Toradora! (Greek):Volume2 Chapter3

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 3


Οι επόμενες μέρες κύλησαν ειρηνικά, χωρίς επεισόδια, φαινομενικά τουλάχιστον.

Αν και η Τάιγκα ήταν εκνευριστική και ευέξαπτη όπως πάντα, για την ώρα αγνοούσε παντελώς την Άμι, η οποία από την πλευρά της απορροφημένη όπως ήταν να παριστάνει το καλό κορίτσι στους νέους της φίλους, δε φαινόταν διατεθειμένη να προκαλέσει την Τάιγκα σε καυγά ή κάτι ανάλογο. Μπορεί καμιά φορά να κοιτούσε προς τη μεριά του Ρυουτζί με τα μάτια του τσιουάουα, αλλά μέχρι εκεί.

Ωστόσο, το γεγονός παρέμενε ότι αυτά τα δύο κορίτσια που μισούνταν θανάσιμα ήταν συμμαθήτριες. Όποτε τύχαινε να συναντηθούν στο διάδρομο ή να ακούσει η μια τη φωνή της άλλης, ευτυχώς δεν γινόταν τίποτε περισσότερο---όμως αυτό δε σήμαινε ότι δεν κάρφωναν η μια την άλλη με το βλέμμα τους, σαν να αναμετρούσαν τη θέλησή τους για λίγα δευτερόλεπτα. Ακόμα κι έτσι όμως, από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί που τις παρακολουθούσε τις τελευταίες μέρες, η Άμι και η Τάιγκα δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα πρόσωπο με πρόσωπο ούτε μία φορά.

Αν μόνο μπορούσαν να περάσουν έτσι ειρηνικά όλη τη χρονιά...Όχι, στην πραγματικότητα ήλπιζε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μέχρι την αποφοίτηση από το λύκειο. Όμως η μικρή αυτή ελπίδα που έτρεφε ο Ρυουτζί έμελλε να διαλυθεί από κάτι που συνέβη μετά τα μέσα του Μαΐου, όταν έβαλαν τις καλοκαιρινές τους στολές.

«Τακάσου~! Έχεις τίποτα να κάνεις απόψε;! Σου έχω σπουδαία νέα!»

Ήταν αργά το απόγευμα, το ελεύθερο μάθημα είχε επιτέλους τελειώσει και είχαν σχολάσει.

Ο Νότο φορούσε τα γυαλιστερά γυαλιά του με το μαύρο σκελετό και έπαιζε με τις άκρες των επιμελώς ατημέλητων μαλλιών του, καθώς πλησίαζε στο θρανίο του Ρυουτζί μες στην καλή χαρά.

«Ο Χαρούτα είπε πως θα μας γνωρίσει σε τρία κορίτσια της πρώτης λυκείου από τη λέσχη στίβου σήμερα! Θα πάμε βέβαια, έτσι;»

«...Συγγνώμη, δε μπορώ σήμερα. Έχω κάτι να κάνω. Κι ύστερα, ακόμη κι αν ερχόμουν, σίγουρα αυτές θα έλεγαν κάτι του τύπου ‘Αυτός εκεί είναι τρομακτικός’ και θα χαλούσε όλη η φάση. Θα έφευγαν τρέχοντας, έτσι δεν είναι;»

«Όχι δα! Αφού θα είσαι με μένα και τον Χαρούτα, σίγουρα θα έρθουν μαζί μας! Άντε, ξεκόλλα, πρέπει να έρθεις κι εσύ! Θα τις συναντήσουμε στα McDonald’s μπροστά στο σταθμό!»

Κατενθουσιασμένος, ο Νότο άρπαξε τον Ρυουτζί από τους ώμους χαμογελώντας εκστατικά και χοροπηδώντας σαν ηλίθιος. Ο Ρυουτζί όμως αμέσως απελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά του.

«Στ’αλήθεια έχω δουλειά να κάνω. Κοίτα κατά κει.»

Του έδειξε ένα σημείο κοντά στην πόρτα της τάξης. Εκεί ακριβώς, ήταν,

«...Ουα, η Τίγρη Μινιατούρα. Πόσο, τρομακτική...»

Με τα χέρια σταυρωμένα σε μια επιθετική στάση που, αν και χωρίς να το επιδιώκει, κατατρόμαζε τα αγόρια που περνούσαν από δίπλα της, η Τάιγκα κοιτούσε τον Ρυουτζί επίμονα. Η ρυτίδα στο μέτωπό της φανέρωνε μια σιωπηλή διαταγή---Τσακίσου κι έλα εδώ τώρα.

«Είναι δική της απαίτηση. Γι’αυτό, δε μπορώ να έρθω σήμερα, συγγνώμη.»

«Εεε, τι πράγμα είναι αυτό...Βαρετό, έτσι; Υποθέτω πως δε μπορεί να γίνει τίποτα, μάλλον θα πρέπει να πάμε τρεις με δύο. Αφού πρόκειται για την Τίγρη Μινιατούρα, δε μπορώ να πω τίποτα.»

Παραιτημένος, ο Νότο στράφηκε να φύγει, αλλά,

«...Ξέρεις κάτι, Τακάσου.»

Ξανακάνοντας απρόσμενα μεταβολή, άρχισε να μιλάει σιγανά με ασυνήθιστα σκεφτικό ύφος.

«Η Τίγρη Μινιατούρα είναι μια χαρά και όλα τα σχετικά...Εντάξει, είναι απίστευτα όμορφη, και υπάρχουν φορές που σας βλέπω μαζί και ειλικρινά σκέφτομαι, ‘Τι καλά που θα ήταν~’. Όμως νομίζω πως δε μπορείς να είσαι στ’αλήθεια ευτυχισμένος έτσι, με καταλαβαίνεις; Εδώ μιλάμε για ένα αγριοκόριτσο που αρπάζει τα θρανία και τις καρέκλες και τα εκσφενδονίζει σε όλη την τάξη.»

Αυτό το σχόλιο πιθανότατα αναφερόταν σ’αυτό που είχε συμβεί τον περασμένο μήνα, όταν η Τάιγκα τα έσπασε όλα για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν έβγαινε με τον Ρυουτζί.

«Για ποιο λόγο πρέπει να είμαι ευτυχισμένος με την Τάιγκα; Σας το είπαμε από την αρχή πως δεν έχουμε τέτοιες σχέσεις.»

«Εντάξει, αφού το λες εσύ. Όμως άφησέ με να σου δώσω μια συμβουλή. Δε θα έπρεπε να προσπαθήσεις να κάνεις σχέση με κανένα άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι για μια φορά τουλάχιστον; Δε λέω να τα ζητήσεις από καμιά καλλονή σαν την Καβασίμα-σαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά τουλάχιστον δοκίμασε να βγεις με ένα κορίτσι που δεν είναι τίγρη.»

«Αν μπορούσα να το κάνω αυτό, δε θα είχα πρόβλημα να το κάνω, ξέρεις.»

«Εντάξει, αλλά εγώ απλά σου λέω ‘προσπάθησε να βρεις κάποια άλλη’. Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σχέση με καμία γιατί θα φροντίζεις την Τίγρη Μινιατούρα για όλη σου τη ζωή, έτσι δεν είναι; Τέλος πάντων, τα λέμε αύριο!»

Ο Νότο είπε ό,τι είχε να πει και έφυγε από την τάξη με ανάλαφρο βήμα, που ταίριαζε με την καλή του διάθεση. Όταν σκεφτόταν τα λόγια του Νότο για ένα ‘άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι’, ο Ρυουτζί δε μπορούσε παρά να σκεφτεί τη Μινόρι Κουσιέντα.

Ή μάλλον, σκεφτόταν ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του---Φυσικά και δε σκόπευε να φροντίζει την Τάιγκα για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, σκόπευε να βρει ένα κορίτσι, κατά προτίμηση τη Μινόρι, και να ζήσει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, όπως ήταν το σωστό.


«Έι, Ρυουτζί! Σου είπα να έρθεις αμέσως, τι ακριβώς από το ‘αμέσως’ δεν κατάλαβες;! Ή μήπως προσπαθείς να προσαρμοστείς σε λιγότερο εντατικούς ρυθμούς;! Μας έγινες και υγιεινιστής τώρα; Ε;»

«...Καλά, εντάξει, έρχομαι...»

Ανασηκώνοντας τους ώμους του κάτω από τις φωνασκίες της Τάιγκα, ο Ρυουτζί τάχυνε υπάκουα το βήμα του. Και καθώς τον έσερνε στην κυριολεξία στο διάδρομο,

«Κοίτα εδώ! Δεν υπάρχει αυτό, τι θα κάνω τώρα, μου λες;»

«Α, αυτό είναι...!»

Και μόνο που κοίταξε εκεί που του έδειξε η Τάιγκα πάγωσε το αίμα του. Ήταν φρικτό...

Τα ντουλάπια των μαθητών ήταν βαλμένα στη σειρά στο διάδρομο, αλλά το ντουλάπι της Τάιγκα που ήταν τέρμα αριστερά ήταν ορθάνοιχτο και πασαλειμμένο από πάνω μέχρι κάτω με γάλα με γεύση φράουλας. Το πουλόβερ, τα βιβλία, ακόμα και το λεξικό της ήταν καλυμμένα από το ανοιχτό ροζ γάλα.

Η Άμι το είχε κάνει...ήταν βέβαιος γι’αυτό, αλλά,

«Πώς έγινε κάτι τέτοιο; Δεν το πιστεύω!»

«Δεν το έκανα επίτηδες! Κατά λάθος έγινε!»

...Το είχε κάνει αυτή η ίδια, το πιο αδέξιο πλάσμα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.

Καθώς η Τάιγκα ετοιμαζόταν για να γυρίσει σπίτι, στεκόταν μπροστά στο ντουλάπι της την ώρα που έπινε γάλα φράουλα. Άνοιξε το ντουλάπι και πήγε να αφήσει μέσα τα βιβλία που δε χρειαζόταν προτού γυρίσει σπίτι---Και τότε σκόνταψε. Το γάλα φράουλα έφυγε από τα χέρια της και προσγειώθηκε μέσα στο ντουλάπι.

«Αυτό...θέλει λίγο παραπάνω δουλειά από ότι περίμενα...!»

Μουρμούρισε σιγανά, όμως τα μάτια του Ρυουτζί ήδη γυάλιζαν επικίνδυνα. Η ανατριχίλα στην πλάτη του ήταν σχεδόν ηδονική.

Πρώτα, θα έπρεπε να τα βγάλει όλα έξω...Να πάρει το πουλόβερ σπίτι και να το πλύνει...Όσο για τα βιβλία, θα έπρεπε να τα σκουπίσει προσεκτικά και να τα στεγνώσει, για να μη μείνει η μυρωδιά πάνω τους...Και μετά, θα καθάριζε διεξοδικά το εσωτερικό του ντουλαπιού...πάρα πολύ διεξοδικά!

«Μπορείς άραγε να το καθαρίσεις; Τέτοιο χάλι...»

«...Αα...ναι...σίγουρα θα το καθαρίσω...»

Βάζοντας γοργά τα λαστιχένια γάντια που φύλαγε πάντα στο ντουλάπι του, ο Ρυουτζί ένιωθε το αίμα του να ανεβαίνει ορμητικά στο πρόσωπό του. Ως ένα βαθμό, υπήρχε κάτι σ’αυτή την κατάσταση που απολάμβανε όσο τίποτε άλλο---η διαδικασία του καθαρίσματος, η πληρότητα της πράξης, ή μάλλον η διεξοδικότητά της. Το να επαναφέρει σε τάξη με τις δικές του προσπάθειες και μόνο μια ακαταστασία τόσο απελπιστική που με πρώτη ματιά έμοιαζε χαμένος κόπος, αυτό τον έκανε να νιώθει πιο ζωντανός από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Απόδειξη γι’αυτό ήταν η ευρωπαϊκή κουζίνα της Τάιγκα. Την πρώτη φορά που την είδε, ήταν μες στη μούχλα και ο βουλωμένος νεροχύτης ανέδινε μια αρρωστιάρικη γλυκερή δυσοσμία, αλλά τώρα ήταν τόσο πεντακάθαρη ώστε μπορούσε κανείς άφοβα να φάει εκεί. Είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο για να τη σκουπίσει ολόκληρη και να οργανώσει τέλεια τα πάντα μέσα και γύρω της, και τώρα πλέον ο Ρυουτζί μπορούσε με πεποίθηση να καυχηθεί ότι δύσκολα θα έβρισκε κανείς μια τόσο καθαρή κουζίνα.

‘Λοιπόν, σειρά σου τώρα’...Ο Ρυουτζί εξέτασε πυρετωδώς το ντουλάπι της Τάιγκα, με μια ύποπτα ενθουσιώδη ματιά. Όμως αυτή τη φορά, δεν ήταν μόνο η επιθυμία του να το καθαρίσει.

«Τάιγκα...μου το υποσχέθηκες, έτσι; Ότι θα μου το δώσεις σε αντάλλαγμα γι’αυτή τη δουλειά.»

«Είπαμε, θα στο δώσω, εντάξει.»

Ο Ρυουτζί είχε διαπράξει μια ανήκουστη ανηθικότητα---Ή έτσι του φαινόταν, αλλά ήταν η Τάιγκα αυτή που, όταν του είχε ζητήσει να καθαρίζει γι’αυτήν, του είχε δώσει αυτή την υπόσχεση. Η μεγάλη, ανέγγιχτη Hermes τσάντα που ο Ρυουτζί είχε βάλει στο μάτι εδώ και πολύ καιρό... Η Τάιγκα του είχε υποσχεθεί ότι θα του έδινε αυτή την τσάντα που περιείχε δύο αφράτες πετσέτες μπάνιου μάρκας σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του.

«Ααχ, οι Hermes πετσέτες που λαχταρούσα τόσο καιρό... Μπορείς να με πεις θύμα της μόδας ή ό,τι άλλο θέλεις, αλλά αν μπορώ να έχω αυτές τις πορτοκαλί Hermes στην ντουλάπα μου, δε με νοιάζει ό,τι κι αν πεις για μένα! Από τότε που τις είδα σε εκείνο το περιοδικό εσωτερικής διακόσμησης, ήθελα όσο τίποτα άλλο να έχω κι εγώ τέτοιες...Σοβαρά το λέω...»

«Κ, κάνε όπως θέλεις...»

«Ίσως να στο λέω λίγο νωρίς, αλλά μου αρέσουν επίσης κι αυτές οι πετσέτες τραπεζιού που έχεις, αυτές που είναι φτιαγμένες από Αιγυπτιακό βαμβάκι. Πιστεύω πως έχεις μερικές αχρησιμοποίητες, τις είδα τις προάλλες που ταχτοποιούσα τη ντουλάπα σου...Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι παρόμοιο, μπορείς να μου δώσεις καμιά απ’αυτές.»

«Μάλιστα...Θα σε περιμένω στην τάξη.»

Μην αντέχοντας άλλο να βλέπει τον Ρυουτζί να κάνει σαν χαρωπή νοικοκυρούλα, η Τάιγκα του έριξε μια ψυχρή ματιά, τίναξε πίσω τα μακριά μαλλιά της και μπήκε μέσα στην τάξη.

Τώρα που έφυγε, ο Ρυουτζί είχε όλο το μέρος δικό του. Με μάτια που έλαμπαν με μια ζωώδη λάμψη, ήταν έτοιμος να πιάσει δουλειά, αλλά, για μισό λεπτό, χρειαζόταν μια ποδιά, οπότε πρώτα πήγε προς το ντουλάπι του. Σιγοσφυρίζοντας ένα σκοπό μόνος του, έβγαλε την εφεδρική ποδιά που είχε πάντα καθαρή στο ντουλάπι του, και τη φόρεσε με ενθουσιασμό---Και τότε σκέφτηκε ότι...

Παρατούσε ένα ραντεβού με κορίτσια της πρώτης λυκείου για να κάνει αυτή τη δουλειά.

Αυτό... Αυτό ήταν πολύ...

«...Τέλος πάντων...δεν είναι ασυνήθιστο για μένα...να μην πηγαίνω σε ραντεβού...σωστά;»

Έγνεψε έντονα με το κεφάλι του, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του. Επειδή, στο κάτω κάτω, αγαπούσε την τάξη και την καθαριότητα, σε βαθμό που εξέπληττε και αυτόν τον ίδιο.

Δεν ήταν ότι πετούσε στα σκουπίδια μια ευκαιρία για σχέση για να φροντίσει την Τάιγκα, όχι, δεν ήταν αυτό. Απλώς αφιέρωνε λίγο χρόνο για να καθαρίσει κάτι που είχε λερώσει η Τάιγκα. Η Τάιγκα έκανε πραγματικά απίστευτες γκάφες, κι αυτός απλά καθάριζε πίσω της. Ήταν συνεχώς δίπλα της, οπότε ήταν φυσικό να θέλει να την ακολουθεί παντού. Επομένως, δεν ήταν το ίδιο.

---‘Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σχέση με καμία γιατί θα φροντίζεις την Τίγρη Μινιατούρα για όλη σου τη ζωή, έτσι δεν είναι;’

Υπήρχε μια μικρή αλλά σημαντική παρεξήγηση σ’αυτά που του είχε πει ο Νότο. Δεν ήταν αλήθεια, όχι με την έννοια που εννοούσε αυτός. Ήθελε να είναι συνεχώς δίπλα στην Τάιγκα και τώρα και στο μέλλον γιατί ήθελε να εντοπίζει ευκαιρίες για καθάρισμα. Αυτό ήταν το μόνο που τον ένοιαζε. Γιατί αν ακολουθούσε την Τάιγκα, ήταν σίγουρο πως αυτό το κορίτσι θα έκανε κάποια γκάφα και αναπόφευκτα θα λέρωνε κάτι, όσο σίγουρο ήταν ότι ο ήλιος θα ανέτελλε το πρωί.

«Χαα, χαα», καθώς ο Ρυουτζί έβγαζε έξω τα πράγματα της Τάιγκα, βαριανάσαινε σαν τοξικομανής σε απεξάρτηση καθώς προσπαθούσε ακόμα να πείσει τον εαυτό του γι’αυτό που έκανε. Ασφαλώς είχε κάποιου είδους εξάρτηση, αλλά πιθανότατα δεν το είχε καν συνειδητοποιήσει.



Είχε κιόλας περάσει μια ώρα αφότου είχε αρχίσει το καθάρισμα---Όχι, ήταν παραπάνω από ώρα. Σίγουρα θα φαινόταν παράξενο έτσι που το κεφάλι του ήταν χωμένο μέσα σε ένα ξένο ντουλάπι καθώς καθάριζε με ζήλο, αλλά όλοι όσοι μπορεί να στραβοκοίταζαν τον Ρυουτζί είχαν φύγει από ώρα. Οι διάδρομοι ήταν τελείως σιωπηλοί, και η Τάιγκα ήταν πιθανότατα η μόνη που είχε μείνει στην τάξη.

«Λίγο ακόμα και θα είναι τέλειο...»

Το μουρμουρητό που ξέφυγε από τα χείλη του αντήχησε στο στενό ντουλάπι.

Το καθάρισμα είχε φτάσει στο ζενίθ, και ο Ρυουτζί είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στο ντουλάπι, ανίκανος να αντισταθεί στην επιθυμία του να καθαρίσει λεπτομερειακά όλες τις γωνίες με μια μπατονέτα με βαμβάκι. Δε φαινόταν να έχει φτάσει το γάλα μέχρι εκεί, αλλά η βρωμιά ήταν πάντα βρωμιά.

Τότε άκουσε ένα σιγανό ήχο βημάτων στο διάδρομο. Έμοιαζε να είναι ένα κορίτσι. Αν τον έβλεπε εκεί μέσα ενώ το σχολείο ήταν έρημο, σίγουρα θα τρόμαζε. Παρασυρμένος από τα αβάσιμα αισθήματά του, ο Ρυουτζί κρύφτηκε στο ντουλάπι κλείνοντας σχεδόν τελείως την πόρτα για να παραμείνει αθέατος, και κράτησε την ανάσα του. Όμως όταν είδε το άτομο που περνούσε λίγα εκατοστά μπροστά από αυτόν από τη χαραμάδα της πόρτας, παραλίγο να αφήσει μια φωνή χωρίς να λογαριάσει ότι αυτό θα τον πρόδινε.

Αυτή η υπέροχη εμφάνιση δεν μπορεί να ανήκε σε κανέναν άλλο εκτός από την Άμι Καβασίμα. Και για κακή του τύχη, η Άμι που δεν είχε καταλάβει ότι ο Ρυουτζί βρισκόταν εκεί, πήγαινε να μπει στην τάξη όπου δεν βρισκόταν κανείς άλλος εκτός από την Τάιγκα.

Ο Ρυουτζί είχε ένα κακό προαίσθημα. Ένα πραγματικά πολύ κακό προαίσθημα.

Ο ύποπτος τύπος που κρυβόταν στο ντουλάπι γλίστρησε σιωπηλά στο διάδρομο, και διερωτόμενος αν θα έπρεπε να μπει στην τάξη ή όχι, αποφάσισε για την ώρα να κρυφοκοιτάξει από το παράθυρο.

«Αχ, δεν είναι δυνατόν...Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Τι μπελάς που είσαι...»

...Κατά τα φαινόμενα το προαίσθημά του ήταν απολύτως σωστό. Η Άμι έσερνε κοροϊδευτικά τη φωνή της. Στράφηκε προς την Τάιγκα, που σκούπιζε ένα από τα βιβλία της, και την κοίταξε περιφρονητικά. Τα χείλη της είχαν σουφρώσει κοροϊδευτικά. Μετά από αρκετό καιρό, η Άμι Καβασίμα (η πραγματική) έκανε πάλι την εμφάνισή της.

Καθισμένη όπως ήταν στο θρανίο της, τα μάτια της Τάιγκα στένεψαν,

«Μη με πλησιάζεις, παλιοκόριτσο.»

Με μια επίπεδη φωνή άδεια από συναίσθημα, η Τάιγκα απέρριψε έτσι απλά τα λόγια της Άμι.

Για μια στιγμή η Άμι αποτράβηξε το βλέμμα της έκπληκτη, αλλά μόνο για μια στιγμή. Αφήνοντας ένα ‘Χμφ’ και γυρίζοντας την πλάτη της στην Τάιγκα, η Δεσποινίς Διπρόσωπη άρχισε να μιλάει.

«Ααχ~, πόσο τρομακτικό~! Ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς από την Αϊσάκα-σαν! Γι’αυτό ακόμα και οι καθηγητές σε θεωρούν ενοχλητική! Εγώ, αν και απλώς ήμουν στο εντευκτήριο των καθηγητών μέχρι τώρα για να τους ρωτήσω για τα μαθήματα, όλοι μα όλοι οι καθηγητές ήταν από πάνω μου και μου έλεγαν διάφορα όπως ‘αχ τι γλυκιά που είναι η Άμι-τσαν’ ή ‘πόσο χαίρομαι που ήρθες στο σχολείο μας’ ή ‘δε σε πείραξε αυτή η Αϊσάκα, ε;’ και άλλα τέτοια, ξέρεις τώρα! Και όλοι μου χαμογελούσαν και γελούσαμε μαζί~! Όμως εγώ ενοχλήθηκα λιγάκι~! Όλοι τους έλεγαν και ξανάλεγαν ‘τι γλυκιά που είναι η Άμι-τσαν’, αλλά ακόμα και αν δεν το έλεγαν, εγώ ξέρω καλά πόσο γλυκιά είμαι!»

«...Εεε;»

Με ένα εύθυμο χαμόγελο στα ρόδινα χείλη της, η Τάιγκα με το ζόρι κρατιόταν να μη γελάσει ακούγοντας τα λόγια της Άμι.

«Δεν κερδίζεις τίποτα μ’αυτά. Αν είναι να είσαι έτσι, αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα πρέπει να ανέχομαι αυτή την αηδιαστική διπλή σου προσωπικότητα...τουλάχιστον όμως θα το διασκεδάσω παρακολουθώντας σε. Ααχ, ακόμα και όταν είμαστε σε διαφορετικές τάξεις, ακόμα και όταν αποφοιτήσω, θα τελειώσει άραγε ποτέ αυτό; Ό~λο αυτό τον καιρό, σε παρακολουθώ από κοντά.»

«...Τι;»

«Αχ, πόσο ανυπομονώ να έρθει η μέρα που τα ελαττώματά σου θα βγουν στη φόρα. Για να ξέρεις, θα ήταν πολύ εύκολο για μένα να φανερώσω την αληθινή σου φύση. Αυτό όμως θα ήταν πολύ βαρετό, γι’αυτό δε θα κάνω τίποτα. Απλώς θα σε παρακολουθώ, γι’αυτό ελπίζω να το διασκεδάσω για πολύ, πολύ καιρό. Μόνο...Κοίτα να προσέχεις τα λόγια σου. Στο κάτω κάτω η ζωή είναι μεγάλη...Αλλά μόνο αν θέλεις να συνεχίσεις να τη ζεις.»

Για μια στιγμή η σιγανή φωνή της Τάιγκα φάνηκε να σκοτεινιάζει την τάξη, σαν μια τραγουδιστή κατάρα. Ο Ρυουτζί όμως κατάλαβε τι συνέβαινε. Η Τάιγκα δεν ήταν πραγματικά θυμωμένη – όχι ακόμα. Έπαιζε με αυτό το κορίτσι που δεν άντεχε όπως παίζει μια γάτα με ένα παγιδευμένο ποντίκι, και το διασκέδαζε...Γιατί τα μάτια της παρέμεναν ήρεμα, και μέχρι που συγκρατούσε τη δύναμή της. Αν η τίγρη είχε στ’αλήθεια θυμώσει, αυτό θα της ήταν αδύνατο. Δε θα σταματούσε να επιτίθεται μέχρις ότου το θήραμά της να γίνει κομμάτια από τα δόντια και τα νύχια της.

Η Άμι όμως δε γνώριζε ότι η Τάιγκα συγκρατιόταν εκείνη τη στιγμή.

«Είσαι...ανώμαλη!»

Ήταν εμφανώς αηδιασμένη από αυτά που της είχε πει η Τάιγκα. Το πρόσωπο της Άμι συσπάστηκε από μίσος που δε μπορούσε να κρύψει καθώς έλεγε αυτές τις λέξεις. Μια στιγμιαία ένταση γέμισε τον αέρα της τάξης όπου εξελισσόταν αυτή η λυσσαλέα μάχη.

«...Χα χα! Μα την αλήθεια, είσαι μια πολύ εκνευριστική κοντοστούπα, στο λόγο μου!»

Ανεμίζοντας τα μαλλιά της, η Άμι ανασύνταξε τις δυνάμεις της και ξαναπέρασε στην επίθεση με ένα χαμόγελο.

«Γι’αυτό δεν έχεις καθόλου φίλους, επειδή είσαι έτσι στριμμένη, έτσι δεν είναι; Ολομόναχη, και όλοι να σε μισούν, πόσο, θλιβερό, ε~; Αν και, αν η Άμι-τσαν γνώριζε πως θα είμασταν συμμαθήτριες θα σου έπιανε κουβεντούλα και θα ήταν τόσο μα τόσο καλό κορίτσι μαζί σου, ξέρεις. Τι κρίμα, που δε μπόρεσες να γίνεις φίλη με τη δημοφιλή Άμι-τσαν~... Χε χε, δε σου φαίνεται και σένα ότι ο Ρυουτζί Τακάσου έχει πάθει την πλάκα του με την Άμι-τσαν; Αυτός ο τύπος, κοιτάζει συνεχώς την Άμι-τσαν και γυαλίζει το μάτι του. Είναι πολύ ενοχλητικό, γι’αυτό δεν του λες να το κόψει επιτέλους;»

---Από τη στιγμή που ειπώθηκε κάτι τέτοιο, του ήταν πρακτικά αδύνατο πλέον να μπει στην τάξη ή οτιδήποτε ανάλογο. Και εκτός αυτού, τι στο καλό εννοούσε ‘γυαλίζει το μάτι του’... Αυτή ήταν απλώς η συνηθισμένη του άγρια έκφραση. Ήταν κληρονομικό, τίποτα άλλο.

«Πόσο χαίρομαι που πέφτεις τόσο έξω...Δε μου λες, μήπως να μου άδειαζες τη γωνιά επιτέλους; Και μόνο που βλέπω αυτό το αηδιαστικό ύφος σου μου έρχεται να ξεράσω.»

«Θα έφευγα ακόμη κι αν δεν μου το ζητούσες, γιατί στο κάτω κάτω, αντίθετα με μια χαμένη κοντοστούπα σαν εσένα, η δημοφιλής Άμι-τσαν έχει κι άλλα πράγματα να κάνει...Και ξέρεις κάτι...ίσως η Άμι-τσαν να σε λυπάται τελικά; Γιατί ακόμα και ο Γιουσάκου, ο πιο καλόκαρδος άνθρωπος που ξέρει η Άμι-τσαν, σε μισεί.»

«...Τι είπες;»

Η φωνή της Τάιγκα χαμήλωσε κι άλλο. Τα μεγάλα μάτια της που ήταν καρφωμένα στην Άμι είχαν μια λάμψη κόκκινη σαν αίμα. Χωρίς να το καταλάβει, η Άμι---είχε μπει σε ναρκοπέδιο.

«Να, αυτό σκεφτόμουν μετά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, ότι ο Γιουσάκου ποτέ δεν είπε ούτε μια λέξη για σένα, ούτε ότι είστε συμμαθητές, τίποτα...Ακόμα και όταν τον ρώτησα ‘Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;’ δεν μου είπε τίποτα, οπότε μάλλον δεν πρέπει να σε έχει σε καμία ιδιαίτερη υπόληψη...Ή για να στο πω πιο απλά, οι εχθροί της Άμι-τσαν είναι εχθροί του Γιουσάκου. Εγώ του τα είπα όλα όσα μου έκανες στο οικογενειακό εστιατόριο, έτσι φαντάζομαι ότι τώρα θα πρέπει να μη σε χωνεύει καθόλου. Και αν σε μισεί ακόμα και ένας φιλάνθρωπος σαν τον Γιουσάκου, τότε όλα έχουν τελειώσει για σένα.»

Τα ξεφούρνισε όλα αυτά.

Και μετά,

«Λοιπόν, τα λέμε αύριο!»

Πήρε την τσάντα της, και χαμογέλασε! Το όμορφό της πρόσωπο πήρε μια έκφραση χωρίς ίχνος κακίας. Έτσι απλά, βγήκε έξω σιγοτραγουδώντας εύθυμα.

«Ου, ουαουα...~»

Ο Ρυουτζί έφυγε τρέχοντας. Χώθηκε ξανά στο ντουλάπι πάνω στην ώρα.

Βέβαια θα μπορούσε και να μην είχε κρυφτεί καθόλου, αλλά---Δε μπόρεσε να μην κρυφτεί. Περίμενε μέχρι να σβήσει εντελώς ο ήχος από τα βήματα της Άμι, και μετά προχώρησε διστακτικά στο διάδρομο,

«Τά... Τάι,γκα;»

Κοίταξε την Τάιγκα από το παράθυρο.

Η Τάιγκα καθόταν ακόμα με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί, και έγειρε πολύ αργά το κεφάλι της. Έμοιαζε να αναμασάει τη σημασία των λέξεων που της είχε πετάξει κατάμουτρα η Άμι.

‘Σε μισεί’.

‘Μάλλον δε σε έχει σε καμία ιδιαίτερη υπόληψη’.

‘Οι εχθροί της Άμι-τσαν είναι εχθροί του Γιουσάκου’.

‘Φαντάζομαι ότι τώρα θα πρέπει να μη σε χωνεύει καθόλου’.

‘Όλα έχουν τελειώσει για σένα’.

«Ου, ου, ου, ου...»

Κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

«...Αυτό. Το. Αναθεματισμένο. Παλιοκόριτσο...!»

«Έι, Τάιγκα! Ηρέμησε!»

Ακούγοντας την απελπισμένη κραυγή του, η Τάιγκα αναπήδησε και στράφηκε προς το μέρος του. Με το που είδε τον Ρυουτζί που στεκόταν στο περβάζι, η Τάιγκα πήδηξε ξαφνικά προς τα εμπρός και τον άρπαξε από το μανίκι του σακακιού του.

«Ρυουτζί~!»

«Έι!»

Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της Τάιγκα δεν εστίαζαν, οι κόρες των ματιών της στριφογύριζαν σαν τρελές.

«Ρυουτζί, Ρυουτζί, Ρυουτζί, Ρυουτζί~! Την άκουσες;! Τώρα, μόλις, άκουσες τι είπε;! Άκουσες;! Ε;! Πες μου, τι νομίζεις, γι’αυτό, και για το άλλο, για όλα όσα είπε...Πες μου, είναι αλήθεια;! Είναι αλήθεια;! Με μισεί;!»

«Η, ηρέμησε λιγάκι! Δε μπορεί να είναι αλήθεια αυτό, σκέψου λογικά για λίγο!»

«Ναι, αλλά αυτή η βρώμα, αυτή, για μένα, ο Κι, Κι, Κικι, Κιτα, μισεί...Κιιιιι~!» (!)


«...Ου, ουα...»

---Ήθελε απλά να καταρρεύσει εκεί που βρισκόταν. Η Τάιγκα είχε χάσει κάθε έλεγχο. Κλωτσώντας βίαια τρεις καρέκλες στη σειρά, γύμνωσε τα δόντια της κοιτάζοντας τον ουρανό και άφησε ένα βαθύ μουγκρητό.

Toradora vol02 109.jpg

«Γκρρρ, αναθεματισμένο παλιοκόριτσοοοο! Τώρα, τώρα, χααα...θα τη σκοτώσω!!»

«Ηρέμησε! Μη βιάζεσαι τόσο, έλα, πάρε μια βαθιά ανάσα.»

«Σκάσε!»

«Έι!»

Γάβγισε κοφτά και έσπρωξε μακριά τον Ρυουτζί σαν αυταρχική αφέντρα προτού ξεκινήσει να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Πιθανότατα σκόπευε να κυνηγήσει την Άμι που είχε ήδη βγει έξω. Κακό αυτό, αν συνέχιζε έτσι, μπορεί στ’αλήθεια να σκότωνε κάποιον.

Προσπαθώντας να σταματήσει την Τάιγκα, που κατευθυνόταν προς την πόρτα, ο Ρυουτζί έτρεξε κι αυτός προς την πόρτα από την έξω μεριά της τάξης,

«Περίμενε, μη φεύγεις! Ηρέμ...»

«---!»

Μπανγκ! Ένας απαίσιος γδούπος αντήχησε.

Ο Ρυουτζί προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα ταυτόχρονα με την Τάιγκα. Και οι δύο τους τράβηξαν τη συρόμενη πόρτα σε αντίθετες κατευθύνσεις καθένας από τη μεριά του. Κι έτσι η Τάιγκα, όπως όρμησε στα τυφλά, έπεσε με το κεφάλι κατευθείαν πάνω στην πλευρά της πόρτας που ο Ρυουτζί είχε τραβήξει προς το μέρος της. Ήταν τέτοιο το σοκ, ώστε ακόμα και μετά που κατάλαβε τι έγινε, ο Ρυουτζί είχε μείνει άφωνος. Η Τάιγκα παραπατούσε σαν μεθυσμένη γάτα...έκανε πίσω δύο βήματα, τρία βήματα.

«...Άου...πο...νάω...»

«Τάιγκα~!»

Σχεδόν ούρλιαξε.

Έτοιμη όπως ήταν να πέσει ανάσκελα, την έπιασε πάνω στην ώρα προτού πέσει.

«Σ, σ, συγγνώμη! Είσαι καλά;!»

«Μια...μια χαρά...Εντάξει...Είμαι, εντ, άξ...»

Πολύ άσχημα τα πράγματα. Από ότι φαινόταν, η Τάιγκα δεν είχε δύναμη ούτε να τον βρίσει.


* * *


«Ρυου-τσαν, στο δωμάτιο της Τάιγκα, τα φώτα είναι σβηστά και οι κουρτίνες είναι ακόμα κλειστές.»

Κατσαρώνοντας τα μαλλιά της με ένα σίδερο, η Γιάσουκο μπήκε ξυπόλητη στην κουζίνα. Ο Ρυουτζί ανασήκωσε τους ώμους του καθώς τελείωνε το τηγάνισμα των τελευταίων τονκάτσου[1].

«Σοβαρά;...Κι όμως, είναι πιο νόστιμο αν φαγωθεί μόλις βγει από το τηγάνι.»

«Ωωω, τι νόστιμο που φαίνεται~... Λατρεύω το τονκάτσου.»

Με τέλειο συγχρονισμό, μητέρα και γιος κοίταξαν τις τρεις μερίδες τονκάτσου που άφηναν ένα λαχταριστό τσιτσίρισμα. Αν και τα πρόσωπά τους δεν έμοιαζαν καθόλου, σκεφτόντουσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα---Αν δεν έτρωγαν σύντομα, το φαΐ θα κρύωνε.

Μετά το επεισόδιο στο σχολείο, η Τάιγκα ήταν κάπως παράξενη. Φαινόταν να έχει χτυπήσει αρκετά δυνατά στο κεφάλι, αλλά αφού δεν είχε εμφανίσει κανένα ανησυχητικό σύμπτωμα όπως ναυτία ή αιμορραγία, είχε επιστρέψει στο συνηθισμένο εαυτό της μετά από λίγο. ‘Πού στο καλό κοίταζες εσύ, μου λες;’ . ‘Προσπαθούσες να με σκοτώσεις, βρε ζώον;’ και γενικά ό,τι έλεγε συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ωστόσο, αν και η δυσαρέσκειά της ήταν στα συνηθισμένα επίπεδα, φαινόταν να είναι κάπως ‘πεσμένη’. Μετά το επεισόδιο, η Τάιγκα που συνήθως ήταν εκρηκτική σαν πυροτέχνημα, είχε γίνει περισσότερο σαν χαλασμένο φρούτο που σάπιζε από μέσα από το ίδιο του το δηλητήριο. Αφού γκρίνιαξε λίγο, σώπασε τελείως και δεν ξαναείπε ούτε μια λέξη μέχρι που έφτασαν στο διαμέρισμά της. Δεν ανέφερε καν την Άμι.

Δεν ήταν ότι τον αγνοούσε. Δεν αγνοούσε συνειδητά τον Ρυουτζί, μάλλον ήταν χαμένη στις σκέψεις της, ή για να το πούμε καλύτερα ξεχνούσε να του απαντήσει επειδή σκεφτόταν άλλα πράγματα.

Και μετά, αν και ήταν πια μια απαράλλακτη συνήθεια της Τάιγκα να έρχεται στις 6:30 ακριβώς στο σπίτι του για βραδινό, δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στο σπίτι των Τακάσου.

Σταυρώνοντας τα χέρια του ενώ κρατούσε ακόμα τα ξυλάκια στο ένα χέρι, ο Ρυουτζί κοίταξε τα τονκάτσου και μουρμούρισε.

«Μήπως χειροτέρεψε μετά που την άφησα; Τότε, μπορεί να πήγε στο νοσοκομείο...μόνη της; Αν είναι έτσι, ίσως να έπρεπε να την είχα πάει στο νοσοκομείο αμέσως μόλις γυρίσαμε, ακόμα κι αν έπρεπε να την πάω με το ζόρι...ίσως δεν ήταν τώρα η καταλληλότερη στιγμή για να τηγανίζω τονκάτσου.»

«Μπα~, βάζω στοίχημα πως είναι εκεί μέσα. Μπορώ να νιώσω κάπως την παρουσία της μέσα από το παράθυρο, ξέρεις.»

Δήλωσε η Γιάσουκο καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, κρατώντας ένα φόρεμα μπροστά από το στήθος της.

«Στο κάτω κάτω είμαι πολύ ευαίσθητη στην παρουσία των γυναικών. Το ίδιο νομίζει και ο Ίνκο-τσαν, σωστά;»

‘Εε...; Ααα, ναι’, με μπερδεμένο και ελαφρώς ηλίθιο ύφος, το πουλί που αναπάντεχα βρέθηκε να παίρνει μέρος στη συζήτηση παραδόξως έδωσε μια ύποπτα ανθρώπινη απάντηση που μπορεί και να την έπαιρνε κανείς και για πραγματική απάντηση.

Ο Ίνκο μπορεί και να είχε δίκιο σε αυτή την περίπτωση, μια και η διαίσθηση της Γιάσουκο πράγματι συνήθως ήταν σωστή. Σύμφωνα με την ίδια, αυτό συνέβαινε απλώς επειδή ήταν ‘ελάσσον πνεύμα’.

«Ρυου-τσαν, αφού ανησυχείς τόσο, πήγαινε εκεί και φέρτην εδώ~.»

Τη στιγμή που τα έλεγε αυτά, η Γιάσουκο είχε αποφασίσει πλέον ποιο φόρεμα να φορέσει και το είχε κρεμάσει στην άκρη, και τώρα με το αριστερό χέρι της έφτιαχνε τα μαλλιά της ενώ με το δεξί πληκτρολογούσε επιδέξια ένα e-mail. Γενικά, η Γιάσουκο δεν ήταν ο τύπος που μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα, αλλά τέτοια ώρα ήταν συνήθως βιαστική και συχνά έστελνε με φούρια e-mail σε πελάτες την ώρα που ντυνόταν.

Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Ρυουτζί περιορίστηκε να γνέψει προς το μέρος των τονκάτσου. Δε μπορούσε να συνεχίσει να ανησυχεί έτσι, και ύστερα δε μπορούσε να αφήσει και τη Γιάσουκο να περιμένει αφού σύντομα θα έπρεπε να φύγει για τη δουλειά.

«Λοιπόν, θα βγω για λίγο. Κάτσε και φάε μόλις είναι έτοιμα, εντάξει;»

«Ουα~ο.»

Αποστρέφοντας το βλέμμα του από τη μητέρα του που είχε πάρει μια περίεργη σέξι πόζα σαν μέρος της απάντησής της, ο Ρυουτζί βγήκε έξω όπως ήταν με το μπλουζάκι του.


Τα σανδάλια του καταχτυπούσαν καθώς κατέβαινε τη σιδερένια σκάλα. Είχε ήδη νυχτώσει, ήταν ένα βράδυ στην αρχή του καλοκαιριού. Στον ουρανό, το κατακόκκινο και το βαθύ μπλε πάλευαν μεταξύ τους, και ο άνεμος φυσούσε απαλά και ήρεμα.

Ο Ρυουτζί πήρε μια μεγάλη, βαθιά ανάσα, σαν για να καθαρίσει το στήθος του από τη μυρωδιά του τηγανητού λαδιού στο σπίτι του. Με καθαρό κεφάλι πλέον, οι ήδη υπερβολικές ανησυχίες του επανήλθαν δριμύτερες.

Αναρωτήθηκε πώς, τώρα που ήταν στην ίδια τάξη, πώς στο καλό σκόπευαν η Τάιγκα και η Άμι να επιβιώσουν κάθε μέρα που θα περνούσαν μαζί. Θα είχαν συνεχώς τέτοιους δηλητηριώδεις καυγάδες μέσα στον περιορισμένο χώρο της τάξης, θα ροκάνιζαν συνεχώς η μια τη ζωτικότητα της άλλης, μέχρι η μια από τις δύο να καταρρεύσει;---Τι νόημα είχε κάτι τέτοιο; Ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε καθόλου τον κόσμο της βίας.

Μετά από περίπου ενός λεπτού περπάτημα μπήκε στη γνώριμη μαρμάρινη είσοδο της πολυτελούς πολυκατοικίας, αλλά ο Ρυουτζί δεν είχε ακόμα ξεπεράσει τις ανησυχίες του. Ήταν προφανές ακόμα και γι’αυτόν ότι τα δυο κορίτσια δεν επρόκειτο να τα πάνε καλά μεταξύ τους, αλλά καταλάβαινε επίσης ότι το παράκαναν. Ακόμα και έτσι, σκεφτόταν, δε μπορούσαν απλώς να σεβαστούν λίγο η μια το χώρο της άλλης ούτως ώστε να ζήσουν ειρηνικά, αντί να καταριούνται τη μέρα που έγιναν συμμαθήτριες;

Από το μυαλό του πέρασαν εικόνες της εξοργισμένης Τάιγκα να κοιτάζει προς τα πάνω με εμφανή, χειροπιαστή δολοφονική πρόθεση, και της επιπόλαιης Άμι να αποστρέφει κοφτά τη ματιά της και μετά να χαμογελάει αχνά. Αν η Τάιγκα ήταν η Τίγρη Μινιατούρα, η Άμι ήταν μάλλον ένα καθαρόαιμο Τσιουάουα, που ήταν φιλικό μόνο με τον κύριό του. Μπορεί να γάβγιζε και να φερόταν επιθετικά, αλλά όταν τα πράγματα σκούραιναν, θα έτρεχε να χωθεί στην αγκαλιά του κυρίου της (του Κιταμούρα), και θα περιοριζόταν να κάνει γκριμάτσες από την ασφαλή της θέση. Μέχρι που ήταν ντυμένη και με ρούχα μάρκας.

«...Της ταιριάζει απόλυτα.»

Μόλις είχε φανταστεί μια τίγρη και ένα Τσιουάουα να αναμετρούν τις ματιές τους, και εντελώς εξαντλημένος από αυτό, χτύπησε το κουδούνι της αυτόματης πόρτας. Όταν κανείς δεν απάντησε μετά από αρκετή ώρα, ξαναχτύπησε, και μετά χτύπησε για τρίτη φορά γνέφοντας στον εαυτό του. Ίσως να ήταν λίγο παιδί της μαμάς του, πάντως ήταν πεπεισμένος ότι η διαίσθηση της Γιάσουκο ήταν σωστή και χτύπησε άλλη μια φορά. Τότε,

«...Ποιος είναι;»

Με έντονο, κοφτό ύφος που φαινόταν να ρωτάει ‘Ποιος στο διάβολο είσαι;’ η φωνή της Τάιγκα αντήχησε καταθλιπτικά.

«Ε...εγώ είμαι. Το βραδινό είναι έτοιμο, γι’αυτό κατέβα και έλα σπίτι. Έχει τονκάτσου.»

«...Δε θέλω.»

Η συνηθισμένη κοφτή έκφραση του Ρυουτζί φαινόταν να έχει φτάσει στα όρια της παραφροσύνης---Δεν ήταν ένδειξη θυμού, αλλά μάλλον έκπληξης. Η Τάιγκα, αυτή η αχόρταγη και μονίμως πεινασμένη Τάιγκα, έλεγε πως δεν ήθελε να φάει βραδινό. Τελικά μπορεί η κατάσταση να ήταν πιο σοβαρή από όσο είχε νομίσει.

«Έι, τι συμβαίνει; Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά; Πονάει το κεφάλι σου;»

«...Βούλωστο. Δεν πονάω πουθενά.»

«Αν δε φας, θα καταρρεύσεις πάλι.»

Το μικρό κορμάκι της Τάιγκα είχε τρομερά υψηλό μεταβολισμό, γι’αυτό αν έχανε έστω και ένα γεύμα, αμέσως έχανε τις δυνάμεις της και πάθαινε αναιμία. Ο Ρυουτζί γνώριζε ότι αυτό ακριβώς θα συνέβαινε και τώρα, γι’αυτό πήρε κοφτό και αυστηρό ύφος.

«Τέλος πάντων, άνοιξέ μου, γιατί δε σκοπεύω να σταματήσω να ταΐζω κάποιον που αρνείται να μου εξηγήσει γιατί δε θέλει να φάει.»

Μετά από λίγο, ακούστηκε ένα σχεδόν αδιόρατο πλατάγισμα γλώσσας. Αμέσως μετά, η αυτόματη πόρτα άνοιξε.




«...Ω.»

Βρισκόταν στο δεύτερο όροφο της αριστοκρατικής πολυκατοικίας.

Ο Ρυουτζί χωρίς να το σκεφτεί άφησε μια κραυγή έκπληξης μόλις είδε το πρόσωπο που ξεπρόβαλλε πίσω από τη δρύινη πόρτα που άνοιγε αργά.

«Τ, τι συνέβη...;»

«...»

Η σιωπηλή Τάιγκα είχε ρίξει μια κουβέρτα πάνω από το κεφάλι της, και το δαντελωτό βαμβακερό φόρεμά της ήταν άνω κάτω. Τα μαλλιά της ήταν επίσης μπερδεμένα και κολλημένα στο πρόσωπό της λες και προσπαθούσε να το κρύψει, και το ένα μάτι που διακρινόταν ήταν κατακόκκινο---Ακόμα και το πρόσωπό της φαινόταν να είναι τελείως υγρό. Ήταν ολοφάνερο ότι όλη αυτή την ώρα έκλαιγε μόνη της.

Η Τάιγκα ήταν κλαψιάρικο κορίτσι, αλλά ακόμα κι έτσι αυτό ήταν...

«Έι, έι. Περίμενε.»

Σέρνοντας την κουβέρτα πίσω της, η Τάιγκα προχώρησε στον κομψά διακοσμημένο μπεζ διάδρομο κατευθυνόμενη προς το σαλόνι. Λίγο διστακτικός, ο Ρυουτζί έβγαλε ωστόσο τα παπούτσια του και την ακολούθησε.

Μετά τη βαριά γυάλινη πόρτα, το θαυμάσιο σαλόνι που ήταν μεγαλύτερο από είκοσι τατάμι ήταν υπέροχα διακοσμημένο και έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου ξένου περιοδικού, αλλά,

«...Ααα...»

Μουρμούρισε ο Ρυουτζί και έξυσε το κεφάλι του.

Στο χαλί δίπλα στον καναπέ, ήταν σωριασμένα τσαλακωμένα σεντόνια και κουβέρτες που έμοιαζαν να είχαν παρθεί από την κρεβατοκάμαρα, και στο κέντρο του σωρού υπήρχε ένα μεγάλο βαθούλωμα ακριβώς στο μέγεθος της Τάιγκα. Χώρεσε ακριβώς εκεί μέσα, καθώς κάθισε σταυροπόδι στη λακκούβα και συμπλήρωσε το στρογγυλό σωρό. Χρησιμοποιώντας την κουβέρτα που είχε ρίξει πάνω στο κεφάλι της σαν σκέπασμα, η Τάιγκα κουκουλώθηκε τελείως και έγινε μια τέλεια Τίγρη Χικικομόρι.[2]

Ο κρυστάλλινος πολυέλαιος δεν ήταν αναμμένος, και μόνο ο κρυφός φωτισμός έριχνε ένα απαλό φως από το ταβάνι. Πιθανότατα καθόταν ακριβώς έτσι μέχρι πριν από λίγες στιγμές, χωρίς να μπορεί καν να δει το χρώμα του ουρανού μέσα από τις κλειστές κουρτίνες της.

«...Έι.»

«...»

Καθόταν έτσι κουλουριασμένη, βυθισμένη σε βαθιά κατάθλιψη.

Ο Ρυουτζί δίστασε για μια στιγμή. Όμως αμέσως, ατσάλωσε τη θέλησή του, τράβηξε ένα μέρος από τα σκεπάσματά της, και σκύβοντας κάθησε δίπλα στην Τάιγκα, που έμοιαζε με πουλάκι που προσπαθεί να κρυφτεί στη φωλιά του.

«Έλα τώρα, τι τρέχει;...Μήπως σε πονάει το σημείο που χτύπησες πριν; Θέλεις να πας στο νοσοκομείο;»

Παρεμπιπτόντως, αν και ήταν ατύχημα, ο Ρυουτζί ήταν αυτός που την είχε τραυματίσει. Ακόμα όμως και αν τον θεωρούσε ενοχλητικό, δε μπορούσε να μην της μιλήσει. Όμως η Τάιγκα χωρίς να απαντήσει, περιορίστηκε να κουλουριαστεί σαν μικρό τιγράκι και έχωσε το πρόσωπό της μέσα στα σεντόνια.

«...Είσαι εντάξει...σίγουρα...;»

Μετά από λίγα λεπτά, επιτέλους είπε κάτι με φωνή χαμηλή, σαν το βούισμα εντόμου.

«...Έι...»

«Χμ;»

«...Ο Κιταμούρα, μπορεί στ’αλήθεια...να με μισεί τώρα;»

Γύρισε το κρυμμένο της πρόσωπο ελάχιστα προς το πλάι, και τα υγρά από τα δάκρυα μάτια της που τον κοίταζαν μέσα από τα ανακατεμένα μαλλιά της, έμοιαζαν λιγάκι απελπισμένα. Η Τάιγκα κοιτούσε επίμονα τον Ρυουτζί.

---Άφησε ένα βαθύ, πολύ βαθύ αναστεναγμό.

«Έι, έλα τώρα...Ακόμα γι’αυτό στεναχωριέσαι;»

«Μα-»

«Σου το είπα και πριν, εντάξει; Ο Κιταμούρα είδε όλα όσα έγιναν στο οικογενειακό εστιατόριο με τα μάτια του. Κατάλαβε πως έκανες ό,τι έκανες επειδή σε προκάλεσαν, και ύστερα γνωρίζει πολύ καλά την αληθινή προσωπικότητα της Καβασίμα. Και τέλος πάντων, ο Κιταμούρα δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα μισούσε κάποιον για κάτι τέτοιο. Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό καλύτερα από όλους, σωστά; Στ’αλήθεια δεν θα έπρεπε να στεναχωριέσαι για κάτι τόσο ασήμαντο.»

«...Είναι, στ’αλήθεια έτσι...;»

«Σου λέω πως έτσι είναι.»

«...Τότε λοιπόν...Γιατί να είμαι τόσο κοντή;»

«Ε;»

Αυτή η ερώτηση τον έπιασε πραγματικά απροετοίμαστο, μια και δεν έχανε ποτέ το χρόνο του για να σκέφτεται γιατί οι άνθρωποι είναι όπως είναι. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα προσπάθησε να ξεστομίσει κάτι,

«Α, αυτό είναι...Υποθέτω πως αυτό είναι κληρονομικό, έτσι δεν είναι...»

Κατάφερε να δώσει μια κοινότυπη, σχετικά ασφαλή απάντηση. Ωστόσο, η Τάιγκα συνέχισε να μιλάει στον ίδιο τόνο με χαμηλή φωνή,

«...Είμαι κοντή, και το όνομά μου είναι παράξενο...και δε μπορώ να κάνω τίποτα μόνη μου...»

Σταμάτησε εκεί και σώπασε.

Αυτό ήταν κάτι που άκουγε για πρώτη φορά. Ότι η Τάιγκα ήθελε να κάνει κάτι για το όνομα ‘Τάιγκα’ που ήταν ομολογουμένως κάπως τραβηγμένο για κορίτσι, και για το μικρό της ανάστημα, που ήταν ο λόγος που την αποκαλούσαν ‘Μινιατούρα’. Τώρα που το είχε αναφέρει, ήταν αναμφισβήτητο ότι η Τάιγκα κατανάλωνε λαίμαργα γάλα και γαλακτοκομικά σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιαζόταν.

«Δεν είχα ιδέα...Ώστε στεναχωριέσαι για κάτι τόσο χαζό;»

«...Δεν είναι χαζό. Αντίθετα με σένα, είμαι ευαίσθητη εγώ.»

Τρίβοντας τα μάτια της με τις μικρές γροθιές της, η Τάιγκα ανασηκώθηκε επιτέλους και κάθησε κάτω δίπλα στον Ρυουτζί. Δεν μπορούσε να το δει πιο πριν επειδή το έκρυβαν τα μαλλιά της, αλλά υπήρχε μια κομπρέσα κολλημένη στο μέτωπό της. Φαίνεται πως είχε πρηστεί τελικά. Νιώθοντας ένα τσίμπημα πόνου στην καρδιά, ο Ρυουτζί σχεδόν ασυναίσθητα άρχισε να χαϊδεύει μαλακά την κομπρέσα με την άκρη του δαχτύλου του. Η Τάιγκα απλά τον άφησε να το κάνει,

«...Τι δηλαδή...Είμαι 165 εκατοστά ψηλή, και λοιπόν...»

Τα χείλη της φανέρωναν δυσαρέσκεια καθώς μουρμούριζε αυτές τις λέξεις, και κρέμασε λιγάκι το κεφάλι της. ‘Εγώ είμαι ελάχιστα ψηλότερος’, σκέφτηκε ο Ρυουτζί, αλλά αμέσως κατάλαβε. Δεν εννοούσε τον εαυτό της---

«...Και το όνομά μου, είναι τόσο εξωτικό, και έτσι...έτσι, έτσι...»

Αυτά ήταν πράγματα που είχε πει η Άμι Καβασίμα.

Με την ψηλή σιλουέτα της με τις τέλειες αναλογίες, και το όνομά της που ήταν χαριτωμένο και θύμιζε χαρακτήρα άνιμε[3], η τέλεια γυναίκα κατά την άποψη της Τάιγκα, η γυναίκα που είχε όλα όσα θα ήθελε να έχει και η ίδια, ήταν η Άμι Καβασίμα.

‘Τώρα καταλαβαίνω’, ανάσανε ο Ρυουτζί. Η Τάιγκα είχε πέσει σε τέτοια μαύρη κατάθλιψη γιατί εκτός του ότι ανησυχούσε για το τι σκεφτόταν ο Κιταμούρα γι’αυτήν, η Άμι της είχε δημιουργήσει σύμπλεγμα κατωτερότητας. Η επιπόλαιη γυναίκα που μισούσε είχε όλα όσα αυτή είχε επιθυμήσει να έχει. Από αυτή την άποψη, απλά δεν υπήρχε τρόπος να νικήσει...Σε μια τέτοια κατάσταση, κατά πάσα πιθανότητα ο οποιοσδήποτε θα ήθελε να κουλουριαστεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να απομονωθεί εκεί.

Δεν ήταν ότι ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε πώς ένιωθε. Έγνεψε μερικές φορές με σοβαρότητα,

«Και εκτός αυτού, είναι παλιά φίλη του Κιταμούρα. Ακόμα και οι οικογένειές τους τα πάνε καλά.»

«Αουχ...»

---Ήθελε να δείξει την υποστήριξή του με αυτό τον τρόπο, κάτι σαν ‘Καταλαβαίνω τι εννοείς’, όμως...Θυμίζοντας πάγο που έλιωνε, το πρόσωπο της Τάιγκα συσπάστηκε εξιολύπητα.

...Να πάρει. Φαίνεται πως άγγιξα το μεγαλύτερο κόμπλεξ...

Αν ήταν μόνο οι αναλογίες και το χαριτωμένο όνομα της Άμι, η Τάιγκα δε θα είχε πέσει σε τέτοια κατάθλιψη, αλλά εκτός από όλα αυτά, η Άμι είχε στενές σχέσεις με τον Κιταμούρα. Αυτό ήταν το σημαντικότερο, το ότι η Άμι είχε αυτό το τόσο σπουδαίο πλεονέκτημα ήταν που ανησυχούσε τόσο την Τάιγκα, γι’αυτό ήταν τόσο θλιμμένη. Επειδή κυνηγούσε μάταια αυτά που κατείχε η Άμι και που δεν μπορούσε να έχει αυτή.

Ο Ρυουτζί κατάλαβε επιτέλους το λάθος του, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Σαν το περιεχόμενο ενός χαλασμένου φασουλή σε κουτί, η Τάιγκα αποτραβήχτηκε πάλι στη χικικομόρι γωνιά της. Τελικά, κουκουλώθηκε πάλι τελείως με την κουβέρτα της,

«...Αναρωτιέμαι πώς μπορείς να είσαι τόσο χοντρόπετσος...Μένω κατάπληκτη από την αναισθησία σου...»

Το χαμηλόφωνο μουρμουρητό της ήταν γεμάτο πικρία. Όταν την άκουσε να του μιλάει έτσι, δε μπόρεσε να μην της ανταπαντήσει,

«Λοιπόν, εγώ μένω μονίμως κατάπληκτος από τον τρόπο που ζεις τη ζωή σου.»

«Τι;!»

Το αγενές σχόλιο που πέταξε χωρίς να το σκεφτεί έκανε την Τάιγκα να πάρει αμέσως φωτιά. Πέταξε στην άκρη την κουβέρτα της και στάθηκε όρθια.

«Λ, λοιπόν για κοίτα που ζωήρεψες ξαφνικά!»

«Για πες μου, τι, ακριβώς, από, μένα, σε, αφήνει, τόσο, κατάπληκτο!»

«Λοιπόν, να! Όπως τώρα! Περίμενε ένα...! Ωχ! Άουχ!»

Διακόπτοντάς τον, άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο με ένα μαξιλάρι,

«Εσύ! Είσαι! Ένα! Σκυλί! Ζωντόβολο!»

«Σκόνη! Έχει παντού σκόνη! Σταμάτα! Πουφ!»

«Σκασμός! Βούλωστο! Α...ψιού!»

«Αχ! Ωχ!...Ουα, τρέχει η μύτη σου!»

Περισσότερο κι από τα χτυπήματα ήταν οι προσβολές της...Ήταν αρκετό για να μην του αφήσει κανένα περιθώριο αντίστασης, αλλά εκείνη τη στιγμή...Το στομάχι της Τάιγκα γουργούρισε λες και γινόταν σεισμός.

«Ε;»

Ανοίγοντας διάπλατα τα θολά της μάτια και σταματώντας την επίθεσή της, η Τάιγκα κοίταξε κάτω το στομάχι της που έκανε αυτό τον τρομερό θόρυβο με έκπληκτο ύφος.

«Αναρωτιέμαι τι να ήταν αυτός ο θόρυβος μόλις τώρα.»

«Μη μου λες εμένα ‘Ε’! Αυτός ο ήχος ήταν από το στομάχι σου!...Ααχ, το ήξερα, πεινάς, έτσι δεν είναι; Άντε, έλα, πάμε να φάμε τονκάτσου.»

«Δε σου είπα πως δε θέλω;»

«Πιστεύω το στομάχι σου πιο πολύ από τα λόγια σου. Είναι σχεδόν ώρα να φύγει η Γιάσουκο, γι’αυτό άντε, σήκω πάνω.»

«...Το κρέας, είναι μαύρο χοιρινό;»

«Είναι μαύρο χοιρινό.»

«...Τα μέρη με το λίπος, μπορώ να τα φάω;»

«Α, ναι.»

Αν και λίγο απρόθυμα, η Τάιγκα άφησε επιτέλους τη φωλιά από κουβέρτες. Πρώτα την έβαλε να φυσήξει τη μύτη της, μετά έλεγξε ότι οι πόρτες ήταν καλά κλεισμένες και ότι είχε μαζί της τα κλειδιά της, και μετά την έβαλε να φορέσει τα σανδάλια της στα γυμνά της πόδια. Και μετά από όλα αυτά, ο Ρυουτζί κατάφερε με επιτυχία να βγάλει την Τάιγκα από το διαμέρισμά της.

Προχώρησαν κάτω από τον ουρανό που είχε πάρει ένα πιο βαθύ μπλε χρώμα από πριν, και μόλις ανέβηκαν τη σκάλα του νοικιασμένου σπιτιού δίπλα,

«Ρυου-τσαν!»

Το δακρυσμένο πρόσωπο της Γιάσουκο ξεπρόβαλλε από την εξώπορτα. Από ό,τι φαινόταν, τους περίμενε και τους δύο με ανυπομονησία μέχρι τώρα χωρίς να φάει.

«Τα τονκάτσου είναι έτοιμα, αλλά δεν έχουμε καθόλου σος, δε μπορούμε να τα φάμε έτσι!»

Κρατώντας στο ένα χέρι το αδειανό μπουκάλι της σος, είπε στον γιο της το τρομερό αυτό νέο.


Κάνοντας βιαστικά μεταβολή, ο Ρυουτζί και η Τάιγκα έτρεξαν γοργά στο κοντινότερο παντοπωλείο. Ο Ρυουτζί πήγε βιαστικά στο διάδρομο με τις σος, ενώ η Τάιγκα πήγε μόνη της να χαζέψει τα περιοδικά.

Αφού πλήρωσε για τη σος,

«Άντε, δεν έχουμε χρόνο, πάμε να φύγουμε.»

Έδωσε μια στον πισινό της Τάιγκα με την τσάντα του παντοπωλείου. Η Τάιγκα τον κοίταξε προσβεβλημένη,

«Σε άκουσα, γι’αυτό σταμάτα να κάνεις φασαρία και μην αγγίζεις τον πισινό μου, ανώμαλο σκυλί. Περίμενε μισό λεπτό...Α.»

Καθώς ξεφύλλιζε ένα περιοδικό, τα δάχτυλά της που γύριζαν ανυπόμονα τις σελίδες σταμάτησαν ξαφνικά. Και καθώς ο Ρυουτζί είχε προχωρήσει μπροστά της και είχε σχεδόν βγει από την πόρτα, η Τάιγκα τον έπιασε από το μπλουζάκι και τον τράβηξε πίσω.

«Έι, ρίξε μια ματιά εδώ.»

Του έδειξε μια σελίδα. Ο Ρυουτζί έκανε μεταβολή διερωτόμενος ‘Τι;’, και ενστικτωδώς σταμάτησε όταν είδε τη φωτογραφία που του έδειχνε.

«...Για φαντάσου, η Άμι Καβασίμα.»

Στο κάτω μέρος της σελίδας υπήρχε μια μικρή στήλη με τη φωτογραφία της Άμι με καθημερινά ρούχα και τις παρακάτω λέξεις.

---Μετά από αυτό το τεύχος, η Άμι-τσαν θα κάνει μια μικρή διακοπή για λίγο καιρό για να ασχοληθεί με την εκπαίδευσή της. Ανυπομονούμε να την ξαναδούμε!

«Αυτό σημαίνει ότι θα σταματήσει να δουλεύει. Αυτό λέει εδώ.»

«Ώστε σταματάει τη δουλειά της επειδή μετακόμισε εδώ;...Το σχολείο μας, είναι άραγε τόσο σπουδαίο...»

Κατά κάποιο τρόπο, όλο αυτό δε φαινόταν και πολύ λογικό, όμως,

«Πφ, δεν είναι ώρα τώρα να χαζολογάμε κουβεντιάζοντας. Αν δε βιαστούμε, η Γιάσουκο θα αργήσει.»

Έβαλαν το περιοδικό στη θέση του, και οι δυο τους βγήκαν τρέχοντας από το κατάστημα, πέρασαν από το πάρκινγκ και βγήκαν στο δρόμο.

«...Χμ;»

«...Τι τρέχει;»

Σχεδόν ταυτόχρονα, είδαν κάτι παράξενο που τους έκανε να σταματήσουν. Ενστικτωδώς στράφηκαν και κοιτάχτηκαν.

Ένα περίεργο και μυστηριώδες άτομο πέρασε από μπροστά τους σε πολύ κοντινή απόσταση. Φορούσε μια μαύρη ολόσωμη φόρμα και γυαλιά ηλίου, αν και ήταν νύχτα, επομένως τα φορούσε για κάλυψη, και επιπλέον φορούσε και ένα πλατύγυρο καπέλο. Παρόλα αυτά, με τα μακριά, λεπτά της πόδια, τα λυτά, λαμπερά μαλλιά της, το μικρό της πρόσωπο και το καταπληκτικό στυλ της, όπως και να το έβλεπε κανείς, δε μπορούσε παρά να είναι το άτομο που ήταν ασφαλώς το μοναδικό μοντέλο σε αυτή την πόλη---Το άτομο που είχαν μόλις δει στο περιοδικό.

Η Τάιγκα για προφανείς λόγους μόρφασε δυσαρεστημένη,

«Ρωτάς τι τρέχει...Αυτή είναι...»

«...Κατά φωνή...Μα τι εμφάνιση είναι αυτή;»

Με αυτό το περίεργο ντύσιμο, το μόνο που κατάφερνε ήταν να προκαλεί περισσότερο την προσοχή. Αν βρισκόντουσαν στο Χιρού[4] ή το Αζάμπου [5], τότε, ίσως, να μπορούσε να περάσει απαρατήρητη μέσα στην πόλη με αυτό το στυλ του διάσημου καλλιτέχνη που προσπαθεί να κρύψει την ταυτότητά του. Όμως σ’αυτή τη συνοικιακή περιοχή, κανείς δε θα παραπονιόταν για αξιόποινες πράξεις, ακόμα και αν κάποιος την περνούσε για κομψά ντυμένη ληστή παντοπωλείων και την ανέφερε στην αστυνομία.

Η Άμι μπήκε στο παντοπωλείο και όπως ήταν φυσικό πήρε ένα καλάθι, αλλά η συνέχεια ήταν μάλλον αξιοσημείωτη. Πήρε σχεδόν όλα τα γλυκά και τα παγωτά που ήταν αραδιασμένα στα ράφια και τα έριξε στο καλάθι της με απίστευτο εκνευρισμό. Συνέχισε με μεσημεριανά σε πακέτο, μεζεδάκια, ακόμα και γλυκά ψωμάκια. Και πλαστικά μπουκάλια με μη-διαιτητικά αναψυκτικά---γλυκά αναψυκτικά με ανθρακικό. Ακόμα και ο υπάλληλος του καταστήματος είχε γείρει πάνω από το ταμείο του για να παρατηρήσει καλύτερα την παράξενη συμπεριφορά της.

«...Τι μυστήρια...Μήπως δίνει κανένα πάρτυ στο σπίτι της ή τίποτα τέτοιο;»

«Όχι...δεν το νομίζω, όχι με αυτά τα πράγματα. Κοί~τα, να δεις...τελικά είδα κάτι πολύ ενδιαφέρον σήμερα.»

Με ένα γελάκι, η Τάιγκα στάθηκε μπροστά στον Ρυουτζί και άρχισε να βαδίζει με γοργό βήμα. Φαινόταν να έχει καταλάβει κάτι, αλλά δεν έμοιαζε να θέλει να μοιραστεί την πληροφορία μαζί του.

«Ρυουτζί, ας βιαστούμε.»

«Α, ναι.»

Στο κάτω κάτω βιαζόντουσαν. Αφήνοντας στην άκρη για την ώρα όσα είχαν συμβεί, η Τάιγκα και ο Ρυουτζί άρχισαν να τρέχουν στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, προς την κατοικία των Τακάσου όπου τους περίμενε το τονκάτσου τους.

Όμως εκείνη την ώρα, περιέργως το στόμα της Τάιγκα χαμογελούσε ειρωνικά, σαν να το διασκέδαζε.


Πίσω σε Κεφάλαιο 2 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 4