Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume1 Chapter4"
Line 98: | Line 98: | ||
Καθώς οι δυο τους συνέχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, η σφυρίχτρα του γυμναστή αντήχησε στο γυμναστήριο. Όλοι σχημάτισαν σειρές και άρχισαν προθέρμανση. |
Καθώς οι δυο τους συνέχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, η σφυρίχτρα του γυμναστή αντήχησε στο γυμναστήριο. Όλοι σχημάτισαν σειρές και άρχισαν προθέρμανση. |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα στάθηκε μπροστά από τον Ρυουτζί, και ξεκίνησε κακόκεφα να κάνει ζέσταμα, με την αλογοουρά της να πηγαίνει πέρα δώθε. Όσοι είχαν την ατυχία να βρίσκονται κοντά της τρομοκρατήθηκαν τόσο από το άγριο ύφος και το ακόμα πιο άγριο πλατάγισμα της γλώσσας της, ώστε γρήγορα της έκαναν χώρο ζητώντας συγγνώμη. |
||
+ | |||
+ | ''Εκτός από τη Μινορίν, όποιος βρεθεί στο δρόμο της θα τον δαγκώσει. Γι’αυτό της βγάλαμε αυτό το παρατσούκλι, Τίγρη Μινιατούρα, που ταιριάζει και με το όνομά της.'' Ο Ρυουτζί θυμήθηκε αυτά που του είχε πει ένας από τους καινούριους του συμμαθητές, όταν τον ρώτησε πώς προέκυψε αυτό το παρατσούκλι. Πραγματικά, δεν τη φώναζαν τίγρη χωρίς λόγο, και αντίθετα με άλλα κορίτσια, δε φαινόταν να νοιάζεται ιδιαίτερα για το τι εντύπωση θα έκανε στον Κιταμούρα. |
||
+ | |||
+ | Κι όμως, καθώς κοιτούσε αυτό το κορίτσι που τώρα έκανε ζέσταμα στο ρυθμό της μουσικής, αυτή η μικρή και λεπτοκαμωμένη σιλουέτα δεν έμοιαζε με ένα κορίτσι που θα χαρακτήριζε κανείς «άγριο». Κάποιος που δεν την ήξερε θα την θεωρούσε γλυκιά και εύθραυστη. Και πράγματι, όταν πρωτοήρθε σ’αυτό το σχολείο, πολλοί είπαν ότι ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια του σχολείου, και λεγόταν ότι τα αγόρια έκαναν ουρά για να της εξομολογηθούν τα αισθήματά τους…Τώρα ο Ρυουτζί καταλάβαινε τι τους έκανε να αισθανθούν έτσι. |
||
+ | |||
+ | Συγκριτικά με τα άλλα κορίτσια, ήταν σαφώς πιο μικρόσωμη. Η φόρμα της γυμναστικής που έκανε κανονικά στα περισσότερα κορίτσια, της ήταν πολύ μεγάλη, και γι’αυτό αναγκαζόταν να γυρίζει το κάτω μέρος του παντελονιού προς τα πάνω. Ακόμα και οι γοφοί της ήταν μικροί σαν παιδιού. Γενικά, ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς «ντελικάτη». |
||
+ | |||
+ | Παρόλα τα μαρτύρια που είχε τραβήξει μέχρι τώρα στα χέρια της, ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι η Αϊσάκα ήταν «χαριτωμένη», αν και αυτό φυσικά αφορούσε μόνο την εξωτερική της εμφάνιση. Κι αυτό γιατί το σώμα του δεν μπορούσε να πει ψέματα: κάθε φορά που τύχαινε να την κοιτάξει στα μάτια, η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά, και ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του. |
||
+ | |||
+ | ''Τι καλά που θα ήταν αν αυτό το σώμα δεν έκρυβε μια τίγρη…Μα τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα!''...Καθώς αυτές οι ανόητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του… |
||
+ | |||
+ | «Πού χαζεύεις, άχρηστο κορμί; Τα’χεις παίξει τελείως;» |
||
+ | |||
+ | «…Λ…λέγε ό,τι θές. Αρνούμαι να σπαταλήσω φαιά ουσία για να απαντάω στις προσβολές σου…» |
||
+ | |||
+ | Το ζέσταμα με μουσική είχε μόλις τελειώσει. |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα γύρισε ψυχρά από την άλλη και κάθισε κάτω με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί. Τώρα θα έκαναν μερικές ασκήσεις έκτασης. |
||
+ | |||
+ | «…Γιατί να πρέπει να κάνω τις ασκήσεις μαζί σου; Και τώρα που το σκέφτομαι, οι πάσες δεν είναι σχεδόν στο τέλος της προθέρμανσης;» |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα συνέχιζε να παραπονιέται μουρμουριστά για το αδέξιο σχέδιο του Ρυουτζί. Έσκυψε μπροστά και άγγιξε με τα δάχτυλά της τις μύτες των παπουτσιών της χωρίς πολλή προσπάθεια. ''Για να κάνουμε την άσκηση, θα πρέπει να αγγίξω το μπλουζάκι της, και το σώμα της…''Ο Ρυουτζί δίστασε για λίγο, και μετά είπε προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του… |
||
+ | |||
+ | «Να χαρώ εγώ τρόπους! Κρίμα που δε μιλάς έτσι και στον Κιταμούρα.» |
||
+ | |||
+ | «Ναι, κρίμα.» |
||
+ | |||
+ | Παρά την προσπάθεια να ανοίξει συζήτηση, ο Ρυουτζί εξακολουθούσε να νιώθει άβολα. Επειδή προηγουμένως σκεφτόταν την εμφάνιση της Αϊσάκα, τώρα δεν μπορούσε να μην προσέξει το σώμα της. |
||
+ | |||
+ | Κάτω από τους ώμους της, η πλάτη της ήταν ζεστή λόγω της προθέρμανσης. Και μπορούσε, αν και με δυσκολία, να διακρίνει το περίγραμμα του σουτιέν της μέσα από το μπλουζάκι. |
||
+ | |||
+ | ''Νομίζω ότι έκανα ένα απίθανο δώρο στα αγόρια της τάξης σήμερα'', σκέφτηκε ο Ρυουτζί. |
||
+ | |||
+ | «Ουμφφ…Έι, είσαι βαρύς, μη με πιέζεις τόσο!» |
||
+ | |||
+ | Από την άλλη, ο Ρυουτζί ανησυχούσε και για τη Μινόρι Κουσιέντα. Άραγε να έβλεπε ο Νότο το σουτιέν της Μινόρι μέσα από τη μπλούζα της αυτή τη στιγμή; |
||
+ | |||
+ | «…Ρυουτζί, θα…σκάσω! Έι! Είσαι βαρύς! Άου, πο…νάω…! |
||
+ | |||
+ | Ο Ρυουτζί, χαμένος στις σκέψεις του. πρόσεξε τώρα το λαιμό της Αϊσάκα, ακριβώς εκεί που τελείωναν τα μαλλιά της. Επειδή αυτό το μέρος δεν το έβλεπε καθόλου ο ήλιος, το δέρμα εκεί ήταν λευκό σαν χιόνι, και λείο σαν γυαλισμένο μάρμαρο, τόσο που φοβόταν πως αν το άγγιζε, θα άφηνε δαχτυλιές. Μόνο να το κοίταζε κανείς, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και την ανάσα του να κόβεται… |
||
+ | |||
+ | «...!...!...!» |
||
+ | |||
+ | «…Ε; Τι συμβαίνει, γιατί φαίνεσαι σαν να πονάς;» |
||
+ | |||
+ | Καθώς την άφησε, η Αϊσάκα σηκώθηκε και πήρε βαθιά ανάσα, λες και έβγαινε στην επιφάνεια μετά από μακροβούτι. |
||
+ | |||
+ | «…Έννοια σου και θα καταλάβεις…Για έλα να αλλάξουμε…» |
||
+ | |||
+ | Για πρώτη φορά, η Αϊσάκα χαμογέλασε στον Ρυουτζί. ''Τι έγινε τώρα;'' Ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε τίποτα. ''Έγινε τίποτα και χαίρεται έτσι;'' |
||
+ | |||
+ | Αμέσως μετά, ήταν η σειρά του Ρυουτζί να καθίσει με την πλάτη γυρισμένη στην Αϊσάκα. «Πρόσεξε να μην πιέσεις πολύ!» της είπε καθώς γυρνούσε την πλάτη του. |
||
+ | |||
+ | Και τότε το ένιωσε. |
||
+ | |||
+ | Από αρκετή απόσταση πήρε φόρα και έκανε ένα μεγάλο άλμα… |
||
+ | |||
+ | «Ηλίθ…Μη…Ουα…!» |
||
+ | |||
+ | Η τίγρη έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει την πλάτη του Ρυουτζί με το βάρος και την ορμή της καθώς έπεφτε με φόρα πάνω του. Του φαινόταν πως η μέση του ήταν έτοιμη να κοπεί στα δύο. |
||
+ | |||
+ | «Να πάρει…πόνεσε αυτό…!» |
||
+ | |||
+ | «Κι εγώ πονούσα προηγουμένως, οπότε τώρα είμαστε πάτσι!» |
||
+ | |||
+ | Μ’αυτά και μ’αυτά κατάφεραν να εξαντληθούν τελείως. Επιτέλους όμως, έφτασε η ώρα να εξασκηθούν στις πάσες. Αν και μετά την περιποίηση της Αϊσάκα, ο Ρυουτζί με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. ''Έτσι που με κατάντησε, θα είναι θαύμα αν μπορέσω να συνεχίσω τη γυμναστική!'' |
||
+ | |||
+ | «Άντε, να προχωρήσουμε επιτέλους με το σχέδιο, εντάξει;» |
||
+ | |||
+ | Είπε η Αϊσάκα, που στεκόταν περίπου πέντε μέτρα μακριά του. Τα άλλα παιδιά άρχισαν κι αυτά να δίνουν πάσες, και ο ήχος από τις μπάλες που χτυπούσαν κάτω γέμισε το γυμναστήριο. |
||
+ | |||
+ | Το σχέδιο ήταν να πετάξει ο Ρυουτζί την μπάλα, όχι πολύ δυνατά βέβαια, πάνω στον παρτεναίρ του Κιταμούρα κατά τη διάρκεια της άσκησης με τις πάσες. Αυτό ήταν το σχέδιο, τώρα όμως υπήρχε ένα πρόβλημα… |
||
+ | |||
+ | Το άτομο που στεκόταν τώρα μπροστά στον Ρυουτζί και που είχε κάνει ομάδα με τον Κιταμούρα ήταν η Κιχάρα-σαν – ένα κορίτσι. |
||
+ | |||
+ | Όσο ελαφρό και αν ήταν το χτύπημα, ο Ρυουτζί δίσταζε να τραυματίσει ηθελημένα ένα κορίτσι. ''Για την ώρα, ας δώσω πάσα στην Αϊσάκα!'' |
||
+ | |||
+ | «…Τι στο, γιατί δίνεις πάσα σε μένα…;» |
||
+ | |||
+ | Τα μεγάλα μάτια της άστραψαν σαν λεπίδες καθώς κάρφωνε τον Ρυουτζί με το βλέμμα της. |
||
+ | |||
+ | «…Απλώς περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Έλα, δώσε πάσα!» |
||
+ | |||
+ | «…» |
||
+ | |||
+ | Με μια γκριμάτσα, η Αϊσάκα ξαναπέταξε τη μπάλα στον Ρυουτζί με δύναμη. Καθώς αυτός την έπιανε, του έγνεψε με το πηγούνι της. |
||
+ | |||
+ | ''Κάντο!'' |
||
+ | |||
+ | «…Καλά, καλά…» |
||
+ | |||
+ | Τη χτύπησε για λίγο κάτω και της την ξαναπέταξε. Η Αϊσάκα την έπιασε, ενώ το στόμα της είχε γίνει μια σφιχτή γραμμή. |
||
+ | |||
+ | «Έι! Τι στο διάβολο κάνεις; Άντε, τελείωνε!¨ |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα έπαιζε με τη μπάλα σαν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Μετά από μερικές αναπηδήσεις… |
||
+ | |||
+ | «Πιάστην!» |
||
+ | |||
+ | «Ουαα!» |
||
+ | |||
+ | Η μπάλα εκτοξεύτηκε στο πρόσωπό του σαν σφαίρα. |
||
+ | |||
+ | «Π...που να σε…» |
||
+ | |||
+ | Ο Ρυουτζί κατάφερε να πιάσει τη μπάλα, όχι όμως προτού του ξύσει το πρόσωπο. Ωστόσο δεν ήταν θυμωμένος, ή μάλλον ήταν λίγο θυμωμένος αλλά περισσότερο φοβισμένος. |
||
+ | |||
+ | «Έι, Ρυουτζί! Έλα! Δώσε πάσα!» |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα από την άλλη, βημάτιζε ενοχλητικά πάνω κάτω λες και δεν είχε γίνει τίποτα, με τα αθλητικά της παπούτσια να τρίζουν πάνω στο πάτωμα του γυμναστηρίου. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να πιάσει τη μπάλα, απλώς ανέμιζε τα χέρια της για τα μάτια του κόσμου. ''Ας δώσω αυτή την πάσα να τελειώνουμε!'' Όμως καθώς ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να πετάξει τη μπάλα με όλη του τη δύναμη… |
||
+ | |||
+ | «Αχ…» |
||
+ | |||
+ | Ξαφνικά η Αϊσάκα κοίταξε αλλού, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει. |
||
+ | |||
+ | «Πού στην ευχή κοιτάς;!» |
||
+ | |||
+ | Μπροστά στην Αϊσάκα που γύρισε από την άλλη... «Ουφ, Κιταμούρα-κουν, πρόσεχε που πετάς τη μπάλα...» «Ουπς, συγγνώμη!». Η Μάγια Κιχάρα άρχισε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που κύλησε μακριά, και κατέληξε μπροστά στα πόδια της Αϊσάκα. |
||
+ | |||
+ | «...» |
||
+ | |||
+ | Μια γκριμάτσα. |
||
+ | |||
+ | Αν και εδώ που τα λέμε, ούτε η ίδια η Αϊσάκα δεν ήξερε τι έκφραση θα έπρεπε να έχει καθώς μάζευε τη μπάλα. |
||
+ | |||
+ | «Ουα! Αϊσάκα-σαν! Συγγνώμη, δεν πιστεύω να θύμωσες; Ειλικρινά συγγνώμη, δεν το κάναμε επίτηδες!» |
||
+ | |||
+ | ''Άραγε μπορεί να συννενοηθεί μαζί της επειδή είναι και οι δυο κορίτσια;'' Η Κιχάρα χαμογελούσε, και το ύφος της δε θύμιζε καθόλου την τρομοκρατημένη έκφραση που έπαιρναν τα αγόρια σε ανάλογες περιπτώσεις. «Μας την πετάς πίσω, σε παρακαλώ;» Η Κιχάρα ανέμισε τα χέρια της, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε πως το κορδόνι της είχε λυθεί και έσκυψε να το δέσει. |
||
+ | |||
+ | Και τότε με τη σειρά του φώναξε... |
||
+ | |||
+ | «Έι...Αϊσάκα! Συγγνώμη για το λάθος, μου πετάς τη μπάλα σε παρακαλώ;» |
||
+ | |||
+ | Δεν ήταν άλλος από τον κο.Τέλειο με τα γυαλιά – τον Γιουσάκου Κιταμούρα. Όπως το συνήθιζε, φερόταν σε όλα τα κορίτσια με τον ίδιο τρόπο, πιθανότατα επειδή ήταν αυτό που λέμε «απονήρευτος». |
||
+ | |||
+ | ''Κρακ!'' Η Αϊσάκα κοκάλωσε στη θέση της λες και ξαφνικά είχε μείνει από καύσιμα. Ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της από εκεί που ήταν, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι το σώμα της είχε γίνει άκαμπτο σαν ξύλο. |
||
+ | |||
+ | «Κρ...ακ...» Η Αϊσάκα άρχισε να κινείται μηχανικά σαν ξεκούρδιστο παιχνίδι. Έκανε μερικά βήματα – δεξί χέρι και δεξί πόδι μαζί, και μετά αριστερό χέρι και αριστερό πόδι μαζί – προς τη μπάλα. Χωρίς να πει ούτε λέξη, ούτε καν ένα «Προσέξτε!» ή «Την πετάω!» πέταξε σιωπηλά τη μπάλα προς το μέρος τους. Η μάλλον την εκτόξευσε προς το μέρος του, με άχαρες μηχανικές κινήσεις. |
||
+ | |||
+ | Αφού αναπήδησε μερικές φορές κάτω, η μπάλα κύλησε και... |
||
+ | |||
+ | «Ευχαριστώ!» |
||
+ | |||
+ | Κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του Κιταμούρα, που έκανε χαρούμενος το σήμα της νίκης πάνω από το κεφάλι του. Παρεμπιπτόντως, είχε ζώσει το μπλουζάκι του μέσα στο παντελόνι του, και είχε τυλίξει σφιχτά το κάτω μέρος του παντελονιού του γύρω από τα πόδια του. |
||
+ | |||
+ | «Α...Αϊσάκα...;» |
||
+ | |||
+ | «...» |
||
+ | |||
+ | Η Αϊσάκα που ήταν ερωτευμένη με αυτό τον τύπο, δεν έδινε πλέον σημεία ζωής... ''Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται.'' Δεν έδωσε καμία σημασία στον Ρυουτζί που της φώναζε, και στεκόταν εκεί ακίνητη, χωρίς να νοιάζεται που εμπόδιζε τους άλλους να δώσουν πάσα. |
||
+ | |||
+ | Ο Ρυουτζί τη φώναξε μερικές φορές, και μετά κατάλαβε ότι έτσι δεν έβγαινε τίποτα. Την πλησίασε προσεκτικά, προσπαθώντας να μην την αναστατώσει ή να την αγριέψει... |
||
+ | |||
+ | «...Αϊσάκα!» |
||
+ | |||
+ | «...» |
||
+ | |||
+ | Την τράβηξε μαλακά από το μανίκι, και αργά αργά την έφερε πίσω. Παραδόξως η Αϊσάκα τον ακολούθησε υπάκουα. Όταν πια την είχε φέρει στη θέση που έπρεπε να βρίσκεται, κοίταξε το σιωπηλό της πρόσωπο... |
||
+ | |||
+ | «Ουαα!» |
||
+ | |||
+ | Ο Ρυουτζί έκανε γρήγορα πίσω. Η Τάιγκα Αϊσάκα χαμογελούσε, χαμογελούσε στ’αλήθεια! Δε φαινόταν από μακριά, αλλά αν την κοίταζε κανείς από κοντά φαινόταν πως χαμογελούσε. |
||
+ | |||
+ | Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα σαν γατάκι που είχε μόλις φάει, τα χέρια της κάλυπταν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, και το στόμα της ήταν μισάνοιχτο. Έμεινε έτσι ώσπου ο λαιμός και τα αυτιά της έγιναν κατακόκκινα. Αν άκουγε κανείς προσεκτικά, θα μπορούσε να διακρίνει τους αχνούς ήχους που έβγαιναν από βαθιά μέσα της... |
||
+ | |||
+ | «Χε, χε, χε, χε, χε...» |
||
+ | |||
+ | ...Γελούσε σιγανά. |
||
+ | |||
+ | «Έι...Αϊσάκα, τι τρέχει;» |
||
+ | |||
+ | «Χε...τι ρωτάς τώρα;! Δεν πας καλά μου φαίνεται! Γιατί με κοιτάς έτσι κατάπληκτος; Θα έπρεπε να χαίρεσαι για μένα, σαν καλό σκυλί.» |
||
+ | |||
+ | «...Να χαίρομαι; Για σένα;» |
||
+ | |||
+ | Ακούγοντας αυτή την αναπάντεχη δήλωση, ο Ρυουτζί έμεινε σιωπηλός, μην ξέροντας τι να πει. ''Να χαρώ για τι πράγμα;'' Αν και η Αϊσάκα γκρίνιαζε, φαινόταν να είναι σε πολύ καλή διάθεση...Τα χέρια της έπαιζαν με την αλογοουρά της, και είχε αρχίσει να στριφογυρίζει αργά...''Χορεύει τώρα...;'' |
||
+ | |||
+ | ''Μα, γιατί; Τι έγινε και κάνει έτσι;'' Ωστόσο του ήταν δύσκολο να τη ρωτήσει στην κατάσταση που ήταν...Καθώς η αλογοουρά της μαστίγωνε το χέρι του, τη ρώτησε συνοφρυωμένος, |
||
+ | |||
+ | «Έι...Έι! Γιατί θα έπρεπε να χαίρομαι;» |
||
+ | |||
+ | Ακούγοντας την κοφτή ερώτηση, η Αϊσάκα συνοφρυώθηκε με τη σειρά της και φώναξε, |
||
+ | |||
+ | «Ουα;! Τι γκρινιάζεις τώρα; Ξέχασες τι προσπαθούμε να κάνουμε; Αλλά βέβαια, αφού είσαι τελείως βλαμμένος. Άχυρα έχεις αντί για μυαλό; Ε; Σταμάτα να λες ανοησίες, δε σκοπεύω να χάνω το χρόνο μου μαζί σου! Αλλά θα σου πω, γιατί έχω κέφια τώρα! Λοιπόν, άνοιξε τ’αυτιά σου και άκου, έτσι; Ο Κ...Κιταμούρα-κουν κι εγώ παίξαμε πάσες! Χε χε...» |
||
+ | |||
+ | Ξανάρχισε να χασκογελάει. «Χε, χε, χε, χε, χε»...Ο Ρυουτζί σκέφτηκε για λίγο, και τελικά είπε, |
||
+ | |||
+ | «...Και τι μ’αυτό;» |
||
+ | |||
+ | «Ε;! Για να σου πω, ένα σκυλί σαν εσένα δεν έχει δικαίωμα να γκρινιάζει...» |
||
+ | |||
+ | «...Δε γκρινιάζω...αλλά να κάνεις έτσι για κάτι τέτοιο...Συγγνώμη αν αυτό σου φανεί αγένεια εκ μέρους μου, αλλά νομίζω ότι χαίρεσαι για λάθος λόγους. Όταν λες ότι παίξατε πάσες...στην πραγματικότητα, απλώς του πέταξες τη μπάλα μια φορά, σωστά; Και ύστερα, ο στόχος σου δεν ήταν απλώς να παίξεις πάσες μαζί του, έτσι; Υποτίθεται ότι θα εκμεταλλευόσουν την κατάσταση για να πιάσετε κουβέντα και να γνωριστείτε καλύτερα, έτσι δεν είναι;» |
||
+ | |||
+ | ''Αα...'' |
||
+ | |||
+ | Το χαμόγελο της Αϊσάκα έσβησε και ξαναπήρε τη συνηθισμένη της αυστηρή έκφραση. «Καλά δε λέω;» συνέχισε ο Ρυουτζί, |
||
+ | |||
+ | «Κι ύστερα, τι συμπεριφορά ήταν αυτή; Μήπως του μίλησες και καθόλου; Καθόσουν εκεί αμίλητη όλη την ώρα, σωστά; Το μόνο που έκανες ήταν να του πετάξεις τη μπάλα σαν αυτόματο, και αυτός σου είπε απλώς ευχαριστώ. Αυτό εσύ το λες συζήτηση;» |
||
+ | |||
+ | Μάζεψε τη μπάλα ενώ ταυτόχρονα μιμήθηκε το σήμα της νίκης που είχε κάνει ο Κιταμούρα πριν από λίγο. Και το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν... |
||
+ | |||
+ | «Χμφ!» |
Revision as of 16:55, 21 November 2009
Κεφάλαιο 4
Το σχέδιο ήταν απλό…
Στο μάθημα της γυμναστικής εκείνη την ημέρα θα έπαιζαν μπάσκετ. Τα αγόρια και τα κορίτσια θα έπαιζαν χωριστά, αλλά πρωτύτερα θα έκαναν μαζί προθέρμανση…Για την προθέρμανση θα χωριζόντουσαν σε ζευγάρια, και για περίπου 10 λεπτά θα έκαναν ασκήσεις για ζέσταμα και πάσες.
Οι μαθητές μπορούσαν να διαλέξουν όποιον ήθελαν για παρτεναίρ στο ζέσταμα, ο γυμναστής ενδιαφερόταν μόνο να είναι όλοι σε ζευγάρια.
«Γι’αυτό, αυτή είναι τέλεια ευκαιρία για δυο άτομα που δεν κουβεντιάζουν συχνά να μιλήσουν. Καλύτερη δε γίνεται! Γι’αυτό, θα κάνεις ζέσταμα με τον Κιταμούρα οπωσδήποτε!»
Ο Ρυουτζί εξηγούσε τη στρατηγική του καθώς πήγαινε προς το γυμναστήριο με τη φόρμα του. Δίπλα του ήταν η Αϊσάκα, που έπαιζε με την αλογοουρά της γκρινιάζοντας,
«Να κάνω ζέσταμα μαζί του…Μα κανείς στην τάξη δε ζευγαρώνει με κάποιον του αντίθετου φύλου. Έπειτα εγώ πάντα είμαι ζευγάρι με τη Μινορίν, και ο Κιταμούρα-κουν με σένα. Και τώρα να πάω ξαφνικά να του ζητήσω να κάνουμε ζέσταμα μαζί…Απλά δεν μπορώ να το κάνω!»
Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια η φωνή της έσβησε. Τσ, τσ, τσ! Ο Ρυουτζί κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στη μύτη της ενώ της εξηγούσε με περηφάνια το σχέδιό του,
«Πράγματι, συνήθως έτσι είναι. Άκου τώρα! Ο σκοπός είναι να ζευγαρώσεις με τον Κιταμούρα χαλαρά και φυσιολογικά, οπότε θα χρειαστεί μια προετοιμασία. Πρώτα, εγώ θα ζευγαρώσω μαζί σου…»
Η Αϊσάκα τον κοίταξε καχύποπτα,
«…Και μετά;»
«Τότε ο Κιταμούρα αναγκαστικά θα ζευγαρώσει με κάποιον άλλο. Μόλις βρω ευκαιρία, θα πετάξω δήθεν κατά λάθος τη μπάλα πάνω στον παρτεναίρ του Κιταμούρα. Δε θα τον χτυπήσω πολύ, αλλά θα είναι αρκετό για να προκληθεί αναστάτωση, και φυσικά θα πρέπει να τον συνοδεύσω στο αναρρωτήριο όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Και τότε, ποιος θα μείνει πίσω;»
«…Εγώ, και ο Κιταμούρα-κουν;»
«Ακριβώς! Και έτσι θα μπορείς να του πεις κάτι του τύπου ‘Φαίνεται πως αναγκαστικά θα κάνουμε μαζί προθέρμανση τώρα’…»
«Έλα τώρα, με κοροϊδεύεις; Αποκλείεται να είσαι τόσο καλός ηθοποιός. Και πιστεύεις στ’αλήθεια ότι αυτό το κόλπο θα πιάσει;»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πιάσει!»
Καθισμένοι δίπλα δίπλα έβαλαν τα αθλητικά τους παπούτσια, και μετά μαζεύτηκαν μαζί με τα άλλα παιδιά της τάξης μπροστά στο γυμναστή τους.
"Σήμερα...θα εξασκηθούμε στις πάσες και μετά θα παίξουμε μπάσκετ" άρχισε να εξηγεί ο γυμναστής.
"Λοιπόν, ξεκινάμε προθέρμανση! Χωριστείτε όλοι σε ζευγάρια!"
"Έι, Αϊσάκα!"
"Εδώ είμαι! Κάνουμε ομάδα σήμερα, Τακάσου-κουν;"
"Έγινε! Φύγαμε!"
"Μπράβο, ξεκινήστε! Φαίνεται πως κάποιοι ήρθαν με όρεξη σήμερα!"
Ο Ρυουτζί και η Αϊσάκα αφού κανόνισαν να γίνουν ομάδα, απομακρύνθηκαν γρήγορα από τους άλλους που ήταν ακόμα μαζεμένοι στη γωνία του γυμναστηρίου. "Απίστευτο...Αυτός ο Τακάσου φαίνεται πως δεν τη λογαριάζει τη ζωή του καθόλου..." "Θα'λεγε κανείς πως έχει γίνει το κατοικίδιο της Τίγρης Μινιατούρας..." Παρόλο που όλοι γύρω τους μουρμούριζαν φοβισμένα, αυτοί οι δυο ούτε που το πρόσεξαν. Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ψιθύρισαν προσεκτικά,
"Εντάξει με την πρώτη φάση του σχεδίου από ότι φαίνεται."
"Ναι."
Έγνεψαν ο ένας στον άλλο ευχαριστημένοι.
Όμως η αναπάντεχη πρωτοβουλία του Ρυουτζί και της Αϊσάκα οδήγησε την τάξη σε μια ασυνήθιστη κατεύθυνση. Εκτός από τους πολύ ντροπαλούς, όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να λένε...
"Χμμ...ώστε σήμερα είναι λίγο διαφορετικά, ε; Ωραία λοιπόν, κι εγώ θα κάνω ζευγάρι με ένα κορίτσι σήμερα!Ποια θέλει να είναι μαζί μου;"
Είπε κάποιος με φιλάρεσκο ύφος.
"Κι εγώ! Θέλω να κάνω ομάδα με ένα αγόρι!"
"Σωστά, μια χαρά ακούγεται κι αυτό."
"Ποιος ξέρει; Μπορεί να έχει πλάκα!"
Τα παιδιά άρχισαν να ενθουσιάζονται. Εκτός από λίγους που προτίμησαν να μείνουν ζευγάρι με τους φίλους τους, όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να κάνουν ζευγάρια με άτομα του αντίθετου φύλου.
Και έτσι...
"Μάρουο-κουν! Ουπς, ήθελα να πω Κιταμούρα-κουν! Κάνουμε ομάδα μαζί;"
"Ε; Εμ, εντάξει, αφού ο Τακάσου με παράτησε..."
ΑΧ! Ο Ρυουτζί άκουσε μια κραυγή ενώ ταυτόχρονα εισέπραξε ένα χτύπημα στην πλάτη από την Αϊσάκα.
"Γ...για μια στιγμή, τι έγινε δω πέρα; Ο Κιταμούρα-κουν τώρα είναι ζευγάρι μ'αυτή τη μυστήρια τύπισσα;"
Αυτή που η Αϊσάκα αποκαλούσε μυστήρια ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή κορίτσια της τάξης, η Μάγια Κιχάρα. Είχε ένα αρκετά ευλύγιστο σώμα για την ηλικία της,και έβαζε ψεύτικες βλεφαρίδες πάνω στις ήδη μακριές δικές της και ροζ ημιδιαφανές λιπ γκλος στα χείλη της. Με ένα ελαφρό μέικ-απ που μόλις και μετά βίας δεν παρέβαινε τους σχολικούς κανονισμούς, ήταν αρκετά χαριτωμένη...Τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Ρυουτζί.
"Τι εννοείς μυστήρια τύπισσα; Αυτή είναι η Κιχάρα-σαν. Μην αποκαλείς έτσι τους συμμαθητές σου! Αν και τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως...ΟΥΑΑ!;"
Τώρα ήταν η σειρά του Ρυουτζί να ουρλιάξει.
"Κουσιέντα, ας κάνουμε ομάδα."
Αυτός που μίλησε με ντροπαλό ύφος ήταν ο Χισαμίτσου Νότο, ένας συμμαθητής του Ρυουτζί από την πρώτη Λυκείου με τον οποίο τα πήγαινε καλά, ένας συμπαθητικός δεκαεφτάχρονος, αν και τα μοδάτα γυαλιά με το μαύρο σκελετό που φορούσε δεν του πήγαιναν καθόλου. Τι κάνει εκεί ο μπάσταρδος!; Ενώ ο Ρυουτζί τον κάρφωνε με το πιο άγριο βλέμμα του...
"Εντάξει! Φύγαμε!"
Η Μινόρι έτρεξε χαρούμενη προς το μέρος του Νότο.
"Ουαα!; Εσύ!; Εεε!; Κουσιέντα-σαν! Κάνεις ομάδα μ'αυτό το μυστήριο τύπο!; Γ, γιατί!;"
"Φίλος σου δεν είναι αυτός; Να, γι'αυτό σου έλεγα πως είσαι ένα άχρηστο σκυλί! Πώς μπόρεσες να μην το προβλέψεις αυτό;"
"Κι εσύ συμφώνησες με το σχέδιο, έτσι δεν είναι;"
Καθώς οι δυο τους συνέχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, η σφυρίχτρα του γυμναστή αντήχησε στο γυμναστήριο. Όλοι σχημάτισαν σειρές και άρχισαν προθέρμανση.
Η Αϊσάκα στάθηκε μπροστά από τον Ρυουτζί, και ξεκίνησε κακόκεφα να κάνει ζέσταμα, με την αλογοουρά της να πηγαίνει πέρα δώθε. Όσοι είχαν την ατυχία να βρίσκονται κοντά της τρομοκρατήθηκαν τόσο από το άγριο ύφος και το ακόμα πιο άγριο πλατάγισμα της γλώσσας της, ώστε γρήγορα της έκαναν χώρο ζητώντας συγγνώμη.
Εκτός από τη Μινορίν, όποιος βρεθεί στο δρόμο της θα τον δαγκώσει. Γι’αυτό της βγάλαμε αυτό το παρατσούκλι, Τίγρη Μινιατούρα, που ταιριάζει και με το όνομά της. Ο Ρυουτζί θυμήθηκε αυτά που του είχε πει ένας από τους καινούριους του συμμαθητές, όταν τον ρώτησε πώς προέκυψε αυτό το παρατσούκλι. Πραγματικά, δεν τη φώναζαν τίγρη χωρίς λόγο, και αντίθετα με άλλα κορίτσια, δε φαινόταν να νοιάζεται ιδιαίτερα για το τι εντύπωση θα έκανε στον Κιταμούρα.
Κι όμως, καθώς κοιτούσε αυτό το κορίτσι που τώρα έκανε ζέσταμα στο ρυθμό της μουσικής, αυτή η μικρή και λεπτοκαμωμένη σιλουέτα δεν έμοιαζε με ένα κορίτσι που θα χαρακτήριζε κανείς «άγριο». Κάποιος που δεν την ήξερε θα την θεωρούσε γλυκιά και εύθραυστη. Και πράγματι, όταν πρωτοήρθε σ’αυτό το σχολείο, πολλοί είπαν ότι ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια του σχολείου, και λεγόταν ότι τα αγόρια έκαναν ουρά για να της εξομολογηθούν τα αισθήματά τους…Τώρα ο Ρυουτζί καταλάβαινε τι τους έκανε να αισθανθούν έτσι.
Συγκριτικά με τα άλλα κορίτσια, ήταν σαφώς πιο μικρόσωμη. Η φόρμα της γυμναστικής που έκανε κανονικά στα περισσότερα κορίτσια, της ήταν πολύ μεγάλη, και γι’αυτό αναγκαζόταν να γυρίζει το κάτω μέρος του παντελονιού προς τα πάνω. Ακόμα και οι γοφοί της ήταν μικροί σαν παιδιού. Γενικά, ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς «ντελικάτη».
Παρόλα τα μαρτύρια που είχε τραβήξει μέχρι τώρα στα χέρια της, ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι η Αϊσάκα ήταν «χαριτωμένη», αν και αυτό φυσικά αφορούσε μόνο την εξωτερική της εμφάνιση. Κι αυτό γιατί το σώμα του δεν μπορούσε να πει ψέματα: κάθε φορά που τύχαινε να την κοιτάξει στα μάτια, η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά, και ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του.
Τι καλά που θα ήταν αν αυτό το σώμα δεν έκρυβε μια τίγρη…Μα τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα!...Καθώς αυτές οι ανόητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του…
«Πού χαζεύεις, άχρηστο κορμί; Τα’χεις παίξει τελείως;»
«…Λ…λέγε ό,τι θές. Αρνούμαι να σπαταλήσω φαιά ουσία για να απαντάω στις προσβολές σου…»
Το ζέσταμα με μουσική είχε μόλις τελειώσει.
Η Αϊσάκα γύρισε ψυχρά από την άλλη και κάθισε κάτω με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί. Τώρα θα έκαναν μερικές ασκήσεις έκτασης.
«…Γιατί να πρέπει να κάνω τις ασκήσεις μαζί σου; Και τώρα που το σκέφτομαι, οι πάσες δεν είναι σχεδόν στο τέλος της προθέρμανσης;»
Η Αϊσάκα συνέχιζε να παραπονιέται μουρμουριστά για το αδέξιο σχέδιο του Ρυουτζί. Έσκυψε μπροστά και άγγιξε με τα δάχτυλά της τις μύτες των παπουτσιών της χωρίς πολλή προσπάθεια. Για να κάνουμε την άσκηση, θα πρέπει να αγγίξω το μπλουζάκι της, και το σώμα της…Ο Ρυουτζί δίστασε για λίγο, και μετά είπε προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του…
«Να χαρώ εγώ τρόπους! Κρίμα που δε μιλάς έτσι και στον Κιταμούρα.»
«Ναι, κρίμα.»
Παρά την προσπάθεια να ανοίξει συζήτηση, ο Ρυουτζί εξακολουθούσε να νιώθει άβολα. Επειδή προηγουμένως σκεφτόταν την εμφάνιση της Αϊσάκα, τώρα δεν μπορούσε να μην προσέξει το σώμα της.
Κάτω από τους ώμους της, η πλάτη της ήταν ζεστή λόγω της προθέρμανσης. Και μπορούσε, αν και με δυσκολία, να διακρίνει το περίγραμμα του σουτιέν της μέσα από το μπλουζάκι.
Νομίζω ότι έκανα ένα απίθανο δώρο στα αγόρια της τάξης σήμερα, σκέφτηκε ο Ρυουτζί.
«Ουμφφ…Έι, είσαι βαρύς, μη με πιέζεις τόσο!»
Από την άλλη, ο Ρυουτζί ανησυχούσε και για τη Μινόρι Κουσιέντα. Άραγε να έβλεπε ο Νότο το σουτιέν της Μινόρι μέσα από τη μπλούζα της αυτή τη στιγμή;
«…Ρυουτζί, θα…σκάσω! Έι! Είσαι βαρύς! Άου, πο…νάω…!
Ο Ρυουτζί, χαμένος στις σκέψεις του. πρόσεξε τώρα το λαιμό της Αϊσάκα, ακριβώς εκεί που τελείωναν τα μαλλιά της. Επειδή αυτό το μέρος δεν το έβλεπε καθόλου ο ήλιος, το δέρμα εκεί ήταν λευκό σαν χιόνι, και λείο σαν γυαλισμένο μάρμαρο, τόσο που φοβόταν πως αν το άγγιζε, θα άφηνε δαχτυλιές. Μόνο να το κοίταζε κανείς, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και την ανάσα του να κόβεται…
«...!...!...!»
«…Ε; Τι συμβαίνει, γιατί φαίνεσαι σαν να πονάς;»
Καθώς την άφησε, η Αϊσάκα σηκώθηκε και πήρε βαθιά ανάσα, λες και έβγαινε στην επιφάνεια μετά από μακροβούτι.
«…Έννοια σου και θα καταλάβεις…Για έλα να αλλάξουμε…»
Για πρώτη φορά, η Αϊσάκα χαμογέλασε στον Ρυουτζί. Τι έγινε τώρα; Ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε τίποτα. Έγινε τίποτα και χαίρεται έτσι;
Αμέσως μετά, ήταν η σειρά του Ρυουτζί να καθίσει με την πλάτη γυρισμένη στην Αϊσάκα. «Πρόσεξε να μην πιέσεις πολύ!» της είπε καθώς γυρνούσε την πλάτη του.
Και τότε το ένιωσε.
Από αρκετή απόσταση πήρε φόρα και έκανε ένα μεγάλο άλμα…
«Ηλίθ…Μη…Ουα…!»
Η τίγρη έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει την πλάτη του Ρυουτζί με το βάρος και την ορμή της καθώς έπεφτε με φόρα πάνω του. Του φαινόταν πως η μέση του ήταν έτοιμη να κοπεί στα δύο.
«Να πάρει…πόνεσε αυτό…!»
«Κι εγώ πονούσα προηγουμένως, οπότε τώρα είμαστε πάτσι!»
Μ’αυτά και μ’αυτά κατάφεραν να εξαντληθούν τελείως. Επιτέλους όμως, έφτασε η ώρα να εξασκηθούν στις πάσες. Αν και μετά την περιποίηση της Αϊσάκα, ο Ρυουτζί με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Έτσι που με κατάντησε, θα είναι θαύμα αν μπορέσω να συνεχίσω τη γυμναστική!
«Άντε, να προχωρήσουμε επιτέλους με το σχέδιο, εντάξει;»
Είπε η Αϊσάκα, που στεκόταν περίπου πέντε μέτρα μακριά του. Τα άλλα παιδιά άρχισαν κι αυτά να δίνουν πάσες, και ο ήχος από τις μπάλες που χτυπούσαν κάτω γέμισε το γυμναστήριο.
Το σχέδιο ήταν να πετάξει ο Ρυουτζί την μπάλα, όχι πολύ δυνατά βέβαια, πάνω στον παρτεναίρ του Κιταμούρα κατά τη διάρκεια της άσκησης με τις πάσες. Αυτό ήταν το σχέδιο, τώρα όμως υπήρχε ένα πρόβλημα…
Το άτομο που στεκόταν τώρα μπροστά στον Ρυουτζί και που είχε κάνει ομάδα με τον Κιταμούρα ήταν η Κιχάρα-σαν – ένα κορίτσι.
Όσο ελαφρό και αν ήταν το χτύπημα, ο Ρυουτζί δίσταζε να τραυματίσει ηθελημένα ένα κορίτσι. Για την ώρα, ας δώσω πάσα στην Αϊσάκα!
«…Τι στο, γιατί δίνεις πάσα σε μένα…;»
Τα μεγάλα μάτια της άστραψαν σαν λεπίδες καθώς κάρφωνε τον Ρυουτζί με το βλέμμα της.
«…Απλώς περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Έλα, δώσε πάσα!»
«…»
Με μια γκριμάτσα, η Αϊσάκα ξαναπέταξε τη μπάλα στον Ρυουτζί με δύναμη. Καθώς αυτός την έπιανε, του έγνεψε με το πηγούνι της.
Κάντο!
«…Καλά, καλά…»
Τη χτύπησε για λίγο κάτω και της την ξαναπέταξε. Η Αϊσάκα την έπιασε, ενώ το στόμα της είχε γίνει μια σφιχτή γραμμή.
«Έι! Τι στο διάβολο κάνεις; Άντε, τελείωνε!¨
Η Αϊσάκα έπαιζε με τη μπάλα σαν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Μετά από μερικές αναπηδήσεις…
«Πιάστην!»
«Ουαα!»
Η μπάλα εκτοξεύτηκε στο πρόσωπό του σαν σφαίρα.
«Π...που να σε…»
Ο Ρυουτζί κατάφερε να πιάσει τη μπάλα, όχι όμως προτού του ξύσει το πρόσωπο. Ωστόσο δεν ήταν θυμωμένος, ή μάλλον ήταν λίγο θυμωμένος αλλά περισσότερο φοβισμένος.
«Έι, Ρυουτζί! Έλα! Δώσε πάσα!»
Η Αϊσάκα από την άλλη, βημάτιζε ενοχλητικά πάνω κάτω λες και δεν είχε γίνει τίποτα, με τα αθλητικά της παπούτσια να τρίζουν πάνω στο πάτωμα του γυμναστηρίου. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να πιάσει τη μπάλα, απλώς ανέμιζε τα χέρια της για τα μάτια του κόσμου. Ας δώσω αυτή την πάσα να τελειώνουμε! Όμως καθώς ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να πετάξει τη μπάλα με όλη του τη δύναμη…
«Αχ…»
Ξαφνικά η Αϊσάκα κοίταξε αλλού, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.
«Πού στην ευχή κοιτάς;!»
Μπροστά στην Αϊσάκα που γύρισε από την άλλη... «Ουφ, Κιταμούρα-κουν, πρόσεχε που πετάς τη μπάλα...» «Ουπς, συγγνώμη!». Η Μάγια Κιχάρα άρχισε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που κύλησε μακριά, και κατέληξε μπροστά στα πόδια της Αϊσάκα.
«...»
Μια γκριμάτσα.
Αν και εδώ που τα λέμε, ούτε η ίδια η Αϊσάκα δεν ήξερε τι έκφραση θα έπρεπε να έχει καθώς μάζευε τη μπάλα.
«Ουα! Αϊσάκα-σαν! Συγγνώμη, δεν πιστεύω να θύμωσες; Ειλικρινά συγγνώμη, δεν το κάναμε επίτηδες!»
Άραγε μπορεί να συννενοηθεί μαζί της επειδή είναι και οι δυο κορίτσια; Η Κιχάρα χαμογελούσε, και το ύφος της δε θύμιζε καθόλου την τρομοκρατημένη έκφραση που έπαιρναν τα αγόρια σε ανάλογες περιπτώσεις. «Μας την πετάς πίσω, σε παρακαλώ;» Η Κιχάρα ανέμισε τα χέρια της, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε πως το κορδόνι της είχε λυθεί και έσκυψε να το δέσει.
Και τότε με τη σειρά του φώναξε...
«Έι...Αϊσάκα! Συγγνώμη για το λάθος, μου πετάς τη μπάλα σε παρακαλώ;»
Δεν ήταν άλλος από τον κο.Τέλειο με τα γυαλιά – τον Γιουσάκου Κιταμούρα. Όπως το συνήθιζε, φερόταν σε όλα τα κορίτσια με τον ίδιο τρόπο, πιθανότατα επειδή ήταν αυτό που λέμε «απονήρευτος».
Κρακ! Η Αϊσάκα κοκάλωσε στη θέση της λες και ξαφνικά είχε μείνει από καύσιμα. Ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της από εκεί που ήταν, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι το σώμα της είχε γίνει άκαμπτο σαν ξύλο.
«Κρ...ακ...» Η Αϊσάκα άρχισε να κινείται μηχανικά σαν ξεκούρδιστο παιχνίδι. Έκανε μερικά βήματα – δεξί χέρι και δεξί πόδι μαζί, και μετά αριστερό χέρι και αριστερό πόδι μαζί – προς τη μπάλα. Χωρίς να πει ούτε λέξη, ούτε καν ένα «Προσέξτε!» ή «Την πετάω!» πέταξε σιωπηλά τη μπάλα προς το μέρος τους. Η μάλλον την εκτόξευσε προς το μέρος του, με άχαρες μηχανικές κινήσεις.
Αφού αναπήδησε μερικές φορές κάτω, η μπάλα κύλησε και...
«Ευχαριστώ!»
Κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του Κιταμούρα, που έκανε χαρούμενος το σήμα της νίκης πάνω από το κεφάλι του. Παρεμπιπτόντως, είχε ζώσει το μπλουζάκι του μέσα στο παντελόνι του, και είχε τυλίξει σφιχτά το κάτω μέρος του παντελονιού του γύρω από τα πόδια του.
«Α...Αϊσάκα...;»
«...»
Η Αϊσάκα που ήταν ερωτευμένη με αυτό τον τύπο, δεν έδινε πλέον σημεία ζωής... Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Δεν έδωσε καμία σημασία στον Ρυουτζί που της φώναζε, και στεκόταν εκεί ακίνητη, χωρίς να νοιάζεται που εμπόδιζε τους άλλους να δώσουν πάσα.
Ο Ρυουτζί τη φώναξε μερικές φορές, και μετά κατάλαβε ότι έτσι δεν έβγαινε τίποτα. Την πλησίασε προσεκτικά, προσπαθώντας να μην την αναστατώσει ή να την αγριέψει...
«...Αϊσάκα!»
«...»
Την τράβηξε μαλακά από το μανίκι, και αργά αργά την έφερε πίσω. Παραδόξως η Αϊσάκα τον ακολούθησε υπάκουα. Όταν πια την είχε φέρει στη θέση που έπρεπε να βρίσκεται, κοίταξε το σιωπηλό της πρόσωπο...
«Ουαα!»
Ο Ρυουτζί έκανε γρήγορα πίσω. Η Τάιγκα Αϊσάκα χαμογελούσε, χαμογελούσε στ’αλήθεια! Δε φαινόταν από μακριά, αλλά αν την κοίταζε κανείς από κοντά φαινόταν πως χαμογελούσε.
Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα σαν γατάκι που είχε μόλις φάει, τα χέρια της κάλυπταν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, και το στόμα της ήταν μισάνοιχτο. Έμεινε έτσι ώσπου ο λαιμός και τα αυτιά της έγιναν κατακόκκινα. Αν άκουγε κανείς προσεκτικά, θα μπορούσε να διακρίνει τους αχνούς ήχους που έβγαιναν από βαθιά μέσα της...
«Χε, χε, χε, χε, χε...»
...Γελούσε σιγανά.
«Έι...Αϊσάκα, τι τρέχει;»
«Χε...τι ρωτάς τώρα;! Δεν πας καλά μου φαίνεται! Γιατί με κοιτάς έτσι κατάπληκτος; Θα έπρεπε να χαίρεσαι για μένα, σαν καλό σκυλί.»
«...Να χαίρομαι; Για σένα;»
Ακούγοντας αυτή την αναπάντεχη δήλωση, ο Ρυουτζί έμεινε σιωπηλός, μην ξέροντας τι να πει. Να χαρώ για τι πράγμα; Αν και η Αϊσάκα γκρίνιαζε, φαινόταν να είναι σε πολύ καλή διάθεση...Τα χέρια της έπαιζαν με την αλογοουρά της, και είχε αρχίσει να στριφογυρίζει αργά...Χορεύει τώρα...;
Μα, γιατί; Τι έγινε και κάνει έτσι; Ωστόσο του ήταν δύσκολο να τη ρωτήσει στην κατάσταση που ήταν...Καθώς η αλογοουρά της μαστίγωνε το χέρι του, τη ρώτησε συνοφρυωμένος,
«Έι...Έι! Γιατί θα έπρεπε να χαίρομαι;»
Ακούγοντας την κοφτή ερώτηση, η Αϊσάκα συνοφρυώθηκε με τη σειρά της και φώναξε,
«Ουα;! Τι γκρινιάζεις τώρα; Ξέχασες τι προσπαθούμε να κάνουμε; Αλλά βέβαια, αφού είσαι τελείως βλαμμένος. Άχυρα έχεις αντί για μυαλό; Ε; Σταμάτα να λες ανοησίες, δε σκοπεύω να χάνω το χρόνο μου μαζί σου! Αλλά θα σου πω, γιατί έχω κέφια τώρα! Λοιπόν, άνοιξε τ’αυτιά σου και άκου, έτσι; Ο Κ...Κιταμούρα-κουν κι εγώ παίξαμε πάσες! Χε χε...»
Ξανάρχισε να χασκογελάει. «Χε, χε, χε, χε, χε»...Ο Ρυουτζί σκέφτηκε για λίγο, και τελικά είπε,
«...Και τι μ’αυτό;»
«Ε;! Για να σου πω, ένα σκυλί σαν εσένα δεν έχει δικαίωμα να γκρινιάζει...»
«...Δε γκρινιάζω...αλλά να κάνεις έτσι για κάτι τέτοιο...Συγγνώμη αν αυτό σου φανεί αγένεια εκ μέρους μου, αλλά νομίζω ότι χαίρεσαι για λάθος λόγους. Όταν λες ότι παίξατε πάσες...στην πραγματικότητα, απλώς του πέταξες τη μπάλα μια φορά, σωστά; Και ύστερα, ο στόχος σου δεν ήταν απλώς να παίξεις πάσες μαζί του, έτσι; Υποτίθεται ότι θα εκμεταλλευόσουν την κατάσταση για να πιάσετε κουβέντα και να γνωριστείτε καλύτερα, έτσι δεν είναι;»
Αα...
Το χαμόγελο της Αϊσάκα έσβησε και ξαναπήρε τη συνηθισμένη της αυστηρή έκφραση. «Καλά δε λέω;» συνέχισε ο Ρυουτζί,
«Κι ύστερα, τι συμπεριφορά ήταν αυτή; Μήπως του μίλησες και καθόλου; Καθόσουν εκεί αμίλητη όλη την ώρα, σωστά; Το μόνο που έκανες ήταν να του πετάξεις τη μπάλα σαν αυτόματο, και αυτός σου είπε απλώς ευχαριστώ. Αυτό εσύ το λες συζήτηση;»
Μάζεψε τη μπάλα ενώ ταυτόχρονα μιμήθηκε το σήμα της νίκης που είχε κάνει ο Κιταμούρα πριν από λίγο. Και το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν...
«Χμφ!»