Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume1 Chapter1"
Line 153: | Line 153: | ||
''Αυτό! Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελα να ακούσω. Ειδικά σήμερα.'' |
''Αυτό! Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελα να ακούσω. Ειδικά σήμερα.'' |
||
+ | |||
+ | ''Είσαι ίδιος ο πατέρας σου'' – φαίνεται πως η Γιάσουκο δεν καταλάβαινε πόσο βασάνιζε αυτή η φράση τον Ρυουτζί. Αυτός ήταν ο λόγος που αγόρασε εκείνο το περιοδικό και προσπάθησε να κάνει τη φράντζα του «κυματιστή». |
||
+ | |||
+ | Φεύγοντας από το σπίτι, ο Ρυουτζί κατευθύνθηκε προς το σχολείο που ήταν αρκετά κοντά ώστε να πηγαίνει με τα πόδια. Το σφιγμένο πρόσωπό του έμοιαζε βασανισμένο. Παρόλα αυτά, περπατούσε με μεγάλα βήματα, σαν να τον έσπρωχνε ο αέρας. Αναστενάζοντας, κατέβασε τη φράντζα του χαμηλά στο μέτωπο για να κρύψει τα μάτια του. Έτσι είχε συνηθίσει. Στην πραγματικότητα, η αιτία για τα βάσανα του Ρυουτζί δεν ήταν άλλη από τα μάτια του. |
||
+ | |||
+ | Ήταν κακά! Αυτό δεν είχε να κάνει με την όρασή του, που ήταν τέλεια. Η εμφάνισή τους ήταν το πρόβλημα: ήταν άγρια. |
||
+ | |||
Revision as of 00:34, 16 September 2009
Υπάρχει κάτι σε αυτό τον κόσμο που κανείς δεν έχει δει ποτέ. Είναι γλυκό και απαλό. Αν ποτέ βρεθεί, σίγουρα όλοι θα θέλουν να το αποκτήσουν, και γι'αυτό κανείς δεν το έχει δει ποτέ. Γιατί ο κόσμος το έκρυψε καλά, ώστε να μη βρίσκεται εύκολα. Όμως θα έρθει μια μέρα που κάποιος θα το ανακαλύψει. Και μόνο αυτοί που είναι άξιοι να το αποκτήσουν θα το βρουν. Αυτό είναι όλο.
Κεφάλαιο 1
"Να πάρει!" Επτά και μισή το πρωί. Ήταν όμορφη μέρα, αλλά μέσα στο σπίτι ήταν ακόμα σκοτεινά. Το σπίτι ήταν ένα δυάρι με κουζίνα που έβλεπε νότια και βρισκόταν στο δεύτερο όροφο ενός διώροφου σπιτιού της πόλης, κάπου δέκα λεπτά με τα πόδια από το σταθμό του τρένου. Το νοίκι ήταν 80000 γεν.
"Τα παρατάω! Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρω!"
Ένα χέρι σκούπισε νευρικά τον αχνό από τον καθρέφτη. Το παλιό μπάνιο ήταν γεμάτο ατμούς μετά από το πρωινό ντους. Έτσι, αμέσως μετά το σκούπισμα ο καθρέφτης ξαναθόλωσε. Δεν είχε νόημα να ξεσπάει κανείς στον καθρέφτη όσα νεύρα και να είχε...
"Αυτό το πράγμα είναι σκέτη απάτη!"
Αναδείξτε την ευγένεια της φύσης σας με μια κυματιστή φράντζα - Αυτό το σλόγκαν υπήρχε στο τελευταίο τεύχος ενός ανδρικού περιοδικού μόδας. Η φράντζα του Ρυουτζί Τακάσου ήταν τώρα "κυματιστή". Σύμφωνα με τις οδηγίες του άρθρου, είχε χτενίσει τη φράντζα του σε όλο της το μήκος, τη στέγνωσε με το πιστολάκι μέχρι να σταθεί όρθια, και την έτριψε απαλά προς τα πλάγια με ζελέ μαλλιών. Είχε σηκωθεί επίτηδες μισή ώρα νωρίτερα για να κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με του μοντέλου, και έτσι να πραγματοποιήσει τη μεγάλη επιθυμία του.
Παρόλα αυτά..."Μάλλον ήμουν αφελής που νόμιζα πως θα αλλάξω μόνο και μόνο διορθώνοντας τη φράντζα μου".
Απογοητευμένος, ο Ρυουτζί πέταξε το περιοδικό μόδας που για να αγοράσει είχε χρειαστεί όλο του το κουράγιο στο σκουπιδοντενεκέ. Δυστυχώς δεν τον πέτυχε, με αποτέλεσμα να ρίξει το σκουπιδοντενεκέ, να σκορπίσει όλα τα σκουπίδια έξω και να πέσει στο πάτωμα ανοιχτό στη σελίδα που έλεγε "Μπορείτε ακόμα να προλάβετε την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ευγενικός ή άγριος; Το ταξίδι μας στον κόσμο του μόντελινγκ".
Αν εξαρτιόταν από μένα, δε νομίζω ότι θα ενδιαφερόμουν για το μόντελινγκ. Ήθελα, όμως, να αλλάξω.
Αλλά απέτυχα.
Με ένα αίσθημα ήττας στην καρδιά, ο Ρυουτζί έβρεξε τα χέρια του με νερό και ανακάτεψε τα μαλλιά που έφτιαχνε εδώ και τόση ώρα. Επέστρεψε στα συνηθισμένα ακατάστατα ίσια μαλλιά του. Μετά γονάτισε να μαζέψει τα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα παντού.
"Αα! Τι είναι αυτό...μ...μούχλα! Είναι μούχλα!!" Παρόλο που πάντοτε φρόντιζε να σκουπίσει τον ατμό, παρόλο που είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα την περασμένη εβδομάδα καθαρίζοντας την κουζίνα και το μπάνιο από τη μούχλα...Όλες του οι προσπάθειες είχαν πάει χαμένες σ'αυτό το απαίσια υγρό δωμάτιο. Δαγκώνοντας τα χείλη του με θυμό, ο Ρυουτζί προσπάθησε να σκουπίσει τη μούχλα με μερικά χαρτομάντηλα. Φυσικά, δεν έφευγε έτσι εύκολα, και το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα χαρτομάντηλα κομματάκια.
"Να πάρει, μου έχουν τελειώσει τα διαλυτικά μούχλας. Πρέπει να πάω να αγοράσω πάλι".Για την ώρα πρέπει να το αφήσω έτσι, αλλά να είστε σίγουροι πως θα επιστρέψω σύντομα να σας κανονίσω! Ο Ρυουτζί αγριοκοίταξε το μουχλιασμένο πάτωμα ενώ μάζευε τα σκουπίδια. Μετά καθάρισε βιαστικά το πάτωμα με μερικές χαρτοπετσέτες, μάζεψε τις τρίχες και τη σκόνη και καθάρισε τον ατμό από το νιπτήρα. Σήκωσε το κεφάλι και αναστέναξε.
"Α ναι, φαΐ για τον παπαγάλο. Έι, Ίνκο-τσαν!"
"Ααα"
Ένα κρώξιμο απάντησε στη φωνή του νεαρού μαθητή.
Ωραία, είναι ξύπνιος. Ήρεμος πια, ο Ρυουτζί πήγε ξυπόλητος στην κουζίνα με το ξύλινο πάτωμα, πήρε λίγη τροφή για πτηνά και εφημερίδες για πέταμα, και κατευθύνθηκε προς τη γωνία του σαλονιού που ήταν στρωμένο με χαλιά τατάμι.[1] Έβγαλε το πανί που κάλυπτε το κλουβί και χαιρέτησε το αγαπημένο του κατοικίδιο που είχε να δει από χτες το βράδυ.
Τώρα, άλλοι μπορεί να ανατρέφουν τα κατοικίδιά τους διαφορετικά, αλλά οι Τακάσου έτσι είχαν μεγαλώσει το δικό τους. Επειδή όταν κοιμόταν η όψη του ήταν απαίσια, κάλυπταν πάντα το κλουβί με ένα πανί τη νύχτα.
"Καλημέρα, Ίνκο-τσαν!"
Ένας κίτρινος παπαγάλος, αυτός ήταν ο Ίνκο-τσαν. Όπως συνήθιζε, ο Ρυουτζί του έβαλε λίγη τροφή ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε.
"Κ..Καλημέρα". Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν προς τα πάνω με ένα αινιγματικό και μάλλον δυσάρεστο τρόπο, αν και κατάφερε να απαντήσει στα Γιαπωνέζικα. Αν και είχε μόλις ξυπνήσει, φαινόταν αρκετά ευδιάθετος. Αυτό ήταν που τον έκανε χαριτωμένο.
"Ίνκο-τσαν, προσπάθησε να πεις φαγητό"
"Φ..Φα..Φαγ..Φαγητό! Φαγητό! Φαγητό!"
"Εντάξει, φτάνει. Τώρα για να δούμε αν μπορείς να πείς αυτό! Για δοκίμασε να πεις το όνομά σου... Έλα, πες Ίνκο-τσαν"
"Ί...Ί...Ίν..Ί..Ίν..Ί...Ίιι" Ο Ίνκο-τσαν φαινόταν να βάζει όλα του τα δυνατά, έτσι όπως κουνούσε το κεφάλι του και φούσκωνε το σώμα του και καταχτυπούσε τα φτερά του. "ιιι..."
Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, και η γκρίζα γλώσσα του φαινόταν να προεξέχει από το ράμφος του. Μπορεί να τα καταφέρει σήμερα σκεφτόταν ο ιδιοκτήτης του με σφιγμένες της γροθιές. Τελικά όμως...
"Μπλεχ!"
Αχ...γιατί τα πουλιά είναι τόσο χαζά; Αλλά τι να περιμένει κανείς αφού ο εγκέφαλός τους ζυγίζει μόνο ένα γραμμάριο. Ο Ρυουτζί αναστέναξε, τύλιξε τις λερωμένες εφημερίδες και τις πέταξε σε μια πλαστική σακούλα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να την πετάξει με τα άλλα σκουπίδια στην κουζίνα,
"Που...πας..."
Φαίνεται πως η ανόητη που ήταν ξαπλωμένη πίσω από το φουσούμα[2] είχε ξυπνήσει.
"Ρυου-τσαν, φοράς τη στολή σου; Γιατί;" ρώτησε κουρασμένα.
Ο Ρυουτζί δίπλωσε επιδέξια τη σακούλα με τα σκουπίδια και απάντησε στη φωνή, "Πάω στο σχολείο. Δε σου είπα από χτες πως αρχίζω σχολείο σήμερα;"
"Α.."
Ανοίγοντας τα πόδια της πάνω στο φουτόν[3] μουρμούρισε με ύφος σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα Τότε...τότε....
"Τότε, τι υπάρχει για μεσημεριανό; Δε μυρίζω φαγητό...δεν έφτιαξες καθόλου;"
"Όχι".
"Έεε...τότε...τι θα κάνω...όταν ξυπνήσω...; Δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό..."
"Θα έχω γυρίσει μέχρι να ξυπνήσεις! Είναι μόνο η τελετή έναρξης σήμερα."
"Αα...έτσι λοιπόν..."
Χε χε χε, χαμογέλασε κάνοντας μια κίνηση σαν να χειροκροτούσε με τα πόδια της.
"Τελετή έναρξης, ε; Μπράβο! Αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα είσαι μαθητής της δευτέρας λυκείου, έτσι Ρυου-τσαν;"
"Άστα τώρα αυτά. Δε σου έχω πει ότι πρέπει, όσο κουρασμένη και να είσαι, να βγάζεις πάντα το μέικ-απ σου πριν κοιμηθείς; Και μάλιστα, επειδή παραπονιόσουν ότι είναι κουραστικό, σου πήρα ειδικά μαντηλάκια καθαρισμού". Ο Ρυουτζί έλεγξε το χώρο γύρω της. "Αχ...αχ! κοίτα! Γέμισες το μαξιλάρι πούδρες! Αυτά δε φεύγουν με το πλύσιμο! Και πρέπει να προσέχεις περισσότερο το δέρμα σου...δεν είσαι πια τόσο νέα!"
"Συγγνώμη."
Τα εσώρουχά της με το λεοπάρ σχέδιο ήταν τελείως εκτεθειμένα. Καθώς σηκώθηκε, το μεγάλο στήθος της τρεμούλιασε ενώ μερικά από τα ακατάστατα ξανθά μαλλιά της πιάστηκαν στο ντεκολτέ της. Ίσως ήταν τα κυματιστά μαλλιά ή τα μακριά περιποιημένα νύχια της, πάντως ανέδινε έναν αέρα έντονης θηλυκότητας. Ακόμα κι έτσι όμως..."Πρέπει να ήπια πολύ, γύρισα μόλις πριν από καμιά ώρα. Αχ..πόσο νυστάζω," χασμουρήθηκε. "Α ναι...έφερα λίγη πουτίγκα."
Καθώς χασμουριόταν και έτριβε τα μάτια της με τις έντονες βλεφαρίδες, προχώρησε αργά προς την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνιά του δωματίου. Όλη η εμφάνισή της - τα κερασένια χείλη που μουρμούριζαν "πουτίγκα", τα παχουλά μάγουλα και τα στρογγυλά της μάτια - ήταν τόσο παιδική που φαινόταν αταίριαστη επάνω της. Αν και κάπως παράξενη, θα μπορούσε να την πει κανείς ωραία γυναίκα.
"Έι...Ρυου-τσαν, δε βρίσκω το κουτάλι."
"Μπορεί να το ξέχασε ο υπάλληλος του παντοπωλείου."
"Δε μπορεί! Τον είδα να το βάζει μέσα. Τι παράξενο..."
Αυτή ήταν η μητέρα του Ρυουτζί Τακάσου, η Γιάσουκο Τακάσου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: "Μιράνο". Τριαντατριών χρονών (αν και πάντοτε έλεγε ότι είναι εικοσιτριών), δούλευε σαν μπαργούμαν στο μοναδικό μπαρ της πόλης, το "Μπισαμοντενγκόκου".
Η Γιάσουκο άδειασε το περιεχόμενο της σακούλας στη γωνιά του φουτόν της και άρχισε να το ψαχουλεύει επίμονα. Το προσωπάκι της ζάρωσε, "Είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα...δεν μπορώ να βρω το κουτάλι έτσι! Ρυου-τσαν, ανοίγεις τις κουρτίνες;"
"Ανοιχτές είναι."
"Εε..; Α, ναι, σωστά...Επειδή συνήθως δεν είμαι ξύπνια τέτοια ώρα, όλο το ξεχνάω..." Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αυτό το παράξενο ζευγάρι, μητέρα και γιος, αναστέναξαν μαζί.
Ήταν το παράθυρο που έβλεπε νότια.
Είχαν μετακομίσει σε εκείνο το σπίτι εδώ και έξι χρόνια. Σ'αυτό το μικρό σπιτάκι όπου έμεναν οι δυο τους, η μοναδική πηγή φωτός ήταν το παράθυρο που έβλεπε νότια. Επειδή στη βόρεια πλευρά ήταν η είσοδος και ανατολικά και δυτικά υπήρχαν γειτονικά σπίτια, μόνο στη νότια πλευρά υπήρχαν παράθυρα. Παρόλα αυτά, έμπαινε άφθονο φως, ιδίως τα πρωινά. Δεν υπήρχε ανάγκη να ανάψουν τα φώτα καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας, εκτός αν έβρεχε. Το πρωί, ο ήλιος έλαμπε πάνω στη Γιάσουκο που κοιμόταν βαθιά και τον Ρυουτζί που ετοίμαζε πρωινό για τους δυο τους με τη στολή του σχολείου.
Όμως όλα αυτά τελείωσαν πέρυσι.
"Να πάρει η ευχή αυτή την πολυκατοικία."
"Τι είδους άνθρωποι μένουν εκεί πέρα τελοσπάντων; Και άναψε επιτέλους τα φώτα!"
Πέρυσι χτίστηκε μια δεκαώροφη πολυτελής πολυκατοικία λίγα μόλις μέτρα από τη νότια πλευρά του σπιτιού τους. Έτσι, ο ήλιος δεν έφτανε πια εκεί. Αυτό εκνεύριζε τον Ρυουτζί μέχρι τρέλας άπειρες φορές - τα απλωμένα ρούχα δε στέγνωναν, τα τατάμι διαστέλλονταν από την υγρασία, κατσάρωναν στις άκρες, έπιαναν μούχλα και μέχρι που ξύλιαζαν. Η ταπετσαρία του τοίχου είχε αρχίζει να ξεφλουδίζει, κάτι που μάλλον οφειλόταν επίσης στην υγρασία. Δεν πειράζει αφού αυτό είναι μόνο ένα νοικιασμένο διαμέρισμα προσπαθούσε να λέει ο Ρυουτζί στον εαυτό του. Όμως λόγω της εμμονής που είχε να κρατάει ένα μέρος τακτικό και καθαρό, απλά δε μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτή την κατάσταση. Όμως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι ήταν να στέκονται δίπλα δίπλα και να κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα τα πολυτελή διαμερίσματα με τα άσπρα πλακάκια.
"Μμμ, εμένα δε με πειράζει και τόσο, αφού έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι τα πρωινά!"
"Δεν έχει νόημα να γκρινιάζουμε. Εξάλλου, εξαιτίας αυτού μειώθηκε και το νοίκι κατά 5000 γεν."
Παίρνοντας ένα κουτάλι από την κουζίνα και δίνοντάς το στη Γιάσουκο, ο Ρυουτζί έξυσε το κεφάλι του και είπε "Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω." Δεν υπήρχε χρόνος για οικογενειακή κουβεντούλα, ήταν ώρα να φύγει.
Φορώντας το σακάκι της στολής του, λύγισε το σώμα του που μεγάλωνε συνέχεια για να τραβήξει τις κάλτσες του προς τα πάνω. Ενώ βεβαιωνόταν πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα, ξαφνικά συνειδητοποίησε το αδιόρατο κάλεσμα στην καρδιά του.
Σωστά, σήμερα άρχιζε μια νέα σχολική χρονιά. Μετά την τελετή έναρξης ήταν η αλλαγή των τάξεων. Αν και είχε αποτύχει να αλλάξει την εμφάνισή του, αυτό δεν αρκούσε για να του προκαλέσει κατάθλιψη, γιατί υπήρχε ακόμη μια μικρή ελπίδα στην καρδιά του Ρυουτζί. Ή μήπως ήταν προσδοκία; Τέλος πάντων, ένα τέτοιου είδους αδιόρατο συναίσθημα, αν και δε θεώρησε σωστό να το αφήσει να φανεί.
«Φεύγω. Θυμήσου να κλειδώσεις την πόρτα, και βάλε τις πιτζάμες σου!»
«Εντάξει! Έι, Ρυου-τσαν,» η Γιάσουκο ξάπλωσε στο φουτόν και δάγκωσε το κουτάλι με τα δόντια της. Χαμογέλασε σαν παιδί. «Φαίνεσαι πιο δραστήριος από συνήθως σήμερα! Βάλε τα δυνατά σου! Τώρα πηγαίνεις στη δευτέρα λυκείου! Εγώ δεν έφτασα ποτέ μέχρι εκεί, το ξέρεις.»
Για να γεννήσει τον Ρυουτζί, η Γιάσουκο παράτησε το σχολείο όταν πήγαινε στην πρώτη λυκείου, κι έτσι δεν ήξερε πως είναι να είναι μαθήτρια της δευτέρας λυκείου. Για μια στιγμή, ο Ρυουτζί ένιωσε μια αόριστη θλίψη.
«…ναι.»
Χαμογέλασε λίγο και σήκωσε το χέρι του για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Όμως αυτή η χειρονομία που έγινε με καλή πρόθεση, είχε ένα αναπάντεχα κακό αποτέλεσμα. «ΑΑΑ!» φώναξε η Γιάσουκο και άρχισε να κυλιέται μπρος-πίσω, και τελικά είπε αυτά τα λόγια. Είπε αυτά τα λόγια!
«Ρυου-τσαν, είσαι τόσο ωραίος! Μοιάζεις όλο και περισσότερο με τον πατέρα σου!»
…το είπε.
Ο Ρυουτζί έκλεισε σιωπηλά τη μπροστινή πόρτα και κοίταξε τον ουρανό. Τα μάτια του στριφογύρισαν και ένιωσε σαν να βυθιζόταν σε μια δίνη. ΌΧΙ! Δεν το θέλω αυτό! Δεν το θέλω! Σκάσε!
Αυτό! Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελα να ακούσω. Ειδικά σήμερα.
Είσαι ίδιος ο πατέρας σου – φαίνεται πως η Γιάσουκο δεν καταλάβαινε πόσο βασάνιζε αυτή η φράση τον Ρυουτζί. Αυτός ήταν ο λόγος που αγόρασε εκείνο το περιοδικό και προσπάθησε να κάνει τη φράντζα του «κυματιστή».
Φεύγοντας από το σπίτι, ο Ρυουτζί κατευθύνθηκε προς το σχολείο που ήταν αρκετά κοντά ώστε να πηγαίνει με τα πόδια. Το σφιγμένο πρόσωπό του έμοιαζε βασανισμένο. Παρόλα αυτά, περπατούσε με μεγάλα βήματα, σαν να τον έσπρωχνε ο αέρας. Αναστενάζοντας, κατέβασε τη φράντζα του χαμηλά στο μέτωπο για να κρύψει τα μάτια του. Έτσι είχε συνηθίσει. Στην πραγματικότητα, η αιτία για τα βάσανα του Ρυουτζί δεν ήταν άλλη από τα μάτια του.
Ήταν κακά! Αυτό δεν είχε να κάνει με την όρασή του, που ήταν τέλεια. Η εμφάνισή τους ήταν το πρόβλημα: ήταν άγρια.
Back to Illustrations | Return to Main Page | Forward to Chapter 2 |