Toradora! (Greek):Volume2 Spin-off

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Δευτερεύουσα ιστορία

Ο θρύλος της Τίγρης Μινιατούρας που φέρνει ευτυχία

Ο τρίτος όροφος του παλιού σχολικού κτιρίου.

Αν και τα μαθήματα είχαν μόλις τελειώσει, ο διάδρομος ήταν κιόλας μισοσκότεινος και δε φαινόταν κανένας άλλος μαθητής. Οι λάμπες φθορισμού στο ταβάνι κατά διαστήματα βούιζαν και αναβόσβηναν, φωτίζοντας με ένα καταθλιπτικό φως το ήδη μελαγχολικό πρόσωπο του Τομίε Κούτα καθώς βάδιζε στο διάδρομο.

Κάποια στιγμή έφτασε επιτέλους μπροστά σε μια πόρτα που είχε πάνω της ένα χαρτί κολλημένο με σελοτέιπ. Πάνω στο χαρτί ήταν γραμμένες βιαστικά με μολύβι μερικές λέξεις.

Το χαρτί έγραφε, «Αίθουσα μαθητικού συμβουλίου».

«Χαα». Ο Κούτα αναστέναξε και κοίταξε με κουρασμένα μάτια το παλιό πόμολο της πόρτας. Αναρωτήθηκε, τι νόημα είχε να έρχεται εδώ κάθε μέρα---

«Μπουαχαχαχα!»

«...Αυτή πρέπει να είναι η πρόεδρος.»

Οπισθοχώρησε άθελά του καθώς άκουσε το βροντερό γέλιο πίσω από την πόρτα, και δίστασε να μπει μέσα. Χωρίς να το σκεφτεί, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του ιδιοκτήτη αυτού του γέλιου.

Ένα αξιόπιστο άτομο που μερικές φορές επιδείκνυε μια πατρική, αυστηρή αγάπη...Κάτι σαν μεγαλύτερος αδελφός ή προπονητής, τέτοιοι όροι ταίριαζαν στην χαρακτηριστικά ‘αρρενωπή’ προσωπικότητα αυτού του ατόμου. Ο Κούτα είχε αποφασίσει ότι δεν μισούσε αυτό το είδος του ανθρώπου. Ωστόσο,

«Με συγχωρείτε.»

Με μια συνεχόμενη κίνηση άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.

«Έι! Άργησες, πρωτοετή! Άντε, κάτσε, κάτσε εκεί!»

«...Εντάξει.»

Είχαν ήδη μεσολαβήσει λίγες εβδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση, αλλά ακόμα δε μπορούσε να το συνηθίσει.

«Τι ξεψυχισμένη απάντηση είναι αυτή;»

Τσκ, έκανε η αρρενωπή προσωπικότητα που λεγόταν Σουμίρε Κάνου, συνοδεύοντας το πλατάγισμα της γλώσσας με ένα χαρούμενο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Λέγοντάς του «Άντε, φάε», του πέταξε ένα γλυκό.

Όμως πέρα απ’αυτά, αυτό το άτομο ήταν,

«Με συγχωρείς, πρόεδρε, έχω εδώ τα οικονομικά στοιχεία του προηγούμενου έτους.»

«Ααα, δώστα να τους ρίξω μια ματιά.»

Με μακριά μεταξένια μαύρα μαλλιά που έπεφταν στους λεπτούς ώμους της, ωχρό πρόσωπο, και σοβαρό ύφος, ήταν η τέλεια εικόνα μιας Γιαπωνέζας καλλονής.

Ήταν η Σουμίρε Κάνου, η πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.

Ήταν επίσης μια άριστη μαθήτρια, που ποτέ δεν είχε παραχωρήσει σε άλλον την πρώτη θέση στη βαθμολογία από τότε που είχε έρθει στο σχολείο. Παρεμπιπτόντως, η αδελφή της Σάκουρα Κάνου που ήταν δύο χρόνια μικρότερη, ήταν πρωτοετής στο σχολείο, και όλοι οι μαθητές τις αποκαλούσαν ‘οι αδελφές Κάνου’. Αν και, σαν πρόεδρος και μεγαλύτερη, η Σουμίρε έμοιαζε περισσότερο σαν μεγαλύτερος αδελφός.

«Έι, Κούτα. Πάλι έτρωγες μόνος σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Έτυχε να περάσω από την τάξη σου και σε είδα ολομόναχο.»

«...Σε παρακαλώ να κοιτάς τη δουλειά σου.»

Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο με τα πόδια ανοιχτά και κρατώντας τα έγγραφα στο ένα χέρι, η Σουμίρε τον κοίταζε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Δε φαινόταν διατεθειμένη να τον αφήσει στην ησυχία του.

«Ακόμα δεν έχεις κάνει φίλους; Παρόλο που κοντεύει να τελειώσει ο Μάιος; Δεν πάνε κιόλας δυο μήνες από τότε που ξεκίνησες το λύκειο;»

Δεν υπήρχε ίχνος συμπόνοιας στα λόγια που έβγαιναν από τα ρόδινα χείλη της. Ο Κούτα έμεινε σιωπηλός, γυρίζοντάς της την πλάτη του και κοιτάζοντας επίμονα την ατζέντα του.

«Εσύ, ένας πρωτοετής, τολμάς να αγνοείς εμένα;»

«Έλα τώρα, πρόεδρε.»

Αυτός που έσπευσε σε βοήθειά του ήταν ο δευτεροετής αντιπρόεδρος, ο Γιουσάκου Κιταμούρα. Με τα σοβαρά γυαλιά του με τον ασημένιο σκελετό να λάμπουν στον ήλιο, παρενέβη μιλώντας ήρεμα.

«Ο Κούτα ξεκίνησε με ένα μήνα καθυστέρηση, επομένως πάει μόλις ένας μήνας που άρχισε το σχολείο.»

«Ααα, ναι, σωστά!»

Η Σουμίρε χτύπησε τα χέρια της σαν να χειροκροτούσε.

«Τι έγινε, σε χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν την τελετή έναρξης...;»

«...Όχι. Με χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν τις εξετάσεις για το λύκειο που ήταν η πρώτη επιλογή μου.»

«Σωστά, σωστά, χμμ, α ναι θυμήθηκα τώρα, το σπίτι του γείτονά σας έπιασε φωτιά και εξαιτίας αυτού το δικό σου σπίτι πλημμύρισε...»

«...Αυτό συνέβη την παραμονή της εκδρομής μου στο γυμνάσιο. Τη μέρα πριν την τελετή έναρξης του λυκείου, είχα έναν έντονο πονόκοιλο που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν σκωληκοειδίτιδα, με αποτέλεσμα να πάθω κρίση σκωληκοειδίτιδας την ώρα που είχαμε βγει για φαγητό για να το γιορτάσουμε, και μετά να χτυπήσω πάνω σε ένα από τα γειτονικά τραπέζια και να λιποθυμήσω...»

«Ααα! Και μετά μπήκες στο νοσοκομείο για ένα μήνα!»

--- Ο Κούτα μπορούσε μόνο να κρεμάσει σιωπηλά το κεφάλι του καθώς τον έδειχνε με το δάχτυλο. Ήξερε ήδη τι θα έλεγε μετά η Σουμίρε.

«Σοβαρά τώρα, τραβάς τα ατυχήματα σαν μαγνήτης!»

Μπουαχαχαχα!...Μα τόσο αστείο το έβρισκε;

«Πρόεδρε, μη γελάς τόσο. Κάνεις τον Κούτα να αισθάνεται άσχημα.»

Ένα ακατάσχετο γέλιο συνέχισε να ακούγεται μέχρι που παρενέβη ο Κιταμούρα, και μια δυο γενικές γραμματείς – δευτεροετείς – έκαναν πως ήταν πολύ απορροφημένες από τη δουλειά τους, όμως οι ώμοι τους τραντάζονταν από το σιωπηλό γέλιο.

‘Γέλα όσο θέλεις’, κατέβασε μούτρα ο Κούτα και γύρισε από την άλλη. Συγγνώμη που είμαι τόσο άτυχος. Πάντως, πραγματικά ήταν άτυχος.

Όποτε επρόκειτο να του συμβεί κάτι σημαντικό, ο Κούτα αναπόφευκτα θα υπέφερε από κάποιο ανελέητο χτύπημα της μοίρας. Από τότε που είχε γεννηθεί μέχρι σήμερα, έτσι ήταν πάντα. Παρεμπιπτόντως, η βιντεοκάμερα του πατέρα του είχε μείνει από μπαταρία τη στιγμή που γεννιόταν ο Κούτα, κι αυτό είχε αποσπάσει την προσοχή του μαιευτήρα, με αποτέλεσμα να του πέσει το νεογέννητο πάνω στο τραπέζι της αίθουσας τοκετών.

Και έτσι είχε πάντοτε προβλήματα μέχρι σήμερα. Όπως και να είχε όμως, ήταν δική του η απόφαση να συμμετάσχει στο μαθητικό συμβούλιο.




Επειδή είχε ξεκινήσει καθυστερημένα τη ζωτικής σημασίας είσοδό του στο λύκειο, ο Κούτα , χωρίς να το συνειδητοποιήσει, είχε ξεκόψει από τους υπόλοιπους. Μια και δεν ήταν εξαρχής ιδιαίτερα εύθυμος και ζωηρός, είχε σκεφτεί να γίνει μέλος μιας λέσχης για να κάνει φίλους, όμως είχε χάσει την περίοδο εγγραφής των πρωτοετών σε λέσχες και έτσι δεν είχε την ευκαιρία να γίνει μέλος σε κάποια λέσχη.

Δεν τον μισούσαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά εξαιτίας όλων αυτών είχε καταλήξει να μην έχει καθόλου φίλους για να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του. Μια μέρα καθώς αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί σε μια τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση, ο Κούτα είδε ένα πόστερ που έλεγε:

«Ζητούνται βοηθοί γενικών καθηκόντων! Οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι! Μαθητικό συμβούλιο»

Βοηθός γενικών καθηκόντων...Βασικά, θεώρησε ότι αυτό σήμαινε απλώς να βοηθάει σε διάφορες δραστηριότητες. Δεν ήταν πως ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να βοηθάει το μαθητικό συμβούλιο στις δουλειές του. Όμως, οι λέξεις ‘οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι’, του έκαναν μεγάλη εντύπωση εκείνη τη στιγμή. Σαν να ήταν ανοιχτή η πόρτα του τελευταίου βαγονιού του τρένου που είχε μόλις χάσει---Έτσι ένιωθε.

Είχε ελπίσει πως θα μπορούσε να γίνει φίλος με άλλους πρωτοετείς βοηθούς. Ή τουλάχιστον, πως αν γινόταν μέλος του μαθητικού συμβουλίου, θα έπαυε να είναι ένα τίποτα όπως ήταν τώρα. Έτσι είχε νομίσει.

Ακόμα θυμόταν καθαρά τη στιγμή που, αφού είχε μαζέψει όλο του το κουράγιο μπροστά στην πόρτα του μαθητικού συμβουλίου, είχε ανοίξει αυτή την πόρτα για πρώτη φορά.

Θυμήθηκε την πανέμορφη μαυρομάλλα Yamato Nadeshiko που είχε γυρίσει ξαφνιασμένη να τον κοιτάξει. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε φανταστεί πως θα δούλευε μαζί με μια τέτοια καλλονή στο μαθητικό συμβούλιο. Τι τυχερός που ήταν---έτσι είχε νομίσει. Όμως αυτή τον χαιρέτησε σαν άντρας, κραυγάζοντας «Γειαχαραντάν!» και σηκώνοντας ψηλά το χέρι της. Μετά έπεσε άκομψα σε μια καρέκλα με ανοιχτά τα πόδια, και είπε «Πρωτοετής, έτσι; Τι χαμπάρια; Έλα, κάτσε!», και έδειξε μια άδεια καρέκλα...Τα πόδια του Κούτα λύγιζαν. Μπροστά του είχε έναν αξιόπιστο ‘μεγάλο αδελφό’ μεταμφιεσμένο σε Yamato Nadeshiko.

Επιπλέον, δεν υπήρχαν άλλοι πρωτοετείς βοηθοί και ακόμα και ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης του αγνοούσε ότι υπήρχε τέτοια θέση στο μαθητικό συμβούλιο, γι’αυτό και αντέδρασε λέγοντας «Ε; Είσαι βοηθός είπες;»

Όμως δε μπορούσε να παραιτηθεί επειδή τα πράγματα δεν είχαν έρθει όπως ήλπιζε, κι έτσι ο Κούτα ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου κάθε μέρα χωρίς άλλο.

Πραγματικά ήταν άτυχος.

«---Ααχ, αν μόνο μπορούσα να αγγίξω την Τίγρη Μινιατούρα...»

Μονολόγησε φωναχτά, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. Όμως,

«...Χμ;»

Ο Κιταμούρα ανταποκρίθηκε αμέσως.

«Τώρα μόλις, είπες κάτι για την Τίγρη Μινιατούρα;»

«...Κιταμούρα-σενπάι, ξέρεις για την Τίγρη Μινιατούρα;»

«Μην απαντάς σε μια ερώτηση με μια άλλη ερώτηση.»

Ο Κιταμούρα έδωσε μια ελαφριά καρπαζιά στο κεφάλι του Κούτα με την άκρη του σημειωματάριου της Σουμίρε, εν είδει φιλικής επίπληξης.

«Έι!...Τι κάνεις; Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, γιατί θέλω πολύ να μάθω.»

Με την άκρη του σημειωματάριου ακουμπισμένη στο κεφάλι του Κούτα, άρχισε να το σέρνει γρήγορα μπρος πίσω, σαν πριόνι.

«Ααχ, κ-καίει!»

«Μην παίρνεις αψήφιστα το σημειωματάριο, κατά βάση είναι ξύλο ξέρεις. Τι θέλεις να μάθεις;»

«Τ, τι βίαιος...Απλώς πρόκειται για κάτι που έλεγαν τα παιδιά στην τάξη μου.»

---Με δυο λόγια, είχε ακούσει ότι αν άγγιζε κανείς την Τίγρη Μινιατούρα, θα είχε καλοτυχία για όλα του τα χρόνια στο λύκειο.

Ο Κούτα είχε ακούσει γι’αυτό σαν ένα από τα επτά θαύματα του σχολείου εκείνη τη μέρα, την ώρα περίπου που η Σουμίρε τον είχε δει να κάθεται μόνο του στο απογευματινό διάλειμμα. Το είχε ακούσει από μια παρέα αγοριών που φλυαρούσε πίσω του.

«Χμμ. Και επειδή είσαι τόσο άτυχος, σκέφτηκες να το δοκιμάσεις, αλλά επειδή δεν είστε φίλοι, δε μπορούσες να τους ζητήσεις λεπτομέρειες, τώρα κατάλαβα τι έγινε.»

«Τι ντροπιάρης.» Όταν άκουσε τη Σουμίρε που ξανάρχισε να μιλάει, ο Κούτα της γύρισε την πλάτη για άλλη μια φορά και μουρμούρισε κατσουφιασμένα.

«Εντάξει, φτάνει. Σταματήστε μ’αυτό το θέμα σας παρακαλώ...Απλώς αναρωτιόμουν γι’αυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Είναι σίγουρα απλώς μια ιστορία.»

«Όχι, κάνεις λάθος.»

Η φωνή του Κιταμούρα αντήχησε απόκοσμα στο δωμάτιο.

«Η Τίγρη Μινιατούρα υπάρχει στ’αλήθεια. Την έχω δει με τα μάτια μου.»

«Εε;! Μου λες αλήθεια;»

Προς μεγάλη του έκπληξη, η Σουμίρε σήκωσε κι αυτή το χέρι της,

«Κι εγώ την έχω δει.»

Κι άλλα μέλη σήκωσαν τα χέρια τους μετά την πρόεδρο και είπαν πως υπάρχει, ανταλλάσσοντας ματιές μεταξύ τους.

«Ώστε όλοι εσείς από τις μεγαλύτερες τάξεις λέτε πως την έχετε δει;»

«Ναι, είναι πολύ γνωστή σε μας τους δευτεροετείς...Όμως να υπάρχει θρύλος που να λέει ότι η Τίγρη Μινιατούρα φέρνει ευτυχία...Ώστε έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις...»

Σαν να μη μπορούσε να κρατηθεί άλλο, ο Κιταμούρα άφησε ένα σιγανό γέλιο. Ακόμα και η Σουμίρε και οι άλλοι χαμογελούσαν παράξενα.

«...Τ, τι σας έπιασε όλους...;»

Μην καταλαβαίνοντας τι γινόταν και προσπαθώντας να βγάλει άκρη, ο Κούτα κοίταξε γύρω του με αβοήθητο ύφος, αλλά,

«Αυτό είναι!»

Αναφώνησε ξαφνικά η Σουμίρε.

«Κούτα, να πας να αγγίξεις την Τίγρη Μινιατούρα.»

«...Εε;»

«Αν έχουμε κάποιον τόσο επιρρεπή στην ατυχία όσο εσύ εδώ, μπορεί να μεταδώσεις την κακοτυχία σου και στο υπόλοιπο συμβούλιο, σωστά; Λοιπόν, ως πρόεδρος σου δίνω αυτή την εντολή: οφείλεις να αγγίξεις την Τίγρη Μινιατούρα και να θεραπεύσεις την κακοτυχία σου, και δεν επιτρέπεται να αποτύχεις.»

«...Ακόμα κι αν μου λες να θεραπεύσω την κακοτυχία μου, δεν ξέρω ούτε καν τι είναι η Τίγρη Μινιατούρα.»

«Θα μπορούσες να ρωτήσεις τους συμμαθητές σου. Ξεκίνα να συγκεντρώνεις πληροφορίες το συντομότερο δυνατόν, από αύριο κιόλας.»

«...Σαν δύσκολο μου φαίνεται.»

Κάνοντας «Τι πρά~γμα;», τα μάτια της Σουμίρε έγιναν κοφτερά σαν μαχαίρια, μέχρι που ο Κιταμούρα μπήκε πάλι στη μέση λέγοντας «Έλα τώρα,»

«Υποθέτω πως είναι δύσκολο να σε ρίξουμε έτσι αβοήθητο στα βαθιά, τελικά. Κούτα, θα σου δώσω ένα στοιχείο για να σε βοηθήσω. Στην τάξη μου, τη 2-Γ, υπάρχει κάποια που λέγεται Κουσιέντα. Καλό θα ήταν να μιλήσεις μαζί της. Από όσο ξέρω, αυτή ξέρει περισσότερα από κάθε άλλον στο σχολείο για την Τίγρη Μινιατούρα.»

«Κουσιέντα...σενπάι, έτσι τη λένε;»

Γνέφοντας καταφατικά, ο Κιταμούρα κοίταξε τον Κούτα με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, αλλά,

«...Κιταμούρα-σενπάι.»

«Χμ;»

«Φαίνεται σαν να το διασκεδάζεις.»

«Ναι, λιγάκι.»

Τα έξυπνα μάτια πίσω από εκείνα τα γυαλιά, έμοιαζαν να έχουν απύθμενο βάθος. Ακόμα και τώρα που χαμογελούσε, η ήρεμη ματιά του έμοιαζε να διαπερνά τον Κούτα ως τα βάθη της ψυχής του.

Ο Κούτα έβλεπε πάντα τον Κιταμούρα σαν έναν ευγενικό δευτεροετή, αλλά στην τελική, ήταν το δεξί χέρι της Σουμίρε---Ή μάλλον, για κάποιο λόγο ένιωθε ότι κάτι έτρεχε με όλους τους συγκεντρωμένους στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου.

Ο πρωταθλητής της γκαντεμιάς Κούτα έβαλε κατά μέρος τη δική του παραξενιά και έμεινε να κοιτάζει καχύποπτα τα πρόσωπα των μεγαλύτερων συμμαθητών του.


* * *


Κατάλαβες, Κούτα; Πρώτα απ’όλα, η Τίγρη Μινιατούρα είναι πραγματική. Δεύτερον, είναι πολύ άγρια, και γι’αυτό θα είναι πολύ δύσκολο να την αγγίξεις.

---Αυτά τα στοιχεία του είχε δώσει η Σουμίρε, αποκαλώντας τα ‘ειδική προσφορά’. Όμως μόνο μ’αυτά, εξακολουθούσε να μη γνωρίζει τι ακριβώς ήταν αυτή η Τίγρη Μινιατούρα. Συνήθως, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, επρόκειτο για κανένα μπρούτζινο αγαλματάκι ή κάτι ανάλογο.

«...Με δουλεύουν, το ξέρω.»

Ήταν την επόμενη μέρα, και ο Κούτα στεκόταν υπάκουα έξω από την πόρτα της τάξης 2-Γ.

Όπως και να είχε, είχε αυστηρές διαταγές από τη Σουμίρε---Του είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι αν αγνοούσε τις εντολές της, οι συνέπειες θα ήταν πολύ δυσάρεστες.

«Εμμ, με άλλα λόγια...Θα με απολύσεις;»

Αν επρόκειτο μόνο γι’αυτό, δε θα τον πείραζε και τόσο. Όμως,

«Όχι. Θα σε υποχρεώσω να γίνεις ο επόμενος πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.»

«...Δε θα έπρεπε ο επόμενος πρόεδρος να είναι ένας από τους δευτεροετείς;»

«Συγχαρητήρια! Θα είσαι ο πρώτος πρωτοετής πρόεδρος.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση.»

Έτσι, κοιτάζοντας θλιμμένα το πάτωμα, κατευθύνθηκε ολομόναχος προς την τάξη της δευτέρας λυκείου. Εδώ και λίγη ώρα έριχνε κλεφτές ματιές μέσα, αλλά μη μπορώντας να βρει τον αξιόπιστο Κιταμούρα, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Δε φαινόταν να μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να φωνάξει κάποιον μόνος του και να του ζητήσει να τον πάει στην Κουσιέντα.

«Εμμ, με συγχωρείτε.»

«Ναι;»

Μαζεύοντας όλο του το θάρρος, φώναξε μια δευτεροετή που περνούσε. Γυρίζοντας να τον κοιτάξει,

«Τι συμβαίνει;»

Είχε ένα φωτεινό χαμόγελο, και κοιτούσε τον Κούτα με καλοσυνάτα καστανά μάτια. Με το στρογγυλό της πρόσωπο να αστράφτει από ένα λαμπερό χαμόγελο, τα απαλά και γυαλιστερά ρόδινα χείλη, και την ειλικρινή και υγιή εμφάνισή της, ήταν τελείως διαφορετική από την τύπου ‘μεγάλος αδελφός’ εμφάνιση της προέδρου.

«Α, εμμ...ε, εγώ ψάχνω την Κουσιέντα-σενπάι που πρέπει να είναι σ’αυτήν»

«Εδώ~!»

«την τάξη...Ε, ναι λοιπόν.»

Κοιτούσε το κορίτσι μπροστά του που είχε σηκώσει ψηλά το χέρι της. Ο Κούτα έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. Χμμ, καθώς ξανασκεφτόταν τι είχε συμβεί, αυτή που φώναξε ξαφνικά «Εδώ~!» ήταν,

«Εγώ είμαι η Κουσιέντα~.»

«Ναι.»

Πραγματικά, ήταν ένα χαριτωμένο αλλά κάπως παράξενο κορίτσι...Ένιωσε να τον κυριεύει η απογοήτευση για άλλη μια φορά. Όλοι όσοι συναντούσε εδώ φαινόντουσαν να είναι παράξενοι, κι ο Κούτα αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν άλλη μια εκδήλωση της συνεχούς κακοτυχίας του.

«Έλα τώρα, τι είναι αυτό το ‘ναι’! Εσύ ήσουν που με φώναξες, ξέρεις!»

Τον σκούντησε στον ώμο με κάπως υπερβολική οικειότητα, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Κατάφερε όμως να κρατηθεί όρθιος και κοίταξε κατευθείαν μπροστά.

«...Ο Κιταμούρα-σενπάι μου σύστησε να σε βρω.»

Δεν ήθελε να υποστεί τις επιπλήξεις της Σουμίρε, επομένως για την ώρα έπρεπε να τα βγάλει πέρα με την Κουσιέντα. Όμως,

«Ο Κιταμούρα-κουν; Μμμ, όμως εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’αυτό, ξέρεις;»

«Εε...»

Ο Κούτα έμεινε εκεί άφωνος, καθώς ξανάφερνε στη μνήμη του το πρόσωπο του διοπτροφόρου αντιπρόεδρου. Σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να της εξηγήσει από την αρχή γιατί και πώς αναζητούσε την Τίγρη Μινιατούρα. Το όλο πράγμα ήταν αρκετά ντροπιαστικό. Ένας πρωτοετής να έρχεται στα καλά καθούμενα σε μια τάξη της δευτέρας και να ρωτάει «Πού μπορώ να βρω την Τίγρη Μινιατούρα;»---αυτό ήταν, πράγματι, κάπως...

«Έι, Κουσιέντα! Αυτός εκεί είναι ένας πρωτοετής, ο Τομίε Κούτα. Θέλει να μάθει για την Τίγρη Μινιατούρα, γι’αυτό του σύστησα εσένα. Θέλω να πω, εσύ ξέρεις τα πάντα γι’αυτό το θέμα. Λοιπόν, τα λέμε!»

Σαν περαστικό αεράκι, ο Κιταμούρα εμφανίστηκε από το πουθενά και εξήγησε όλα αυτά που ο Κούτα ντρεπόταν να ξεστομίσει και μετά εξαφανίστηκε εξίσου γρήγορα.

«Ε;»

Το ίδιο γρήγορα, τα μάτια της Κουσιέντα έγιναν συννεφιασμένα και απόμακρα.

«Ώστε θέλεις να μάθεις για την Τίγρη Μινιατούρα...;»

«...Σενπάι, τι ύφος είναι αυτό;»

«Μη μιλάς.»

Σαν για να κόψει το δρόμο διαφυγής του Κούτα, η Κουσιέντα άπλωσε τα μπράτσα της παραμένοντας μπροστά στην πόρτα. Το προηγούμενο λαμπερό χαμόγελό της είχε χαθεί εντελώς, και το είχε αντικαταστήσει μια αδειανή έκφραση.

«Όταν μάθεις για την Τίγρη Μινιατούρα, τι σκοπεύεις να κάνεις;»

Μιλώντας με μια επίτηδες χαμηλωμένη και βραχνή φωνή, τον κοίταξε ερευνητικά.

«Α, αυτό που...να προσπαθήσω να την αγγίξω...»

«Να αγγίξεις. Να την αγγίξεις. Θέλεις να αγγίξεις. Θέλεις να την αγγίξεις.»

«...Το είπες τέσσερεις φορές, έτσι δεν είναι; Ε ναι λοιπόν.»

Φιου~. Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησε η Κουσιέντα χάιδεψε τα μαλλιά του Κούτα.

«...Έχεις ασφάλεια; Εννοείται πως μιλάω για ασφάλεια ατυχημάτων.»

«Έχω.»

Λόγω της κακοτυχίας που τον κυνηγούσε, είχε φροντίσει να ασφαλιστεί για ατυχήματα πάσης φύσεως.

Ακούγοντας την απάντησή του, η Κουσιέντα έγνεψε καταφατικά με αποφασιστικότητα.

«Υποθέτω πως είναι εντάξει, στο κάτω κάτω είσαι νέος...Φαίνεται πως ακόμα δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι η Τίγρη Μινιατούρα...»

«Ναι. Γι’αυτό ήρθα να ρωτήσω εσένα.»

«Ό,τι και να σου πει μια γριά σαν και μένα, δε θα μπορέσεις να καταλάβεις...Ένα μόνο πράγμα μπορεί να σου μάθει αυτή η γριά...Η λέξη ‘μινιατούρα’ έχει να κάνει με το μέγεθος της Τίγρης Μινιατούρας...»

...Γριά;

Και μπροστά στα μάτια του μπερδεμένου Κούτα,

«Ουχ~! Γκουχ! Γκουχ, γκουχ!»

«Κου, Κουσιέντα-σενπάι, είσαι καλά;...Εεε;!»

Γκουχ, γκουχ, βήχοντας ακατάπαυστα, η υποτιθέμενη γριά Κουσιέντα έπεσε στο ένα γόνατο με τα μαλλιά της ανακατεμένα.

«Εμμ, ψέματα το κάνεις, έτσι δεν είναι; Με δουλεύεις, αυτό είναι, σωστά;»

«Ήρθε το τέλος...γι’αυτή τη γριά...Τώρα πρέπει...να ρωτήσεις αυτόν...που λέγεται Τακάσου...»

Κι έτσι απλά, έκανε την πεθαμένη εκεί στο διάδρομο την ώρα του διαλείμματος, πέφτοντας με πάταγο στο πάτωμα. Η φούστα της σηκώθηκε αποκαλύπτοντας το πίσω μέρος από το άσπρο κιλοτάκι της, αλλά δεν έδειξε να προβληματίζεται καθόλου από αυτό ή να προσπαθεί να το καλύψει, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τον έκανε να αισθανθεί τυχερός και ίσως να ανοίξει η μύτη του, όμως τώρα...Είχε τρομερή νευρικότητα καθώς αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει...

«...Εμμ...ποιος είναι πάλι αυτός ο Τακάσου;»

Ευτυχώς, πέρασε επιτέλους από δίπλα τους ένα κορίτσι από την τάξη της Κουσιέντα και έσκυψε από πάνω της λέγοντας «Έι, φαίνεται το βρακί σου.» και της έφτιαξε τη φούστα. Ακόμα και τότε, η Κουσιέντα παρέμεινε στο έδαφος, όμως του έδειξε με το δάχτυλό της μια από τις γωνίες της τάξης. Ακολουθώντας το με το βλέμμα του, είδε μια παρέα δευτεροετών αγοριών που φλυαρούσαν εύθυμα.

Και τότε ο Κούτα ξεροκατάπιε και κράτησε την ανάσα του. Ένας από την παρέα τον πρόσεξε και στράφηκε προς το μέρος του,

«...Τι κάνει εκεί η Κουσιέντα...;»

Ο Κούτα σκέφτηκε πως έφτασε η τελευταία του ώρα.

Το χαμηλό και βαθύ μουρμουρητό του τύπου δημιουργούσε τρομακτική ατμόσφαιρα. Επίσης, η κοφτερή ματιά του έδειχνε ότι δεν ήταν τύπος που έπαιζε κανείς μαζί του. Το πρόσωπό του έμοιαζε συσπασμένο από εκνευρισμό και η όλη εμφάνισή του ήταν πολύ σκληρή για ανθρώπινο ον. Χτυπούσε νευρικά το πάτωμα με το πόδι του και όλο του το σώμα ανέδινε μια σκοτεινή, επικίνδυνη αύρα που κάλυπτε όλα και όλους γύρω του. Ο Κούτα αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε ένας τέτοιος τρομερός αλήτης σε αυτό το λύκειο, που όσο να πεις ήταν αρκετά καλού επιπέδου.

Και τότε κατάλαβε.

Χωρίς άλλο, αυτός ο αλήτης έπρεπε να είναι ο Τακάσου.

Η μοίρα του Κούτα αναπόφευκτα ακολουθούσε πάντοτε το χειρότερο δυνατό σενάριο με μαθηματική ακρίβεια. Έτσι ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο. Δεν άντεχε άλλο, και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να γυρίσει στην τάξη του. Ο Κούτα πίστευε, ήταν βέβαιος για την ακρίβεια, ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο, αλλά...

«Τακάσου-κουν...Ο νεαρός από δω, φαίνεται πως έχει κάτι να σου πει...»

«Ουα;!»

Ένα δευτερόλεπτο πριν προλάβει να το σκάσει, η υποτίθεται νεκρή Κουσιέντα φώναξε ευγενικά τον Τακάσου εκ μέρους του.

Φυσικά, ο Κούτα δεν απόρησε καθόλου όταν ο αλήτης απάντησε στα λόγια της με ένα «Τι είναι;». Με μάτια που γυάλιζαν, έκανε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Δεν ήταν ιδιαίτερα σωματώδης, αλλά η τρομακτική δύναμη που ανέδινε καθώς σηκωνόταν έμοιαζε να παραμορφώνει και τον ίδιο το χώρο γύρω του.

Γλείφοντας τα ξεραμένα χείλη του, ο Τακάσου τον πλησίασε. Περπατώντας με μεγάλα γρήγορα βήματα, έκλεισε γρήγορα την απόσταση ανάμεσά τους.

«Ε, εε!»

Ενστικτωδώς, ο Κούτα έκανε μεταβολή. Στρίβοντας σαν να επρόκειτο να κάνει άλμα, ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια---

«Αχ!»

«...~!»

Ένιωσε ένα ελαφρό χτύπημα στο στήθος του. Είχε σκουντήσει κάποιον κατά λάθος. Κάνοντας πίσω, γύρισε από την άλλη,

«Συγγνώμη!»

Σκύβοντας αμήχανα το κεφάλι, ετοιμάστηκε να το σκάσει. Όμως,

«...Α, άουτς...»

Φαίνεται πως το δυστύχημα ήταν πιο σοβαρό από όσο είχε νομίσει. Ένα μικρόσωμο κορίτσι ήταν σκυμμένο στο πλάι του διαδρόμου. Ο Κούτα πρέπει να την είχε ρίξει κάτω όταν τη σκούντησε. Ξαφνιασμένος, έτρεξε κοντά της,

«Γκαχ!»

Σκουίς, ένιωσε μια δυσάρεστη γλιστερή αίσθηση κάτω από τα πόδια του---Ήταν πιθανότατα αυτό που κρατούσε το κορίτσι, ένα σάντουιτς που είχε πέσει στο πάτωμα, και που μετά αυτός το είχε πατήσει. Όμως, με τον Τακάσου να πλησιάζει και το κορίτσι ακόμα πεσμένο, δεν υπήρχε χρόνος να ασχοληθεί με το σάντουιτς. Άπλωσε το χέρι του να τη βοηθήσει να σηκωθεί,

«Είσαι εντάξ...»

Του κόπηκε η μιλιά.

Σαν κούκλα, τα μακριά μαλλιά της τύλιγαν απαλά το μικρό σώμα της. Κοιτώντας λίγο προς τα πάνω, τα μάτια της καρφώθηκαν στον Κούτα.

Το πρόσωπό της ήταν τόσο λευκό, σχεδόν διάφανο.

Τα μάτια της έλαμπαν απόκοσμα σαν το νυχτερινό ουρανό.

Τα χείλη της ήταν σαν μισάνοιχτο ρόδινο τριαντάφυλλο.

Βλέποντας την απίστευτη ομορφιά της ανάμεσα από τα κενά που άφηναν οι μπούκλες των μαλλιών της, για μια στιγμή ξέχασε στην κυριολεξία να πάρει ανάσα.

«...Ουα...αου.»

Νιώθοντας σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο Κούτα ξέχασε στη στιγμή όλες τις ατυχίες του μέχρι εκείνη την ώρα και την κοίταζε μαγεμένος από τη ματιά της. Σαν να χοροπηδούσε γυμνός μέσα σε ένα νυχτερινό ουρανό διάστικτο από αστέρια, τέτοια ήταν η επικίνδυνη παρόρμηση που ένιωθε---Έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον. Οι δευτεροετείς που είχαν συγκεντρωθεί έμοιαζαν να έχουν παγώσει κι αυτός κρατούσε την ανάσα του, μη μπορώντας να σκεφτεί τίποτα άλλο.

Έτσι απλά, ήταν γοητευμένος από την ομορφιά που είχε μπροστά του...

«Τρέχα!»

«...~;!»

Ήταν ο Τακάσου.

Προτού το καταλάβει, ο αλήτης ο Τακάσου τον είχε φτάσει και πήδηξε μπροστά του. Μπαίνοντας μπροστά του σαν να προσπαθούσε να κρύψει το κορίτσι πίσω από την πλάτη του, φαινόταν απίστευτα τρομακτικός.

«Φύγε, αν αγαπάς τη ζωή σου, φύγε!»

«...Εε;»

Του ούρλιαξε. Έγνεψε με μανία στον Κούτα να φύγει.

«Μη στέκεσαι έτσι, φύγε γρήγορα!»

«Ε, εντάξει!»

Σίγουρα αυτό ήταν απειλή. Παρόλο που δεν καταλάβαινε τίποτα, ο Κούτα δε μπόρεσε να αντισταθεί στη φωνή του Τακάσου και αναγκάστηκε να αφήσει το κορίτσι εκεί που ήταν και να φύγει τρέχοντας.


Με άλλα λόγια, αυτό το κορίτσι ήταν αιχμάλωτο.

Με βάση τα γεγονότα, αυτό ήταν το συμπέρασμα που έβγαλε ο Κούτα. Αυτός ο αλήτης ο Τακάσου την ανάγκαζε να είναι σκλάβα του. Δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά ήταν βέβαιος πως έτσι είχαν τα πράγματα.


«...Στ’αλήθεια θέλω να τη σώσω...»


Αααχ~...Αναστενάζοντας βαθιά καθώς φανταζόταν το μαρτύριό της, ο Κούτα βρισκόταν στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου μετά το σχολείο.


Δυο άτομα στράφηκαν με αναπάντεχη ταχύτητα να κοιτάξουν το πρόσωπο του Κούτα από το πλάι, χωρίς ωστόσο να τον κοιτάξουν κατάφατσα.


«Ακριβώς ό,τι θα περίμενα από τον Κούτα.»


Μουρμούρισε η Σουμίρε με ένα ίχνος θαυμασμού. Διπλώνοντας τα χέρια του δίπλα της,


«Τρέχει κατευθείαν προς την καταστροφή λες και τον τραβάει μαγνήτης...Το πώς πέφτει στα τυφλά ακριβώς πάνω στον κίνδυνο είναι πέρα από κάθε προσδοκία.»


Αυτό έλεγε κι ο Κιταμούρα. Ακόμα και τα άλλα μέλη συμφωνούσαν λέγοντας «Ναι, ναι», δημιουργώντας μια παράξενη αίσθηση ομοφωνίας μέσα στην πολυκοσμία της αίθουσας.


«...Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε.»


Νιώθοντας ξαφνικά ξεκομμένος από όλους, ο Κούτα συνέχισε να έχει την πλάτη του γυρισμένη στους μεγαλύτερους συμμαθητές τους.


Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Κούτα εκείνη τη στιγμή δε φοβόταν ούτε κακοτυχίες ούτε τίποτα. Μάλλον, αν το να υποστεί λίγη ακόμα κακοτυχία θα του επέτρεπε να σώσει εκείνη την πανέμορφη δευτεροετή, θα το δεχόταν ξανά και ξανά---Το σημαντικό ήταν ότι την είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά.


Δε μπορούσε παρά να μετανιώνει πικρά που το είχε σκάσει και την είχε αφήσει εκεί. Ακόμα κι αν τον είχε αγριοκοιτάξει εκείνος ο αλήτης...Όχι, δεν τον ένοιαζε ποιον αντίπαλο θα έπρεπε να αντιμετωπίσει. Αν μπορούσε να αντέξει αυτό το λίγο πόνο, πίστευε πως θα υπήρχε ένα πραγματικά ευτυχισμένο τέλος γι’αυτόν.


«Πρόεδρε, θα το κάνω.»


Σηκώνοντας σταθερά το κεφάλι του, ο Κούτα κοίταξε αποφασιστικά τα μεγάλα μάτια της Σουμίρε. Αυτή έμεινε σιωπηλή για λίγο, αλλά μετά άρχισε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.


«Μην το κάνεις. Παράτα τα. Μην κάνεις κάτι τόσο απερίσκεπτο. Ανατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι...Με την κακοτυχία που σε δέρνει, καλύτερα να κρατήσεις όσο πιο χαμηλό προφίλ γίνεται.»


«Αποκλείεται! Θα το κάνω. Θα τα καταφέρω ό,τι και να γίνει. Θα σώσω αυτό το φτωχό κορίτσι. Και μετά θα αγγίξω την Τίγρη Μινιατούρα και θα γίνω ευτυχισμένος!...Θα την αγγίξω μαζί της...για να γίνουμε και οι δυο ευτυχισμένοι μαζί...Κι ύστερα, εσύ ήσουν που μου είπες να το κάνω αυτό από την αρχή, πρόεδρε, έτσι δεν είναι;»


«...Μα, δε μου φαίνεται πως αυτό το φτωχό κορίτσι ή οποιοσδήποτε άλλος εδώ που τα λέμε σου ζήτησε να τον σώσεις.»


Όμως ο Κούτα πετούσε στα σύννεφα, και δεν άκουγε λέξη από όσα του έλεγαν. Σκεφτόταν το υπέροχο πρόσωπο αυτού του κοριτσιού. Και τα μάτια της που έμοιαζαν σαν τον έναστρο ουρανό. Και την εύθραυστη σαν γυαλί έκφραση του προσώπου της. Τα χαρακτηριστικά της που θύμιζαν νεράιδα...ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε καμιά στον κόσμο σαν κι αυτήν.


«Εμμ. Κούτα, ξέρεις, υπάρχει κάτι που νομίζω πως πρέπει να μάθεις...»


«Σας παρακαλώ αφήστε με ήσυχο.»


Ο Κιταμούρα προσπάθησε μάταια να διαλύσει τις ρόδινες φαντασιώσεις του Κούτα,αλλά αυτός πλέον ήταν αμετάπειστος. Ο Κούτα ήταν χαμένος στον κόσμο των ονείρων του. Το κορίτσι, αυτός, και η Τίγρη Μινιατούρα, όλα μαζί σε ένα όραμα ευτυχίας,είχαν κυριεύσει το μυαλό του.


«Αχ, εντάξει. Δεν πειράζει, Κιταμούρα, μην ασχολείσαι άλλο. Αφού είναι έτσι τα πράγματα, άστον να κάνει ό,τι θέλει μέχρι να τελειώσουν όλα.»


Ακόμα και η σταθερή φωνή της Σουμίρε δεν έφτανε στ’αυτιά του Κούτα.


«Ο Κούτα είπε ήδη ότι θέλει να τον αφήσουμε ήσυχο. Δεν πρόκειται να ακούσει καμία συμβουλή από μας. Λοιπόν, καλή του τύχη κι όλα τα σχετικά.»


«...Θα είναι άραγε στ’αλήθεια εντάξει; Τέλος πάντων...τι να γίνει.»


* * *



Ε, εκεί!


Συγκρατώντας τον εαυτό του για να μη φωνάξει, ο Κούτα πέρασε μπροστά από την τάξη προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος. Εδώ και λίγη ώρα είχε περάσει αρκετές φορές από την είσοδο της τάξης 2-Γ, πηγαίνοντας πάνω κάτω στο διάδρομο και ρίχνοντας κλεφτές ματιές από το παράθυρο, και επιτέλους την είχε εντοπίσει. Ευτυχώς που δεν τον είχε δει η Κουσιέντα ή ο Τακάσου.


Ζάρωσε στη γωνιά ενός τοίχου για να κρυφτεί καλύτερα, και σκέφτηκε αυτά που είχε δει. Αν και ήταν διάλειμμα, αυτή καθόταν σιωπηλά μόνη στο κάθισμά της χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Οι λεπτοί της ώμοι έτρεμαν μέσα στη μοναξιά της, όμως έμοιαζε με αρωματικό τριαντάφυλλο. Δεν είχε φίλους, όπως κι αυτός...Αυτό σκέφτηκε για μια στιγμή, όμως αμέσως κούνησε το κεφάλι του.


Σίγουρα την απειλούσε αυτός ο ζηλιάρης ο Τακάσου, και δεν την άφηνε να πιάσει φιλίες με κανέναν. Ήταν σίγουρος. Τι απαίσιος αυτός ο Τακάσου. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρόκαρδος.


«...Σε παρακαλώ, μην τα παρατάς. Γιατί θα βρω την Τίγρη Μινιατούρα και θα στη φέρω σύντομα.»


Αφού μουρμούρισε αυτά τα λόγια, άρχισε να προχωράει γρήγορα στο διάδρομο με ανέμελο ύφος. Με τα χέρια στις τσέπες έπιασε σφιχτά το δώρο του γι’αυτήν. Ζεστό ακόμα, ήταν ένα κουτάκι καφέ που είχε μόλις αγοράσει.


Φυσικά θα ήταν υπέροχο να μπορούσε να της το δώσει ο ίδιος, αλλά δεν είχαν ακόμα τόσο στενή σχέση. Γι’αυτό όπως είχαν τα πράγματα τώρα, διατηρώντας την ανωνυμία του,


«...Πιάσε!»


Το έστειλε με τέλεια ακρίβεια---Σημαδεύοντας μέσα απ’το παράθυρο, πέταξε το ζεστό κουτάκι καφέ στο κορίτσι των ονείρων του. Στο μυαλό του είχε φανταστεί μια σκηνή: «Να, πιες αυτό!» «Εε;» Πέταγμα...Μια περιστροφή, δύο, τρεις...Το έπιανε. Και μετά θα έλεγε «Είναι...είναι ζεστό...» κρατώντας το και με τα δύο χέρια...Ή κάτι τέτοιο. Όπως στη φαντασίωσή του, το κουτάκι ακολούθησε τέλεια την τροχιά και κατευθύνθηκε κατευθείαν στο κεφάλι του κοριτσιού. Όταν βεβαιώθηκε γι’αυτό, έφυγε τρέχοντας από τη σκηνή.


Ακούστηκε ένας γδούπος πίσω του, αλλά ο Κούτα ούτε που τον πρόσεξε καθώς έτρεχε συνεπαρμένος. Όπως και να είχε, ούτε κι ο ίδιος δεν το πίστευε πως είχε κάνει κάτι τόσο ακραίο. Ότι αυτός που ήταν τόσο συνηθισμένος και ντροπαλός μπόρεσε να κάνει κάτι τόσο δραματικό. Ααχ, τώρα που είχε γνωρίσει τον έρωτα, σιγά σιγά ένιωθε περισσότερο άντρας...Βέβαια έτσι όπως κάλυπτε το κατακόκκινο πρόσωπό του με τα δύο χέρια και έτρεχε, έμοιαζε περισσότερο με κορίτσι.


Στο μυαλό του Κούτα, αυτό το κουτάκι καφέ είχε βαθύτερο νόημα. Σήμαινε ότι κάποια μέρα, κάτι ακόμα πιο ζεστό...θα της έδινε κάτι ακόμα καλύτερο. Ναι, θα της χάριζε ευτυχία κάθε μέρα. Με άλλα λόγια, θα την έσωζε από την τυραννία του Τακάσου.


Όπως πήγαινε το πράγμα, ακόμα και η μέρα που θα άγγιζε την Τίγρη Μινιατούρα μαζί με το κορίτσι που θα είχε σώσει δεν ήταν και τόσο μακρινή. Το μικροσκοπικό αγαλματάκι ή ζωγραφιά τίγρης ή ότι άλλο ήταν, θα το άγγιζαν οι δυο τους αργά και απαλά, δίπλα δίπλα και πιασμένοι χέρι χέρι. «Έλα να γίνουμε ευτυχισμένοιToradora vol02 heart.png,» θα έλεγε αυτός. «ΝαιToradora vol02 heart.png,» θα έλεγε αυτή.


«...Ω ναι. Επιτέλους η τύχη μου άρχισε να αλλάζει...»


Ο Κούτα ανατρίχιασε από συγκίνηση---





«~»


Οι ανατριχίλες του σύντομα αντικαταστάθηκαν από ένα άλλου είδους τρέμουλο μέσα στην ξαφνική ησυχία του απομεσήμερου. Η όπως πάντα βαρετή ώρα στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου είχε περάσει, και στεκόταν μπροστά από το ντουλάπι των παπουτσιών του, μέσα στο οποίο είχε κοιτάξει όταν ετοιμαζόταν για να πάει σπίτι.


Μέσα στο ντουλάπι παπουτσιών του Κούτα ήταν ένα προσεκτικά διπλωμένο χαρτάκι, κάτι που τον έκανε να απορήσει. Το άνοιξε διερωτόμενος τι να έλεγε, και η καρδιά του ξαφνικά πάγωσε.


Με βιαστικά γράμματα, ήταν γραμμένο,


Πρόσεχε όταν κυκλοφορείς νύχτα 2-Γ Τακάσου



Μόνο αυτά τα λόγια.


«Έι.»


«Ουα!»


Αναπήδησε ακούγοντας τη φωνή που τον φώναξε. Ο Κούτα σφίχτηκε ολόκληρος και έπεσε με την πλάτη στα ντουλάπια των παπουτσιών κάνοντας πάταγο.


«Τ, τι συμβαίνει;! Εσύ, δεν έχεις λέσχη σήμερα;!»


«Σήμερα έχουμε αργία.»


Αν και τον είχε πει ‘εσύ’, το ευγενικό χαμόγελο του Κιταμούρα δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο καθώς κοίταζε το χαρτάκι που κρατούσε ο Κούτα στα χέρια πίσω από την πλάτη του.


«Προειδοποίηση από τον Τακάσου; Πρέπει να ανησυχεί κι αυτός πολύ.»


Αυτή την ανοησία μουρμούρισε.


«Δεν είναι έτσι! Α, αυτό, στην πραγματικότητα...Με άλλα λόγια, ξέρεις τι είναι, σωστά;»


«Βασικά, λέει να προσέχεις όταν κυκλοφορείς τη νύχτα, σωστά; Τι καλός που είναι ο Τακάσου, να προειδοποιεί έναν πρωτοετή που δεν ξέρει καν.»


Αντιμέτωπος με τέτοια υπερβολική αισιοδοξία, ο Κούτα δε βρήκε τη δύναμη να απαντήσει. Να του λέει να προσέχει όταν κυκλοφορεί τη νύχτα, αυτό δεν ήταν σαν απειλή μαφιόζου; Ήταν σαν να του έλεγε ότι δε θα τον αφήσουν έτσι γι’αυτό που έκανε, ή να φυλάει τα νώτα του, ή κάτι τέτοιο.


«Ωωχ...~»


Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκκαλιά του. Ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει ακόμα και τον Τακάσου για το χατήρι αυτού του κοριτσιού, αλλά τώρα, καθώς ξαναθυμόταν τη διαπεραστική, επικίνδυνη ματιά του, δε μπορούσε να σταματήσει να τρέμει από το φόβο του. Δε θα του έκανε εντύπωση αν αυτός ο τύπος με το μανιακό βλέμμα έφτανε στο σημείο να στήσει ενέδρα σε έναν αθώο πρωτοετή τη νύχτα στο δρόμο. Κάτι τέτοιο φαινόταν παιχνιδάκι για κάποιον σαν κι αυτόν. Ο Κούτα μπορούσε να φανταστεί μια χαρά τον Τακάσου να έρχεται να τον σκοτώσει κραδαίνοντας ένα τραχύ ξύλινο σπαθί ή κάτι ανάλογο.


«Λοιπόν, τα λέμε αύριο.»


Αφήνοντας τον τρομοκρατημένο Κούτα μόνο του, ο άκαρδος Κιταμούρα βγήκε γρήγορα από το σχολείο. Αντανακλαστικά, ο Κούτα ήταν έτοιμος να του φωνάξει να σταματήσει.


«...Όχι!»


Ο Κούτα έσφιξε αποφασιστικά το απλωμένο του χέρι σε γροθιά.


Το πρόσωπο του κοριτσιού πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του. Μήπως δεν είχε αποφασίσει να τη σώσει όση κακοτυχία και αν του στοίχιζε αυτό; Αν ήταν έτσι, δε θα έπρεπε να τρομάζει απλώς και μόνο από την απειλή του Τακάσου. Ούτε έπρεπε να βασιστεί στον Κιταμούρα για βοήθεια. Αναγκάζοντας τον εαυτό του να φανεί δυνατός και κύριος του εαυτού του, ο Κούτα τσαλάκωσε στη στιγμή το χαρτάκι. Και χωρίς να κοιτάξει πού θα πήγαινε, το πέταξε εκεί που έπρεπε να είναι ένας σκουπιδοντενεκές.


«Μπουαχαχα, μάλιστα κύριε! Το πέταξα!»


«Φαίνεται πως το διασκεδάζεις.»


Όταν στράφηκε προς την ψυχρή φωνή, είδε τη Σουμίρε να στέκεται λίγο μακριά του.


«...Πρόεδρε, τι κάνεις;»


«Καλή ερώτηση.»


Με ένα κομματάκι τσαλακωμένο χαρτί να ισορροπεί σαν από θαύμα πάνω στο κεφάλι της, η Σουμίρε είχε κατσουφιάσει δυσοίωνα.


«Αν ήταν χαλίκι ή κάτι ανάλογο, αυτή τη στιγμή το αίμα θα έτρεχε σαν βρύση από το κεφάλι μου και θα πέθαινα με φρικτό τρόπο.»


«Χα...Αν ήταν πιάτο, τώρα θα ήσουν κάππα.»


Έγνεφε με το κεφάλι του όταν τελικά κατάλαβε πώς είχε η κατάσταση. Το χαρτάκι στο κεφάλι της ήταν αυτό που ο ίδιος είχε μόλις πετάξει.


«...Φαίνεται πως κι εσύ είσαι λίγο κακότυχη, πρόεδρε. Κανονικά δε θα έπεφτε πάνω σου με τόση ακρίβεια, έτσι;»


Μουρμουρίζοντας «Εντάξει, εγώ φταίω», πήγε κοντά της και έβγαλε το χαρτάκι από το κεφάλι της, έτοιμος να το πετάξει στο σκουπιδοντενεκέ. Όμως, ξαφνικά του ήρθε ένα περίεργο κύμα γέλιου.


«Χιχι, έτσι όπως ήσουν μόλις τώρα πρόεδρε...Αχαχα, έτσι ακριβώς ήταν.»


Δεν άφηνε την απειλή του Τακάσου να τον αναστατώσει---Μια ξαφνική ευφορία αντικατέστησε το ασυνήθιστο άγχος του Κούτα. Βάζοντας το χαρτάκι που κρατούσε το κεφάλι του, γύρισε να κοιτάξει τη Σουμίρε. Μιμούμενος τη γελοία εμφάνισή της, δε μπορούσε να σταματήσει να γελάει. Η Σουμίρε απλώς τον κοίταζε για λίγο χωρίς να αλλάξει έκφραση. Άρχισε να σκέφτεται ‘Α, ίσως αυτό να παραείναι ανόητο’, αλλά,


«Παρόλο που είσαι κι όλας δεκαοκτώ, χαχαχαχα, έχεις σκουπίδια στο κεφάλι σου.»


Καθώς τρανταζόταν από τα γέλια, το σκουπιδάκι έπεσε από το κεφάλι του και του γρατζούνισε τη μύτη πέφτοντας κάτω.


«Χαχαχαχα, χαχαχα, χαχα...χα~α.»


Αφήνοντας τελικά έναν αναστεναγμό, πέρασε σχεδόν ένα λεπτό μέχρι να του περάσει το γέλιο. Έσκυψε και έπιασε το χαρτάκι, προτού το πετάξει στ’αλήθεια αυτή τη φορά. Μετά έκανε «ουφ», και σκούπισε το μέτωπό του που είχε ιδρώσει από τα γέλια.


«Λοιπόν, αντίο.»


Έτσι απλά γύρισε την πλάτη του στη Σουμίρε, έτοιμος να πάει σπίτι. Όμως,


«Τι είναι;»


Η Σουμίρε τον κρατούσε σφιχτά απ’τον ώμο.


«Κούτα.»


Ένα χαμόγελο. Η ζωντανή, χαμογελαστή γιαπωνέζικη κούκλα έβαλε ένα κλειδί στο χέρι του Κούτα.


«Αυτό είναι το κλειδί της αίθουσας του μαθητικού συμβουλίου. Πήγαινα στο γραφείο του αναπληρωτή λυκειάρχη να του το επιστρέψω, αλλά μόλις θυμήθηκα κάτι σημαντικό. Ξέρεις εκείνο το ντουλάπι, σωστά; Μέσα έχει σχεδόν εκατό τόμους από ημερολόγια δραστηριοτήτων που κρατούσε κάθε γενιά μαθητικών συμβουλίων. Σε κάθε τόμο πρέπει να αναγράφεται το έτος του, στο εξώφυλλο και στο δέσιμο, και να ταξινομηθούν χρονολογικά ώστε να είναι εύκολο να βρεθούν. Μέχρι αύριο...λοιπόν, το αφήνω σε σένα, βοηθέ.»


«...Εε; Τώρα αμέσως; Μόνος μου, ολομόναχος;»


«Ακριβώς. Θα το ελέγξω αύριο, και αν δεν είναι τελειωμένα...Κατάλαβες, έτσι; Λοιπόν, καλή τύχη.»


«Μα είναι αδύνατον.»


«Καλή τύχη.»


Μέσα στα ήρεμα, ωραία μάτια της, έλαμπε η οργή καθώς η Σουμίρε του έγνεφε αντίο με το λευκό της χέρι.


* * *



Πέρασαν πάνω από τρεις ώρες ώσπου να τελειώσει την έκτακτη εργασία που του ανάθεσαν.


Όταν κοίταξε γύρω του πρόσεξε ότι ο ήλιος είχε δύσει τελείως και είχε νυχτώσει εδώ και αρκετή ώρα. Πέρασε τις πύλες του σχολείου και προχώρησε κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, και μέχρι να φτάσει στη συνοικιακή περιοχή, το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Ο Κούτα περπατούσε με βιαστικά βήματα στον ασφάλτινο δρόμο που ήταν φωτισμένος αραιά από ηλεκτρικούς στύλους. Πρόσεχε όταν κυκλοφορείς τη νύχτα---Το σύντομο μήνυμα ξανάρθε απότομα στο μυαλό του καθώς βάδιζε στο μισοσκότεινο δρόμο πηγαίνοντας για το σπίτι του...


Αν και είχε μαζέψει όλο του το κουράγιο και είχε ορκιστεί να αντιμετωπίσει τα πράγματα καταπρόσωπο, τώρα που πράγματι περπατούσε σε ένα σκοτεινό δρόμο, κοιτούσε ολόγυρά του ανήσυχος. Πάντα τόσο ήσυχα ήταν; Ούτε ίχνος ζωής μπροστά του ή πίσω του.


Ασυνείδητα, πάγωσε εκεί που στεκόταν,


«...Όχι. Εξάλλου δεν έχω κάνει και τίποτα μέχρι τώρα.»


Ψιθύρισε σιγανά στον εαυτό του και σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι για να ξεπεράσει το άγχος του. Σωστά, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Ούτε είχε τίποτα να φοβάται. Εντάξει, τον είχαν απειλήσει, αλλά αυτό δε σήμαινε πως θα του συνέβαινε κάτι---σκεφτόταν, όταν,


«Ουαα~.»


Οι θάμνοι κουνήθηκαν. Κατατρομαγμένος, ο Κούτα πήδηξε στο πλάι. Ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αλλά,


«Νιά~ου.»


Ακούστηκε μια μικρή φωνίτσα.


«Τι στο...γάτα είναι;»


Σχεδόν ένα με τις σκιές, μια κατάμαυρη γάτα ξεπρόβαλε το κεφάλι της από τους θάμνους. Όταν προχώρησε λίγο πιο μπροστά, φάνηκε ότι μόνο οι πατούσες της ήταν άσπρες. Έμοιαζε σαν να φορούσε κάλτσες, πολύ χαριτωμένη.


Κοιτώντας προς τα πάνω τον Κούτα που αναστέναζε ανακουφισμένος, το γατί νιαούρισε γλυκά άλλη μια φορά. Μετά σήκωσε την ουρά του και τρίφτηκε στο μπατζάκι του παντελονιού του.


Η όλη κατάσταση ήταν πολύ χαριτωμένη, και ο Κούτα ασυναίσθητα ξέχασε τους φόβους του καθώς κοιτούσε κάτω. Όταν της κούνησε το δάχτυλο και έκανε «Ψιτ-ψιτ», η γάτα έτριψε το κεφάλι της στη γάμπα του.


«Έ, έλα, κόφτο, θα με γεμίσεις τρίχες...Α, κάτσε, αυτό είναι.»


Θυμήθηκε πως είχε ακόμα την ουρά από ένα τηγανητό σκουμπρί που είχε περισσέψει στο κουτί του μεσημεριανού του. Γονατίζοντας εκεί επιτόπου, ο Κούτα έβγαλε το κουτί του μεσημεριανού του από την τσάντα του. Προσπαθώντας να απομακρυνθεί λίγο από τη γάτα που συνέχιζε να τρίβεται πάνω του νιαουρίζοντας, έλυσε το μπογαλάκι, έβγαλε το καπάκι, και έβγαλε την ουρά απ’το σκουμπρί με τα δάχτυλά του.


Δεν του άρεσε η ιδέα να γεμίσει η στολή του τρίχες, γι’αυτό δεν μπορούσε να κάθεται εκεί να παίζει με τη γάτα όλη την ώρα. Γι’αυτό σκέφτηκε να πετάξει την ουρά του ψαριού στους θάμνους από όπου είχε βγει το γατί, σαν αποχαιρετιστήριο δώρο. Το γατί θα την ακολουθούσε και μετά θα γύρναγε στη φωλιά του, και τότε θα μπορούσε κι αυτός να πάει σπίτι του.


«Ναι, ναι, θα στην δώσω τώρα. Να!»


Με μια απότομη κίνηση, ο Κούτα σκόπευε να την πετάξει μπροστά και στο πλάι. Όμως τα χρυσαφιά μάτια της γάτας ήταν καρφωμένα κάπου πίσω από τον Κούτα. Η ουρά απ’το σκουμπρί ξέφυγε από το χέρι του και πέταξε με ορμή πίσω του.


Αγνοώντας τον Κούτα που μουρμούριζε «Να πάρει», το γατί όρμησε καταπάνω του. Όμως,


«Νιάου...~»


Όταν έφτασε κοντά στα γόνατα του Κούτα, ξαφνικά όλες οι τρίχες του ανορθώθηκαν. Φουσκώνοντας σχεδόν σε τριπλάσιο μέγεθος, καμπουριάζοντας την πλάτη του, και τραβώντας τ’αυτιά του προς τα πίσω, τρεμούλιασε και έκανε πίσω ένα βήμα, και μετά πήδηξε μέσα στους θάμνους σαν μπάλα που αναπηδούσε.


«Εε; Δεν το θέλεις;»


Στάθηκε όρθιος διερωτόμενος τι συνέβαινε, και γύρισε να ψάξει για την πεταμένη ουρά του ψαριού---


«...»


Έμεινε άφωνος.


Ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά του.


Με την ουρά του μισοφαγωμένου σκουμπριού σαν από θαύμα καρφωμένη στο μέτωπό της, το κορίτσι που αγαπούσε στεκόταν ακριβώς εκεί.


«---Τομίε, Κούτα.»



Σαν ένα ανεπαίσθητο γρύλλισμα, ήταν μια τρομερά επίπεδη φωνή που σερνόταν στο έδαφος. Η συνάντηση ήταν τόσο ξαφνική, που η άμεση και προφανής ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Δε μπόρεσε καν να τη ρωτήσει πώς ήξερε το όνομά του ή οτιδήποτε άλλο.


Τα μάτια του κοριτσιού. Το βλέμμα της.


«Ξέρεις, εγώ...σκόπευα στ’αλήθεια να σε συγχωρέσω.»


Οι άκρες του προσώπου του μούδιασαν καθώς άρχισε να πανικοβάλλεται, και ο Κούτα σκεφτόταν, «Τι παράξενο.»


Με τα μακριά της μαλλιά, το υπέροχο πρόσωπό της, και το μικρό της ανάστημα, ήταν σίγουρα αυτή. Το αιχμάλωτο κορίτσι που αγαπούσε ακόμα. Όμως, αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε εκεί.


«Παρόλο που με έριξες κάτω και μου πάτησες το σάντουιτς, επειδή δε μου φάνηκε να το έκανες επίτηδες...Και επειδή είσαι βοηθός του Κιταμούρα-κουν...Σε μια σπάνια για μένα επίδειξη ανεκτικότητας, σκόπευα να σε συγχωρέσω μεγαλόψυχα για όλα αυτά.»


Το κορίτσι που ήταν σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι, όταν την κοίταζε μετά που διασταυρώθηκαν στο σκοτεινό δρόμο, έμοιαζε να τρέμει από ασυνήθιστη ένταση, και αυτός...και αυτός...


«Α, α, α, αχ...;»

Toradora vol02 291.jpg


Παραμένοντας δίπλα της, αυτός---Γιατί, αναρωτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει.


Υπερβολικά τρομαγμένος για να κουνηθεί, αναρωτήθηκε γιατί ακόμα και η φωνή του δεν έβγαινε.


«Και μετά, όταν με χτύπησες στο κεφάλι με κείνο το κουτάκι καφέ, σκόπευα να το ανεχτώ και μάλιστα να σε συγχωρέσω και γι’αυτό. Επειδή ο Κιταμούρα-κουν μου ζήτησε γονατιστός συγγνώμη εκ μέρους σου. ‘Σε παρακαλώ συγχώρεσέ τον για χατήρι μου’, είπε...Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως ο Κιταμούρα-κουν παραήταν καλός μαζί σου...Κι εγώ το ίδιο.»


Ένιωθε την παρουσία της να μεγαλώνει συνεχώς.


Καθώς το σώμα του Κούτα άρχισε να παγώνει, ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πίσω.


Τα μάτια της έμοιαζαν άδεια, γεμάτα σκοτάδι.


Ο Κούτα δε μπορούσε καν να αναπνεύσει καθώς προσπαθούσε απελπισμένα να καταλάβει τι συνέβαινε.


«Ε, εμμ...Εε; Τ, τι;»


«Ακόμα και ο Ρυουτζί Τακάσου προσπάθησε να με σταματήσει. ‘Είναι πρωτοετής γι’αυτό μην τον πειράξεις,’ μου είπε...Και να’μαι τώρα εδώ, εντελώς κατά σύμπτωση. Έπρεπε να τελειώσω κάτι στα καλλιτεχνικά, και άργησα να γυρίσω σπίτι...Και να τύχει να περπατάς εσύ ακριβώς μπροστά μου.»


«Τ, τι παράξενο ε...»


Η αδύναμη φωνή του Κούτα ακούστηκε σαν να μιλούσε μόνος του.


Τώρα μόλις, όταν γύρισα να δω, νόμισα πως δεν ήταν κανείς...Α, μη μου πεις πως...Ναι, πρέπει να ήταν επειδή είσαι πολύ κοντή, γι’αυτό δε σε είδα, νομίζω...;»


Μονολογούσε---Όμως μάλλον το εν λόγω μικρόσωμο κορίτσι άκουσε κι αυτή τα λόγια του. Είδε το ωραίο της πρόσωπο να αρχίζει να συσπάται. Σίγουρα αυτό δεν ήταν καλό σημάδι.


«...Έτσι δεν είναι; Ναι, καταλαβαίνω...Σωστά.»


Το κορίτσι έβγαλε με αργές κινήσεις την ουρά του σκουμπριού που είχε καρφωθεί για τα καλά στο μέτωπό της. Την κοίταξε μόνο για μια στιγμή, και γέλασε ειρωνικά με σουφρωμένα χείλη,


«---Δεν το βρίσκω αστείο!»


Σμακ! Την πέταξε στα πόδια του Κούτα με τρομακτική δύναμη. Ο Κούτα χωρίς να πει λέξη πήδηξε προς τα πίσω. Μέσα από τους θάμνους, το γατί με τις πατούσες σαν κάλτσες παρακολουθούσε καθώς η ουρά του σκουμπριού καρφώθηκε σαν σφαίρα στην άσφαλτο. Προσπάθησε διακριτικά να απλώσει ένα από τα τρεμάμενα μπροστινά ποδαράκια του,


«Τομίε...Κούτα...»


Ακούγοντας τη λεπτή φωνή που ακουγόταν σαν δηλητηριώδης άρπα της κόλασης, ανατρίχιασε φοβισμένα και αποτραβήχτηκε αθόρυβα.


«Ακόμα και η δική μου υπομονή έχει όρια.»


Σήκωσε σιωπηλά το πρόσωπό της. Αυτή η ματιά, διαπέρασε τον Κούτα πέρα ως πέρα.


«...Εε...»


Σκόνταψε στα ίδια του τα πόδια.


Έπεσε προς τα πίσω.


Τα μάτια της καθώς κοιτούσε κάτω προς αυτόν---Με ένα ίχνος τρέλας, έμοιαζαν έτοιμα για φόνο.


Η τρελή λάμψη στα μάτια της θύμιζε θηρίο που είχε αφηνιάσει επειδή μύρισε αίμα στον αέρα. Έλεγε πολύ απλά, «Υπάρχει θήραμα κοντά»---Θα δάγκωνε το θήραμά της μέχρι θανάτου και θα το καταβρόχθιζε, θα έσκιζε τις σάρκες του για να χορτάσει την πείνα της---Ο άγριος βρυχηθμός της,


«...Δε θα σε συγχωρέσω...»


Ήταν γεμάτος μελαγχολία καθώς χαμογελούσε μοχθηρά.


Με τα κατακόκκινα σαν αίμα χείλη της να θυμίζουν τρομερά άγρια τίγρη,


«...Ε...;....Τίγρη...; Αχ;»


Τρομερή και βάναυση...Και μικρή...Κάπως, σαν μινιατούρα...;


«...Τίγρη...Μινιατούρα...;»



Το μυαλό του άδειασε μέσα σε μια στιγμή.


Το ουρλιαχτό ενός αγοριού αντήχησε σε όλη τη γειτονιά μέχρι που τελικά---έσβησε.


* * *


Εφτά και τέταρτο το πρωί.


Αφού δεν είχε έρθει κανένας άλλος μαθητής, κανείς δεν είδε τον Κούτα που έφτασε στην είσοδο όπου ήταν αραδιασμένα τα ντουλάπια παπουτσιών των δευτεροετών.


Το πιο πάνω και αριστερά ντουλάπι των κοριτσιών της τάξης 2-Γ.


Όπως τον είχαν διατάξει, προσπάθησε να χώσει τη χαρτοσακούλα που κρατούσε και με τα δυο χέρια σε αυτό το μέρος. Όμως δε χώραγε, γι’αυτό προσπάθησε να τακτοποιήσει το περιεχόμενο ώστε να χωρέσει.


Ένα ειδικό σετ σάντουιτς σε πακέτο και το πιο δημοφιλές σάντουιτς με ντομάτα, μπέικον και τυρί από το κατάστημα Μαρούγια που ήταν κοντά στη βόρεια είσοδο του σταθμού. Το δεύτερο πιο δημοφιλές σάντουιτς με κοτόπουλο τεριγιάκι. Και μαζί μ’αυτά, εκείνες οι πουτίγκες με σιρόπι που πουλιόντουσαν μόνο στο τοπικό παντοπωλείο, σε γεύσεις κρέμας και καφέ με γάλα. Ένα πακέτο με τρία γιαούρτια με σπόρους βανίλιας. Και ένα λίτρο γάλα.


Πρέπει να ήταν όλα εντάξει, αφού τα είχε ελέγξει ξανά και ξανά σαν να εξαρτιόταν η ζωή του απ’αυτό.


Προσπάθησε να την ξαναβάλει αφού την τακτοποίησε κάπως, και ευτυχώς αυτή τη φορά η προσφορά του χώρεσε ακριβώς. Τέλος, έλεγξε ξανά το χώρο, και τσέκαρε για τελευταία φορά το όνομα στην ταμπέλα,


«...Χα...χαχαχα...»


Έπεσε εξαντλημένος στα γόνατα. Εκείνο το κορίτσι ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο ζωντανός θρύλος, η Τίγρη Μινιατούρα. Πάντως, το όνομά της ήταν Τάιγκα Αϊσάκα...Η μικροσκοπική Τάιγκα-σαν.


«Ποιος στο καλό βρήκε ένα τόσο γελοίο παρατσούκλι...;»


Δεν είχε τη δύναμη ούτε να γελάσει, και περιορίστηκε να κουλουριαστεί κάτω από το ντουλάπι της Τίγρης Μινιατούρας. Τα πράγματα που είχε χώσει εκεί ήταν αντικείμενα απλής πολυτέλειας που του είχε ζητήσει.


«Εε; Κούτα, τι κάνεις εδώ τόσο πρωί...;»


Γυρίζοντας προς τη φωνή που ακούστηκε πίσω του,


«...Μπουαχ!»


Ο Κούτα κοίταξε τον Κιταμούρα που ξεσπούσε σε γέλια.


«Ε, εσύ...Το πρόσωπό σου! Η Αϊσάκα στο έκανε αυτό;!»


«...Το καταλαβαίνεις με το που με βλέπεις, έτσι δεν είναι...Κι εσύ, σενπάι;...Έχεις λέσχη;»


«Σωστά, λέσχη, λέσχ...Μπουαχ!»


Μπουαχαχαχα, ο Κιταμούρα γελούσε τόσο που πετάγονταν τα σάλια του, αλλά ο Κούτα δεν είχε δύναμη να απαντήσει. Απλά θα έπρεπε να μάθει να ζει μ’αυτό το πρόσωπο για λίγο.


Χτες το βράδυ, αφού με μια υπερβολική χρήση βίας τον κατέστησε ανίκανο να αντιδράσει, η Τίγρη Μινιατούρα του είχε πει---«Ένας εκ φύσεως ηλίθιος σαν και σένα χρειάζεται λίγο φενγκ σούι για να μπορέσει να επιβιώσει!»


Κι έτσι, στο πρόσωπο του Κούτα, με τη μύτη του σαν κέντρο των σημείων του ορίζοντα...Προσεκτικά, με έναν ανεξίτηλο μαρκαδόρο, είχε αρχίσει με το πηγούνι του στη θέση του βορρά και είχε σχεδιάσει ένα αδρό οκτάγωνο σαν πυξίδα του φενγκ σούι στο πρόσωπό του. Όσο και να πλενόταν και να έτριβε το πρόσωπό του, η πυξίδα που φέρνει ευτυχία δεν εννοούσε να φύγει.


«...Σο~βαρά, ήταν φρικτή εμπειρία. Είναι πραγματική τίγρη. Ένα ανεξέλεγκτο κτήνος. Επειδή είναι τόσο επικίνδυνο πλάσμα, γι’αυτό...Έγινε τόσο διάσημη που κατέληξε να γίνει θρύλος, μάλιστα...Και όλοι εσείς οι μεγαλύτεροι τα ξέρατε όλα αυτά, και παρόλα αυτά με ενθαρρύνατε να συνεχίσω, έτσι;»


«Δεν είχαμε τέτοιο σκοπό. Προσπάθησα να στο πω, αλλά εσύ δε μου είπες να σε αφήσω ήσυχο; Και η πρόεδρος είπε κι αυτή να μην ανακατευτούμε.»


«...Εσύ, θα ακολουθούσες τις εντολές της προέδρου ό,τι και να σου έλεγε;»


Χμ, μάλλον δίκιο είχε, ο Κιταμούρα έγνεφε ήρεμος,


«...Μπουχαχα!»


Ξαφνικά ξέσπασε πάλι σε γέλια.


«Όμως, τι πρόσωπο είναι αυτό που σου έφτιαξε! Σαν κωλοτρυπίδα μοιάζει!»


«Μ, μπορείς να γελάσεις αν το θέλεις τόσο πολύ...Εγώ πίστεψα στ’αλήθεια αυτά που μου λέγατε κι εσείς με κοροϊδεύατε...Τέλος πάντων, καταλαβαίνω τώρα ποια είναι στ’αλήθεια η Τίγρη Μινιατούρα, αλλά...οι άλλοι; Όπως η Κουσιέντα-σενπάι.»


«Η Κουσιέντα είναι, να, όπως και να το δει κανείς, η πιο στενή φίλη της Αϊσάκα.»


«Φ, φίλες;!...Αυτές οι δυο;! Είναι φίλες;!...Αυτό κι αν είναι έκπληξη. Τότε λοιπόν, αυτός ο τρομακτικός Τακάσου-σενπάι τι της είναι της Τίγρης Μινιατούρας; Κι αυτός φίλος; Ή μήπως...είναι το αγόρι της ή κάτι τέτοιο;»


Όταν το ρώτησε αυτό, το γέλιο του Κιταμούρα κόπηκε αμέσως.


«Θέλεις στ’αλήθεια να μάθεις; Είναι κρίμα, αλλά αυτό είναι το μόνο για το οποίο δε μπορώ να σου πω τίποτα. Η σχέση αυτών των δυο είναι ίσως το μοναδικό πραγματικό μυστήριο του σχολείου.»


«Τι είναι πάλι αυτό...Ω, δε βαριέσαι!»


Στο τέλος τέλος, απλώς τον δούλευαν τα μέλη του μαθητικού συμβουλίου. Απλώς του έκαναν πλάκα. Αυτό τουλάχιστον το καταλάβαινε.


Ο Κούτα γύρισε θυμωμένος την πλάτη του στον Κιταμούρα και έφυγε τρέχοντας. Όπως και να είχε, είχε μια κωλοτρυπίδα για πρόσωπο, και τελικά ήταν κακότυχος και με τη βούλα---!


«Α, Κούτα! Περίμενε!»


Έπρεπε να στραφεί και να κοιτάξει τώρα; Αγνοώντας εντελώς τη φωνή του Κιταμούρα, ο Κούτα συνέχισε να τρέχει.


«Ώστε άγγιξες την Τίγρη Μινιατούρα! Πώς ήταν, νιώθεις καθόλου ευλογημένος;»


«---~!»


Ανέβηκε γρήγορα και σιωπηλά τις σκάλες αγνοώντας την ερώτηση. Δεν ήθελε καν να του πει ‘Όχι’. Α ναι, και βέβαια είχε αγγίξει την Τίγρη Μινιατούρα. Είχε παλέψει να σπρώξει μακριά τον ανεξίτηλο μαρκαδόρο που πίεζε αυτή στο πρόσωπό του ενώ τον είχε καβαλήσει σαν άλογο, και είχε προβάλει απελπισμένη αντίσταση. Και, είχε αποδειχτεί ανώφελο. Ενάντια σ’αυτό το μικρόσωμο κορίτσι, δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί ούτε στο ελάχιστο.


Μα τι είδους άνθρωπος ήταν---Δε μπορούσε να τη δει σαν τίποτα άλλο από εντελώς εκκεντρική. Αποδιώχνοντας την ενόχλησή του, ο δυστυχής Κούτα έτρεξε αποφασιστικά στο διάδρομο. Και μετά, όρμησε στην τάξη του που έπρεπε να είναι άδεια τέτοια ώρα,


«Αχ...~»


Έκρυψε βιαστικά το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια. Όμως μάλλον ήταν ήδη πολύ αργά.


Οι λίγοι συμμαθητές του που για κάποιο λόγο ήταν στην τάξη νωρίτερα από το συνηθισμένο ξεφώνισαν με έκπληξη, κοιτώντας το πρόσωπό του.


Σωστά, στο κάτω κάτω, αν εμφανιστεί ξαφνικά κάποιος με τα σημεία της πυξίδας στο πρόσωπό του, όλοι θα ξαφνιαζόντουσαν, μάλλον. Ο Κούτα είχε πια απελπιστεί, και αφήνοντας το μουτζουρωμένο του πρόσωπο ακάλυπτο, πήγε στο θρανίο του και κάθισε. Ααχ, τώρα θα ήταν ακόμα πιο ξεκομμένος από την υπόλοιπη τάξη...αυτό σκεφτόταν.


«Μπουαχαχαχα! Τομίε, τι έπαθε το πρόσωπό σου;»


«Για να δούμε, για να δούμε, τι στο καλό έκανες;!»


Χαρούμενες, γεμάτες γέλιο φωνές τριγύρισαν ξαφνικά τον Κούτα. Οι συμμαθητές του έτρεξαν κοντά του και άρχισαν να του τρίβουν δυνατά το πρόσωπο με τα δάχτυλά τους, όχι όμως και υπερβολικά δυνατά.


«Ν, να, αυτό,»


«Εε, τι, τι ήταν; Τι σου συνέβη;»


«Έλα, πες μας! Πώς στο καλό έγινες έτσι;!»


Περικυκλώνοντας το θρανίο του Κούτα, τον περίμεναν να μιλήσει με μάτια που έλαμπαν. Περίμεναν να ακούσουν τι στο καλό είχε συμβεί, γιατί ήταν σ’αυτά τα χάλια.


«...Να, ξέρετε, αυτό είναι,»


Κοιτάζοντάς τους καθώς έγερναν προς το μέρος του όλο προσδοκία, ο Κούτα ξεκίνησε από την αρχή όλων όσων έγιναν, μιλώντας γρήγορα. Οι άλλοι φάνηκαν να θεωρούν καταπληκτική την όλη φάση. Καθώς προχωρούσε η ιστορία, έκαναν σχόλια του τύπου «Γκαχ!», «Σοβαρά;!», «Φοβερό!», επιτείνοντας τον ενθουσιασμό.


Κι έτσι ο Κούτα αντιμετώπισε τη θρυλική Τίγρη Μινιατούρα.


Μέχρι που μπόρεσε να την αγγίξει.



Ο τρίτος όροφος του παλιού σχολικού κτιρίου.


«Τα λέμε αύριο!» «Ναι, τα λέμε!»...Χωρίζοντας φασαριόζικα από τους συμμαθητές του, ο Κούτα προχώρησε βιαστικά στο διάδρομο.


Είχε σκεφτεί να παραιτηθεί από το μαθητικό συμβούλιο, όμως τώρα, τα πόδια του τον πήγαιναν χωρίς να διστάσουν στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου. Γι’αυτό σκεφτόταν να συνεχίσει για λίγο ακόμα. Στο κάτω κάτω είχε ένα δυο πραγματάκια να πει στους μοχθηρούς προϊσταμένους του.


Ότι είχε αγγίξει την Τίγρη Μινιατούρα.


Ότι είχε βγει κάτι καλό απ’αυτό.


Λέγοντας ‘κάτι καλό’, ήταν σίγουρος πως η Σουμίρε θα γελούσε μαζί του που το πίστευε, αλλά...αφότου είχε καθυστερήσει ένα μήνα να αρχίσει το λύκειο, και μόνο που μπόρεσε επιτέλους να μιλήσει με άλλους ήταν αρκετή ευλογία για τον Κούτα για να τον κάνει να πιστέψει στο θαύμα της Τίγρης Μινιατούρας. Ένιωθε πως είχε γελάσει τρεις φορές περισσότερο σήμερα από ότι όλο το μήνα από τότε που ξεκίνησε το λύκειο μέχρι χτες.


Γι’αυτό τα μάτια του Κούτα ήταν πιο λαμπερά από συνήθως καθώς άνοιγε τη γνώριμη πόρτα. Σαν να είχε αρχίσει μια καινούρια ζωή γι’αυτόν, έτσι ένιωθε---


«Συγγνώμη που άργησα...Ουα!»


Σε μια στιγμή, ένα εκτυφλωτικό φως τον τύφλωσε, και γύρισε από την άλλη ξαφνιασμένος. Τι στο καλό...


«Έ, ένα φλας;»


«Τζάκποτ! Την έβγαλα την αναμνηστική!»


Με το που άνοιξε τα μάτια του μια χαραμάδα, η Σουμίρε είχε έτοιμη την ψηφιακή κάμερα και το φλας άστραψε πάλι. Πίσω της ήταν οι δευτεροετείς, οι γραμματείς και οι γενικοί βοηθοί που χειριζόντουσαν με ευκολία το φόρτο της δουλειάς όπως πάντα. Κι ακόμα,


«Μπράβο, πρόεδρε.»


Δίπλα στη Σουμίρε, ο Κιταμούρα χειροκροτούσε.


«Τ, Τι κάνετε;!»


«Το πρόσωπό σου είναι πολύ ενδιαφέρον τώρα, γι’αυτό σκέφτηκα πως πρέπει να του βγάλουμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες...Όχι, ακόμα κι έτσι, αλήθεια...Μπουχου! Τι φάτσα!»


Μπουχαχαχαχα! Μουχαχαχαχα!


Το υπερβολικό ξέσπασμα γέλιου της ήταν δυο φορές πιο αντρίκειο από συνήθως καθώς αντηχούσε στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου. Και έτσι απλά, στο τέλος ο Κούτα ξαναφοβήθηκε τώρα που την είχε ακριβώς μπροστά του,


«Αχ Θεέ μου, πόσο γέλασα! Εντάξει, τώρα που βγάλαμε τις αναμνηστικές φωτογραφίες, άντε να το βγάλεις μ’αυτό!»


Σκουπίζοντας τα δάκρυά της, η Σουμίρε πέταξε στον Κούτα ένα μικρό σωληνάριο.


«Τι είναι αυτό;»


«Αυτή η μάρκα διαλυτικού λέγεται ότι είναι από τις καλύτερες τις αγοράς. Όπως και να έχει, διαλύει ακόμα και βαφή νυχιών, και αν δε βγει ούτε μ’αυτήν, πρέπει να έχεις κάποια δερματική ασθένεια. Να, πάρε κι αυτό.»


Του πέταξε μια πετσέτα, και ο Κούτα την έριξε στον ώμο του. Συνήθως, σε μια τέτοια κατάσταση, θα έλεγε «Εντάξει, εντάξει, το κατάλαβα», όμως,


«...Πρόεδρε.»


Στράφηκε προς τα πίσω καθώς το έλεγε αυτό.


«Τι;»


«Είσαι πολύ καλή.»


Ξαφνικά, τα μάτια της Σουμίρε έγιναν ολοστρόγγυλα. Τα χείλη της έμοιαζαν να μη μπορούν να σχηματίσουν λέξεις, με το στόμα της να μένει ελάχιστα ανοιχτό---Και ο Κούτα έτσι απλά έφυγε απ’το δωμάτιο. Προχωρώντας στο διάδρομο, πήρε μια μικρή νικητήρια πόζα.


«Της την έφερα...!»


Η Σουμίρε να πάρει τέτοιο ύφος...Ναι, ήταν η πρώτη φορά που είχε ξαφνιάσει την προσωποποίηση του ‘μεγάλου αδελφού’ και την είχε κάνει μάλιστα να χάσει τα λόγια της. Την είχε αφήσει ανίκανη να του απαντήσει.


Ένιωθε αρκετά καλά. Μπορεί να είχε μουτζουρωμένο πρόσωπο, αλλά ακόμα κι έτσι, η σημερινή μέρα είχε αποδειχτεί πολύ καλή. Ίσως να είχε αλλάξει στ’αλήθεια η τύχη του μετά που άγγιξε την Τίγρη Μινιατούρα.


Ίσως επειδή το έβλεπε έτσι, δεν ένιωθε καθόλου μίσος για την Τίγρη Μινιατούρα, παρόλο που τον είχε κάνει να υποφέρει αρκετά. Φυσικά, ήταν τρομακτική, και δεν είχε καμία όρεξη να μπλέξει μαζί της για δεύτερη φορά, αλλά,


«Όπως και να το κάνουμε, η ομορφιά είναι ομορφιά.»


Κοιτάζοντάς την από κοντά, η Τίγρη Μινιατούρα ήταν ένα ασυνήθιστα όμορφο κορίτσι. Ένιωθε πως καταλάβαινε λιγάκι γιατί οι προϊστάμενοί του τη φώναζαν μ’αυτό το παρατσούκλι. Τρομακτική, κάποια που δε θες να μπλέξεις μαζί της ή να την κάνεις να θυμώσει, αλλά που δεν μπορείς να αγνοήσεις μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι.


Αν δεν μπορούσε να την αγνοήσει, θα παρακολουθούσε αυτό το όμορφο κορίτσι μαζί με όλους τους άλλους από απόσταση---Χωρίς να παρεμβαίνει, από απόσταση ασφαλείας. Αν την πλησίαζε παραπάνω από όσο έπρεπε, θα τον κυνηγούσε. Χωρίς να γνωρίζει αυτούς τους κινδύνους, ο Κούτα την είχε πλησιάσει υπερβολικά χωρίς να το θέλει. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι τώρα ήταν ένα αγόρι με τα σημεία της πυξίδας στο πρόσωπο.


Λοιπόν, τι αποφάσισε να κάνει ο Κούτα τώρα που τα ήξερε όλα;


Αποφάσισε να κρατήσει μια απόσταση ασφαλείας.


Ό,τι ατυχίες κι αν τραβούσε πάνω του εξαιτίας της δικής του κακοτυχίας, ήταν αποφασισμένος να παραμείνει τουλάχιστον αρκετά μακριά από την Τίγρη Μινιατούρα ώστε να μην την προκαλέσει περισσότερο από όσο είχε ήδη κάνει, και να την παρακολουθεί διακριτικά. Η άνεση της ζώνης ασφαλείας δεν ήταν και τόσο άσχημη. Με τέτοια περίπλοκα αισθήματα στην καρδιά του, θα άρχιζε επιτέλους να ζει τη ζωή του μαθητή λυκείου από δω και πέρα.


Σιγοτραγουδώντας ευχαριστημένος μέσα στη διπλανή τουαλέτα, ο Κούτα άνοιξε με δύναμη το παράθυρο διάπλατα. Για την ακρίβεια, το άνοιξε με λίγο υπερβολική δύναμη,


«...Να πάρει!»


Κατέληξε να του πέσει έξω απ’το παράθυρο το σωληνάριο που του έδωσε η Σουμίρε. Καθώς έγειρε σαστισμένος έξω απ’το παράθυρο και κοίταξε κάτω, ξαφνικά πέτρωσε. Είχε παγώσει ολόκληρος. Δε γινόταν να μη συμβεί αυτό, έτσι; Και παρόλο που είχε αποφασίσει να παραμείνει σε ασφαλή θέση, η ίδια η κακοτυχία του αγνοούσε επιδεικτικά τις επιθυμίες του.


«Α, αουα, αουαουα...»


Εκεί κάτω, κάτω απ’το ανοιχτό παράθυρο.

Μοιάζοντας με τίγρη, αυτή που κρατούσε με το ένα χεράκι το κεφάλι της και με το άλλο το σωληνάριο ήταν---


Πίσω σε Δευτερεύουσα ιστορία Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Σημειώσεις του Συγγραφέα