Toradora! (Greek):Volume2 Chapter1
Τόμος 2
Κεφάλαιο 1
Ήταν η τελευταία μέρα της εβδομαδιαίας αργίας που είναι γνωστή ως Χρυσή Εβδομάδα.
«Δεν έχεις κάτι να κάνεις, έχεις;»
Η ώρα ήταν 1 το μεσημέρι.
«Σωστά; Έχεις ελεύθερο χρόνο, έτσι δεν είναι;»
Λες και ο ωραίος καιρός έξω ήταν οφθαλμαπάτη, το σπίτι των Τακάσου ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Κι αυτό γιατί σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο που έβλεπε νότια υψωνόταν η γειτονική δεκαώροφη πολυκατοικία, κι έτσι το φως του ήλιου δεν έφτανε ως εκεί.
Ωστόσο, το εσωτερικό ήταν μεθοδικά τακτοποιημένο, κάθε γωνιά ήταν πεντακάθαρη, και παρόλο που ήταν κάπως στενάχωρο, το μικρό σπιτάκι διατηρούνταν μια χαρά. Αυτός ο απίστευτα άνετος και βολικός χώρος υπήρχε μόνο χάρη στις ικανότητες ενός μοναχογιού που λεγόταν Ρυουτζί, και που εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το μεσημεριανό του στην κουζίνα με την πλάτη του γυρισμένη στο σαλόνι,
«Έι, μ’ακούς;»
Κανείς δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στην ερώτησή του, πόσο μάλλον να εκφράσει ευγνωμοσύνη για τους κόπους του. Σταματώντας για λίγο το πλύσιμο των πιάτων, ο Ρυουτζί στράφηκε και κοίταξε επίμονα την ανοιχτόχρωμη μάζα που ήταν απλωμένη στο πάτωμα. Η μάζα ήταν ξαπλωμένη ακατάστατα δίπλα στο τραπέζι, με το κεφάλι κάτω, το πηγούνι πάνω σε ένα διπλωμένο μαξιλάρι και αδειανό βλέμμα, και ήταν απασχολημένη να χώνει το δάχτυλό της στο κλουβί που ήταν δίπλα της.
Ένας κίτρινος παπαγάλος, ο Ίνκο-τσαν, πιπίλιζε λαίμαργα το δάχτυλο που προεξείχε από τα κάγκελα του κλουβιού του. Όλη του η γοητεία ήταν η ασχήμια του: το μισάνοιχτο ράμφος του είχε το χρώμα του τσιμέντου και η μικρή γλώσσα που μπαινόβγαινε από κει είχε μια απόχρωση χαλασμένου βοδινού. Τα μάτια του με το ξεθωριασμένο ασπράδι του έδιναν έκφραση ετοιμοθάνατου, και τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο από τη συνεχιζόμενη ενόχληση. Αν και δεν τον έβλεπε καλά από εκεί που βρισκόταν, ήταν φανερό στον ιδιοκτήτη του ότι η κατάστασή του γινόταν όλο και χειρότερη.
«...Τάιγκα. Σταμάτα. Θα τον τρελάνεις τον Ίνκο-τσαν.»
«...Χμ; Α ναι, δίκιο έχεις.»
Η μάζα, δηλαδή η Τάιγκα Αϊσάκα, εδέησε επιτέλους να γυρίσει και να τραβήξει το δάχτυλό της από το κλουβί. Ή τουλάχιστον, έτσι φάνηκε.
«Ε; Δεν μπορώ να το βγάλω.»
...Τι αδέξια. Ο Ρυουτζί μόνο να αναστενάξει μπορούσε καθώς την κοίταζε να γέρνει απορημένη το κεφάλι της.
«Τι κάθεσαι εκεί και αναστενάζεις; Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα. Νομίζω πως έχω κολλήσει στ’αλήθεια.»
Ανακαθίζοντας το μικρό της σώμα πάνω στο τατάμι, η Τάιγκα κράτησε το κλουβί με το ένα χέρι και προσπάθησε πάλι να τραβήξει το δάχτυλό της μουγκρίζοντας εκνευρισμένα. Ο Ίνκο-τσαν όμως δεν εννοούσε να την αφήσει, αντίθετα της έσφιγγε το δάχτυλο όλο και περισσότερο.
«Ουα...τι κάνει εκεί με τη γλώσσα του...»
Ακόμα και στο ημίφως, τα ανάκατα μακριά καστανά μαλλιά του νεαρού κοριτσιού έκαναν χτυπητή αντίθεση με τους γκρίζους τοίχους. Ένα μονοκόμματο φόρεμα με δαντέλες τύλιγε χαλαρά το λεπτό κορμί της, με ένα άσπρο σακάκι από πάνω. Η συνολική εικόνα ήταν γοητευτική—
«Έι, εσύ. Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Το δικό σου πουλί τα κάνει αυτά, κάνε λοιπόν κάτι, Α.Σ.»
«Α, Σ;»
«Ανόητο Σκυλί. Το είπα περιφραστικά, θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων γι’αυτό.»
Η ξαφνική και βίαιη λεκτική επίθεση τον είχε αφήσει άφωνο. Κι όμως, αν δεν ήταν η κοφτερή της γλώσσα, η Τάιγκα θα έμοιαζε με κινούμενη κούκλα.
Τα μάτια της έλαμπαν σαν αστέρια, τα χλωμά χείλια της ήταν σαν ροδοπέταλα, και το χαριτωμένο προσωπάκι ήταν επικίνδυνα γοητευτικό, σαν μια παγίδα κρυμμένη σε ένα δοχείο γάλα. Τι κρίμα που ήταν τελείως αδιόρθωτη.
«Αργκχ, τι εκνευριστικό, γκαχ!»
Με ένα δυνατό τρίξιμο, το κλουβί άρχισε να λυγίζει στα χέρια της—Στ’αλήθεια είχε γεννηθεί στον αστερισμό της άγριας και βίαιης τίγρης. Το παρατσούκλι της ήταν «Τίγρη Μινιατούρα»...Γιατί αν και μικρόσωμη, η αγριότητά της ήταν εφάμιλλη μιας τίγρης.
Εδώ που τα λέμε, όχι πως ο Ρυουτζί υστερούσε σε άγρια εμφάνιση. Τα μάτια του αγριοκοίταζαν τους πάντες ανάμεσα από τη φράντζα του που ακόμα μεγάλωνε. Είχε ένα απίστευτα άγριο βλέμμα, που δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή του προσωπικότητα. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατός, ανέδινε μια υπερβολικά τρομακτική αύρα, και έδινε την εντύπωση ενός νεαρού που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει τα νεύρα του με πολύ βίαιο τρόπο.
Ωστόσο,
«Μ, μ, μ, μην το σπάσεις! Μη! Πρόσεχε!»
Στην περίπτωση του Ρυουτζί, απλώς έμοιαζε επικίνδυνος. Σκουπίζοντας τα χέρια του, έτρεξε να προστατέψει την κατοικία του κατοικίδιού του από την τίγρη, και γονάτισε δίπλα στην Τάιγκα. Προσπάθησε να τραβήξει το κλουβί, αλλά,
«Ωχ-άου-άουτς!»
«Αχ, συγγνώμη.»
Ο Ρυουτζί πετάχτηκε προς τα πίσω καθώς η Τάιγκα ξεφώνισε, με το δάχτυλό της ακόμα παγιδευμένο. Η κραυγή της αναστάτωσε κι άλλο τον ήδη εκνευρισμένο Ίνκο, που ξαφνικά δάγκωσε δυνατά το δάχτυλο της Τάιγκα.
«Εεεεεεεεε~!’
Ίσως να ήταν λόγω του αιφνίδιου πόνου, πάντως μετά από αρκετές τσιρίδες η Τάιγκα κατάφερε επιτέλους να ξεκολλήσει το δάχτυλό της.
Μόλις το δάχτυλο ελευθερώθηκε, και οι δυο έπεσαν εξαντλημένοι πάνω στο τατάμι και έμειναν έτσι χωρίς να λένε τίποτα για αρκετά δευτερόλεπτα.
«...Αυτό πόνεσε...Αρκετά, εντάξει;»
Ανασηκώνοντας το κεφάλι της, η Τάιγκα κοίταξε προς τη μεριά του Ίνκο-τσαν με μάτια που, αν και λίγο υγρά από δάκρυα, έλαμπαν σαν λεπίδα σπαθιού. Ακόμα και ο Ίνκο-τσαν πρέπει να κατάλαβε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση.
«...Αουαουαουαουα.»
Ο Ίνκο-τσαν κοίταξε την Τάιγκα και άρχισε να τρέμει έντονα. Ίσως να ήταν από το άγχος, πάντως ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν από πάνω του μεγάλες τουλούπες από φτερά. Κατατρομαγμένος, ο Ρυουτζί έσφιξε το κλουβί στο στήθος του,
«Ουααα, ο Ίνκο-τσαν θα καραφλιάσει τελείως, έλα, συγκρατήσου, ηρέμησε σε παρακαλώ! Αν ασχημήνεις κι άλλο δεν ξέρω αν θα μπορούμε πια να μένουμε μαζί, με καταλαβαίνεις, έτσι; Πάμε να φύγουμε από δω, δεν ξέρω τι άλλο θα σου κάνει μετά η Τάιγκα!»
Την ίδια στιγμή, η Τάιγκα στάθηκε όρθια,
«Για περίμενε, τι εννοείς μ’αυτό; Λες και υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι στο πουλί.»
«Α ναι ε; Κι αυτή η γροθιά, για ποιον είναι;»
«Για να σε τιμωρήσω όπως σου πρέπει.»
Σφίγγοντας τη μικρή γροθιά της, τον στρίμωξε στον τοίχο.
«Τι έκανα εγώ;!»
«Το δάχτυλό μου! Με πονάει, ξέρεις!»
«Κι εγώ τι φταίω;!»
Καθώς κυνηγούσε τον Ρυουτζί, που έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο αγκαλιά με το κλουβί, ξαφνικά η Τάιγκα...
«Φουαα~!»
Έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο τατάμι. Μέσα από τη μισάνοιχτη συρόμενη πόρτα, μπορούσε να διακρίνει ένα λευκό μακρόστενο αντικείμενο που προεξείχε πάνω στο πάτωμα, και πάνω στο οποίο είχε σκοντάψει η Τάιγκα.
Και το λευκό αυτό πράγμα ήταν,
«...Τι δουλειά έχει αυτό εδώ;»
Με μάτια που έμοιαζαν σαν να ήταν εκτός εαυτού και έτοιμος να τραβήξει μαχαίρι ή κάτι τέτοιο, ο Ρυουτζί άφησε κάτω το κλουβί και κοίταξε το αντικείμενο που τελικά ήταν το γυμνό πόδι της μητέρας του. Παρεμπιπτόντως, ο Ρυουτζί δεν ήταν εξοργισμένος, απλά ξαφνιασμένος.
Με το ένα πόδι της έξω από το δωμάτιό της που χωριζόταν από το σαλόνι με ένα συρόμενο παραβάν, η κεφαλή της οικογένειας, η Γιάσουκο κοιμόταν βαθιά. Αφού είχε πιει τον άμπακο στη βάρδια της στο Μπισαμοντενγκόκου, το μοναδικό μπαρ της πόλης στο οποίο εργαζόταν, είχε επιστρέψει στο σπίτι στις 6 το πρωί.
«Αχ, μήπως την ξυπνήσαμε;»
Η Τάιγκα, μ’όλο τον εγωισμό, τη βιαιότητα και τη ματαιοδοξία της, έδειξε μια στοιχειώδη ευγένεια, ρωτώντας ευγενικά με σιγανή φωνή από το πάτωμα όπου είχε πέσει.
«Μπα, κοιμάται του καλού καιρού.»
Απάντησε ο Ρυουτζί χαμηλώνοντας κι αυτός τη φωνή του, και πιάνοντας το γυμνό πόδι που προεξείχε προσπάθησε να τη σπρώξει πίσω στο υπνοδωμάτιό της.
Κι έτσι,
«Μμ...Χμ, χουα~...»
Μια ναζιάρικη ένρινη φωνή πρώτα. Και μετά,
«...Ουααααα!»
«Έι, τι είναι, τι τρέχει;»
Η ιδιοκτήτρια του ποδιού ξαφνικά ξέσπασε σε κλάματα. Φορώντας ένα σορτσάκι γυμναστικής που φόραγε ο γιος της στο γυμνάσιο και ένα μπλουζάκι μέσα από το οποίο διακρινόταν καθαρά το μαύρο δαντελωτό σουτιέν της, άρχισε να χτυπιέται κλαίγοντας και να τρίβεται πάνω στη λευκή επιφάνεια του φουτόν της.
Κι αυτή η γυναίκα με την αξιοθρήνητα παιδιάστικη συμπεριφορά ήταν στην πραγματικότητα 33 χρονών, και επιπλέον διέθετε στήθος νούμερο F.
«Μου, μου μυρίζουν ομελέτες με τηγανητό ρύζι~! Ο Ρυου-τσαν και η Τάιγκα-τσαν τις έφαγαν όλες μόνοι τους την ώρα που κοιμόμουν! Ουααα~!»
«Μη γίνεσαι ανόητη, σου φύλαξα τη μερίδα σου. Την έχω τυλίξει και θα τη βάλω στο ψυγείο για την ώρα, και όταν ξυπνήσεις μπορείς να τη ζεστάνεις στο φούρνο μικροκυμάτων και να τη φας.»
«...Θα γράψεις πάνω στην ομελέτα ‘ΓΥΑΣΟΥΚΟ’ με κέτσαπ;»
«Δε γράφω τίποτα, έτσι κι αλλιώς θα χαλάσει όταν πάω να την τυλίξω πάλι. Και είναι ‘ΓΙΑΣΟΥΚΟ’.»
«...Ααχ...ακόμα νυστάζω, γι’αυτό μη με μαλώνεις σε παρακαλώ...»
Πέφτοντας μαλακά πάνω στο μαξιλάρι της, η ανύπαντρη μητέρα Γιάσουκο σύντομα ξαναβυθίστηκε στον ύπνο. Σαν νοικοκυρά ήταν τελείως άχρηστη, τουλάχιστον όμως κέρδιζε αρκετά για να ζουν αξιοπρεπώς. Ήταν καλόκαρδη και ευγενική σαν άνθρωπος, αλλά δεν είχε κουκούτσι μυαλό. Κάθε μέρα ο γιος της ο Ρυουτζί προσπαθούσε να τη βοηθήσει να λογικευτεί κάπως. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν η Γιάσουκο πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου,
«Ο μέσος όρος μου στα μαθηματικά ήταν 17~. Ο υπεύθυνος καθηγητής μου είχε μείνει κάγκελο όταν το είδε, και όλη μέρα καθόταν και με κοίταζε σαν χαζός~.»
...Αυτό του είχε πει.
Παρόλα αυτά. το σπιτικό των Τακάσου για την ώρα δεν είχε οικονομικά προβλήματα, το αντίθετο μάλιστα. Με τη Γιάσουκο σαν πηγή εισοδήματος και τον Ρυουτζί υπεύθυνο για τις δαπάνες του σπιτιού, το κατοικίδιο τον Ίνκο-τσαν, και τέλος,
«Άουτς...γρατζούνισα το πηγούνι μου. Σοβαρά τώρα, αυτό το σπίτι παραείναι στενάχωρο. Έι, Ρυουτζί, θα φτιάξεις σασίμι για βραδινό; Είναι τελείως άσχετο, αλλά το πέσιμο μόλις τώρα μου το έφερε στο μυαλό.»
«...Πραγματικά δεν έχει καμία σχέση...»
«Δεν κατάλαβα; Μου λες ότι δεν μπορώ να φάω σασίμι;»
Η τίγρη με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο αγριοκοίταξε τον Ρυουτζί με ορθάνοιχτα μάτια τρίβοντας το σαγόνι της. Αν και δεν έμεναν καν μαζί,
«...Έχει προσφορά στον τόνο μπροστά στο σταθμό στις 5, αν θυμάμαι καλά.»
«Ωραία, θέλω κι εγώ να πάω για ψώνια, γι’αυτό πέρνα να με πάρεις στις 5 παρά τέταρτο. Πάω σπίτι τώρα.»
«Ε; Φεύγεις;»
«Έχεις κανένα πρόβλημα;»
Κατά τη διάρκεια των διακοπών, περνούσαν όλη τη μέρα μαζί. Πήγαιναν μαζί για ψώνια. Και αν και φυσικά η Τάιγκα δεν έμενε εκεί όλη νύχτα, πολλές φορές έπαιρναν έναν υπνάκο δίπλα δίπλα μετά το βραδινό μέχρι αργά το βράδυ. Αυτή η συνεχής συμβίωση ήταν περισσότερο για λόγους ευκολίας. Ωστόσο ο Ρυουτζί συνέχιζε να φλυαρεί ασυνάρτητα απευθυνόμενος στην πλάτη της Τάιγκα μπροστά του.
«Γιατί να πας σπίτι; Έχεις τίποτα να κάνεις; Ακόμα είμαστε σε διακοπές, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει κάποιος λόγος να γυρίσεις, υπάρχει;»
Συνέχιζε να φλυαρεί προσπαθώντας να την κρατήσει λίγο περισσότερο. Παραμερίζοντας τα μαλλιά της σαν να την ενοχλούσαν, η Τάιγκα τον κοίταξε ψυχρά.
«Εσύ έχεις ελεύθερο χρόνο, όχι εγώ. Πρέπει να βάλω πλυντήριο τώρα, όσο ακόμα είναι καλός ο καιρός.»
«Πλυντήριο; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις ένα κουμπί, σωστά; Το πλυντήριο στο σπίτι σου είναι και στεγνωτήριο και το στέγνωμα γίνεται αυτόματα, οπότε γιατί να πρέπει να είσαι σπίτι;»
«Τσκ,» η Τάιγκα πλατάγισε ενοχλημένη τη γλώσσα της, με ύφος σαν να σκεφτόταν σοβαρά να εξοντώσει τον ενοχλητικό που δεν εννοούσε να την αφήσει στην ησυχία της.
«Αργκχ, τι εκνευριστικός! Τι προσπαθείς να μου πεις τελοσπάντων;! Αν θέλεις κάτι πες το επιτέλους και μη με πρήζεις!»
Με τα χίλια ζόρια, ο Ρυουτζί μουρμούρισε,
«...Θ, θα έρθεις μαζί μου στο οικογενειακό εστιατόριο...;»
«Πάλι τα ίδια;!»
Μέσα σε μια στιγμή, ο εκνευρισμός της Τάιγκα φούντωσε σαν πυρκαγιά. Ο Ρυουτζί όμως δεν το έβαλε κάτω,
«Τι σε πειράζει να κάνεις μόνο αυτό, μου λες;! Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω μόνος μου! Σήμερα ακόμα, είπες πως σου άρεσαν οι ομελέτες μου με ρύζι και σου έφτιαξα, έτσι δεν είναι; Κι ύστερα, τόσο καιρό δε σε βοηθάω με τα προβλήματά σου με τον Κιταμούρα; Γιατί δε με βοηθάς κι εσύ λίγο;! Τόσο τρομερό είναι πια;!»
«Άμα πια, σκάσε επιτέλους! Βούλωστο! Παράτα τα!»
«Τι να παρατήσω;»
Εκεί που καυγάδιζαν, ακούστηκε ένα «Ωχ, ωωχ» πίσω από το συρόμενο παραβάν –Η Γιάσουκο που δεν είχε συνέλθει ακόμα από το μεθύσι της, είχε αφήσει ένα βογγητό. Και οι δύο σώπασαν αμέσως.
«...Υποθέτω πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου.»
Η Τάιγκα τελικά υποχώρησε.
«Θα κεράσεις εσύ, κατάλαβες; Και να μου πάρεις ένα περιοδικό. Έχω βαρεθεί να μιλάω μαζί σου.»
Δήλωσε η Τάιγκα σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις, κάνοντας επίδειξη κακών τρόπων. Ωστόσο, ο Ρυουτζί περιορίστηκε να γνέψει αντρίκεια, χωρίς να πει ούτε μια λέξη για να παραπονεθεί. Αφού θα τον συνόδευε στο οικογενειακό εστιατόριο, ό,τι και να του ζήταγε λίγο θα ήταν. Γιατί σε εκείνο το οικογενειακό εστιατόριο ήταν—
«Ορίστε! Έτοιμη η παραγγελία σας!»
Το παρφέ γιαουρτιού ακούμπησε με θόρυβο μπροστά στην Τάιγκα.
«Μεταξύ μας, αυτό είναι ένα Τάιγκα σπέσιαλ, με έξτρα παγωτό βανίλια. Μην το πείτε πουθενά, και καλή όρεξη~»
«Είναι εντάξει αυτό, Μινορίν; Δε θα σου κάνουν παρατήρηση;»
«Κανένα πρόβλημα, κανένα πρόβλημα, μην ανησυχείς! Κι ύστερα, εσείς οι δυο έρχεστε εδώ σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές. Αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας! Κι εσύ, Τακάσου-κουν, δε θες τίποτα; Σου προτείνω το παρφέ πράσινου τσαγιού, ή αν δε σου αρέσουν τα γλυκά, μπορείς να πάρεις τηγανητές πατάτες ή κάτι ανάλογο. Θα σου προσφέρω σούπερ εξυπηρέτηση.»
«Α, όχι, εγώ...»
Αντιμέτωπος με αυτό το υπέροχο χαμόγελο, ο Ρυουτζί μπορούσε μόνο να γνέψει με το χέρι του, ανίκανος ακόμα και να σηκώσει τα μάτια του από τον καφέ του. Δε μπορούσε ούτε καν να ανοίξει τα μάτια του.
Το θέαμα παραήταν εκτυφλωτικό.
Η Μινόρι Κουσιέντα στεκόταν μπροστά του ντυμένη σερβιτόρα.
Τα μεταξένια μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά, και άφηναν ακάλυπτο το λεπτό λαμπερό λαιμό της. Η στολή της, ένα μονοκόμματο φόρεμα σε ανοιχτό πορτοκαλί με μια κατάλευκη ποδιά ήταν στ’αλήθεια πολύ χαριτωμένη. Αν και μικρό, το στήθος της τονιζόταν από την εφαρμοστή στολή, και το χαμόγελό της είχε τη γοητεία ενός ώριμου ροδάκινου.
Κοιτάζοντας προς τα κάτω για να κρύψει το κατακόκκινο πρόσωπό του, απέφευγε απελπισμένα να κοιτάξει τον ανεκπλήρωτο έρωτά του εδώ και ένα χρόνο στα μάτια. Ήθελε να κοιτάξει, αλλά δε μπορούσε, ή μάλλον το κεφάλι του αδυνατούσε να σηκωθεί. Τα αισθήματά του τον έκαναν δειλό.
«Το ξέρω πως δε σας αρέσει να το ακούτε αυτό, αλλά ακόμα επιμένετε πως δεν είστε μαζί παρόλο που οι δυο σας έρχεστε εδώ για τσάι σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές; Είστε ζευγάρι οι δυο σας, δεν είστε;»
Μόνο μια απάντηση μπορούσε να υπάρξει σ’αυτή την ερώτηση,
«Όχι, δεν είμαστε.»
Απάντησαν ταυτόχρονα γνέφοντας αρνητικά.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια.»
Δήθεν σοκαρισμένη, η Τάιγκα κοίταξε επίμονα την καλύτερή της φίλη στο πρόσωπο, που ήταν γεμάτο καλοσύνη χωρίς ίχνος κακίας.
«Μινορίν, κι εσύ δουλεύεις εδώ σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές, όμως αυτό δε σημαίνει πως βγαίνεις με τον υπεύθυνο του καταστήματος ή τον παππού στα μαγειρεία ή κάτι ανάλογο, ξέρεις. Και για μας είναι το ίδιο. Το ότι ερχόμαστε εδώ μαζί δε σημαίνει ότι είμαστε ζευγάρι ή τίποτα τέτοιο.»
«...Δεν έχει και πολύ λογική αυτό που είπες, έχει;»
«Ούτε κι αυτό που είπες εσύ έχει πολύ λογική, Μινορίν.»
Ήταν πια γενικά παραδεκτό ότι ‘ο Τακάσου και η Αϊσάκα δεν τα έχουν’, όμως ακόμα και τώρα, η Μινόρι σε κάθε ευκαιρία που τις δινόταν προσπαθούσε να επιβεβαιώσει τις υποψίες της δήθεν αστειευόμενη. Όμως για τον Ρυουτζί που ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, το αστείο παραήταν σκληρό.
«Εντάξει, εντάξει, για τους παππούδες το καταλαβαίνω.»
«Για ποιους παππούδες λες;»
«Πράγματι, δε θα μπορούσα να βγαίνω με κανέναν από τους υπεύθυνους στα καταστήματα. Ούτε μ’αυτόν στο μαγαζί σάμπου-σάμπου όπου δουλεύω κάθε δεύτερο βράδυ, ούτε μ’αυτόν στο μαγαζί καραόκε, ούτε μ’αυτόν στο παντοπωλείο όπου δουλεύω τα πρωινά. Οπότε με την ίδια λογική δε θα μπορούσες εσύ να βγαίνεις με τον Τακάσου. Αυτό δεν εννοείς; Τέλος πάντων, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.»
«...Αυτό τώρα είναι ημιαπασχόληση;»
Χωρίς να το καταλάβει, οι λέξεις βγήκαν μόνες τους από το στόμα του. Αν και δεν το είχε επιδιώξει, ο Ρυουτζί συγχάρηκε τον εαυτό του που κατάφερε να πει κάτι.
«Έχεις δίκιο, αλλά προσπαθώ να κάνω οικονομίες. Κι ύστερα, παρόλο που είμαστε σε διακοπές, έχουμε και τις δραστηριότητες της λέσχης. Ο αρχηγός λέει πως δεν είναι σωστό να τεμπελιάζουμε.»
Ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να σκεφτεί καμία απάντηση σε αυτό. Αντίθετα, η Τάιγκα ήταν αυτή που συνέχισε τη συζήτηση.
«Μα δουλεύεις πολύ σκληρά. Όλα αυτά τα χρήματα που κερδίζεις, τα χρειάζεσαι για κάτι συγκεκριμένο;»
«Εφόσον έχω χρόνο, έχω ανάγκη να δουλεύω. Είμαι εργασιομανής.»
«...Τ, τι είναι αυτό;»
«Σημαίνει ότι ξεκουράζομαι δουλεύοντας. Λοιπόν, τα λέμε αργότερα!»
Αφήνοντάς τους με αυτή την αινιγματική φράση, η σούπερ σερβιτόρα Μινόρι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Καθώς την κοιτούσαν να φεύγει,
«Πραγματικά αξιοθαύμαστη...Δεν είναι μόνο όμορφη, είναι και εργατική. Καμία σχέση με σένα.»
«...Τι;»
«Λοιπόν, για να δούμε, ξυπνάς το μεσημέρι, έρχεσαι σπίτι μου με μαλλί αφάνα και τσαλακωμένα ρούχα, καταβροχθίζεις το μεσημεριανό, κάθεσαι και τεμπελιάζεις βλέποντας τηλεόραση, καταβροχθίζεις το βραδινό, χουζουρεύεις δήθεν εξουθενωμένη μέχρι αργά τη νύχτα, και μετά πας σπίτι σου, αυτό δεν κάνεις; Με άλλα λόγια τίποτα παραγωγικό.»
Η Τάιγκα σήκωσε απότομα το κεφάλι της.
«Είμαστε σε διακοπές, τι πειράζει αυτό; Και δεν είσαι καλύτερος του λόγου σου. Κι έπειτα, δεν ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό; Εγώ κάνω τον κόπο να έρθω εδώ για χατήρι σου, έτσι δεν είναι; Αυτό θα έπρεπε να μετράει περισσότερο απ’όλα για σένα.»
Του επιτέθηκε με το κουτάλι του παρφέ της.
«Ουχ...μπήκε λίγο στο μάτι μου!»
«Παρόλο που είμαι σε διακοπές, δε σπαταλάω το χρόνο μου για σένα; Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Ε;»
Με πιο πολύ περιφρόνηση παρά θυμό στο βλέμμα της, η Τάιγκα είπε αλαζονικά,
«Αυτό και μόνο θα έπρεπε να σου αρκεί. Το ότι είμαι εδώ για να σε βοηθήσω να δεις αυτή που αγαπάς. Όμως, ξέρεις, για μένα δεν είναι το ίδιο. Κανείς δε με υποστηρίζει με τόση καλοσύνη στον έρωτά μου.»
«...Δεν αφήνεις τους γρίφους λέω εγώ; Δε φταίω εγώ που δε μπόρεσες να δεις τον Κιταμούρα. Στ’αλήθεια προσπάθησα να σε βοηθήσω, και το ξέρεις.»
«...»
«Μην αρχίζεις να με αγνοείς την ώρα που κουβεντιάζουμε!»
«Σκασμός!»
Αφού είπε αυτά που ήθελε, η Τάιγκα έκοψε απότομα την κουβέντα και κάρφωσε τα μάτια της στο γυναικείο περιοδικό που είχε πάρει από ένα βιβλιοπωλείο καθώς ερχόντουσαν. Αν και δε συμφωνούσε καθόλου μαζί της, κατάπιε τις αναπόφευκτες επικρίσεις της μαζί με τον καφέ του.
Παρεμπιπτόντως, στ’αλήθεια δεν έφταιγε αυτός. Θυμήθηκε τι είχε γίνει το απόγευμα της πρώτης μέρας των διακοπών.
Επειδή η Τάιγκα τον είχε πρήξει, είχε τηλεφωνήσει στον Κιταμούρα, τον καλύτερό του φίλο και επίσης το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου έρωτα της Τάιγκα. Γνωρίζοντας ότι ο Κιταμούρα θα είχε τουλάχιστον τρεις μέρες ελεύθερες από δραστηριότητες της λέσχης σόφτμπολ στην οποία και αυτός και η Μινόρι ήταν μέλη, η Τάιγκα έβαλε τον Ρυουτζί να τον ρωτήσει τι σχέδια είχε για εκείνες τις μέρες. Εννοείται πως η Τάιγκα δεν υπήρχε περίπτωση να βρει το κουράγιο να καλέσει η ίδια τον Κιταμούρα για να βγουν, και γι’αυτό είχε καταστρώσει ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο ο Ρυουτζί θα έβγαινε με τον Κιταμούρα και αυτή θα τους συναντούσε δήθεν τυχαία στο δρόμο.
Όμως, όταν ο Ρυουτζί έκανε το περιβόητο τηλεφώνημα με τη νευρική Τάιγκα δίπλα του, εισέπραξε μια μεγαλοπρεπέστατη άρνηση. «Άσε, φίλε, δε γίνεται τίποτα! Ήθελα τουλάχιστον μια μέρα να βγω να διασκεδάσω, αλλά με τις δουλειές στο σπίτι και με το μαθητικό συμβούλιο, είμαι τελείως πνιγμένος!»--- Όπως και να είχε, ο συγχρονισμός τους ήταν κακός. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει σε αυτή την περίπτωση.
«...Έτσι κι αλλιώς, και να τον έβλεπες δε θα κατάφερνες να του μιλήσεις.»
«...»
Σηκώνοντας τα μάτια της χωρίς να μιλήσει ή να αλλάξει έκφραση, μόνο τα χείλια της κινήθηκαν καθώς η Τάιγκα ψιθύρισε πολύ σιγά – Άντε. Στο. Διάβολο.
«...Τι μου λες...Εσύ θα με στείλεις εκεί;»
«Α, με άκουσες; Να χαρώ εγώ ακοή.»
Χαμογελώντας περιφρονητικά, η Τάιγκα έριξε ένα διαβολικό βλέμμα στον Ρυουτζί.
Καθώς την κοίταζε, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να μη σκεφτεί:
Για ποιο λόγο ακριβώς σπαταλούσε το χρόνο του συνωμοτώντας μαζί της αφού όλη την ώρα τον έβριζε και τον κορόιδευε;
«Αχ~»
-- Η μικρή κραυγή που άφησε η Τάιγκα διέκοψε τις σκέψεις του.
«Αααχ! Τι κάνεις εκεί, αδέξιο πλάσμα;»
Παρόλο που τα’χασε προς στιγμήν, ο Ρυουτζί σηκώθηκε αμέσως με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι και γονάτισε σαν υπηρέτης δίπλα στην Τάιγκα.
Λίγη σος βατόμουρου είχε πέσει από το στόμα της Τάιγκα και είχε στάξει πάνω στο φόρεμά της κοντά στο γόνατο. Έπρεπε να τη σκουπίσει γρήγορα πριν ποτίσει τη λευκή δαντέλα.
«Αχ, εγώ φταίω...Θα αφήσει λεκέ;»
«Μπα, εντάξει είναι. Αν το καθαρίσουμε καλά μόλις γυρίσουμε, θα είναι μια χαρά.»
Μουσκεύοντας το χαρτομάντιλο σε ένα ποτήρι νερό, έτριψε γρήγορα και νευρικά το φόρεμα της Τάιγκα ενώ αυτή βογγούσε αξιοθρήνητα. Στο κάτω κάτω, αυτό το φόρεμα πρέπει να ήταν τουλάχιστον είκοσι φορές ακριβότερο από τα δικά του ρούχα. Ακόμα και όταν δεν ήταν δικά του, δε μπορούσε να χειριστεί ακριβά πράγματα χωρίς να τα προσέχει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αν και τσακωνόταν μαζί της μέχρι πριν ένα λεπτό, αυτό δεν είχε καμία σημασία. Γιατί όποτε έβλεπε κάτι στραβό, έπρεπε οπωσδήποτε να το φτιάξει---Ναι, αυτό ήταν. Ακριβώς όπως τώρα.
Φαίνεται πως αυτός και η Τάιγκα ήταν πάντα έτσι. Καθώς συνέχιζε το επείγον καθάρισμα, ασυναίσθητα απόφευγε τη ματιά της.
Ο μόνος λόγος που οι δυο τους έκαναν παρέα ήταν ότι ο καθένας ήταν ερωτευμένος με τον καλύτερο φίλο του άλλου. Κατά τύχη το ανακάλυψαν αυτό, και έτσι δημιουργήθηκε αυτή η περίεργη συμμαχία.
Η Τάιγκα, που έμενε μόνη της, άρχισε ξαφνικά να βασίζεται στον Ρυουτζί για τις καθημερινές της ανάγκες, και ο Ρυουτζί που από τη φύση του αγαπούσε τις δουλειές του σπιτιού και την καθαριότητα, δεν αρνιόταν τις απαιτήσεις της. Αυτή η κατάσταση προχωρούσε όλο και περισσότερο, μέχρι που στο τέλος είχαν καταλήξει σ’αυτό τον περίπλοκο τρόπο ζωής, κλασικό παράδειγμα του οποίου ήταν αυτό το συμβάν.
Είναι τόσο αδέξια.
Το φοβερό κορίτσι που ήταν γνωστό σαν Τίγρη Μινιατούρα είχε και μια άλλη πλευρά που προκαλούσε έκπληξη: με απλά λόγια, ήταν το πιο ευάλωτο στους καθημερινούς κινδύνους πλάσμα που είχε συναντήσει ποτέ ο Ρυουτζί, κι έτσι είχε καταλήξει να φοβάται να πάρει τα μάτια του από πάνω της έστω και για ένα λεπτό. Όποτε την άφηνε να πάει κάπου μόνη της, ήταν σίγουρο ότι θα σκόνταφτε και θα έπεφτε αρκετές φορές την ημέρα. Αν ήταν πίσω του, κοιτούσε συνεχώς πάνω από τον ώμο του, αν πήγαινε να χρησιμοποιήσει φωτιά, της φώναζε να προσέχει. Αν δεν της μαγείρευε αυτός, ξεχνούσε ακόμα και να φάει, και τότε εξασθενούσε η φυσική της κατάσταση. Ήταν τόσο ανίκανη ώστε ένιωθε την ανάγκη να είναι μαζί της συνεχώς μην τυχόν και κάνει καμιά βλακεία.
Πέρα από αυτά, τι άλλο μπορούσε να πει;--Κατά τύχη είχε παραστεί στην απίστευτη αποτυχία της εξομολόγησής της. Για μεγάλη του έκπληξη, είχε ανακαλύψει επίσης ότι ήταν κλαψιάρα.
Η σχέση τους ήταν λίγο πολύ ομαλή, αλλά αν και ο Ρυουτζί και η Τάιγκα έτρωγαν μαζί, πήγαιναν σχολείο μαζί και μέχρι που ψώνιζαν μαζί, δεν υπήρχε κανένα αμοιβαίο αίσθημα στην παράξενη σχέση που είχαν αναπτύξει.
Αν τον ρωτούσε κάποιος γιατί ήταν μαζί της, ο μόνος λόγος που μπορούσε να σκεφτεί ο Ρυουτζί ήταν ότι αυτός ήταν δράκος και η Τάιγκα ήταν τίγρη---μαζί οι δυο τους συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, ή κάτι ανάλογο.
«Αχ!»
Για μια ακόμα φορά, μια σταγόνα σος βατόμουρου έκοψε τις σκέψεις του Ρυουτζί.
«...Πρόσεχε λιγάκι. Πώς τα κατάφερες να στάξει η σταγόνα στο ίδιο σημείο; Πάλι καλά που έπεσε πάνω στο δάχτυλό μου.»
«Ουφ, σκάσε επιτέλους, δεν το έκανα επίτηδες. Και στο κάτω κάτω, δε σου ζήτησα εγώ να το καθαρίσεις.»
«Τι βλακείες κάθεσαι και λες; Αν το άφηνα, υπήρχε περίπτωση να βγάλεις το λεκέ μόνη σου; Ούτε με σφαίρες, έτσι δεν είναι; Αν θες να ξέρεις, δεν το κάνω για σένα, το κάνω για το φόρεμα.»
«Μπα; Α, τώρα καταλαβαίνω. Ε, άμα σου αρέσει τόσο πολύ, να σου το δώσω. Μπορεί να θες να το φορέσεις κιόλας.»
Τέλος πάντων...όσο περνούσε η ώρα η Τάιγκα γινόταν όλο και πιο κακεντρεχής.
Ακόμα κι έτσι όμως, δεν άντεχε να αφήσει ένα τόσο ακριβό φόρεμα να λεκιαστεί, κι έτσι με ύφος εγκληματία που καταδικαζόταν σε ισόβια κάθειρξη (εντάξει, ήταν λίγο δυσαρεστημένος), την αγνόησε και βυθίστηκε αδίστακτα στις προσπάθειες καθαρισμού. Εκείνη τη στιγμή,
«Α.»
«Τι έκανες πάλι;!»
Ακούγοντας το επιφώνημα που άφησε ασυναίσθητα η Τάιγκα, ενστικτωδώς ο Ρυουτζί κοίταξε προς τα πάνω.
«Δεν είναι αυτό...Αυτό εδώ είναι πολύ όμορφο, θα το πάρω. Θα το πάρω οπωσδήποτε.»
Μουρμούρισε η Τάιγκα ανασηκώνοντας μια από τις σελίδες του περιοδικού της.
«Πάλι σπαταλάς τα λεφτά σου; Πόσα ακόμα φουστάνια με φρου φρου και δαντέλες που είναι σχεδόν ολόιδια σκοπεύεις να πάρεις; Λοιπόν, ποιο είναι αυτή τη φορά; Πόσο κάνει;»
«Για να σου πω, φτάνει, είσαι ενοχλητικός! Ποιος νομίζεις πως είσαι, η μάνα μου;»
«Είμαι αυτός που θα καταλήξει να τα τακτοποιεί, λοιπόν έχω το δικαίωμα να τα ελέγξω πρώτα.»
Ο Ρυουτζί σηκώθηκε πάνω και κάθησε δίπλα στη θυελλώδη Τάιγκα, ρίχνοντας μια ματιά στη σελίδα που κοιτούσε αυτή προηγουμένως. Μόλις πριν λίγες μέρες είχε φάει μια ολόκληρη μέρα προσπαθώντας να τακτοποιήσει τα πανάκριβα ρούχα που ξεχείλιζαν από την ντουλάπα της Τάιγκα, και ευτυχώς είχε καταφέρει να τα φυλάξει σωστά και οργανωμένα. Σίγουρα είχε το δικαίωμα να χαλιναγωγήσει τις ασυλλόγιστες σπατάλες της. Κι έτσι,
«...Α, αυτό εδώ; Αυτό εδώ είναι... Αναρωτιέμαι πώς...;»
Χωρίς να το σκεφτεί έγειρε το κεφάλι του. Στη σελίδα που ήταν αυτό που η Τάιγκα είχε πει πως θα αγοράσει οπωσδήποτε, το μοντέλο φορούσε ένα στενό τζιν που αναδείκνυε τα μακριά της πόδια σε μια χαριτωμένη πόζα. Δεν είχε ούτε φρου φρου ούτε δαντέλες, αλλά—
«...Για το καλό σου στο λέω αυτό... αν το φορούσες εσύ αυτό, θα ήταν σκέτη τραγωδία.»
Η Τάιγκα όπως και να το κάνουμε, ήταν μόλις 140 εκ. Θα έπρεπε να καταλαβαίνει και η ίδια ότι δεν είχε τέτοια μακριά πόδια, όμως,
«...Αυτό που θέλω είναι η τσάντα!»
«Α, α...αυτό εννοούσες;»
«Λοιπόν, συγγνώμη που έχω κοντά πόδια.»
Η φωνή της αντήχησε με μια οξύτητα που διέψευδε το ήρεμο ύφος της, και ο Ρυουτζί ενστικτωδώς έκανε πίσω, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει. Τα μάτια της Τάιγκα στένεψαν από θυμό και οι γωνίες του στόματός της ανασηκώθηκαν σαν να χαμογελούσε.
«Περίμενε λίγο, έλα, ηρέμησε...Είμαστε στη δουλειά της Κουσιέντα τώρα...Εμ, πρέπει να είμαστε καθωσπρέπει.»
«Δεν κατάλαβα;! Με δουλεύεις κι από πάνω;! Δε σκοπεύω να ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά από σένα! Αν κατάλαβες πως με πρόσβαλες, γιατί δε μου ζητάς συγγνώμη;!»
Η Τάιγκα ζάρωσε τη μύτη της εξοργισμένη – Κατά τα φαινόμενα, η προσπάθειά του να την ηρεμήσει είχε αποτύχει παταγωδώς. Κακό αυτό. Είχε θυμώσει στ’αλήθεια τώρα. Φυσικά, ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να της ζητήσει συγγνώμη και αμέσως μάλιστα, αλλά,
«Γκαχ...»
«Εντάξει, έχω κοντά πόδια! Όμως κανένας άλλος δεν έχει πρόβλημα μ’αυτό!»
Αρπάζοντάς τον από το σβέρκο, άρχισε να τον ταρακουνάει βίαια. Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη, για την ακρίβεια, δε μπορούσε καν να πάρει ανάσα. Χτυπιόταν και κλωτσούσε το τραπέζι απελπισμένα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φωνάξει «Παραδίνομαι!».
Και ξαφνικά, η λαβή της Τάιγκα χαλάρωσε. Ελεύθερος επιτέλους, ο Ρυουτζί κατέρρευσε στο κάθισμά του βήχοντας, προσπαθώντας να συνέλθει.
«Α, αν είναι δυνατόν...Τι ήθελες, να με σκοτώσεις;! Δε σε πιστεύω!»
«...Ουα, ουα, ουα...»
Αφηρημένη, με το στόμα μισάνοιχτο, η Τάιγκα ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της. Φαινόταν να έχει συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι παραήταν βίαιη. Ο Ρυουτζί έγνεψε με έμφαση,
«Μάλιστα, με κατατρόμαξες ξέρεις. Ευτυχώς που το κατάλαβες. Ελπίζω ότι αυτή η εμπειρία θα σε αποτρέψει από το να στραγγαλίζεις ανθρώπους στο μέλλον...»
Κοιτάζοντας έντονα τον Ρυουτζί, η Τάιγκα έδειξε τη σελίδα του περιοδικού που κοιτούσαν μέχρι πριν από λίγο, και είπε «Κοίτα, κοίτα!»
«...Θέλεις αυτή την τσάντα, εντάξει, το κατάλαβα!»
«Όχι αυτό! Αυτήν! Την κοπέλα!»
Στην άκρη του ροδαλού νυχιού της βρισκόταν μια όμορφη γυναίκα με τα πόδια της σταυρωμένα με χάρη – όχι, μάλλον ένα όμορφο χαμογελαστό κορίτσι. Με φόντο ένα μοντέρνο μαύρο σκηνικό, το κορίτσι ήταν κομψά ντυμένο με ένα μπλουζάκι με τιράντες που πρέπει να κόστιζε αρκετές εκατοντάδες δολάρια και ένα ακόμα ακριβότερο τζιν. Τα ελαφρά κατσαρωμένα μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της. Ασφαλώς ήταν ένα πολύ όμορφο μοντέλο, αλλά αφού ήταν μοντέλο ήταν αναμενόμενο να είναι όμορφη. Δε φαινόταν να υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο στη συγκεκριμένη σελίδα.
Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε, η Τάιγκα άρπαξε το κεφάλι του.
«Αουαουαου!»
Με μια κίνηση, το κεφάλι του περιστράφηκε σχεδόν 180 μοίρες ώστε να κοιτάξει πίσω του.
«...Ω.»
Ασυναίσθητα άφησε κι αυτός ένα επιφώνημα έκπληξης.
Μια σερβιτόρα οδηγούσε μια πελάτισσα που μόλις είχε φτάσει στη θέση της, όχι πολύ μακριά από εκεί που καθόταν ο Ρυουτζί με την Τάιγκα.
Δεν ήταν μόνο ο Ρυουτζί και η Τάιγκα που την κοιτούσαν. Σχεδόν όλοι οι πελάτες του σχετικά γεμάτου μαγαζιού της έριχναν φευγαλέες ματιές και σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους.
Το πρώτο πράγμα που χτυπούσε στο μάτι ήταν το λυγερό σαν ζαρκαδιού σώμα της. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, αλλά εξαιτίας του σχετικά μικρού κεφαλιού της, οι αναλογίες της ήταν τέλειες.
Τα μαλλιά της ήταν προσεχτικά χτενισμένα και έλαμπαν μεταξένια, όμως δεν ήταν υπερβολικά στυλιζαρισμένα, αντίθετα έπεφταν στους ώμους της με ένα ανάλαφρο στιλ.
Μεγάλα γυαλιά ηλίου σε στιλ Χόλιγουντ έκρυβαν το μικρό προσωπάκι, και περπατούσε με αψεγάδιαστη κομψότητα. Οι λεπτοκαμωμένοι αστράγαλοι με τα ψηλοτάκουνα σανδάλια ήταν σαν έργο τέχνης.
Αν και φορούσε απλώς ένα τζιν, τα ασυνήθιστα μακριά για Γιαπωνέζα πόδια της τόνιζαν τη θηλυκότητά της περισσότερο από οποιοδήποτε φόρεμα. Με μια τσάντα μάρκας να κρέμεται από τον ώμο της, και μια λαμπερή κατάλευκη επιδερμίδα, ήταν φανερό στον καθένα ότι δεν ήταν κάποια τυχαία.
Με μια λέξη, μια πραγματική καλλονή. Ασκούσε μια ακατανίκητη έλξη που δεν περνούσε απαρατήρητη από κανέναν. Με το που έβγαλε ήρεμα τα γυαλιά ηλίου της, ένα κύμα ψιθύρων σηκώθηκε στο μαγαζί.
«Ωωω...»
Ακόμα και ο Ρυουτζί αναστέναξε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της ασυναίσθητα. Σαν να είχε τραβηχτεί ξαφνικά ένα πέπλο ομίχλης από τα μάτια των θαμώνων, η εκτυφλωτική ομορφιά της αποκαλύφθηκε.
Φαινόταν απίστευτο πώς χωρούσαν δυο τόσο μεγάλα μάτια πάνω σ’αυτό το μικρό πρόσωπο. Η λεία επιδερμίδα ήταν γοητευτικά ροδαλή. Και η αντίθεση ανάμεσα στο ξένοιαστο ύφος της και το προσεγμένο και κομψό στιλ της τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή.
Έμοιαζε να είναι απόλυτα και μαγευτικά αγνή. Ήταν ευγενική, ήρεμη, γεμάτη χάρη. Ήταν σαν άγγελος που είχε καταδεχτεί να κατέβει σ’αυτό το οικογενειακό εστιατόριο για να χαρίσει λίγη από τη λάμψη της στα συγκεντρωμένα πλήθη. Σχεδόν μπορούσε να διακρίνει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.
Και αυτό το πανέμορφο πρόσωπο, ήταν φανερό πως...
«...Αυτή η κοπέλα, είναι...»
«...Ναι...»
Ήταν ακριβώς η ίδια κοπέλα, η καλλονή στη φωτογραφία που του έδειχνε η Τάιγκα.
«...Είναι μοντέλο...»
Ο Ρυουτζί αναστέναξε βαθιά. Ήταν η πρώτη φορά που του ερχόταν αυτόματα η σκέψη «Μοντέλο» βλέποντας κάποιον.
Αν και στο περιοδικό δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα, από κοντά ήταν πολύ χαριτωμένη.
«Αυτό το κορίτσι, το όνομά της είναι ‘Άμι Καβασίμα’. Μάλιστα ήταν και στο εξώφυλλο πριν από λίγους μήνες.»
Είπε η Τάιγκα σχεδόν με υπερηφάνεια, με ασυνήθιστο γι’αυτήν ενθουσιασμό.
«Σοβαρά, ε;...Χαα...Νο, νομίζω πως μόλις έγινα θαυμαστής της...Η Άμι Καβασίμα-σαν...Αναρωτιέμαι τι να ήρθε να κάνει άραγε σε ένα τέτοιο βαρετό μέρος...»
«Η μητέρα της, είναι η Άννα Καβασίμα, η ηθοποιός.»
«Ωω~...Δεν έπαιζε στην ταινία που είδαμε μόλις χτες βράδυ; [Ίζου Ένα Ωραίο Μέρος Για Φόνο ∙ Ο Πειρασμός των Θερμών Πηγών Καπαϊμπάρα ∙ Η Μεγάλη Ντετέκτιβ Δολοφονιών, Ρέικο Γιουζούκι- Μέρος 4]... Ώστε είναι η κόρη της Ρέικο Γιουζούκι...Τώρα που το λες, βλέπω την ομοιότητα μεταξύ τους. Κάτσε να τη βγάλω μια φωτογραφία με το κινητό.»
«Σταμάτα τις βλακείες, θα θυμώσω.»
«Α, αλήθεια;...Τέλος πάντων, ας ηρεμήσουμε λίγο. Μάλλον με παρέσυρε ο ενθουσιασμός.»
«Σα δεν ντρέπεσαι.»
«Έι, κι εσύ ενθουσιάστηκες.»
Καθισμένοι δίπλα δίπλα, πήραν μερικές βαθιές ανάσες.
«Τέλος πάντων...είδαμε κάτι ωραίο σήμερα, ε;»
«Είναι το μόνο πράγμα που θα θυμάμαι από αυτές τις διακοπές.»
Έγνεψαν συμφωνώντας ο ένας στον άλλον, και έπιασαν ταυτόχρονα τις κούπες τους, ο Ρυουτζί με καφέ και η Τάιγκα με τσάι με γάλα, και τις έφεραν στο στόμα τους για να πιουν.
«Γιουσάκου~! Θείε, θεία, έχει θέση εδώ~!»
«Ουχ!»
«Γκουαχ!»
Πνίγηκαν και οι δύο ταυτόχρονα με τα ποτά τους. Βήχοντας και φτύνοντας ταυτόχρονα, οι δυο τους κόντευαν να λιποθυμήσουν... Κι αυτό γιατί το πανέμορφο μοντέλο που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους φώναζε σε κάποιον που και οι δυο τους γνώριζαν καλά.
«Γ, γ, για... Γιατί;!»
«Κι~, Κιτα~, Κιταμού~, Κιταμούρα-κουν;! Δε μπορεί, γιατί;! Τι γίνεται εδώ πέρα;!»
Με τον Ρυουτζί να έχει αρπαχτεί από το τραπέζι τρέμοντας σαν φύλλο και την Τάιγκα να χτυπιέται σαν χταπόδι που χορεύει, χωρίς να το καταλάβουν είχαν πιαστεί χέρι χέρι.
Και εκείνη τη στιγμή τους είδαν,
«Χμμ; Για φαντάσου, ο Τακάσου και η Αϊσάκα, ποιος να το περίμενε! Τι σας έφερε εδώ; Πάντως από ότι βλέπω, οι δυο σας τα πάτε μια χαρά, έτσι;»
Ο Γιουσάκου Κιταμούρα που μόλις είχε μπει στο μαγαζί, τους έγνεψε με το συνηθισμένο ύφος του και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Από την αναστάτωση, το κοφτερό σαν μαχαίρι βλέμμα του Ρυουτζί έγινε ακόμα πιο οξύ, και η Τάιγκα είχε μείνει άναυδη, ανίκανη να ελέγξει τα συναισθήματα που την πλημμύριζαν. Εν τω μεταξύ, παντελώς ανίδεος για την κατάστασή τους,
«Νομίζω πως η Κουσιέντα δουλεύει περιστασιακά εδώ. Την είδατε καθόλου;»
Ο Κιταμούρα συνέχισε να φλυαρεί εύθυμα.
«Ναι, την είδαμε, αλλά...δεν είναι αυτό που νομίζεις!»
Με ύφος πολεμιστή μοναχού που υπερασπίζεται το βουνό Χιέι, ο Ρυουτζί πλησίασε τον καλοδιάθετο φίλο του.
«Κι εσύ, τι τρέχει εδώ πέρα; Τι παίζει με...;»
«Ε; Α ναι, σωστά. Είναι ευκαιρία να σας συστήσω. Αυτοί είναι οι γονείς μου. Τη μητέρα μου πρέπει να την έχεις ξαναδεί στις συγκεντρώσεις γονέων και κηδεμόνων, Τακάσου.»
Αν και ήταν αγένεια να διακόψει τους γονείς του Κιταμούρα την ώρα που υποκλίνονταν ευγενικά και έλεγαν τις συνηθισμένες τυπικότητες,
«Κάνεις λάθος! Δεν εννοούσα αυτό!»
Δε μπόρεσε να μη γνέψει αρνητικά με έμφαση.
«Δεν εννοούσα αυτούς, αλλά, εμ, αυτήν εκεί!»
Μην έχοντας ιδιαίτερα εκφραστικό πρόσωπο, ο Ρυουτζί προσπάθησε να εκφράσει την αναστάτωσή του χειρονομώντας σαν τρελός. Ωστόσο,
«Τι τρέχει; Γιουσάκου;»
«Τίποτα, απλώς έκανα τις συστάσεις.»
--- Τα πράγματα μόλις πήραν μια τροπή προς το χειρότερο.
Η αιτία της αναστάτωσης του Ρυουτζί και της Τάιγκα ερχόταν αυτοπροσώπως προς το μέρος τους. Ήταν σχεδόν σαν να ήταν τριγυρισμένη από λαμπερές σπίθες, τόση ήταν η γοητεία της.
«Αυτή εδώ είναι η Άμι Καβασίμα. Αν και δεν της φαίνεται, έμενε εδώ κάποτε. Προτού μετακομίσει, ήταν γειτόνισσά μου. Υποθέτω πως θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι παιδική μου φίλη.»
«Τι εννοείς ‘δεν της φαίνεται’;»
Χαμογελώντας πάντα, η Άμι σούφρωσε παιχνιδιάρικα τα χείλη της και έκανε μια δήθεν θυμωμένη γκριμάτσα στον Κιταμούρα, λες και ήταν ένα οποιοδήποτε κορίτσι. Όλα αυτά γίνονταν μπροστά στα μάτια του Ρυουτζί, σε τρισδιάστατο χώρο και πραγματικό χρόνο.
Ήταν μια εντελώς απίθανη κατάσταση...κι όμως ο Κιταμούρα φαινόταν απόλυτα ήρεμος.
«Σχήμα λόγου ήταν. Τέλος πάντων, αυτοί εδώ είναι οι καλοί μου φίλοι, ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα.»
Έτσι όπως ήταν καθισμένοι δίπλα δίπλα, ο Κιταμούρα σύστησε το παράξενο αυτό ζευγάρι στον άγγελο. Ο άγγελος, δηλαδή η Άμι Καβασίμα, τους χαιρέτησε χαμογελώντας όλο χάρη,
«Τι κάνετε; Είμαι η Άμι, και χάρηκα πολύ που σας γνώρισα!»
Άπλωσε και τα δύο χέρια της ανοιχτόκαρδα.
Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να σηκώσει τα μάτια του από τα υπέροχα χέρια της... Καθόταν εκεί άκαμπτος σαν ξύλο και τα κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, μην καταλαβαίνοντας τι ήθελε να κάνει. Και τότε,
«Ελάτε, ας δώσουμε τα χέρια. Οι φίλοι του Γιουσάκου είναι και δικοί μου φίλοι.»
--- Το χέρι του σχεδόν έλιωσε. Οι παλάμες του άρχισαν να ιδρώνουν,
«...Α, αχ, α.»
Γιατί η Άμι Καβασίμα είχε πάρει ευγενικά το χέρι του Ρυουτζί που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και το κρατούσε ανάμεσα στα δικά της. Τα χέρια της ήταν ευχάριστα δροσερά, ιδιαίτερα στο σημείο όπου τον άγγιζε το δαχτυλίδι της...
«Ε, εχμ, μη μου πείτε πως αυτό είναι...;»
Αφήνοντας βιαστικά το χέρι του άναυδου Ρυουτζί, τα λεπτά δάχτυλά της έδειχναν τώρα το περιοδικό της Τάιγκα που ήταν ακόμα ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι. Και τότε,
«Αααχ!»
Μια υπέροχα γλυκιά κραυγή. Αμήχανη, η Άμι πήρε το περιοδικό και το έσφιξε πάνω της, και ανασήκωσε τους ώμους της σαν να ντρεπόταν. Ακόμα και όταν έσφιγγε στην αγκαλιά της το περιοδικό για να το κρύψει με το μικρό προσωπάκι της χαμηλωμένο, τα λαμπερά μάτια της κοίταξαν φευγαλέα προς τα πάνω και άρχισε να λέει ασυνάρτητα,
«Δε μπορεί...! Τι σύμπτωση...Γιατί;! Μη μου πείτε...αχ, δε μπορεί, το καταλάβατε κιόλας; Ότι εγώ...είμαι...Θέλω να πω, ότι εμφανίζομαι σε...ότι κάνω αυτή τη δουλειά...»
Φαινόταν πραγματικά να τρέμει από αναστάτωση--- και συνέχισε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα. ‘Μα τι λέει;’ σκέφτηκε ο Ρυουτζί, λίγο έκπληκτος.
Ήταν προφανές ότι με το που την έβλεπε κανείς, το πρώτο που θα σκεφτόταν θα ήταν ‘μοντέλο’ ή ‘διασημότητα’, ακόμα και χωρίς να την έχει δει σε κάποιο περιοδικό. Δεν καταλάβαινε γιατί έκανε σαν να ήθελε να το κρατήσει μυστικό. Ήταν ποτέ δυνατόν η Άμι να μην είχε συνειδητοποιήσει πόσο απίστευτα όμορφη ήταν;
Με τα χίλια ζόρια, προσπάθησε να αρθρώσει μια απάντηση που εξέφραζε αυτά που σκεφτόταν.
«Λοιπόν...όταν σε κοιτάζω...η εντύπωση που δίνεις...είναι ενός μοντέλου, γι’αυτό...»
«Εε; Ψέματα λες!»
Αρνούμενη κατηγορηματικά να τον πιστέψει, η Άμι ύψωσε τη φωνή της και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, με μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη.
«Δεν είμαι καθόλου έτσι εγώ! Δεν φοράω καν μέικ-απ και έβαλα ό,τι ρούχο βρέθηκε μπροστά μου...Τι από την άθλια εμφάνισή μου μπορεί να θυμίζει μοντέλο;»
Με άλλα λόγια, αυτός ο άγγελος δεν είχε καθόλου συνείδηση του πώς ήταν. Ήταν τόσο αθώα, ή μάλλον αγνή ήταν η πιο κατάλληλη λέξη.
«Κοίτα, τα μαλλιά μου είναι ένα χάλι γιατί δεν τα βούρτσισα όταν σηκώθηκα και ήρθα έτσι όπως ήμουν, βλέπεις; Αναρωτιέμαι γιατί...Είναι πολύ περίεργο...Δεν καταλαβαίνω καθόλου...»
Κοιτάζοντας το αναστατωμένο πρόσωπό της, ο Ρυουτζί άρχισε να καταλαβαίνει τι γινόταν. Επειδή ήταν ένα κορίτσι που ήταν από τη φύση του πανέμορφο, δεν είχε καταλάβει πόσο ασυνήθιστα όμορφη ήταν. Αυτό ήταν, σίγουρα. Ωστόσο, αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν τόσο αγνή. Και η αγνότητά της αυτή την έκανε ακόμα πιο όμορφη--- Καθώς είχε αφαιρεθεί κάνοντας αυτές τις σκέψεις,
«Α!»
Η Άμι ξαφνικά έδειξε με το δάχτυλό της τη μύτη του Ρυουτζί.
«Τώρα μόλις, σκεφτόσουν ‘Αυτή είναι εκ φύσεως ελαφρόμυαλη’ , έτσι δεν είναι;»
«Ε...;»
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοκκαλωμένου Ρυουτζί, η Άμι φούσκωσε τα μάγουλά της δήθεν θυμωμένη και τον κοίταξε πειραχτικά. Πράγματι του είχε περάσει η λέξη ‘φυσική’ από το μυαλό, αλλά όχι με το νόημα που της έδινε αυτή...Τέλος πάντων, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί και να ήταν αλήθεια.
«Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι; Αυτό δε σκέφτηκες;»
Τα μάτια της Άμι τρεμόπαιζαν με μια υποψία χαμόγελου, και παρασυρμένος από αυτή την κίνησή της, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει έγνεψε καταφατικά.
«Το ήξερα!»
Φωνάζοντας ‘Ααχ’ χαριτωμένα, η Άμι σούφρωσε τα χείλη της σε μια υποτιθέμενη γκριμάτσα.
«Αχ, όλοι έτσι με φωνάζουν. ‘Αυτή η Άμι έχει τα μυαλά πάνω απ’το κεφάλι της, ε;’ , έτσι λένε. Αναρωτιέμαι γιατί το λένε αυτό, γιατί αν και δεν είμαι καθόλου έτσι, όλοι αυτό λένε για μένα...Νομίζω πως ακόμα και ο Γιουσάκου σκέφτεται έτσι για μένα. Και με αηδιασμένο ύφος, είμαι σίγουρη.»
«Αυτό δεν είναι καθόλου αλήθεια.»
Αποφεύγοντας να θίξει το θέμα, ο Κιταμούρα χαμογέλασε κάπως πικρά και ανασήκωσε τους ώμους του. Αμέσως μετά, καταλαβαίνοντας πως είχαν καθυστερήσει αρκετά, σκούντησε ευγενικά την Άμι στην πλάτη, «Λοιπόν, πάμε πίσω στη θέση μας. Καθυστερούμε τον πατέρα και τους άλλους, που θέλουν να παραγγείλουν.»
«Αχ, ναι, σωστά! Δεν κάνει να αφήνουμε το θείο και τους άλλους να περιμένουν, έτσι δεν είναι;»
Ο Κιταμούρα σήκωσε το χέρι απολογητικά προς τον Ρυουτζί και την Τάιγκα.
«Τακάσου, Αϊσάκα, θα καθήσετε λίγο ακόμα, σωστά; Εμείς απλώς θα τσιμπήσουμε κάτι με τον πατέρα μου και τους άλλους πριν πάμε σπίτι, γι’αυτό ας καθήσουμε να κουβεντιάσουμε λιγάκι ακόμα πιο μετά.»
«Α, βέβαια.»
«Λοιπόν, τα λέμε αργότερα!»
Η σιλουέτα της Άμι που τους έγνεψε με το χέρι της προτού κάνει μεταβολή ήταν απίστευτα όμορφη---Σαν ένα μεγάλο και πανίσχυρο κύμα. Κι όμως, ακριβώς όπως το κύμα, φαινόταν σαν να μπορούσε να συνεχίζει ακριβώς όπως ήταν.
Κοιτάζοντας τον καλύτερό του φίλο και την Άμι να φεύγουν, ο Ρυουτζί έγειρε εξαντλημένος στο κάθισμά του. Τους ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι που κάθησαν στη θέση τους,
«Αχ...»
Σε έκσταση ακόμα, αναστέναξε για χιλιοστή φορά.
Παρόλο που είναι τόσο όμορφη και που η μητέρα της είναι διάσημη ηθοποιός, είναι τόσο αγνή και απροσποίητη. Εντελώς άσπιλη, τόσο που δε θεωρεί καν τον εαυτό της όμορφο. Μπορεί να είναι λιγάκι ελαφρόμυαλη, αλλά ακόμα κι αυτό είναι μάλλον χαριτωμένο. Να υπάρχει ένα τέτοιο κορίτσι σ’αυτό τον κόσμο...ήταν απλά τέλεια.
Πόση διαφορά από την ατσούμπαλη Τάιγκα, που ήταν βέβαια γλυκιά αλλά είχε τόσο κακό χαρακτήρα που σου προκαλούσε κατάθλιψη. Ήταν χάσιμο χρόνου ακόμα και να προσπαθήσει κανείς να συγκρίνει αυτές τις δύο.
«...Έι, αυτή η Άμι Καβασίμα, παρόλο που είναι διάσημη, μοιάζει να είναι πολύ καλό κορίτσι. Αν και έχει τόσο ωραίο πρόσωπο, είναι τόσο φιλική... Ξέρεις, δε θα πείραζε να προσπαθήσεις να πάρεις μαθήματα απ’αυτήν. Αφού αυτή και ο Κιταμούρα είναι παιδικοί φίλοι...Δε νομίζεις, Τά...»
«...»
«...Τάι, γκα;»
Ξεροκαταπίνοντας, ο Ρυουτζί βιάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά της. Αστραπιαία, άφησε όσο πιο ήσυχα μπορούσε τη θέση του και μετακινήθηκε στο κάθισμα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Τώρα μόνο συνειδητοποιούσε την απροσεξία του, αλλά ακριβώς δίπλα του, καθόταν μια τίγρη που γρύλλιζε σιγανά. Προς στιγμήν είχε νομίσει πως η παρουσία της είχε γίνει λιγότερο αισθητή, αλλά---δεν ήταν αυτό, ήταν μάλλον η τακτική του σαρκοβόρου που κρύβεται καθώς παραφυλάει το θήραμά του.
Αν και μέχρι πρότινος δεν είχε κάνει καθόλου αισθητή την παρουσία της, τώρα ήταν λες και ένας ανεμοστρόβιλος δολοφονικών προθέσεων αναδινόταν από το σώμα της Τάιγκα και την περιέβαλλε. Το μικρό χαριτωμένο πρόσωπο ήταν σαν μάσκα Νο, και δάγκωνε τα σουφρωμένα χείλη της σαν άγριο ζώο που ξεσκίζει σάρκες. Μια θηριώδης, διαπεραστική λάμψη έλαμπε στα μεγάλα μάτια της που σκιάζονταν από τις μακριές της βλεφαρίδες, καθώς κοιτούσε την πλάτη της Άμι που έφευγε. Το μικρό σώμα παρέμενε καθισμένο αλλά το πηγούνι της είχε ανασηκωθεί περήφανα καθώς η Τάιγκα καθόταν με εξαιρετικά δυσαρεστημένο ύφος.
Ο Ρυουτζί άφησε κατά μέρος της συγκρίσεις μεταξύ τους, αλλά δε μπόρεσε να μην της πει,
«...Εσύ...Πως να το πω, αναρωτιέμαι γιατί κάνεις έτσι. Εντάξει, ένα όμορφο κορίτσι που τα πάει καλά με τον Κιταμούρα εμφανίστηκε στα καλά καθούμενα, αλλά δε θα έπρεπε να είσαι τόσο φανερά εκνευρισμένη. Δεν ήσουν κι εσύ ενθουσιασμένη μαζί της μέχρι πριν από λίγο;»
«...Κάνεις λάθος.»
Γλείφοντας τα χείλη της, ψιθύρισε χαμηλόφωνα με δυσοίωνο ύφος.
«Δεν είναι τόσο απλό. Είναι μάλλον...»
Όμως η Τάιγκα έκοψε τη φράση της στη μέση και τίναξε τη φράντζα της προς τα πάνω. «Φιουου,» με ένα μικρό αναστεναγμό, ο Ρυουτζί μπορούσε σχεδόν να νιώσει την παρουσία της τίγρης να απομακρύνεται.
«...Τέλος πάντων, δε βαριέσαι.»
Τα μάτια της που έλαμπαν με ένταση γύρισαν σε ένα σκληρό χαμόγελο καθώς κοιτούσε τον Ρυουτζί.
«Δεν είσαι τόσο ανόητος ώστε να θέλεις στ’αλήθεια να την πλησιάσεις, ε; Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι εσύ δε μπορεί να είσαι τόσο χαζός.»
«...Για ποιο πράγμα μιλάς;»
«Λοιπόν, ίσως να έχω μια διαίσθηση γι’αυτά τα πράγματα. Θα σου δώσω μόνο ένα στοιχείο για την ώρα---Το είδος των ανθρώπων που αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘εκ φύσεως ελαφρόμυαλους’, δεν υπάρχει περίπτωση να είναι ειλικρινείς.»
«...Είναι όντως έτσι;»
«Είσαι ελεύθερος να πιστέψεις ό,τι θέλεις.»
«Φιου,» σουφρώνοντας τα ρόδινα χείλια της με θριαμβευτική κακεντρέχεια, η Τάιγκα σταμάτησε να κοιτάζει την Άμι. Αν και ήταν κατσουφιασμένη εδώ και αρκετή ώρα, ο Ρυουτζί καταλάβαινε πως δεν του ζητούσε να την πάει σπίτι γιατί ήλπιζε ακόμα να κουβεντιάσει με τον Κιταμούρα, έστω και για λίγο.
Καθώς η Τάιγκα εξακολουθούσε να διαβάζει το περιοδικό της με ανεξιχνίαστο ύφος, ο Ρυουτζί ξεφύλλιζε αφηρημένα το βιβλιαράκι του πάνω στα ορεκτικά για μεσημεριανό---Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα.
«Έι. Οι γονείς μου μόλις έφυγαν για το σπίτι.»
Ντυμένος μοντέρνα με ένα συνολάκι από ρούχα Uniqlo, ο Κιταμούρα προχώρησε προς το μέρος τους ακολουθούμενος από ένα εκπληκτικά όμορφο μοντέλο. Όλοι οι άλλοι θαμώνες έριχναν βλέμματα θαυμασμού στην Άμι καθώς προχωρούσε μέσα στο μαγαζί.
«Συγγνώμη για την καθυστέρηση!»
Ένα βήμα πίσω από τον Κιταμούρα, η Άμι χαμογέλασε αγγελικά και έγνεψε στον Ρυουτζί. Γοητευμένος, ανταπέδωσε ενστικτωδώς το νεύμα της.
«...Κέφια έχουμε βλέπω...Σαν σκύλος που κουνάει την ουρά του ένα πράγμα...»
Τα ψυχρά λόγια της Τάιγκα τον έκαναν να νιώσει περίεργα αμήχανος για το τι εντύπωση μπορεί να έδινε, και κατέβασε το χέρι του.
Όπως ήταν φυσικό, ακόμα και χωρίς κανείς να πει ‘η Καβασίμα-σαν θα καθήσει εδώ και ο Κιταμούρα θα καθήσει εκεί’ κατέληξαν να καθήσουν τα αγόρια απέναντι από τα κορίτσια.
Καθισμένος δίπλα στον Ρυουτζί, ο Κιταμούρα ρώτησε την Άμι κοιτάζοντας τον ανοιχτό κατάλογο.
«Άμι, έχεις ακόμα λίγο χρόνο, σωστά; Θα ήθελες να πάρεις κάτι;»
«Όχι ευχαριστώ, έχω σκάσει από το φαΐ προηγουμένως, οπότε είμαι εντάξει...Μήπως θέλετε κάτι εσείς;»
Ο Ρυουτζί τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα καθώς υποχρεώθηκε ξαφνικά να μπει στη συζήτηση. Η Τάιγκα κρατούσε το κεφάλι της χαμηλωμένο και κοιτούσε επίμονα τα γόνατά της, εντελώς ακίνητη και κατά τα φαινόμενα ανίκανη έστω και να κοιτάξει προς το μέρος του καθημερινά ντυμένου Κιταμούρα.
«Εμ, λοιπόν, εμείς... Τι νομίζεις; Τι λες εσύ, Τάιγκα;»
Η Τάιγκα κούνησε το πάντα χαμηλωμένο κεφάλι της μπρος πίσω---Η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Χμμ, τι θα ήταν καλό για τη συνέχεια; Για τι πράγμα θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε;
Ο Ρυουτζί κοίταξε όλο προσδοκία τον Κιταμούρα, τον μόνο που γνώριζε όλους τους παρόντες, περιμένοντας από αυτόν να πει κάτι και να αναθερμάνει τη συζήτηση. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά της ζωής του που θα καθόταν μαζί με ένα μοντέλο. Ήθελε να έχει ωραίες αναμνήσεις από αυτές τις στιγμές, γι’αυτό ήλπιζε ειλικρινά να δώσει ο Κιταμούρα μια διασκεδαστική τροπή σε αυτή τη συνάντηση.
Τότε όμως,
«Ααχ, αυτές οι οικογενειακές έξοδοι είναι πολύ εξαντλητικές. Συγγνώμη, αλλά θα πάω για λίγο στην τουαλέτα.»
Τελείως ανυποψίαστος για την όλη κατάσταση, ο πάντα χαλαρός Κιταμούρα σηκώθηκε από τη θέση του.
«Έι, περίμ...»
Ο Ρυουτζί σήκωσε βιαστικά το χέρι του, αλλά βέβαια δε μπορούσε να πει κάτι του τύπου, ‘Μη μ’αφήνεις μόνο μου εδώ’.
Κοίταξε την Τάιγκα. Εξακολουθούσε να είναι ακίνητη και με χαμηλωμένο το κεφάλι.
Κοίταξε την Άμι. Είχε ένα ελαφρά ερωτηματικό χαμόγελο στα χείλη της---Έγερνε το κεφάλι της με περιέργεια παρακολουθώντας τον Ρυουτζί, σαν να τη συνάρπαζε η περίεργη συμπεριφορά του.
Μου είναι αδύνατο. Ό,τι και να έκανε, απλά δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να χειριστεί αυτή την κατάσταση μόνος του. Ξύνοντας το κεφάλι του με δήθεν άνετο ύφος,
«Α, ξέρεις, νομίζω πως κι εγώ θέλω να πάω...Εμμ, προς τα πού είναι...;»
Προχωρώντας λίγο πίσω από τον Κιταμούρα, δημιουργήθηκε ο σχηματισμός ‘αφήνοντας ταυτόχρονα τις θέσεις τους’, ή μάλλον ο σχηματισμός ‘συνοδεύοντας ο ένας τον άλλο’.
Ασφαλώς, αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να αφήσει την Τίγρη Μινιατούρα και εκείνο το κορίτσι μαζί σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, αλλά...υπέκυψε δειλά στην ίδια του τη νευρικότητα. Ήταν κακός ομιλητής ακόμα και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, αλλά τώρα είχε κορίτσια για συντροφιά, μεταξύ των οποίων και ένα πανέμορφο μοντέλο. Δε μπορούσε να βασιστεί στην Τάιγκα σε μια τέτοια κατάσταση, έτσι αν ο Κιταμούρα τον άφηνε ολομόναχο μαζί τους, ο Ρυουτζί δε διέθετε ίχνος αυτοπεποίθησης για να χειριστεί την κατάσταση.
Αδυνατώντας ακόμα και να κοιτάξει πίσω του καθώς έφευγε, ο Ρυουτζί ακολούθησε τον Κιταμούρα που κατευθυνόταν προς την τουαλέτα των ανδρών. Ντρεπόταν υπερβολικά για τον εαυτό του, αλλά δε μπορούσε να κάνει κάτι γι’αυτό. Τουλάχιστον ήταν ευκαιρία να κάνει την ανάγκη του.
Όμως ο Κιταμούρα στράφηκε ξαφνικά μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.
«...Μάλιστα. Εδώ είμαστε.»
«Τ, τι;»
«Σε μια τέτοια κατάσταση, ήμουν σίγουρος πως θα ερχόσουν μαζί μου.»
Ψιθύρισε ανασηκώνοντας τα γυαλιά του. Έγνεψε διακριτικά στον Ρυουτζί, του οποίου τα μάτια άστραφταν από έκπληξη, κάνοντάς του νόημα να κρυφτεί πίσω από έναν αυτόματο πωλητή τσιγάρων,
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά.»
Τα μεγάλα στρογγυλά μάτια του κοιτούσαν κατευθείαν μπροστά. Μια στιγμή μετά, είπε πολύ καθαρά,
«Ποια είναι η γνώμη σου για την Άμι;»
Ρώτησε.
«...εμ, και η τουαλέτα;»
«Δεν ήθελα.»
Τέτοιο σοβαρό ύφος που είχε, φαινόταν πραγματικά ότι ο Κιταμούρα είχε κάνει όλη αυτή τη σκηνή για να συζητήσει με τον Ρυουτζί. Αν και ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε το σκοπό της ερώτησης, κατά κάποιο τρόπο ένιωθε υποχρεωμένος να απαντήσει. Δεν είχε εξάλλου και κανένα λόγο να μην απαντήσει.
«...Λοιπόν, τι να σου πω...Εσύ, εμφανίστηκες ξαφνικά με ένα τόσο ωραίο κορίτσι. Τέτοιο άγχος που έχω, δε μπορώ να σκεφτώ καθαρά.»
«Ναι, είναι όμορφη. Το πρόσεξα κι εγώ αυτό.»
«Μμ, δεν είναι μόνο ότι είναι όμορφη ξέρεις. Είναι πραγματικά υπέροχο κορίτσι. Πώς να το πω...Αγνή...ίσως υπερβολικά αγνή, τόσο ώστε να σε κάνει να ανησυχείς...»
«...Χμμ...»
Ζαρώνοντας το μέτωπό του, ο Κιταμούρα ανασήκωσε τα γυαλιά του και έτριψε τα κουρασμένα μάτια του. Δε φαινόταν να έχει κάποια απάντηση, πράγμα ασυνήθιστο γι’αυτόν. Τότε, αγγίζοντας ελαφρά τον Ρυουτζί στην πλάτη,
«Έλα μαζί μου για λίγο, μπορείς; Ένα λεπτό θα κάνουμε...»
«Έι, που πας; Στην τουαλέτα; Δεν πας πίσω στη θέση σου, σωστά;»
«Μην ανησυχείς τόσο...Τέλος πάντων, σκύψε.»
Πηγαίνοντας αντίθετα από την κατεύθυνση της τουαλέτας, άρχισε να προχωράει προς τις θέσεις των πελατών. Σκύβοντας χαμηλά, κρύφτηκε πρώτα πίσω από ένα καλλωπιστικό φυτό και μετά πίσω από το χώρισμα ανάμεσα στα τμήματα για καπνίζοντες και μη καπνίζοντες. Ο Ρυουτζί δε μπορούσε παρά να τον ακολουθήσει. Με αυτό τον έμμεσο τρόπο, κατάφεραν να φτάσουν ακριβώς πίσω από το κάθισμα όπου καθόταν η Άμι με την Τάιγκα. Τα δυο κορίτσια φαινόντουσαν καθαρά, αλλά οι δυο τους δε φαινόντουσαν καθόλου κρυμμένοι όπως ήταν σε ένα αθέατο σημείο.
«...Περίμενε, τι νομίζεις ότι κάνεις, ανώμαλος είσαι;»
«Είναι εντάξει. Κάνε ησυχία και κοίτα.»
Ο Κιταμούρα έδειχνε την Άμι, που είχε σταυρώσει χαλαρά τα πόδια της και είχε απλώσει τα μπράτσα της στην πλάτη του καναπέ.
«Χαα, πτώμα είμαι. Έι, έι, η Άμι-τσαν διψάει πολύ~. Φέρε μου ένα παγωμένο τσάι, εντάξει;»
Τινάζοντας τα υπέροχα μαλλιά της και ακουμπώντας εξουθενωμένη το κεφάλι της στο χέρι της, η Άμι έσπρωξε αγενέστατα το φλιτζάνι μπροστά της προς το μέρος της Τάιγκα.
«...»
Χωρίς να αλλάξει έκφραση, η Τάιγκα έριξε μια ματιά στην Άμι προτού επιστρέψει στα γόνατά της. Αυτή που πλατάγισε ελαφρά τη γλώσσα της δεν ήταν η Τάιγκα, αλλά η Άμι.
«Χμμ; Τι άχρηστο, ή μάλλον καταθλιπτικό άτομο...Δεν ξέρεις να φέρεσαι, ε; Ω, δε βαριέσαι. Όταν γυρίσει ο Γιουσάκου, θα τον στείλω να μου πάρει. Ή ξέρεις, μπορεί να το ζητήσω από αυτό τον μυστήριο τύπο με το άγριο ύφος. Είναι τόσο θαμπωμένος, που σίγουρα θα κάνει ό,τι του πει η Άμι-τσαν.»
Καθώς μιλούσε με μια αηδιαστικά γλυκιά φωνή, τα κόκκινα χείλη της σούφρωσαν ελαφρά. Ακόμα κι έτσι, η αγνή εμφάνισή της δεν άλλαξε καθόλου. Χωρίς ούτε καν να κοιτάξει την Τάιγκα, που καθόταν δίπλα της ακίνητη σαν κούκλα, ρώτησε αδιάντροπα.
«Έι, έι. Είναι το αγόρι σου αυτός;»
«...»
«Θα σε πειράξει αν σου τον πάρει η Άμι-τσαν; Όχι πως τον χρειάζομαι δηλαδή.»
«...»
«Εδώ που τα λέμε, μοιάζει σαν σύγχρονος χούλιγκαν, ε; Βάζω στοίχημα πως μόνο με τέτοιους χαμένους κάνεις παρέα~ Θα έπρεπε να σέβεσαι περισσότερο τον εαυτό σου.»
Χωρίς να ανοίξει το στόμα της, η Τάιγκα απλώς έριξε ένα αδειανό βλέμμα στην Άμι.
«Χμμ, καταλαβαίνω. Δε μπορείς να βρεις τίποτα καλύτερο σ’αυτό το καταραμένο μέρος. Αχ, δεν, υπάρχει, χειρότερο.»
Καθώς μιλούσε τραγουδιστά, φαινόταν ότι η Άμι δεν περίμενε κάποια απάντηση από την Τάιγκα. Αρπάζοντας την τσάντα μάρκας που είχε μαζί της, έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο καθρεφτάκι και άρχισε να χαζεύει το ωραίο πρόσωπό της. Και ξαναείπε χωρίς περιστροφές, ‘Η Άμι-τσαν είναι τόσο όμορφη’ ---Μουρμουρίζοντας ευχαριστημένη, χαμογέλασε με ικανοποίηση.
«Ααχ, στ’αλήθεια θέλω να βγω να διασκεδάσω επιτέλους...Εσείς, τι κάνετε εσείς οι δυο για να διασκεδάσετε; Τριγυρνάτε και τα σπάτε;»
«...Δεν είναι το αγόρι μου.»
Οποιοσδήποτε γνώριζε έστω και λίγο την Τάιγκα θα έτρεμε ακούγοντας αυτό τον επίπεδο, αδειανό από αίσθημα ψίθυρο.
«Α, ώστε έ~τσι. Χμ, δε βαριέσαι, όχι πως με νοιάζει~. Ώστε έτσι λοιπόν~, αυτός ο χούλιγκαν... Θες να πεις ότι είναι αδύνατο μ’αυτόν; Ή μήπως λες ότι η Άμι-τσαν μπορεί να ενδιαφέρεται λιγάκι για ένα τόσο χτυπητά διαφορετικό άτομο;»
Η Άμι ρουθούνισε κοροϊδευτικά κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Μετά, αφήνοντας ξαφνικά τον καθρέφτη, κοίταξε με αγένεια την Τάιγκα.
«Έι, έι, πόσο κοντή είσαι; Τώρα το πρόσεξα, αλλά δεν έχεις περίεργες αναλογίες;»
«...»
Την ίδια στιγμή, η Άμι εξέτασε την Τάιγκα από την κορφή ως τα νύχια και ανασήκωσε δήθεν έκπληκτη τα φρύδια της.
«Πω~ω, ώστε υπάρχουν καταστήματα που πουλάνε τόσο μικρά ρούχα. Όμως ξέρεις, όταν αγοράζεις τζιν, δε χρειάζεται να τα κονταίνεις; Η Άμι-τσαν δε χρειάστηκε να τα κοντύνει ούτε μια φορά, κι έτσι δεν ξέρω πώς είναι.»
«---Αυτός είναι ο πραγματικός της χαρακτήρας.»
«Πρ, πραγματικός χαρακτήρας;»
«Ναι. Αυτή είναι η αληθινή προσωπικότητα της Άμι από πριν πάει στο νηπιαγωγείο ακόμα. Κακομαθημένη, εγωίστρια, και καταπιεστική, η κλασική αλαζονική πριγκίπισσα.»
Τρέμοντας καθώς κοιτούσε τον καλύτερό του φίλο στο πρόσωπο, ο Ρυουτζί έσφιγγε τόσο δυνατά το φύλλο του καλλωπιστικού φυτού ώστε σχεδόν το σύντριψε στην παλάμη του.
«Τι απαίσιος χαρακτήρας είναι αυτός...Και τι είναι αυτό το ‘Άμι-τσαν’; Με τρομάζει! Είναι λες και την έχει καταλάβει κάποιος δαίμονας.»
«...Έτσι δεν είναι;»
Σ’όλη του τη ζωή, δεν είχε δει ποτέ κορίτσι να φέρεται έτσι...Βέβαια, μπορεί να υπήρχαν μερικά τέτοια κορίτσια στην τάξη του, αλλά για τον Ρυουτζί που ουσιαστικά δεν είχε πλησιάσει ποτέ κανένα κορίτσι, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε με τα μάτια του τέτοια συμπεριφορά. Η Τάιγκα με την οποία περνούσε τις μέρες του τελευταία ασφαλώς είχε κακό χαρακτήρα, αλλά ένιωθε ότι η κακία της Άμι ήταν διαφορετικού είδους. Ίσως επειδή γνώριζε την ιστορία της Τάιγκα να είχε κάποια παραπάνω συμπάθεια γι’αυτήν, αλλά ακόμα κι έτσι η Τάιγκα του φαινόταν λιγότερο παράλογη.
«Αν ήταν μόνο θέμα εμφάνισης, η Άμι θα ήταν τέλεια, αλλά...υποθέτω πως η προσωπικότητά της είναι κάπως ελαττωματική. Όποτε είναι με άτομα για τα οποία έχει κακή γνώμη, βγαίνει στην επιφάνεια ο πραγματικός της χαρακτήρας. Αυτά τα άτομα, συνήθως είναι γυναίκες.»
«...Α, αυτό είναι κάτι που αισθάνεται υποχρεωμένη να κάνει επειδή είναι μοντέλο;»
«Μάλλον το αντίθετο, άρχισε να παίζει αυτό το θέατρο από τότε που ξεκίνησε το μόντελινγκ, νομίζω. Αν θες τη γνώμη μου, δεν έχει δύο διαφορετικές πλευρές, αλλά μάλλον είναι η ίδια όπως ήταν πάντα.»
«Λοιπόν, αυτό είναι...χμμ.»
Γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του καθώς άκουγε τα λόγια του φίλου του, ο Ρυουτζί κοίταξε με περιέργεια μπροστά του.
Τι τρέχει εδώ, Τίγρη Μινιατούρα;
«Αυτή η Τάιγκα, στ’αλήθεια θα κάτσει να το υποστεί αυτό;»
Ή μάλλον, γιατί δεν της λέει ότι δεν είμαι χούλιγκαν---Δαγκώνοντας τα χείλη του με μια σκληρή λάμψη στα μάτια, ο Ρυουτζί κοίταξε τα δυο κορίτσια. Η Τάιγκα παρέμενε σιωπηλή με μια στωική έκφραση στο πρόσωπο.
«Μ, μήπως συγκρατιέται μόνο και μόνο επειδή αυτό το κορίτσι είναι παιδική φίλη του Κιταμούρα;»
Η αυτοσυγκράτηση ήταν κάτι που δεν ταίριαζε καθόλου στην Τάιγκα, αλλά ήταν εντελώς ευάλωτη όταν επρόκειτο για τον Κιταμούρα. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος για τη σιωπή της, μια και δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη πιθανή αιτία εκείνη τη στιγμή.
Και τότε μπροστά στα μάτια του Ρυουτζί η κατάσταση εκτροχιάστηκε τελείως. Η αιτία, αυτό που συνήθως αποκαλούμε ‘χαστούκι στο πρόσωπο’.
«...»
Κατά τα φαινόμενα η Άμι, που παρέμενε ήρεμη με ορθάνοιχτα μάτια, δε μπορούσε καν να αρθρώσει λέξη.
«Κουνούπι. Ήταν ένα κουνούπι.»
Δίπλα, η τίγρη που είχε δείξει ξαφνικά τα δόντια της κρυφογέλασε με κακεντρέχεια. Η κόκκινη γλωσσίτσα ξεπρόβαλε μέσα από το στόμα της μόνο για μια στιγμή.
«Ευτυχώς, παραλίγο να σου τσιμπήσει το μάγουλο αυτό το κουνούπι. Α, μύγα ήταν τελικά.»
«Εεε;»
Απλώνοντας απότομα το χεράκι της, έδειξε το πτώμα μιας σκοτωμένης μύγας. Καθώς το είδε, το πρόσωπο της Άμι έγινε αμέσως κατακόκκινο. Και όπως ήταν φυσικό,
«Τ, τ, τι στο διάβολο κάνεις;!»
Είχε εξοργιστεί. Η Τάιγκα όμως αντιμετώπισε την αντίδρασή της με εκνευριστική περιφρόνηση.
«Εγώ που σου έκανα και χάρη. Δεν ξέρεις να δείχνεις ευγνωμοσύνη.»
«Χάρη;!»
Η φωνή της Άμι κόντευε να φτάσει σε υπερηχητικά επίπεδα. Ακόμα και οι θαμώνες γύρω τους είχαν αρχίσει να τις κοιτάζουν.
«Περιμένεις να το πιστέψω αυτό;! Τι πρόβλημα έχεις;! Απίστευτο, είναι απίστευτο, είσαι φριχτή, είσαι απαί~σια! Για να ξέρεις, εγώ δεν ήθελα καν να έρθω εδώ!»
«...Κάνεις πολλή φασαρία.»
Μία και μοναδική ρυτίδα φαινόταν στο μέτωπο της Τάιγκα. Κοιτάζοντάς την σκληρά με μάτια που έλαμπαν, η κόκκινη αύρα του θυμού της έγινε πιο ορατή. «Τσκ,» πλατάγισε κοφτά τη γλώσσα της, και η χαριστική βολή ήταν έτοιμη να φύγει.
«Βγάλε το σκασμό, παλιοκόριτσο.»
Εκτοξεύοντας απότομα τις κοφτερές σαν σπαθιές λέξεις, έβαλε τέλος στο ξέσπασμα της Άμι.---Κι αυτό ήταν το τέλος του αγώνα.
«...Ου,...Ουου...Ουου...»
Οι ντελικάτοι ώμοι της Άμι άρχισαν να τρέμουν με κάθε ανάσα που έπαιρνε. Καθώς το όμορφο πρόσωπό της συσπάστηκε, ‘Αχ, άσχημα τα πράγματα’---μουρμούρισε ο Κιταμούρα και σηκώθηκε, και με τον Ρυουτζί πίσω του επέστρεψε με γρήγορο βήμα στη θέση τους για να αντιμετωπίσουν αυτή την άβολη κατάσταση.
Και τη στιγμή που τα δύο αγόρια έφταναν στη θέση τους,
«Γιου,»
Σαν σκηνή από κοριτσίστικο κόμικ, η πλάτη της Άμι καθώς στρεφόταν προς το μέρος τους έμοιαζε με λουλούδι που άνοιγε---ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε ο Ρυουτζί. Και ήταν εξίσου εξωπραγματικό καθώς η Άμι, με υπέροχα δραματικό ύφος,
«Γιουσάκου~! Ουαααααα!»
Έπεσε στο στήθος του Κιταμούρα κλαίγοντας.
Οι ώμοι της τρανταζόντουσαν από τους λυγμούς, και παραπονιόταν με ασυνάρτητες λέξεις σαν παιδί, ‘Θέλω να πάω σπίτι’, και κοίταξε τον Κιταμούρα κατάματα με μάτια γεμάτα δάκρυα.
«Ααααχ...γιατί δε μπορείτε να τα πάτε καλά για λίγη ώρα; Αν είναι δυνατόν...Τι φασαρία ήταν αυτή που έκανες, Αϊσάκα. Κι εσύ, Τακάσου. Πάω την Άμι σπίτι της.»
Με κατεβασμένο κεφάλι, ζαρωμένα φρύδια, και απολογητικό ύφος, ο Κιταμούρα στήριξε την Άμι πιάνοντας ταυτόχρονα επιδέξια την τσάντα της από το κάθισμα. Στη συνέχεια, αγνοώντας τις ματιές των υπόλοιπων πελατών, την τράβηξε προς την έξοδο.
Αφού έφυγαν,
«...Τα,...Τάιγκα...;»
«...»
«...Έλα, συγκρατήσου!»
‘Κέρδισα τη μάχη, αλλά έχασα τον πόλεμο’ ήταν ολοφάνερα αυτό που σκεφτόταν η Τάιγκα.
Τα χείλη της έδειχναν μια ελάχιστη δυσαρέσκεια ενώ τα μάτια της παρέμεναν αδειανά. Η Τάιγκα ήταν σαν άγαλμα του Βούδα...Τελείως σιωπηλή. Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, οποιαδήποτε λόγια παρηγοριάς και να έλεγε μάλλον θα ήταν άχρηστα.
«Κοίτα, εμ...εγώ είμαι. Μη στεναχωριέσαι.»
«...»
«Για να ξέρεις, εγώ και ο Κιταμούρα τα είδαμε όλα. Ο Κιταμούρα ξέρει πως δεν ήσουν εσύ που φέρθηκες άσχημα.»
«...Κι όμως, παρόλο που τα είδε όλα αυτά, ο Κιταμούρα-κουν προστάτεψε με τόση καλοσύνη εκείνο το κορίτσι και την πήγε και σπίτι της.»
«...Δε νομίζω πως την προστάτευε.»
«...Μα την κρατούσε τόσο ευγενικά, και την παρηγορούσε.»
«...Δεν την παρηγορούσε, νομίζω, αλλά...Ωχ!»
Ακούστηκε μια σερβιτόρα να τσιρίζει ταυτόχρονα με έναν ήχο γυαλιού που έσπαγε. Ένα πιάτο είχε πέσει στο πάτωμα και είχε γίνει κομμάτια, και ίσως από το ξάφνιασμα, τα πιτσιρίκια μέσα στο μαγαζί που μέχρι τότε έκαναν φασαρία ξένοιαστα, ξαφνικά ξέσπασαν σε κλάματα ουρλιάζοντας ‘Μπουαα!’. Ακολούθησε μια σειρά κραυγών «Αααχ!» και «Ουααα!» καθώς ο βραστήρας για το γάλα χάλασε ξαφνικά και άρχισε να περιλούζει με σταγόνες από βραστό γάλα τους πελάτες που περίμεναν στην ουρά, οι οποίοι σκόρπισαν τρομαγμένοι. Και μετά ακούστηκε ‘Κύριε διευθυντά! Η τουαλέτα είναι γεμάτη...Ουαααα~!’...Η φωνή του υπαλλήλου που δεν ήθελε να δει όσα είχαν γίνει αντήχησε για να εξαφανιστεί αμέσως.
«...Τη μισώ, αυτή τη γυναίκα!»
-- Ολόκληρο το σώμα της Τάιγκα ανέδινε μια τρομακτικά έντονη δολοφονική διάθεση που θύμιζε αστραπή που σκόρπιζε μπλε σπίθες ολόγυρα. Ο Ρυουτζί ήταν ανίκανος να κάνει το παραμικρό σε μια τέτοια κατάσταση. Δάγκωνε τα χείλη της τόσο δυνατά ώστε είχαν χάσει το χρώμα τους, και οι σφιγμένες γροθιές της έτρεμαν, και,
«Ουα! Μην κλαις!»
«...~»
Αν τουλάχιστον ήταν εκεί ο Κιταμούρα, θα υπήρχε μια ευκαιρία για κάποια άλλη εξέλιξη των πραγμάτων. Όπως είχε η κατάσταση τώρα, τα μάτια της Τάιγκα άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα.
«Μας κοιτάζουν ξέρεις, προσπάθησε να ηρεμήσεις!»
«Ουουχ...»
Βογγώντας σιγανά, η Τάιγκα έτριψε τα μάτια της με τα μανίκια της. Η κατάσταση είχε γίνει πολύ άβολη. Τότε ο Ρυουτζί, που το μόνο που ήθελε ήταν να χώσει το κεφάλι του στα χέρια του για να μη βλέπει, άκουσε το πιο υπέροχο πράγμα.
«Ε; Τι τρέχει;»
«...Μινορίν...»
Η Μινόρι εμφανίστηκε από το πουθενά φορώντας ακόμα τη στολή της. Με μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη,
«Τάιγκα, δε φαίνεσαι καλά. Έγινε τίποτα;»
«...Δεν είναι τίποτα...Ε, εγώ πάω να πλύνω τα χέρια μου. Έπιασα κάτι βρώμικο.»
«Ωω, είναι μια ψόφια μύγα.»
Παραμέρισε για να περάσει η Τάιγκα, που στεκόταν όρθια δείχνοντας την παλάμη της. Έμεινε έτσι και την κοίταζε από πίσω για λίγο και μετά στράφηκε αργά προς τον Ρυουτζί.
«...Αυτό το κορίτσι, τι τρέχει; Έγινε τίποτα όση ώρα έκανα διάλειμμα;»
«...Όχι ακριβώς...Τέλος πάντων, έγινε μια μικρή φασαρία.»
Δεν έχανε τα λόγια του μόνο από νευρικότητα αυτή τη φορά. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να εξηγήσει όσα είχαν γίνει. Απορούσε γιατί, από όλη την ημέρα, να τύχει να είναι η Μινόρι σε διάλειμμα εκείνη ακριβώς την ώρα. Με ανήσυχο ύφος, η σχεδόν απτόητη Μινόρι είπε,
«Δεν ξέρω τι έγινε, αλλά θύμωσε στ’αλήθεια, έτσι δεν είναι...Είναι ασυνήθιστο για την ήμερη Τάιγκα.»
«Εε...Ήμερη;!»
Αναρωτήθηκε γιατί.
Και από όλη την ημέρα, ήταν εκείνη τη στιγμή που ο Ρυουτζί είχε μια ακόμα πιο έντονη αίσθηση τρόμου.
Παρόλα όσα έγιναν, έκαναν τα ψώνια τους και γύρισαν στο σπίτι των Τακάσου. Καθώς ο Ρυουτζί ξεκίνησε να πλένει το ρύζι, η Τάιγκα ξαναβρήκε τη συνηθισμένη της διάθεση.
«...Πιθανότατα δε θα την ξαναδώ άλλη φορά. Γιατί δε φαίνεται να έχει σχέση με τον Κιταμούρα-κουν. Και όπως και να το κάνουμε, δεν είναι αντάξιό μου να μπλέξω μαζί της.»
«Φτάνουν δύο λίτρα; Μήπως να φτιάξω δυόμισι καλύτερα;»
«Δυόμισι.»
Το πρόσωπό της έδειχνε σημεία δυσαρέσκειας, όμως η Τάιγκα είπε παίζοντας με το βάζο της ζάχαρης στη γωνιά της κουζίνας,
«...Όταν μεγαλώσω, θα μπορώ να συγκρατώ περισσότερο το θυμό μου.»
«Και αυτό το λέει κάποια που φτάνει στο σημείο να χαστουκίζει τους άλλους δημοσίως;...Έι, μην παίζεις με τη ζάχαρη.»
«...»
«Μη γλείφεις το κουτάλι της ζάχαρης!»