαμηλώνοντας κι αυτός τη φωνή του, και πιάνοντας το γυμνό πόδι που προεξείχε προσπάθησε να τη σπρώξει πίσω στο υπνοδωμάτιό της.
Κι έτσι,
«Μμ...Χμ, χουα~...»
Μια ναζιάρικη ένρινη φωνή πρώτα. Και μετά,
«...Ουααααα!»
«Έι, τι είναι, τι τρέχει;»
Η ιδιοκτήτρια του ποδιού ξαφνικά ξέσπασε σε κλάματα. Φορώντας ένα σορτσάκι γυμναστικής που φόραγε ο γιος της στο γυμνάσιο και ένα μπλουζάκι μέσα από το οποίο διακρινόταν καθαρά το μαύρο δαντελωτό σουτιέν της, άρχισε να χτυπιέται κλαίγοντας και να τρίβεται πάνω στη λευκή επιφάνεια του φουτόν της.
Κι αυτή η γυναίκα με την αξιοθρήνητα παιδιάστικη συμπεριφορά ήταν στην πραγματικότητα 33 χρονών, και επιπλέον διέθετε στήθος νούμερο F.
«Μου, μου μυρίζουν ομελέτες με τηγανητό ρύζι~! Ο Ρυου-τσαν και η Τάιγκα-τσαν τις έφαγαν όλες μόνοι τους την ώρα που κοιμόμουν! Ουααα~!»
«Μη γίνεσαι ανόητη, σου φύλαξα τη μερίδα σου. Την έχω τυλίξει και θα τη βάλω στο ψυγείο για την ώρα, και όταν ξυπνήσεις μπορείς να τη ζεστάνεις στο φούρνο μικροκυμάτων και να τη φας.»
«...Θα γράψεις πάνω στην ομελέτα ‘ΓΥΑΣΟΥΚΟ’ με κέτσαπ;»
«Δε γράφω τίποτα, έτσι κι αλλιώς θα χαλάσει όταν πάω να την τυλίξω πάλι. Και είναι ‘ΓΙΑΣΟΥΚΟ’.»
«...Ααχ...ακόμα νυστάζω, γι’αυτό μη με μαλώνεις σε παρακαλώ...»
Πέφτοντας μαλακά πάνω στο μαξιλάρι της, η ανύπαντρη μητέρα Γιάσουκο σύντομα ξαναβυθίστηκε στον ύπνο. Σαν νοικοκυρά ήταν τελείως άχρηστη, τουλάχιστον όμως κέρδιζε αρκετά για να ζουν αξιοπρεπώς. Ήταν καλόκαρδη και ευγενική σαν άνθρωπος, αλλά δεν είχε κουκούτσι μυαλό. Κάθε μέρα ο γιος της ο Ρυουτζί προσπαθούσε να τη βοηθήσει να λογικευτεί κάπως. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν η Γιάσουκο πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου,
«Ο μέσος όρος μου στα μαθηματικά ήταν 17~. Ο υπεύθυνος καθηγητής μου είχε μείνει κάγκελο όταν το είδε, και όλη μέρα καθόταν και με κοίταζε σαν χαζός~.»
...Αυτό του είχε πει.
Παρόλα αυτά. το σπιτικό των Τακάσου για την ώρα δεν είχε οικονομικά προβλήματα, το αντίθετο μάλιστα. Με τη Γιάσουκο σαν πηγή εισοδήματος και τον Ρυουτζί υπεύθυνο για τις δαπάνες του σπιτιού, το κατοικίδιο τον Ίνκο-τσαν, και τέλος,
«Άουτς...γρατζούνισα το πηγούνι μου. Σοβαρά τώρα, αυτό το σπίτι παραείναι στενάχωρο. Έι, Ρυουτζί, θα φτιάξεις σασίμι[2] για βραδινό; Είναι τελείως άσχετο, αλλά το πέσιμο μόλις τώρα μου το έφερε στο μυαλό.»
«...Πραγματικά δεν έχει καμία σχέση...»
«Δεν κατάλαβα; Μου λες ότι δεν μπορώ να φάω σασίμι;»
Η τίγρη με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο αγριοκοίταξε τον Ρυουτζί με ορθάνοιχτα μάτια τρίβοντας το σαγόνι της. Αν και δεν έμεναν καν μαζί,
«...Έχει προσφορά στον τόνο μπροστά στο σταθμό στις 5, αν θυμάμαι καλά.»
«Ωραία, θέλω κι εγώ να πάω για ψώνια, γι’αυτό πέρνα να με πάρεις στις 5 παρά τέταρτο. Πάω σπίτι τώρα.»
«Ε; Φεύγεις;»
«Έχεις κανένα πρόβλημα;»
Κατά τη διάρκεια των διακοπών, περνούσαν όλη τη μέρα μαζί. Πήγαιναν μαζί για ψώνια. Και αν και φυσικά η Τάιγκα δεν έμενε εκεί όλη νύχτα, πολλές φορές έπαιρναν έναν υπνάκο δίπλα δίπλα μετά το βραδινό μέχρι αργά το βράδυ. Αυτή η συνεχής συμβίωση ήταν περισσότερο για λόγους ευκολίας. Ωστόσο ο Ρυουτζί συνέχιζε να φλυαρεί ασυνάρτητα απευθυνόμενος στην πλάτη της Τάιγκα μπροστά του.
«Γιατί να πας σπίτι; Έχεις τίποτα να κάνεις; Ακόμα είμαστε σε διακοπές, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει κάποιος λόγος να γυρίσεις, υπάρχει;»
Συνέχιζε να φλυαρεί προσπαθώντας να την κρατήσει λίγο περισσότερο. Παραμερίζοντας τα μαλλιά της σαν να την ενοχλούσαν, η Τάιγκα τον κοίταξε ψυχρά.
«Εσύ έχεις ελεύθερο χρόνο, όχι εγώ. Πρέπει να βάλω πλυντήριο τώρα, όσο ακόμα είναι καλός ο καιρός.»
«Πλυντήριο; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις ένα κουμπί, σωστά; Το πλυντήριο στο σπίτι σου είναι και στεγνωτήριο και το στέγνωμα γίνεται αυτόματα, οπότε γιατί να πρέπει να είσαι σπίτι;»
«Τσκ,» η Τάιγκα πλατάγισε ενοχλημένη τη γλώσσα της, με ύφος σαν να σκεφτόταν σοβαρά να εξοντώσει τον ενοχλητικό που δεν εννοούσε να την αφήσει στην ησυχία της.
«Αργκχ, τι εκνευριστικός! Τι προσπαθείς να μου πεις τελοσπάντων;! Αν θέλεις κάτι πες το επιτέλους και μη με πρήζεις!»
Με τα χίλια ζόρια, ο Ρυουτζί μουρμούρισε,
«...Θ, θα έρθεις μαζί μου στο οικογενειακό εστιατόριο...;»
«Πάλι τα ίδια;!»
Μέσα σε μια στιγμή, ο εκνευρισμός της Τάιγκα φούντωσε σαν πυρκαγιά. Ο Ρυουτζί όμως δεν το έβαλε κάτω,
«Τι σε πειράζει να κάνεις μόνο αυτό, μου λες;! Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω μόνος μου! Σήμερα ακόμα, είπες πως σου άρεσαν οι ομελέτες μου με ρύζι και σου έφτιαξα, έτσι δεν είναι; Κι ύστερα, τόσο καιρό δε σε βοηθάω με τα προβλήματά σου με τον Κιταμούρα; Γιατί δε με βοηθάς κι εσύ λίγο;! Τόσο τρομερό είναι πια;!»
«Άμα πια, σκάσε επιτέλους! Βούλωστο! Παράτα τα!»
«Τι να παρατήσω;»
Εκεί που καυγάδιζαν, ακούστηκε ένα «Ωχ, ωωχ» πίσω από το συρόμενο παραβάν –Η Γιάσουκο που δεν είχε συνέλθει ακόμα από το μεθύσι της, είχε αφήσει ένα βογγητό. Και οι δύο σώπασαν αμέσως.
«...Υποθέτω πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου.»
Η Τάιγκα τελικά υποχώρησε.
«Θα κεράσεις εσύ, κατάλαβες; Και να μου πάρεις ένα περιοδικό. Έχω βαρεθεί να μιλάω μαζί σου.»
Δήλωσε η Τάιγκα σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις, κάνοντας επίδειξη κακών τρόπων. Ωστόσο, ο Ρυουτζί περιορίστηκε να γνέψει αντρίκεια, χωρίς να πει ούτε μια λέξη για να παραπονεθεί. Αφού θα τον συνόδευε στο οικογενειακό εστιατόριο, ό,τι και να του ζήταγε λίγο θα ήταν. Γιατί σε εκείνο το οικογενειακό εστιατόριο ήταν—