Toradora! (Greek):Volume1 Chapter1

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
Υπάρχει κάτι σε αυτό τον κόσμο που κανείς δεν έχει δει ποτέ.

Είναι γλυκό και απαλό.

Αν ποτέ βρεθεί, σίγουρα όλοι θα θέλουν να το αποκτήσουν,

και γι'αυτό κανείς δεν το έχει δει ποτέ.

Γιατί ο κόσμος το έκρυψε καλά, ώστε να μη βρίσκεται εύκολα.

Όμως θα έρθει μια μέρα που κάποιος θα το ανακαλύψει.

Και μόνο αυτοί που είναι άξιοι να το αποκτήσουν θα το βρουν.

Αυτό είναι όλο.

Κεφάλαιο 1

"Να πάρει!"

Επτά και μισή το πρωί. Ήταν όμορφη μέρα, αλλά μέσα στο σπίτι ήταν ακόμα σκοτεινά. Το σπίτι ήταν ένα δυάρι με κουζίνα που έβλεπε νότια και βρισκόταν στο δεύτερο όροφο ενός διώροφου σπιτιού της πόλης, κάπου δέκα λεπτά με τα πόδια από το σταθμό του τρένου. Το νοίκι ήταν 80000 γεν.

"Τα παρατάω! Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρω!"

Ένα χέρι σκούπισε νευρικά τον αχνό από τον καθρέφτη. Το παλιό μπάνιο ήταν γεμάτο ατμούς μετά από το πρωινό ντους. Έτσι, αμέσως μετά το σκούπισμα ο καθρέφτης ξαναθόλωσε. Δεν είχε νόημα να ξεσπάει κανείς στον καθρέφτη όσα νεύρα και να είχε...

"Αυτό το πράγμα είναι σκέτη απάτη!"

Αναδείξτε την ευγένεια της φύσης σας με μια κυματιστή φράντζα - Αυτό το σλόγκαν υπήρχε στο τελευταίο τεύχος ενός ανδρικού περιοδικού μόδας. Η φράντζα του Ρυουτζί Τακάσου ήταν τώρα "κυματιστή". Σύμφωνα με τις οδηγίες του άρθρου, είχε χτενίσει τη φράντζα του σε όλο της το μήκος, τη στέγνωσε με το πιστολάκι μέχρι να σταθεί όρθια, και την έτριψε απαλά προς τα πλάγια με ζελέ μαλλιών. Είχε σηκωθεί επίτηδες μισή ώρα νωρίτερα για να κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με του μοντέλου, και έτσι να πραγματοποιήσει τη μεγάλη επιθυμία του.

Παρόλα αυτά..."Μάλλον ήμουν αφελής που νόμιζα πως θα αλλάξω μόνο και μόνο διορθώνοντας τη φράντζα μου".

Απογοητευμένος, ο Ρυουτζί πέταξε το περιοδικό μόδας που για να αγοράσει είχε χρειαστεί όλο του το κουράγιο στο σκουπιδοντενεκέ. Δυστυχώς δεν τον πέτυχε, με αποτέλεσμα να ρίξει το σκουπιδοντενεκέ, να σκορπίσει όλα τα σκουπίδια έξω και να πέσει στο πάτωμα ανοιχτό στη σελίδα που έλεγε "Μπορείτε ακόμα να προλάβετε την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ευγενικός ή άγριος; Το ταξίδι μας στον κόσμο του μόντελινγκ".

Αν εξαρτιόταν από μένα, δε νομίζω ότι θα ενδιαφερόμουν για το μόντελινγκ. Ήθελα, όμως, να αλλάξω.

Αλλά απέτυχα.

Με ένα αίσθημα ήττας στην καρδιά, ο Ρυουτζί έβρεξε τα χέρια του με νερό και ανακάτεψε τα μαλλιά που έφτιαχνε εδώ και τόση ώρα. Επέστρεψε στα συνηθισμένα ακατάστατα ίσια μαλλιά του. Μετά γονάτισε να μαζέψει τα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα παντού.

"Αα! Τι είναι αυτό...μ...μούχλα! Είναι μούχλα!!" Παρόλο που πάντοτε φρόντιζε να σκουπίσει τον ατμό, παρόλο που είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα την περασμένη εβδομάδα καθαρίζοντας την κουζίνα και το μπάνιο από τη μούχλα...Όλες του οι προσπάθειες είχαν πάει χαμένες σ'αυτό το απαίσια υγρό δωμάτιο. Δαγκώνοντας τα χείλη του με θυμό, ο Ρυουτζί προσπάθησε να σκουπίσει τη μούχλα με μερικά χαρτομάντηλα. Φυσικά, δεν έφευγε έτσι εύκολα, και το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα χαρτομάντηλα κομματάκια.

"Να πάρει, μου έχουν τελειώσει τα διαλυτικά μούχλας. Πρέπει να πάω να αγοράσω πάλι".Για την ώρα πρέπει να το αφήσω έτσι, αλλά να είστε σίγουροι πως θα επιστρέψω σύντομα να σας κανονίσω! Ο Ρυουτζί αγριοκοίταξε το μουχλιασμένο πάτωμα ενώ μάζευε τα σκουπίδια. Μετά καθάρισε βιαστικά το πάτωμα με μερικές χαρτοπετσέτες, μάζεψε τις τρίχες και τη σκόνη και καθάρισε τον ατμό από το νιπτήρα. Σήκωσε το κεφάλι και αναστέναξε.

"Α ναι, φαΐ για τον παπαγάλο. Έι, Ίνκο-τσαν!"

"Ααα"

Ένα κρώξιμο απάντησε στη φωνή του νεαρού μαθητή.

Ωραία, είναι ξύπνιος. Ήρεμος πια, ο Ρυουτζί πήγε ξυπόλητος στην κουζίνα με το ξύλινο πάτωμα, πήρε λίγη τροφή για πτηνά και εφημερίδες για πέταμα, και κατευθύνθηκε προς τη γωνία του σαλονιού που ήταν στρωμένο με χαλιά τατάμι.[1] Έβγαλε το πανί που κάλυπτε το κλουβί και χαιρέτησε το αγαπημένο του κατοικίδιο που είχε να δει από χτες το βράδυ.

Τώρα, άλλοι μπορεί να ανατρέφουν τα κατοικίδιά τους διαφορετικά, αλλά οι Τακάσου έτσι είχαν μεγαλώσει το δικό τους. Επειδή όταν κοιμόταν η όψη του ήταν απαίσια, κάλυπταν πάντα το κλουβί με ένα πανί τη νύχτα.

"Καλημέρα, Ίνκο-τσαν!"

Ένας κίτρινος παπαγάλος, αυτός ήταν ο Ίνκο-τσαν. Όπως συνήθιζε, ο Ρυουτζί του έβαλε λίγη τροφή ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε.

"Κ..Καλημέρα". Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν προς τα πάνω με ένα αινιγματικό και μάλλον δυσάρεστο τρόπο, αν και κατάφερε να απαντήσει στα Γιαπωνέζικα. Αν και είχε μόλις ξυπνήσει, φαινόταν αρκετά ευδιάθετος. Αυτό ήταν που τον έκανε χαριτωμένο.

"Ίνκο-τσαν, προσπάθησε να πεις φαγητό"

"Φ..Φα..Φαγ..Φαγητό! Φαγητό! Φαγητό!"

"Εντάξει, φτάνει. Τώρα για να δούμε αν μπορείς να πείς αυτό! Για δοκίμασε να πεις το όνομά σου... Έλα, πες Ίνκο-τσαν"

"Ί...Ί...Ίν..Ί..Ίν..Ί...Ίιι" Ο Ίνκο-τσαν φαινόταν να βάζει όλα του τα δυνατά, έτσι όπως κουνούσε το κεφάλι του και φούσκωνε το σώμα του και καταχτυπούσε τα φτερά του. "ιιι..."

Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, και η γκρίζα γλώσσα του φαινόταν να προεξέχει από το ράμφος του. Μπορεί να τα καταφέρει σήμερα σκεφτόταν ο ιδιοκτήτης του με σφιγμένες της γροθιές. Τελικά όμως...

"Μπλεχ!"

Αχ...γιατί τα πουλιά είναι τόσο χαζά; Αλλά τι να περιμένει κανείς αφού ο εγκέφαλός τους ζυγίζει μόνο ένα γραμμάριο. Ο Ρυουτζί αναστέναξε, τύλιξε τις λερωμένες εφημερίδες και τις πέταξε σε μια πλαστική σακούλα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να την πετάξει με τα άλλα σκουπίδια στην κουζίνα,

"Που...πας..."

Φαίνεται πως η ανόητη που ήταν ξαπλωμένη πίσω από το φουσούμα[2] είχε ξυπνήσει.

"Ρυου-τσαν, φοράς τη στολή σου; Γιατί;" ρώτησε κουρασμένα.

Ο Ρυουτζί δίπλωσε επιδέξια τη σακούλα με τα σκουπίδια και απάντησε στη φωνή, "Πάω στο σχολείο. Δε σου είπα από χτες πως αρχίζω σχολείο σήμερα;"

"Α.."

Ανοίγοντας τα πόδια της πάνω στο φουτόν[3] μουρμούρισε με ύφος σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα Τότε...τότε....

"Τότε, τι υπάρχει για μεσημεριανό; Δε μυρίζω φαγητό...δεν έφτιαξες καθόλου;"

"Όχι".

"Έεε...τότε...τι θα κάνω...όταν ξυπνήσω...; Δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό..."

"Θα έχω γυρίσει μέχρι να ξυπνήσεις! Είναι μόνο η τελετή έναρξης σήμερα."

"Αα...έτσι λοιπόν..."

Χε χε χε, χαμογέλασε κάνοντας μια κίνηση σαν να χειροκροτούσε με τα πόδια της.

"Τελετή έναρξης, ε; Μπράβο! Αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα είσαι μαθητής της δευτέρας λυκείου, έτσι Ρυου-τσαν;"

"Άστα τώρα αυτά. Δε σου έχω πει ότι πρέπει, όσο κουρασμένη και να είσαι, να βγάζεις πάντα το μέικ-απ σου πριν κοιμηθείς; Και μάλιστα, επειδή παραπονιόσουν ότι είναι κουραστικό, σου πήρα ειδικά μαντηλάκια καθαρισμού". Ο Ρυουτζί έλεγξε το χώρο γύρω της. "Αχ...αχ! κοίτα! Γέμισες το μαξιλάρι πούδρες! Αυτά δε φεύγουν με το πλύσιμο! Και πρέπει να προσέχεις περισσότερο το δέρμα σου...δεν είσαι πια τόσο νέα!"

"Συγγνώμη."

Τα εσώρουχά της με το λεοπάρ σχέδιο ήταν τελείως εκτεθειμένα. Καθώς σηκώθηκε, το μεγάλο στήθος της τρεμούλιασε ενώ μερικά από τα ακατάστατα ξανθά μαλλιά της πιάστηκαν στο ντεκολτέ της. Ίσως ήταν τα κυματιστά μαλλιά ή τα μακριά περιποιημένα νύχια της, πάντως ανέδινε έναν αέρα έντονης θηλυκότητας. Ακόμα κι έτσι όμως..."Πρέπει να ήπια πολύ, γύρισα μόλις πριν από καμιά ώρα. Αχ..πόσο νυστάζω," χασμουρήθηκε. "Α ναι...έφερα λίγη πουτίγκα."

Καθώς χασμουριόταν και έτριβε τα μάτια της με τις έντονες βλεφαρίδες, προχώρησε αργά προς την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνιά του δωματίου. Όλη η εμφάνισή της - τα κερασένια χείλη που μουρμούριζαν "πουτίγκα", τα παχουλά μάγουλα και τα στρογγυλά της μάτια - ήταν τόσο παιδική που φαινόταν αταίριαστη επάνω της. Αν και κάπως παράξενη, θα μπορούσε να την πει κανείς ωραία γυναίκα.

"Έι...Ρυου-τσαν, δε βρίσκω το κουτάλι."

"Μπορεί να το ξέχασε ο υπάλληλος του παντοπωλείου."

"Δε μπορεί! Τον είδα να το βάζει μέσα. Τι παράξενο..."

Αυτή ήταν η μητέρα του Ρυουτζί Τακάσου, η Γιάσουκο Τακάσου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: "Μιράνο". Τριαντατριών χρονών (αν και πάντοτε έλεγε ότι είναι εικοσιτριών), δούλευε σαν μπαργούμαν στο μοναδικό μπαρ της πόλης, το "Μπισαμοντενγκόκου".

Η Γιάσουκο άδειασε το περιεχόμενο της σακούλας στη γωνιά του φουτόν της και άρχισε να το ψαχουλεύει επίμονα. Το προσωπάκι της ζάρωσε, "Είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα...δεν μπορώ να βρω το κουτάλι έτσι! Ρυου-τσαν, ανοίγεις τις κουρτίνες;"

"Ανοιχτές είναι."

"Εε..; Α, ναι, σωστά...Επειδή συνήθως δεν είμαι ξύπνια τέτοια ώρα, όλο το ξεχνάω..." Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αυτό το παράξενο ζευγάρι, μητέρα και γιος, αναστέναξαν μαζί.

Ήταν το παράθυρο που έβλεπε νότια.

Είχαν μετακομίσει σε εκείνο το σπίτι εδώ και έξι χρόνια. Σ'αυτό το μικρό σπιτάκι όπου έμεναν οι δυο τους, η μοναδική πηγή φωτός ήταν το παράθυρο που έβλεπε νότια. Επειδή στη βόρεια πλευρά ήταν η είσοδος και ανατολικά και δυτικά υπήρχαν γειτονικά σπίτια, μόνο στη νότια πλευρά υπήρχαν παράθυρα. Παρόλα αυτά, έμπαινε άφθονο φως, ιδίως τα πρωινά. Δεν υπήρχε ανάγκη να ανάψουν τα φώτα καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας, εκτός αν έβρεχε. Το πρωί, ο ήλιος έλαμπε πάνω στη Γιάσουκο που κοιμόταν βαθιά και τον Ρυουτζί που ετοίμαζε πρωινό για τους δυο τους με τη στολή του σχολείου.

Όμως όλα αυτά τελείωσαν πέρυσι.

"Να πάρει η ευχή αυτή την πολυκατοικία."

"Τι είδους άνθρωποι μένουν εκεί πέρα τελοσπάντων; Και άναψε επιτέλους τα φώτα!"

Πέρυσι χτίστηκε μια δεκαώροφη πολυτελής πολυκατοικία λίγα μόλις μέτρα από τη νότια πλευρά του σπιτιού τους. Έτσι, ο ήλιος δεν έφτανε πια εκεί. Αυτό εκνεύριζε τον Ρυουτζί μέχρι τρέλας άπειρες φορές - τα απλωμένα ρούχα δε στέγνωναν, τα τατάμι διαστέλλονταν από την υγρασία, κατσάρωναν στις άκρες, έπιαναν μούχλα και μέχρι που ξύλιαζαν. Η ταπετσαρία του τοίχου είχε αρχίζει να ξεφλουδίζει, κάτι που μάλλον οφειλόταν επίσης στην υγρασία. Δεν πειράζει αφού αυτό είναι μόνο ένα νοικιασμένο διαμέρισμα προσπαθούσε να λέει ο Ρυουτζί στον εαυτό του. Όμως λόγω της εμμονής που είχε να κρατάει ένα μέρος τακτικό και καθαρό, απλά δε μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι ήταν να στέκονται δίπλα δίπλα και να κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα τα πολυτελή διαμερίσματα με τα άσπρα πλακάκια.

"Μμμ, εμένα δε με πειράζει και τόσο, αφού έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι τα πρωινά!"

"Δεν έχει νόημα να γκρινιάζουμε. Εξάλλου, εξαιτίας αυτού μειώθηκε και το νοίκι κατά 5000 γεν."

Παίρνοντας ένα κουτάλι από την κουζίνα και δίνοντάς το στη Γιάσουκο, ο Ρυουτζί έξυσε το κεφάλι του και είπε "Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω." Δεν υπήρχε χρόνος για οικογενειακή κουβεντούλα, ήταν ώρα να φύγει.

Φορώντας το σακάκι της στολής του, λύγισε το σώμα του που μεγάλωνε συνέχεια για να τραβήξει τις κάλτσες του προς τα πάνω. Ενώ βεβαιωνόταν πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα, ξαφνικά συνειδητοποίησε το αδιόρατο κάλεσμα στην καρδιά του.

Σωστά, σήμερα άρχιζε μια νέα σχολική χρονιά. Μετά την τελετή έναρξης ήταν η αλλαγή των τάξεων. Αν και είχε αποτύχει να αλλάξει την εμφάνισή του, αυτό δεν αρκούσε για να του προκαλέσει κατάθλιψη, γιατί υπήρχε ακόμη μια μικρή ελπίδα στην καρδιά του Ρυουτζί. Ή μήπως ήταν προσδοκία; Τέλος πάντων, ένα τέτοιου είδους αδιόρατο συναίσθημα, αν και δε θεώρησε σωστό να το αφήσει να φανεί.

«Φεύγω. Θυμήσου να κλειδώσεις την πόρτα, και βάλε τις πιτζάμες σου!»

«Εντάξει! Έι, Ρυου-τσαν,» η Γιάσουκο ξάπλωσε στο φουτόν και δάγκωσε το κουτάλι με τα δόντια της. Χαμογέλασε σαν παιδί. «Φαίνεσαι πιο δραστήριος από συνήθως σήμερα! Βάλε τα δυνατά σου! Τώρα πηγαίνεις στη δευτέρα λυκείου! Εγώ δεν έφτασα ποτέ μέχρι εκεί, το ξέρεις.»

Για να γεννήσει τον Ρυουτζί, η Γιάσουκο παράτησε το σχολείο όταν πήγαινε στην πρώτη λυκείου, κι έτσι δεν ήξερε πως είναι να είναι μαθήτρια της δευτέρας λυκείου. Για μια στιγμή, ο Ρυουτζί ένιωσε μια αόριστη θλίψη.

«…ναι.»

Χαμογέλασε λίγο και σήκωσε το χέρι του για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Όμως αυτή η χειρονομία που έγινε με καλή πρόθεση, είχε ένα αναπάντεχα κακό αποτέλεσμα. «ΑΑΑ!» φώναξε η Γιάσουκο και άρχισε να κυλιέται μπρος-πίσω, και τελικά είπε αυτά τα λόγια. Είπε αυτά τα λόγια!

«Ρυου-τσαν, είσαι τόσο ωραίος! Μοιάζεις όλο και περισσότερο με τον πατέρα σου!»

"!!!"

…το είπε.

Ο Ρυουτζί έκλεισε σιωπηλά τη μπροστινή πόρτα και κοίταξε τον ουρανό. Τα μάτια του στριφογύρισαν και ένιωσε σαν να βυθιζόταν σε μια δίνη. ΌΧΙ! Δεν το θέλω αυτό! Δεν το θέλω! Σκάσε!

Αυτό! Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελα να ακούσω. Ειδικά σήμερα.

Είσαι ίδιος ο πατέρας σου – φαίνεται πως η Γιάσουκο δεν καταλάβαινε πόσο βασάνιζε αυτή η φράση τον Ρυουτζί. Αυτός ήταν ο λόγος που αγόρασε εκείνο το περιοδικό και προσπάθησε να κάνει τη φράντζα του «κυματιστή».

Φεύγοντας από το σπίτι, ο Ρυουτζί κατευθύνθηκε προς το σχολείο που ήταν αρκετά κοντά ώστε να πηγαίνει με τα πόδια. Το σφιγμένο πρόσωπό του έμοιαζε βασανισμένο. Παρόλα αυτά, περπατούσε με μεγάλα βήματα, σαν να τον έσπρωχνε ο αέρας. Αναστενάζοντας, κατέβασε τη φράντζα του χαμηλά στο μέτωπο για να κρύψει τα μάτια του. Έτσι είχε συνηθίσει. Στην πραγματικότητα, η αιτία για τα βάσανα του Ρυουτζί δεν ήταν άλλη από τα μάτια του.

Ήταν κακά! Αυτό δεν είχε να κάνει με την όρασή του, που ήταν τέλεια. Η εμφάνισή τους ήταν το πρόβλημα: ήταν άγρια.

Τον προηγούμενο χρόνο ο Ρυουτζί μεγάλωσε με γρήγορους ρυθμούς, έτσι είχε πια εμφάνιση σωστού άντρα. Δεν ήταν κανένας κούκλος, αλλά ούτε και κανένα νευρόσπαστο…Τέλος πάντων, δεν ήταν κι άσχημος, ή τουλάχιστον έτσι θεωρούσε ο ίδιος τον εαυτό του, γιατί κανείς άλλος δεν του είχε πει κάτι τέτοιο.

Τα μάτια του όμως ήταν ασυνήθιστα άγρια, τόσο τρομακτικά που καταντούσε πρόβλημα. Ήταν το είδος που στρεφόταν προς τα πάνω, και το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνταν από ασπράδι, με τις κόρες να καταλαμβάνουν μόνο ένα ελάχιστο μέρος. Φυσικά, αυτά ήταν τα βασικά, δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Επειδή τα μάτια του ήταν μεγάλα, το ασπράδι καθρέφτιζε συνεχώς μια έντονη, καυτερή, άγρια ματιά, ενώ οι μικροσκοπικές κόρες κινούνταν κοφτά λες και επρόκειτο να λιανίσουν αυτόν που βρισκόταν μπροστά του, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Ρυουτζί. Αυτά τα μάτια συνήθως έκαναν τους ανθρώπους να φεύγουν τρέχοντας αν τύχαινε το βλέμμα τους να διασταυρωθεί με το δικό του, και το ήξερε πολύ καλά. Εδώ που τα λέμε, και ο ίδιος όταν τύχαινε να δει καμιά ομαδική φωτογραφία με τον εαυτό του αναρωτιόταν «Γιατί αυτός εκεί είναι έτσι τσατισμένος…Ααα, εγώ είμαι αυτός;»

Από την άλλη, εν μέρει ευθυνόταν γι’αυτό η τραχιά του προσωπικότητα. Η ομιλία του δεν ήταν ιδιαίτερα εξευγενισμένη, ίσως επειδή παραήταν ευαίσθητος. Γι’αυτό σπάνια αστειευόταν ή έλεγε ανοησίες. Μπορεί να έφταιγε γι’αυτό και το γεγονός ότι ζούσε με κάποιον σαν τη Γιάσουκο, που τον έκανε να χάνει κάθε αίσθηση ευπρέπειας και αξιοπιστίας. Πάνω απ’όλα, ο Ρυουτζί περηφανευόταν ότι ήταν πραγματικά προστατευτικός με τον εαυτό του.

Όμως, να ποιο ήταν το αποτέλεσμα…

«Τα-Τακάσου-κουν! Εναντιώνεσαι στον καθηγητή σου!; Κ..κάποιος να φωνάξει την ασφάλεια!»

Όχι, διάολε, απλώς προσπαθούσα να ζητήσω συγγνώμη, επειδή ξέχασα να παραδώσω την εργασία μου!

«Λ…Λ…Λυπάμαι πολύ…δεν ήθελα να σας σκουντήσω! Αυτός εκεί ο τύπος με έσπρωξε!»

Ποιος στην ευχή θυμώνει μόνο και μόνο επειδή τον ακούμπησαν στον ώμο;

«Άκουσα ότι ο Τακάσου εισέβαλε με το ζόρι στην τελετή αποφοίτησης ενός άλλου σχολείου όταν ήταν στο γυμνάσιο, και μέχρι που κατέλαβε και την αίθουσα αναμεταδόσεων!»

Σταματήστε να κάνετε λες και είμαι κανένας αλήτης!

"Θα ξαναέχω όλες αυτές τις παρεξηγήσεις από την αρχή;" Ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μην αναστενάξει καθώς θυμόταν ξανά όλες εκείνες τις οδυνηρές αναμνήσεις.

Οι βαθμοί του ήταν καλοί, και ποτέ δεν είχε απουσιάσει ή καθυστερήσει. Ποτέ δεν είχε ανακατευτεί σε φραστική διαφωνία με κανέναν, πόσο μάλλον σε καυγά. Με απλά λόγια, ο Ρυουτζί Τακάσου ήταν ένας φυσιολογικός νεαρός. Κι όμως, εξαιτίας και μόνο των άγριων ματιών του, όλοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας επικίνδυνος αλήτης - και το γεγονός ότι το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του ήταν μια μπαργούμαν ενίσχυε αυτή την εντύπωση.

Μετά από ένα χρόνο με τους συμμαθητές του, οι περισσότερες παρεξηγήσεις είχαν λυθεί. Όμως ένας χρόνος δεν ήταν και λίγο, ιδιαίτερα για ένα μαθητή λυκείου. Το πρόβλημα ήταν ότι όλα αυτά ξανάρχιζαν από την αρχή σήμερα, και εκτός αυτού είχε αποτύχει και η προσπάθειά του να βελτιώσει την εικόνα του.

Μπορούσε βέβαια ακόμα να προσβλέπει στην αλλαγή των τάξεων, μια και ο Ρυουτζί ήθελε να βρεθεί στην ίδια τάξη με κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Μόλις όμως αναλογίστηκε τα μαρτύρια που είχε να τραβήξει μετά, οι αφελείς προσδοκίες του αυτόματα συρρικνώθηκαν στο μισό. Και ήταν κι αυτό που είχε πει η Γιάσουκο. Αλλά όχι, δεν έφταιγε αυτή. Όλο το φταίξιμο ήταν στα προβληματικά γονίδια του πατέρα του!

"Ο πατέρας σου,ε; Είναι στον ουρανό τώρα. Ήταν πολύ ωραίος, έστρωνε τα μαλλιά του προς τα πίσω, τα παπούτσια του ήταν πάντα κομψά και καλογυαλισμένα, και πάντα φορούσε μια μεγάααλη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του, και καλό κουστούμι και το Ρόλεξ του. Και από μέσα πάντοτε έχωνε ένα χοντρό περιοδικό."

"Γιατί το έκανε αυτό; Όταν τον ρώτησα, μου απάντησε "Για να μην μπορούν να με μαχαιρώσουν." Ααχ! πόσο συγκινήθηκα!"

Το μόνο που σκεφτόταν ο Ρυουτζί ήταν το ηλίθια συναισθηματικό ύφος που είχε πάντα η Γιάσουκο όταν μιλούσε γι'αυτόν, και ύστερα ήταν και εκείνη η μοναδική φωτογραφία του πατέρα του που είχε ξεμείνει. Η στάση του πατέρα του ήταν ακριβώς όπως την περιέγραφε η Γιάσουκο. Στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια και περήφανο ύφος, κρατώντας ένα μικρό χαρτοφύλακα κάτω από τη μασχάλη του. Φορούσε άσπρο κουστούμι και παρδαλό πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό. Δύο χρυσά δαχτυλίδια έλαμπαν στα δάχτυλά του και ένα διαμαντένιο σκουλαρίκι στο αυτί του. Το πρόσωπό του είχε ένα ύφος "Σε μένα μιλάς, ρε;" με το πηγούνι στραμμένο προς τα κάτω στην κατεύθυνση της κάμερας. Με το ένα χέρι χούφτωνε το στήθος της μητέρας του, που φαινόταν πολύ νεότερη από τώρα. Η μητέρα του, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, χαμογελούσε εύθυμα. Φαινόταν ακόμα και το χρυσό δόντι του πατέρα του καθώς χαμογελούσε.

Ήταν πολύ ευγενικός, και σοβαρός, και ποτέ δε θα πείραζε κανέναν χωρίς λόγο,ή τουλάχιστον έτσι έλεγε η Γιάσουκο, αλλά γιατί στην ευχή ένας ευγενικός και σοβαρός άνθρωπος θα γινόταν μαφιόζος; Και τι είδους άνθρωπος θα άφηνε ένα τόσο νέο έφηβο κορίτσι έγκυο; Και το πιο σημαντικό, αυτά τα μάτια...Όποιον και να κοίταζαν αυτά τα κοφτερά μάτια, θα έδινε αμέσως το πορτοφόλι του και θα έλπιζε να μην πάθει τίποτα χειρότερο. Αυτά τα μάτια χρησίμευαν ακριβώς γι'αυτό: βία και εξαναγκασμό. Κι όμως αυτά τα πράγματα βρίσκονταν τώρα στο δικό του πρόσωπο. Ο Ρυουτζί ξαφνικά ανατρίχιασε. Αν ακόμα κι αυτός σκεφτόταν έτσι για τον ίδιο τον πατέρα του, δεν ήταν απορίας άξιο που όλοι τον παρεξηγούσαν.

Παρεμπιπτόντως, ήταν πιθανό ο πατέρας του να ήταν ακόμα ζωντανός. Σύμφωνα με τη Γιάσουκο, πιάστηκε ενώ βοηθούσε ένα μέλος της συμμορίας του να δραπετεύσει, τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου και τον πέταξαν στο βυθό του λιμανιού της Γιοκοχάμα. Όμως δεν υπήρχε ούτε τάφος, ούτε μνημείο, ούτε επιγραφή, ούτε καν πτώμα. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε καν επιβεβαιωμένη αναφορά για αυτό το γεγονός. Καμιά φορά όταν η Γιάσουκο ήταν μεθυσμένη, έλεγε στα καλά καθούμενα για πλάκα, "Αναρωτιέμαι τι ύφος θα έπαιρνες, Ρυου-τσαν, αν ξαφνικά γύριζε ο μπαμπάς; Χα χα χα, αστειεύομαι!"

Ο πατέρας μάλλον τώρα βρίσκεται σε ένα πολύ κρύο μέρος! Σαν παιδί του, έχω αυτή την αίσθηση -

"Έι, Τακάσου! Καλημέρα! Υπέροχη μέρα σήμερα, έτσι;"

Ακούγοντας κάποιον να τον φωνάζει, ο Ρυουτζί στράφηκε γρήγορα και σήκωσε το χέρι του. "Α, Κιταμούρα! Καλημέρα!"

Δε γίνεται διαφορετικά. Αν σταματήσω να περιμένω το φίλο μου να με προφτάσει, ο κόσμος θα νομίσει πως θέλω να τον στραγγαλίσω ή κάτι τέτοιο, παρόλο που δεν είναι καθόλου έτσι. Ο Ρυουτζί αναλογίστηκε σιωπηλά την κατάσταση. Ήταν αναπόφευκτο να τον παρεξηγούν οι άλλοι, έτσι όταν συνέβαινε αυτό όφειλε να εξηγείται όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Αν κατέβαλλε αρκετή προσπάθεια, τελικά οι άνθρωποι καταλάβαιναν. Μπορεί να ήταν ενοχλητικό, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, και επομένως το μόνο που έπρεπε να κάνει.

Κοίταξε προς τα πάνω το γαλάζιο ουρανό, και ο λαμπερός ήλιος τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια του. Ήταν όμορφη μέρα σήμερα, δε φύσαγε καθόλου. Τα λουλούδια από τις κερασιές έπεφταν από τα δέντρα μαλακά πάνω στο κεφάλι του Ρυουτζί.

Ο Ρυουτζί συνέχιζε να κουβαλάει τα βάσανά του. Τα πόδια του περπατούσαν βιαστικά μέσα στα μαύρα γυαλιστερά παπούτσια του. Ναι, ο καιρός ήταν ό,τι έπρεπε για τη σημερινή τελετή έναρξης.


* * *


"Ωχ! Είμαστε στην ίδια τάξη με τον Τακάσου, δεν είναι δυνατόν!"

"Μπρρ...φαίνεται πολύ τρομαχτικός! Εγώ φοβάμαι!"

"Λοιπόν, ποιος θα πάει να του μιλήσει;"

"Πάντως όχι εγώ!"

"Γιατί δεν πας εσύ; Έι! Μη με σπρώχνεις!"

Ό,τι και να λέτε, δεν με πειράζει πια καθόλου.

Ο Ρυουτζί μπήκε στην τάξη όσο πιο ατάραχα μπορούσε, αγνοώντας τις ματιές των συμμαθητών του, και κάθισε στο θρανίο του με την πλάτη προς το μέρος τους, κοιτάζοντας το κενό με τα κοφτερά του μάτια. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλια του, και τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν από μόνα τους. Σε κάποιον περαστικό θα έμοιαζε με ένα άγριο σαρκοβόρο που αναζητά τη λεία του.

"Πάλι τα ίδια, ε; Φαίνεται πως πάλι θα υπάρξουν κάποιοι που θα σε παρεξηγήσουν. Μην ανησυχείς, όλα θα ξεκαθαριστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε λίγο καιρό! Εξάλλου, είμαι κι εγώ εδώ, καθώς και πολλοί από τους συμμαθητές μας από την πρώτη λυκείου."

"Α, μην ανησυχείς γι'αυτό. Στ'αλήθεια, δεν με πειράζει καθόλου."

Ο Ρυουτζί απάντησε με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο στον καλό του φίλο Γιουσάκου Κιταμούρα, που ήταν πάλι συμμαθητής του φέτος. Στ'αλήθεια ήταν σε πολύ καλή διάθεση, και όχι με την έννοια του θηρίου που έγλειφε τα χείλη του προτού ορμήσει στο θύμα του, αλλά μάλλον με την έννοια του ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει και αισθανόταν έτοιμος να πετάξει από χαρά. Ο λόγος που ήταν τόσο χαρούμενος δεν ήταν η παρουσία του Κιταμούρα. Για ένα φίλο σαν τον Κιταμούρα, ο Ρυουτζί απλώς θα χαμογελούσε ευγενικά και θα έλεγε κάτι του τύπου "Φαίνεται πως είμαστε και φέτος στην ίδια τάξη, Κιταμούρα!" Όχι, ο λόγος που αισθανόταν έτοιμος να απογειωθεί ήταν -

"Α! Κιταμούρα-κουν! Είμαστε στην ίδια τάξη φέτος!"

- αυτή.

"Εεε; Α, Κουσιέντα, είσαι κι εσύ στην τάξη Γ΄;"

Toradora vol01 029.jpg

"Έι, μη μου πεις ότι τώρα το μαθαίνεις; Τι άκαρδο εκ μέρους σου! Ούτε καν κοίταξες τον κατάλογο με τα ονόματα την πρώτη μέρα του σχολείου!"

"Έχεις δίκιο, έτσι έπρεπε. Τι σύμπτωση όμως, ε; Τώρα θα έχουμε περισσότερο χρόνο να κανονίζουμε τις συναντήσεις της λέσχης μας!"

"Χα χα, σωστά! Έι, Τακάσου-κουν...έτσι δε σε λένε; Με θυμάσαι καθόλου; Πότε πότε με πετύχαινες μαζί με τον Κιταμούρα..." σταμάτησε απότομα.

"..."

"Εμ, δε σε πειράζει να σε φωνάζω Τακάσου-κουν, έτσι;"

"Αα..εε.."

Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας άγγελος. Μπροστά στα μάτια του Ρυουτζί ήταν ένα χαμόγελο που έλαμπε σαν τον ήλιο, ζεστό σαν το φως του ήλιου που έμπαινε από το νότιο παράθυρο του σπιτιού του, και φώτιζε τα πάντα γύρω του. Η λάμψη του ήταν τόσο έντονη που ο Ρυουτζί με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά.

"Μινόρι Κουσιέντα, σωστά;"

ΑΑΧ! Να πάρει! Τα λόγια τα πέτυχα, αλλά... Η φωνή του ήταν πολύ ψυχρή. Ο Ρυουτζί ήθελε να ουρλιάξει από θυμό. Γιατί βρήκα μόνο αυτό να πω; Γιατί δε μπόρεσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο;

"Ουάου! Θυμάσαι ολόκληρο το όνομά μου, πόσο χαίρομαι!" Έκανε μια μικρή παύση, "Ουπς! Κάποιος με φωνάζει από κει! Πρέπει να πηγαίνω, Κιταμούρα-κουν. Τα λέμε στην πρώτη συνάντηση της λέσχης μας σαν μαθητές της δευτέρας λυκείου! Μην το ξεχάσεις, έτσι; Τακάσου-κουν, θα τα ξαναπούμε!"

Βλέποντάς την να κάνει μεταβολή, ο Ρυουτζί αργά και αμήχανα σήκωσε το χέρι του, αλλά ήταν αργά, είχε ήδη εξαφανιστεί.

Είπε πως χαίρεται. Είπε ότι θα τα ξαναπούμε.

Η Μινόρι Κουσιέντα.

Είπε πως χαίρεται. Είπε ότι θα τα ξαναπούμε.

Η ευχή του να είναι στην ίδια τάξη με τη Μινόρι Κουσιέντα επιτέλους πραγματοποιήθηκε.

Είπε πως χαίρεται. Είπε ότι θα τα ξαναπούμε.

Είπε πως χαίρεται...

"Τακάσου;"

"Άαχ!;" Ο Κιταμούρα ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του, κάνοντάς τον να πέσει από την καρέκλα του.

"Γιατί χαμογελάς έτσι;"

"Ό..όχι..δεν...για τίποτα."

"Σίγουρα;" Ο Κιταμούρα έσπρωξε τα γυαλιά του προς τα πάνω με το μεσαίο του δάχτυλο. Ο Ρυουτζί αισθάνθηκε να τον ευγνωμονεί από τα βάθη της καρδιάς του, γιατί ο Κιταμούρα ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορούσε να καταλάβει αν χαμογελούσε ή όχι. Αλλά δεν ήταν αυτός ο μοναδικός λόγος που αισθανόταν ευγνωμοσύνη.

"...Κιταμούρα, εσύ..." ο Ρυουτζί μπέρδεψε τα λόγια του. "Πως να το πω...Εεμ, είσαι πάντα τόσο άνετος όταν μιλάς με τα κορίτσια," η φωνή του Ρυουτζί έγινε ψιθυριστή, "σαν την Κουσιέντα."

"Εεε; Τι εννοείς;"

Τα μάτια του Κιταμούρα άνοιξαν διάπλατα πίσω από τα γυαλιά του. Δεν έκανε τον μετριόφρονα, ένιωθε πραγματική έκπληξη. Φαίνεται πως ούτε ο ίδιος το είχε συνειδητοποιήσει. Ο Ρυουτζί αποφάσισε να κρατήσει για τον εαυτό του κάποια πράγματα που ήθελε να πει στον χοντροκέφαλο φίλο του.

Η χαλαρή κουβέντα που είχε μόλις τώρα με την Κουσιέντα ακουγόταν τόσο «φυσική». Δεν ήταν όμως μόνο αυτή τη φορά, ήδη από πέρυσι ο Κιταμούρα πάντοτε της μιλούσε άνετα. Επίσης και οι δύο ήταν μέλη της λέσχης σόφτμπολ. Ο Ρυουτζί ήταν πάντοτε εκεί κοντά, προσπαθώντας να της χαμογελάσει ή να της αποσπάσει ένα χαιρετισμό, και οι προσπάθειές του ήταν συγκινητικές μέχρι δακρύων.

Για να χρησιμοποιήσουμε μια ποδοσφαιρική αναλογία, ο Ρυουτζί ήταν σαν κεντρικός αμυντικός που δεν είχε σχεδόν ποτέ την ευκαιρία να συμμετέχει σε μια επίθεση. Επειδή βρισκόταν συνεχώς κοντά στον Κιταμούρα και παρακολουθούσε τις εύθυμες συζητήσεις του με την Κουσιέντα, ο Ρυουτζί σιγά σιγά συνειδητοποίησε ότι ήταν αληθινά χαριτωμένη, ότι του άρεσε και ότι ήθελε να γίνει φίλος της.

Οι διάφορες εύθυμες εκφράσεις που έπαιρνε.

Το λεπτό σώμα της και η υπερκινητικότητά της.

Το αθώο χαμόγελο και η καθαρή φωνή της.

Και το ότι παρά την τρομακτική του εμφάνιση, αυτή κατάφερνε να διατηρεί πάντοτε τη συνηθισμένη της ευθυμία μπροστά του.

Να ποια είναι η Μινόρι Κουσιέντα.

Για να συμπαθήσει ένα κορίτσι ο Ρυουτζί, θα έπρεπε να είναι ελκυστική και λαμπερή σαν τις ακτίνες του ήλιου. Η ευθύτητα και η ενεργητικότητα μετρούσαν περισσότερο από όλα γι’αυτόν, και ένα κορίτσι θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι έτσι για να του αρέσει. Ακόμα κι έτσι όμως…

«Τι είναι αυτά που λες; Πώς είναι δυνατό να μιλάω εγώ άνετα με τα κορίτσια; Ξέρεις πολύ καλά πως τους αρέσει να με φωνάζουν!»

Ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μην αναστενάξει. Πόσο τον ζηλεύω! Και μόνο που έβλεπε τον τρόπο που μιλούσε ο Κιταμούρα ήταν αρκετό για να κάνει τα μάτια του να ματώνουν. Κι όμως ο Κιταμούρα συμπλήρωσε, «Δεν τα καταφέρνω με τα κορίτσια εγώ. Νομίζω πως δεν πρόκειται να έχω κορίτσι ποτέ μου.»

Αν και ήθελε να του απαντήσει «Δεν έχεις δίκιο…», ο Ρυουτζί έριξε μια ματιά στο εκτυφλωτικά λαμπερό και ευγενικό άτομο απέναντί του και κατάπιε τη γλώσσα του. Ό,τι και να του έλεγε, πιθανότατα αυτός ο τύπος δε θα καταλάβαινε ποτέ. Ο Ρυουτζί ξαφνικά ένιωσε να τον πνίγει ένα κύμα κατάθλιψης.

Ήταν αλήθεια πως τα κορίτσια φώναζαν τον Κιταμούρα «Μάρουο», από το όνομα ενός τυπικού «καλού παιδιού» στη σειρά Chibi Maruko-chan.[4] Ίσως να υπήρχε κάποια ομοιότητα, πράγμα που εξηγούσε πώς απέκτησε αυτό το παρατσούκλι. Εκτός από αυτό όμως, είχε πολύ περισσότερα χαρακτηριστικά: Γυαλιά για μεγάλη μυωπία, ευθύ και έντιμο χαρακτήρα, καλούς βαθμούς, δε συνήθιζε να φλερτάρει και κρατούσε τις παραδόσεις. Έλεγε «έτσι είναι» την κατάλληλη στιγμή, και ήταν τύπος που μπορούσε να δημιουργήσει ευχάριστη ατμόσφαιρα στην τάξη. Παρεμπιπτόντως, ήταν εκπρόσωπος της τάξης πέρυσι, αντιπρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου εδώ και ένα χρόνο και ο επικρατέστερος υποψήφιος για αρχηγός της ομάδας σόφτμπολ. Έτσι, ήταν φυσιολογικό να αστειεύονται όλοι μαζί του.

Δεν είχε να κάνει με την εμφάνισή του, το αντίθετο. Για την ακρίβεια, αν τον κοίταζε κανείς από κοντά θα έβλεπε ότι ήταν αναπάντεχα όμορφος. Σε συνδυασμό με τη σταθερή του προσωπικότητα και την ικανότητά του να αυτοσαρκάζεται, δεν υπήρχε τίποτα αντιπαθητικό πάνω του. Γι’ αυτό, αν και ισχυριζόταν ότι τα κορίτσια τον πείραζαν συνεχώς, αυτό δε συνέβαινε επειδή τον αντιπαθούσαν.

Α, ώστε αυτός είναι ο λόγος, ο Ρυουτζί επιτέλους κατάλαβε. Τώρα που το καλοσκεφτόταν , ο Κιταμούρα ήταν δημοφιλής με όλα τα κορίτσια, όχι μόνο την Κουσιέντα, και μπορούσε να τους μιλάει άνετα. Όποτε τον έβλεπαν τα κορίτσια θα έκαναν κάπως έτσι, «Ααχ, είμαι πάλι στην ίδια τάξη με τον Μάρουο!» και ο Κιταμούρα θα απαντούσε ανάλαφρα, «Γιατί, έχεις πρόβλημα με αυτό;»

Και παρόλα αυτά λέει πως δεν τα καταφέρνει με τα κορίτσια. Τουλάχιστον δεν τον φοβούνται όπως φοβούνται εμένα. Καθώς ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, άκουσε κάποιον να λέει «Πω πω, στ’αλήθεια τρομακτικός.»

Βλέπεις; Πάλι τα ίδια! Ο Ρυουτζί ακούμπησε το κεφάλι του στο θρανίο και προσπάθησε να αγνοήσει τις φωνές που άκουγε κατά διαστήματα. Μέχρι πριν από λίγο πετούσε στα σύννεφα επειδή ήταν στην ίδια τάξη με τη Μινόρι Κουσιέντα, και γι’αυτό δε νοιαζόταν για τους άλλους και τη γνώμη που είχαν γι’αυτόν.

«Σίγουρα φαίνεται άγριος. Σας το είπα εγώ πως αυτός ο τύπος δεν είναι συνηθισμένος.»

«Μπρρ, κοίτα αυτά τα μάτια. Έτσι και τσατίσεις τον ιδιοκτήτη τους, μπορεί να βρεθείς σκοτωμένος στα καλά καθούμενα!»

Η μαγεία είχε διαλυθεί. Ο Ρυουτζί άρχισε πάλι να ακούει τους κακεντρεχείς ψιθύρους που ολοένα και αυξάνονταν.

Ίσως να είναι καλύτερα να πάω να κρυφτώ στο μπάνιο μέχρι να έρθει ο καινούριος υπεύθυνος καθηγητής, σκέφτηκε ο Ρυουτζί. Θα καθάριζε λίγο το μυαλό του έτσι.

Σηκώθηκε όρθιος, και όπως πήγαινε να περάσει από την πόρτα, αισθάνθηκε κάτι να κουτουλάει στο στομάχι του. «Χμμμ….;»

Ο Ρυουτζί νόμισε ότι σκούντησε κάπου, αλλά δεν υπήρχε τίποτα μπροστά του. Παράξενο. Κοίταξε τριγύρω, αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν –

Οι μαθητές άρχισαν να φωνάζουν,

«Εεεκ! Αυτό που θα περίμενε κανείς από τον Τακάσου, θα κάνει αυτός την πρώτη κίνηση, ε;»

«Άρχισε κιόλας η μονομαχία μέχρι θανάτου; Με το που είδα τον κατάλογο της τάξης, το ήξερα πως θα ήταν σκέτη φρίκη.»

Το μόνο που μπορούσε να δει ο Ρυουτζί ήταν οι νέοι του συμμαθητές που ψιθύριζαν μεταξύ τους. Για μένα λένε; Αλλά πάλι, γιατί;

Ένας από τους μαθητές μάλιστα έβγαλε και τίτλο. «Τιτανομαχία, ε;»

«Άρχισε κιόλας η τελική μάχη.»

Δεν καταλάβαινε το παραμικρό. Τιτανομαχία; Τελική μάχη; Τι στην ευχή έλεγαν; Ο Ρυουτζί κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε.

«Σκουντάς κάποιον και δε ζητάς ούτε συγγνώμη;» Άκουσε μια πολύ ψυχρή φωνή να έρχεται από κάπου. Ο παράξενα ήρεμος τόνος της φωνής έμοιαζε σαν να συγκρατεί μετά βίας ένα αίσθημα που ήταν έτοιμο να ξεσπάσει. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν η φωνή.

«Ε;»

Η ατμόσφαιρα ξαφνικά σκοτείνιασε. Ο Ρυουτζί κοίταξε δεξιά, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Κοίταξε αριστερά, κανείς και εκεί. Φοβισμένα, κοίταξε προς τα πάνω. Ευτυχώς, δεν υπήρχε κανείς ούτε εκεί.

«Αυτό σημαίνει ότι - »

Ώστε η φωνή ερχόταν από κάτω. Κάτω ακριβώς από τα μάτια του, πολύ χαμηλότερα από το στήθος του Ρυουτζί, υπήρχε ένα κεφάλι με άφθονα μαλλιά. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι έμοιαζε με κούκλα.

Οπωσδήποτε, ήταν πολύ μικρή. Τα μακριά ίσια μαλλιά της κυμάτιζαν απαλά και σκέπαζαν το μικροσκοπικό σώμα της Τίγρης Μινιατούρας. «Τίγρη Μινιατούρα;»

Αυτό το περίεργο όνομα εμφανίστηκε απότομα στις σκέψεις του Ρυουτζί, και το είπε δυνατά χωρίς να το σκεφτεί. Μάλλον είχε ακούσει κάποιον να το ψιθυρίζει.

Τίγρη Μινιατούρα!;

Τότε αυτό σήμαινε ότι…

«Ποιον - »

Έτσι λέγεται αυτή η μικρή κουκλίτσα; Είναι πολύ μικρόσωμη, οπότε το «Μινιατούρα» της ταιριάζει, αλλά γιατί «Τίγρη»;

« - ποιον είπες Τίγρη Μινιατούρα;» Όπως είχε η κατάσταση, δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί και πολύ, γιατί ό,τι και να ήταν αυτό το πλάσμα σήκωσε αργά το κεφάλι της, και τα μάτια της…

«ΑΑΑΧ!!»

Έγινε μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Τα πάντα σώπασαν ξαφνικά, αν και αυτό μπορεί να ήταν απλώς η φαντασία του Ρυουτζί. Για μια στιγμή, αισθάνθηκε ένα κενό αέρα, σαν αυτό που δημιουργείται από το ωστικό κύμα μιας έκρηξης. Μετά, σιγά σιγά οι ήχοι επανήλθαν. Ώσπου να καταλάβει τι είχε γίνει, ο Ρυουτζί συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει ανάσκελα στο έδαφος. Και δεν ήταν ο μόνος, μερικοί συμμαθητές του εκεί δίπλα ήταν επίσης πεσμένοι και βογγούσαν, ενώ μερικοί άλλοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν.

Τι στο καλό είχε γίνει; Αλλά ήδη ξέρω πως στην πραγματικότητα δεν είχε γίνει τίποτα. Ήταν μόνο αυτό το κορίτσι μπροστά του –

«Τι άχρηστο άτομο.»

Το μόνο που είχε κάνει ήταν να κοιτάξει τον Ρυουτζί με τα μεγάλα μάτια της, τίποτα άλλο.

Μόνο αυτό. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Ρυουτζί είχε πέσει ξερός από την τρομάρα του. Το μυαλό του άδειασε, και το σώμα του έμοιαζε να έχει παραλύσει από την ένταση της ματιάς της. Ο Ρυουτζί κυριολεκτικά κεραυνοβολήθηκε από τη ματιά της, ή μάλλον από την αύρα που ανέδινε το βλέμμα της, με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα.

Η διαφορά μεταξύ τους ήταν τεράστια, ήταν σε τελείως διαφορετικά επίπεδα. Αν και άτομο που είχε εξίσου τρομακτικά μάτια, ο Ρυουτζί είχε ηττηθεί κατά κράτος.

Τώρα μόνο συνειδητοποιούσε πραγματικά τι σημαίνει να έχεις άγρια μάτια. Έπρεπε να υπάρχει και η εσωτερική αγριότητα μαζί με την εξωτερική, αυτό που λέμε «δολοφονική πρόθεση.»

Toradora vol01 039.jpg

«Χμφ.» Για μερικά δευτερόλεπτα που του φάνηκαν αιώνες, ο Ρυουτζί αισθάνθηκε την περιφρόνηση στα μάτια της, που δε θα έφευγε ακόμα και αν τη μαχαίρωναν στην καρδιά.

«Δράκος…; Τι γελοίο.» Τα κερασένια χείλη της άνοιξαν και πετάχτηκαν σαν σφαίρες λέξεις που έμοιαζαν κάπως παιδικές.Τα μικροσκοπικά της χέρια παραμέρισαν απότομα τα κυματιστά μαλλιά της, και τα απαλά της βλέφαρα έκρυβαν τις δολοφονικές διαθέσεις της. Αυτά τα μάτια ήταν διάφανα σαν τα γυάλινα μάτια μιας κούκλας και κοίταζαν ψυχρά τον Ρυουτζί.

Είναι χαριτωμένη, αλλά και τρομακτική. Είχε ένα ωχρό πρόσωπο, απίστευτα μακριά καστανά μαλλιά, μικροκαμωμένα άκρα και ώμους, και οι λαμπερές κόρες των ματιών της σκιάζονταν από μακριές απαλές βλεφαρίδες. Ήταν αξιολάτρευτη σαν δηλητηριασμένο γλυκό, όμορφη σαν λουλούδι με θανατηφόρο άρωμα.

Κι όμως καθώς τον κοίταζε, ο Ρυουτζί μπορούσε να νιώσει το σαρκοβόρο που κρυβόταν πίσω από αυτά τα μάτια. Φυσικά, αυτό δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, αλλά του φαινόταν πιο ρεαλιστική και από την πραγματικότητα. Το βάρος του σαρκοβόρου τον είχε ρίξει στο πάτωμα και ο βρυχηθμός του αντηχούσε μέσα στο ίδιο το αίμα του. Και αυτός ο βρυχηθμός έμοιαζε να λέει «Μπορώ να κανονίσω κάποιον σαν κι εσένα όποτε θέλω.» Τα αιχμηρά νύχια και τα κοφτερά δόντια τον πλησίαζαν αργά αργά, αναδίνοντας μια αιμοδιψή αίσθηση, μια μυρωδιά άγριου ζώου. Το μέγεθός της ήταν μικρό, αλλά η πελώρια ψευδαίσθηση που στεκόταν από πάνω του ήταν…μια τίγρη.

«Α, αχά, αχά, σ-σωστά.» Χωρίς να το συνειδητοποιεί, ο Ρυουτζί έγνεψε με το κεφάλι και χτύπησε τα χέρια του. Γι’αυτό τη φωνάζουν Τίγρη Μινιατούρα! Αναρωτιέμαι ποιος της έδωσε αυτό το όνομα, αλλά –

« - Υπέροχο όνομα, έτσι;»

Και τόσο εντυπωσιακά ταιριαστό επίσης. Το κορίτσι κοίταξε τον Ρυουτζί, μουρμούρισε σιωπηλά «δράκος», και τον ξανακοίταξε περιφρονητικά.

Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Είτε από την πτώση είτε από την επίθεση της φανταστικής τίγρης, το σχολικό σακάκι του Ρυουτζί είχε ανοίξει. Κάτω από το σακάκι του φορούσε ένα μπλουζάκι με ένα δράκο που του είχε αγοράσει η Γιάσουκο. Ο Ρυουτζί δε συνήθιζε να φοράει ρούχα σαν κι αυτό για να μην προκαλεί παρεξηγήσεις, αλλά είχε τύχει όλα τα άλλα ρούχα του να είναι για πλύσιμο εκείνη τη μέρα και είχε φανταστεί ότι αφού θα φορούσε το σακάκι του από πάνω δε θα μπορούσε κανείς να δει τι φορούσε από μέσα.

Για κάποιο λόγο ο Ρυουτζί αισθάνθηκε ντροπή και κάλυψε γρήγορα το στήθος του, λες και ήταν κορίτσι που του επιτέθηκαν. Εκείνη τη στιγμή είδε κάποια να πλησιάζει με χοροπηδηχτά βήματα.

«Άργησες, Τάιγκα! Δεν ήσουν στην τελετή έναρξης, έτσι;»

«Με πήρε ο ύπνος. Πάντως, χαίρομαι που είμαι πάλι στην ίδια τάξη μαζί σου, Μινορίν!»

«Κι εγώ το ίδιο!»

Δεν ήταν άλλη από τη Μινόρι Κουσιέντα. Αποκάλεσε την Τίγρη Μινιατούρα κατευθείαν «Τάιγκα» και μέχρι που της χάιδεψε τα μαλλιά χαμογελώντας, ενώ και η Τίγρη την αποκαλούσε χαϊδευτικά «Μινορίν». Καθώς τις κοίταζε, ο Ρυουτζί ξανάρχισε να ακούει τους ψιθύρους γύρω του.

«Ώστε τον πρώτο γύρο τον κερδίζει η Αϊσάκα, η Τίγρη Μινιατούρα, ε;»

«Φαίνεται πως ο Τακάσου είναι τρομακτικός μόνο στην εμφάνιση, δεν είναι στ’αλήθεια κακοποιός!»

«Εε; Αλήθεια;»

«Βέβαια, γι’αυτό δεν μπόρεσε να νικήσει την Τίγρη Μινιατούρα. Αυτή είναι πραγματικά άγρια!»

Οι παρεξηγήσεις λύθηκαν πολύ πιο γρήγορα από όσο θα έλπιζε ποτέ ο Ρυουτζί, όμως…


* * *


Η Τίγρη Μινιατούρα είχε το εκπληκτικό όνομα Τάιγκα Αϊσάκα. Το ύψος της ήταν 145 εκ. Η Τάιγκα Αϊσάκα και η Μινόρι Κουσιέντα ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς καλές φιλενάδες. Σύμφωνα με τους διάφορους ψιθύρους που άκουσε ο Ρυουτζί, κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο πατέρας της ήταν φονιάς του υποκόσμου. Άλλες ιστορίες έλεγαν ότι ο πατέρας της ήταν πρωταθλητής του καράτε και έλεγχε τον υπόκοσμο στην Αμερική. Και άλλες πάλι έλεγαν ότι και η ίδια ήταν πρωταθλήτρια του καράτε αλλά είχε αποβληθεί από το ντότζο της επειδή είχε επιτεθεί στο δάσκαλό της.

Όταν είχε πρωτοέρθει στο σχολείο, πολλοί είχαν μαγευτεί από την ομορφιά της και ένα σωρό αγόρια έκαναν ουρά για να της εξομολογηθούν τον έρωτά τους. Φυσικά όλων τα όνειρα συντρίφτηκαν ανελέητα, και οι ίδιοι τρομοκρατήθηκαν, δαγκώθηκαν και κατακομματιάστηκαν…Αρκετοί από αυτούς δε συνήλθαν ποτέ μετά από τα προσβλητικά της λόγια. Όπου και να πήγαινε η Αϊσάκα, ο δρόμος της ήταν στρωμένος με τα αιματοβαμμένα πτώματα των αρσενικών συμμαθητών της.

Κυκλοφορούσαν πολλές κακές φήμες για την Τάιγκα Αϊσάκα. Ανεξάρτητα από το αν ήταν αλήθεια ή όχι, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι αυτή ήταν το πιο επικίνδυνο πλάσμα σε αυτό το σχολείο. Πέρασαν αρκετές μέρες μετά την τελετή έναρξης μέχρι να μάθει ο Ρυουτζί αυτά τα πράγματα.






Πίσω σε Εικόνες Μυθιστορήματος Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 2