Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume2 Chapter6"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
Line 8: Line 8:
 
«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»
 
«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»
   
«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο μόνο για λίγη ώρα σήμερα.»
+
«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο με περιορισμένη χρονική διάρκεια σήμερα.»
   
 
«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»
 
«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»
Line 302: Line 302:
   
 
«Το ίδιο είναι. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά όταν άλλαξες έτσι ξαφνικά χτες, ήταν τα δέκα πιο τρομακτικά λεπτά της ζωής μου. Όχι τότε που θύμωσες, αλλά μετά, όταν έκανες σαν να μην τρέχει τίποτα.»
 
«Το ίδιο είναι. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά όταν άλλαξες έτσι ξαφνικά χτες, ήταν τα δέκα πιο τρομακτικά λεπτά της ζωής μου. Όχι τότε που θύμωσες, αλλά μετά, όταν έκανες σαν να μην τρέχει τίποτα.»
  +
  +
Φυσικά, δεν είπε κουβέντα για το ότι ήξερε για τον πραγματικό της χαρακτήρα από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, αλλά---Όχι, ίσως ακόμα κι αυτά που είπε να ήταν ήδη πάρα πολλά, αλλά ήταν πια αργά για να τα πάρει πίσω. Τώρα που είχε αρχίσει, δε θα σταματούσε αν δεν έλεγε όλα όσα ήθελε να πει.
  +
  +
«Θα ήταν καλύτερα να κόψεις το θέατρο. Έτσι κι αλλιώς αργά ή γρήγορα θα ξεσκεπαστείς. Δεν ξέρω αν νομίζεις πως αυτό που κάνεις είναι χαριτωμένο ή κάτι τέτοιο, αλλά αν το έβλεπες, δεν είναι κάτι για το οποίο θα αισθανόσουν καλά.»
  +
  +
Κι αφού τα είπε όλα αυτά,
  +
  +
«…Καβασίμα…;»
  +
  +
Τελικά μάλλον όντως είχε πει πάρα πολλά---Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Άμι.
  +
  +
Η Άμι εξακολουθούσε να χαμογελάει…με ένα ψεύτικο, αγγελικά γλυκό χαμόγελο, κοιτούσε κατάματα τον Ρυουτζί. Χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι εκνευρισμού, ανάγκαζε ολόκληρο το πρόσωπό της να χαμογελάει.
  +
  +
«Για χτες μιλάς; Τι;---Αυτά που λες, για μένα είναι παιχνιδάκι. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω μόνο για κάτι τέτοιο, ξέρεις;»
  +
  +
Ο Ρυουτζί δεν ήταν καν σίγουρος αν η ματιά που έπεφτε πάνω του ήταν ψυχρή ή θερμή. Για ένα μόνο ήταν βέβαιος: ό,τι κι αν έλεγε, κανένα από τα λόγια του δε θα κατάφερνε ποτέ να διαπεράσει το σιδερένιο προσωπείο αυτού του κοριτσιού και να την αγγίξει.
  +
  +
«Ξέρεις, δεν κάνω χωρίς αυτό το πρόσωπο. Εγώ το ξέρω αυτό καλύτερα από όλους.»
  +
  +
«Ε…μμ…»
  +
  +
Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Όμως η Άμι δε φαινόταν να περιμένει κάποια απάντηση. Συνέχισε να μιλάει χαμογελώντας πάντα.
  +
  +
«Αν όλο αυτό έχει κάποιο νόημα ή αξία ή όχι, αυτό και το πώς έχουν τα πράγματα είναι δύο διαφορετικά ζητήματα. Είμαι σίγουρη πως δεν είχε κανένα νόημα ή αξία χτες. Αυτό που έγινε ήταν…Ίσως ήμουν απλώς εκνευρισμένη από αυτή την ενοχλητική κοντοστούπα; Η φάτσα της όταν είναι κολλημένη δίπλα στον Τακάσου-κουν, είναι τόσο μα τόσο διασκεδαστική. Ο μόνος λόγος που το αναφέρω είναι επειδή με κάνει να ενεργώ έτσι, χωρίς να σκέφτομαι… Ομολογώ πάντως ότι οι γυρίνοι ήταν κάτι που δεν περίμενα.»
  +
  +
«…Συγγνώμη, εγώ δεν…δεν πολυκαταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά…Μήπως είπα περισσότερα από ότι έπρεπε;»
  +
  +
«Χμμ; Για ποιο πράγμα; Μου μιλούσες για κάτι, Τακάσου-κουν; Δε θυμάμαι τίποτα, τίποτα α~πο~λύ~τως.»
  +
  +
Καθώς τα μάτια της Άμι άνοιγαν διάπλατα δήθεν απορημένα, ο Ρυουτζί κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή. Αυτό το κορίτσι εννοούσε να εξακολουθήσει να κρύβει την αληθινή της προσωπικότητα, ό,τι και να γινόταν.
  +
  +
«Έλα, τι ύφος είναι αυτό; Δε χρειάζεται να προβληματίζεσαι τόσο. Αυτό, ξέρεις, είναι στρατηγική. Είναι η στρατηγική όπου λέω παράξενα πράγματα για να με προσέχουν οι άλλοι…Στ’αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απ’αυτό.»
  +
  +
«…Στο λόγο μου, δε σε καταλαβαίνω καθόλου.»
  +
  +
Ακούγοντας τα λόγια του Ρυουτζί, η Άμι έγειρε χαριτωμένα το κεφάλι της και γέλασε ικανοποιημένη.
  +
  +
«Κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει καθόλου που δεν καταλαβαίνεις. Αφού στο κάτω κάτω είμαι μια ελαφρόμυαλη.»
  +
  +
Δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνεις…Αν ήταν έτσι, τότε δε σκόπευε να ασχοληθεί άλλο με το θέμα. Ο Ρυουτζί ανασήκωσε τους ώμους του κοιτάζοντας τη διπρόσωπη υποτιθέμενη ελαφρόμυαλη, και έκανε πως πίνει τον καφέ του.
  +
  +
Υπολόγισε πως πέρασαν κάπου δέκα λεπτά χωρίς να μιλήσουν καθόλου. Το κινητό του Ρυουτζί δονήθηκε.
  +
  +
«Εμπρός, Τακάσου; Έχουμε ένα προβληματάκι. Φαίνεται πως ο τύπος δε μπορούσε να τραβήξει καλές φωτογραφίες της Άμι από κει που ήταν, και τα παράτησε και άρχισε να διαβάζει μάνγκα περιμένοντας να φύγετε από το μαγαζί. Δεν υπάρχει λόγος να μένετε άλλο εκεί, γι’αυτό μπορείτε να φύγετε;»
  +
  +
«Εντάξει, κατάλαβα.»
  +
  +
Εξήγησε την κατάσταση στην Άμι, και αφού επέστρεψαν βιαστικά τους δίσκους τους βγήκαν από το Σουντόμπα. Κατά τα φαινόμενα ο Κιταμούρα και οι άλλοι επιβεβαίωσαν την έξοδό τους από κάπου εκεί κοντά.
  +
  +
«Συγγνώμη. Λοιπόν, όπως είχαμε σχεδιάσει από την αρχή, προχωρήστε βορειοδυτικά κατά μήκος της λεωφόρου για το πάρκο.»
  +
  +
«Έγινε…Καβασίμα, πάμε από δω.»
  +
  +
Δίπλα δίπλα με την Άμι, ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να αρχίσει να περπατάει ανέμελα,
  +
  +
«Επίσης---έχω να αναφέρω και άλλο ένα δυσάρεστο. Χάσαμε την Κουσιέντα.»
  +
  +
«…Τι;!»
  +
  +
Ενστικτωδώς σταμάτησε να περπατάει.
  +
  +
Αυτή που σκέφτηκε όλο το σχέδιο; Κιόλας; Έφυγε προτού καταφέρουν το παραμικρό;
  +
  +
Ακούγοντας το ξεφωνητό έκπληξης που άφησε ο Ρυουτζί, η Άμι τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια…Κακό αυτό, αν δεν φερόταν φυσιολογικά, μπορεί να κινούσε τις υποψίες του ανώμαλου.
  +
  +
«Γ,…γιατί;»
  +
  +
«Πήρε ένα μήνυμα από τη δουλειά της για κάτι έκτακτο, κάποιος αρρώστησε και χρειάζονταν βοήθεια. Νομίζω πως υπήρχε κίνδυνος να απολυθεί, γιατί αυτός που την προσέλαβε έκλαιγε και φώναζε πως αν δεν πήγαινε η Κουσιέντα, θα την πλήρωνε αυτός, και καθώς αυτός έκλαιγε, η Κουσιέντα εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης…Είπε να συναντηθούμε ξανά πιο μετά, και ότι λυπόταν πολύ…Χάσαμε έναν τόσο καλό στρατιώτη…»
  +
  +
Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε και κράτησε την ανάσα του. Η Μινόρι είχε φύγει από το μέτωπο, και αυτό σήμαινε ότι,
  +
  +
«…Τ, τότε, αυτή τη στιγμή, είστε εσύ κι η Τάιγκα μόνοι σας…»
  +
  +
«Η Αϊσάκα είναι μια χαρά.»
  +
  +
«Δώ, δώσε μου την Τάιγκα για μια στιγμή, είναι επείγον!»
  +
  +
Ένα δευτερόλεπτο μετά,
  +
  +
«…~»
  +
  +
Μια ανάσα που έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα χωρίς να λέει τίποτα πλημμύρισε το τηλέφωνο. Ήταν η Τάιγκα.
  +
  +
«Τά, Τάιγκα…Είσαι εντάξει;!»
  +
  +
«…Ου…Ουχ.»
  +
  +
Δεν ακουγόταν εντάξει---ο Ρυουτζί έξυσε βίαια το κεφάλι του. Να είναι ολομόναχη με τον Κιταμούρα, αυτή την κατάσταση δε θα μπορούσε να τη χειριστεί η Τάιγκα. Πέτρωνε από νευρικότητα και μόνο που ήταν κοντά του, και τώρα περπατούσαν μαζί μόνοι τους…Δε θα του έκανε εντύπωση αν η Τάιγκα ήταν έτοιμη να πέσει ξερή.
  +
  +
«Έι, συγκρατήσου! Μιλάτε κανονικά εσείς οι δυο;! Υπάρχει κανένα πρόβλημα;!»
  +
  +
«…Είμαι,…είμαι,»
  +
  +
«Αισθάνεσαι…καλά;!»
  +
  +
«Είμαι νευρικ,»
  +
  +
Ξαφνικά κόπηκε η γραμμή.
  +
  +
«Εε…Εεεε;!»
  +
  +
Διερωτόμενος «Τι στο καλό», ο Ρυουτζί κοίταξε σαν χαμένος το κινητό του. Η Τάιγκα που ήταν αδέξια ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, ήταν τώρα μόνη της με τον Κιταμούρα, ανίκανη να αρθρώσει λέξη από τη νευρικότητα, και καθώς ακολουθούσαν τον ανώμαλο, κόβεται η γραμμή…Ανησυχούσε τρομερά.
  +
  +
«Έι, τι τρέχει; Ο Γιουσάκου και οι άλλοι δεν ήταν στο τηλέφωνο; Δεν είχες καλό σήμα;»
  +
  +
«Ν, ναι…Για κάποιο λόγο κόπηκε ξαφνικά η σύνδεση…»
  +
  +
«Γιατί δεν τους ξαναπαίρνεις εσύ;»
  +
  +
Γνέφοντας καταφατικά στη λογική συμβουλή της Άμι, δοκίμασε να τους ξανακαλέσει, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν, «Ο αριθμός που καλείται αυτή τη στιγμή δεν είναι διαθέσιμος…» Ξαναδοκίμασε χωρίς αποτέλεσμα, και έτσι αναστενάζοντας στεναχωρημένος ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του.
  +
  +
«Δεν μπορείς να πιάσεις γραμμή με τον Γιουσάκου και τους άλλους;»
  +
  +
«Τ, τέλος πάντων, η Κουσιέντα έφυγε, και φαίνεται πως η Τάιγκα δεν είναι και τόσο καλά…Τι στην ευχή συμβαίνει εκεί πέρα…Μάλλον θα δοκιμάσω να τους ξαναπάρω. Όχι, περίμενε, ίσως να μην έχουμε ακόμα σήμα…»
  +
  +
Ξαφνικά πρόσεξε πως η Άμι τον κοιτούσε επίμονα.

Revision as of 23:06, 3 December 2010

Κεφάλαιο 6


«Η αρχηγός και φοβερή πίτσερ, Κουσιέντα Μινόρι!»

«Ναι! Η πάσα-αστραπή που κυριάρχησε σε όλο το Κάντου δεν αστειεύεται!»

«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»

«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο με περιορισμένη χρονική διάρκεια σήμερα.»

«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»

«…»

«---Και τελευταίος εγώ, ο Κιταμούρα Γιουσάκου! Όλα τα μέλη παρόντα και πανέτοιμα!»

Ο Κιταμούρα έκανε μεταβολή δείχνοντάς τους με το δάχτυλο, και στη συνέχεια έσφιξε τη γροθιά του. Ακόμα και ο συνήθως πολυάσχολος Κιταμούρα απουσίαζε από τη λέσχη του σήμερα, και μέχρι που είχε πάρει άδεια να παραμελήσει για λίγο τα καθήκοντά του στο μαθητικό συμβούλιο.

Ήταν 4 το απόγευμα και δεν υπήρχαν άλλοι μαθητές στην τάξη. Το φως του ήλιου που θάμπωνε ολοένα φώτιζε τους τρεις που στεκόντουσαν γύρω από τον Κιταμούρα σαν πρωτοπαλίκαρα και την Άμι, που στεκόταν λίγο μακριά τους.

«Για να δούμε λοιπόν», ο Κιταμούρα πήρε προεδρικό ύφος καθώς άρχισε να μιλάει με βροντερή φωνή.

«Θα εφαρμόσουμε άμεσα τη στρατηγική που αποφασίσαμε χτες. Έτσι, η Κουσιέντα, η Αϊσάκα κι εγώ θα αναλάβουμε να φωτογραφίσουμε τον ανώμαλο. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν εδώ την ψηφιακή κάμερα, και για παν ενδεχόμενο, θα βγάλουμε όλοι και φωτογραφίες με τα κινητά μας τηλέφωνα. Για περισσότερη ασφάλεια, ο Τακάσου θα μείνει μαζί με την Άμι.»

Ο Ρυουτζί σήκωσε το χέρι του, ζητώντας την άδεια του Κιταμούρα προτού μιλήσει.

«…Δε θα ήταν καλύτερα αν εγώ κι εσύ βγάζαμε τις φωτογραφίες και τα κορίτσια ακολουθούσαν την Καβασίμα;»

Παρόλο που θα ήταν και η Τάιγκα, ένιωθε πως το σχέδιο όπως είχε θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τη Μινόρι. Όμως ο Κιταμούρα απέρριψε αμέσως την πρόταση του Ρυουτζί,

«Όχι, γιατί αν συνέβαινε κάτι και αναγκαζόμαστε να χωριστούμε την ώρα που θα τραβάμε τις φωτογραφίες, θα ήταν πολύ κακό να αφήσουμε τα κορίτσια ολομόναχα. Αν μας ανακαλύψουν την ώρα που θα το κάνουμε, μπορεί τα πράγματα να βγουν εκτός ελέγχου. Στην απίθανη περίπτωση που θα συμβεί κάτι τέτοιο, θα είσαι εσύ εκεί για να προστατέψεις την Άμι με την τρομακτική σου εμφάνιση.»

«…Νομίζω πως καταλαβαίνω, αλλά…δεν είμαι καθόλου συνηθισμένος να παλεύω.»

Κοιτάζοντας τις γροθιές του που δεν είχαν στραφεί ποτέ εναντίον κάποιου άλλου σ’όλη του τη ζωή, ο Ρυουτζί μουρμούρισε θλιμμένα τα τελευταία λόγια. Όμως η Άμι πήγε δίπλα του και τύλιξε το μπράτσο του με τα δύο δικά της.

«Θα είναι μια χαρά! Αφού είσαι εσύ, Τακάσου-κουν, νιώθω στ’αλήθεια ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σου! Γιατί πιστεύω πως θα με προστατέψεις ό,τι και να γίνει!

«Εμ…Α…Ε;!»

Ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη προσέγγιση, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Το να προσπαθεί να ελευθερώσει το παγιδευμένο χέρι του και να μετακινείται αμήχανα από δω κι από κει τον έκανε να νιώθει τόση ντροπή που κοκκίνησε. Μπροστά σ’αυτό, ακόμα και η παγωμένη κοφτερή ματιά της Τάιγκα του φαινόταν υποφερτή.

«Εντάξει λοιπόν. Ξεκινάμε. Δεν ξέρουμε από πού θα ξεκινήσει η παρακολούθηση, γι’αυτό μόλις περάσουμε τα ντουλάπια των παπουτσιών ο Τακάσου και η Άμι θα προχωρήσουν μπροστά. Θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή που είπαμε χτες, και θα είμαστε σε επαφή με το κινητό.»

Υπακούοντας στη διαταγή του Κιταμούρα, έφυγαν από την τάξη ο ένας μετά τον άλλον και άρχισαν να προχωρούν στο διάδρομο. Τότε,

«…Έι εσύ, τι είναι αυτό;»

Ο Ρυουτζί πρόσεξε κάτι περίεργο στο γιακά της Τάιγκα καθώς προχωρούσε μπροστά του.

«Το έφερα απλώς σαν προφύλαξη…Αισθάνομαι τόση νοσταλγία, να το κρατάω ξανά.»

Είπε η Τάιγκα με σουφρωμένα χείλη. Κάτι που έμοιαζε με ξύλινο ραβδί μόλις που διακρινόταν ανάμεσα από τα μαλλιά της. Διερωτόμενος ‘Τι στο καλό είναι αυτό;’ προσπάθησε να το τραβήξει λιγάκι έξω για να το δει καλύτερα.

«…Αν τριγυρνάς έξω κραδαίνοντας αυτό το πράγμα, θα γίνει μεγάλη φασαρία.»

«Το ξέρω, γι’αυτό είπα ότι το έφερα σαν προφύλαξη.»

Ο Ρυουτζί έσπρωξε μαλακά τη λαβή του ξύλινου σπαθιού που είχε δει κατά τύχη πίσω στο γιακά του μπουφάν της. Ααχ, τι νοσταλγικό---μια ανοιξιάτικη νύχτα, παραλίγο να τον σκοτώσει αυτό το πράγμα…Αν κοίταζε πολύ προσεκτικά, μπορούσε να διακρίνει ένα εξόγκωμα στην καλοσχηματισμένη πλάτη της Τάιγκα. Όμως δεν ήταν εύκολο να το δει κανείς μια και τα μακριά μαλλιά της έκρυβαν την πλάτη της.

«…Όμως πιο σημαντικό απ’αυτό, Ρυουτζί…»

Περιέργως η Τάιγκα είχε χαμηλώσει τη φωνή της και τον κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της. Το ξύλινο σπαθί ήταν πάντα κρυμμένο στην πλάτη της.

«Χμ;»

«Είσαι στ’αλήθεια ένας αδιόρθωτα ξαναμμένος σκύλος, έτσι…Μόλις τώρα, είχες ένα τόσο χαζό μαγεμένο ύφος… Δεν είσαι καθόλου πιστός, και για να είμαι ειλικρινής, ντρέπομαι που είμαι αφεντικό σου.»

«Τ,… τι είναι αυτά που λες…;»

Αν και τη ρώτησε για τι πράγμα μιλούσε, φυσικά γνώριζε πολύ καλά τι εννοούσε. Η Τάιγκα περιορίστηκε να αναστενάξει βαθιά μες στα μούτρα του Ρυουτζί.

«Βλέπω έγινες κολλητός με την Άμι Καβασίμα…Τι ωραία, ε; Εγκατέλειψες κιόλας τη Μινορίν και κόλλησες σαν στρείδι στο πρώτο ωραίο κορίτσι που σου είπε μια καλή κουβέντα. Τέτοιος είσαι. Καλά, θα το έχω υπόψη μου.»

«Αυτό, εσύ…Ν, νομίζω πως παρεξήγησες.»

«Αναρωτιέμαι γι’αυτό. Τέλος πάντων, δική σου ζωή είναι. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα αχαλίνωτα πάθη σου.»

«…Τι στο καλό κάθεσαι και λες;»

Κάνοντας ‘ουφ’ , του χαμογέλασε με κακεντρέχεια. Και αμέσως του γύρισε την πλάτη όλο περιφρόνηση, και τον άφησε πίσω προχωρώντας με ζωηρό βήμα, με τα μακριά καστανά μαλλιά της να κυματίζουν, και έτρεξε να πιάσει αγκαζέ τη Μινόρι που προχωρούσε λίγο πιο μπροστά.

«Έι, εδώ είσαι Τάιγκα-τσαν. Τι γλυκιά που είσαι πάλι σήμερα.»

Ενώ η Τάιγκα γουργούριζε και τριβόταν πάνω της σαν γάτα, η Μινόρι άγγιζε την άκρη του ξύλινου σπαθιού που μόλις που κρυβόταν από την άκρη της φούστας της Τάιγκα, μοιάζοντας σαν να της έβαζε χέρι.

«Κουβαλάς κάτι σκληρό σήμερα, ε;»

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.»

…Ο Ρυουτζί τις κοίταξε ασυναίσθητα, ή μάλλον όχι…ξαφνιασμένος. Αν και η Τάιγκα πάντα τον αποκαλούσε ανώμαλο σκυλί, αυτές δεν φέρονταν πολύ πιο ανώμαλα;

Επιπλέον, η Τάιγκα παραήταν κακεντρεχής με τα σχόλιά της μόλις τώρα, ακόμα και γι’αυτήν. Τι στο καλό είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο; Και έφυγε και τρέχοντας χωρίς να του δώσει καν την ευκαιρία να της απαντήσει---

«Τακάσου-κουν, συμβαίνει κάτι;»

«Α…Όχι, τίποτα.»

Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Άμι είχε ξεφυτρώσει δίπλα του με το χαμογελαστό της πρόσωπο, προκαλώντας του ακόμα περισσότερη νευρικότητα. Όπως περπατούσαν δίπλα δίπλα με τους ώμους τους να αγγίζουν σχεδόν, ο θυμός του σιγά σιγά εξατμίστηκε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να νιώθει μια παράξενη ανυπομονησία.

Όπως και να είχε, το κορίτσι που λεγόταν Άμι Καβασίμα ήταν ξαφνικά πολύ κοντά του---Καταλαβαίνοντας το λόγο που το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ο Ρυουτζί απέστρεψε το πρόσωπό του από την Άμι ενώ τα χείλη του σχημάτιζαν ένα ανάποδο V.



Καθώς έκαναν βόλτα στην περιοχή κοντά στο σχολείο,

«…Και τότε, τους ζήτησα να με αφήσουν να δοκιμάσω το ανοιχτό ροζ. Αλλά οι τύποι στο μαγαζί, ξέρεις, επέμεναν ότι το άσπρο θα ταίριαζε σίγουρα στην Άμι-τσαν, ότι μόνο το άσπρο ήταν κατάλληλο, και μετά με έβαλαν να φορέσω το πλεχτό. Και μετά κι εγώ είπα, μήπως τελικά το άσπρο δεν ήταν και τόσο άσχημο; Έτσι έλεγα, αλλά μετά θυμήθηκα το πλεχτό που είχα αγοράσει τις προάλλες, και νομίζω πως μάλλον ήταν άσπρο, μμ, ή μήπως τελικά ήταν πιο πολύ ανοιχτό γκρι κι όχι άσπρο…Ή μήπως ήταν μπεζ; Λες να ήταν μπεζ;»

Η Άμι συνέχιζε να λέει και να λέει για τα ψώνια της χαμογελώντας πλατιά. Αυτή ήταν από ότι φαινόταν η περιβόητη είμαι-ένα-όμορφο-και-μοντέρνο-κορίτσι-που-δεν-έχει-μυαλό-για-τίποτα-άλλο-εκτός-από-τα-ψώνια εμφάνιση.

«Τακάσου-κουν, μ’ακούς;»

«…Ναι, ναι.»

«Το άσπρο ή το ροζ, ποιο θα διάλεγες εσύ;»

«…Κοίτα, εγώ να φορέσω ροζ είναι κάπως…»

«Δεν εννοούσα εσένα! Για μένα έλεγα!»

«Α, ναι;»

Αχαχαχα----χαχαχα, χαχα, χα…

Εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί κατάλαβε τους σκοπούς του Κιταμούρα. Ο τύπος που είχε ζητήσει όλο αισιοδοξία από την Τάιγκα να γίνει φίλη με την Άμι, τελικά έβλεπε μια χαρά.

«Λατρεύω να ψωνίζω ρούχα δυτικού τύπου.»

Ίσως προσπαθούσε ακόμα να σβήσει τα χθεσινά γεγονότα από τη μνήμη της. Μιλώντας με παιδιάστικο και ελαφρώς κακομαθημένο ύφος, η Άμι επιδείκνυε το αγγελικό της χαμόγελο. Όμως ένιωθε ότι η απροσποίητη Άμι που αντάλλασσε φονικές ματιές με την Τάιγκα ήταν πολύ προτιμότερη από την τωρινή Άμι. Την Άμι που πετούσε βλαστημώντας τα γεμάτα γυρίνους παπούτσια της ήταν πολύ πιο εύκολο να την καταλάβει κανείς.

Το να είναι μαζί με την ψεύτικη Άμι δεν τού ήταν απλώς κουραστικό αλλά σαν να του πάγωνε το αίμα, λες και κοιτούσε κάτι επικίνδυνο και απρόβλετπο. Γιατί αυτό το πρόσωπο ήταν μια μάσκα.

Η ηθοποιΐα της ήταν σαν ένα λεπτό στρώμα πάγου---Αφότου είχε σπάσει, ο αληθινός εαυτός της πνιγόταν μέσα στην αβεβαιότητα, γιατί λοιπόν εννοούσε να το κρύβει; Ανεξάρτητα από το αν ο χαρακτήρας της ήταν καλός ή κακός (βέβαια, ήταν πιθανότερο πως ήταν κακός), όταν αναλογιζόταν ότι η Άμι προσπαθούσε να κρύψει τον αληθινό της χαρακτήρα ακόμα και αφού τον είχε αφήσει να φανεί, δε μπορούσε να μην αναρωτηθεί γιατί έμπαινε σε τόσο κόπο για κάτι τόσο ανώφελο.

«Α, χτυπάει το κινητό σου.»

Το γυαλιστερό νύχι της Άμι έδειχνε το κινητό που δονούνταν μέσα στην τσέπη του, ίσως εδώ και πολλή ώρα. Το άνοιξε βιαστικά.

«…Εμπρός;»

«Τακάσου! Πώς είναι η κατάσταση εκεί;»

Απάντησε στη γεμάτη ένταση φωνή του Κιταμούρα με μάλλον ανιαρό τρόπο.

«Καμία αλλαγή. Εσείς;»

«Εντοπίσαμε τον τύπο αμέσως. Περπατάει περίπου 15 μέτρα πίσω σας. Εμείς τον έχουμε από κοντά και τον ακολουθούμε.»

«Τακάσου-κουν, ο Γιουσάκου είναι; Δώστον μου, δώστον μου!»

Η Άμι άπλωσε το χέρι της από δίπλα και πήρε το κινητό από τον Ρυουτζί.

«Εμπρός~, εσύ είσαι Γιουσάκου; Ναι, μια χαρά είμαι, στο κάτω κάτω είναι εδώ ο Τακάσου-κουν! Εμ, ξέρεις, κουράστηκα κάπως από το περπάτημα…Ναι, εντάξει…Α, αλήθεια; Τότε αυτό θα κάνουμε!»

Αποφασίζοντας μόνη της να τερματίσει την κλήση, έκλεισε το τηλέφωνο,

«Ξέρεις, ο Γιουσάκου, είπε να μπούμε σε κάποιο μαγαζί. Κάπου που να σερβίρουν τσάι, και να κάτσουμε κοντά σε παράθυρο.»

Του είπε η Άμι χαμογελώντας χαρούμενα.

«Υπάρχει κανένα τέτοιο εδώ κοντά; Πήγαινέ με σε κάποιο, σε παρακαλώ.»

«Μαγαζί που να σερβίρει τσάι ε…Έχει ένα εδώ δίπλα, βλέπεις την ταμπέλα εδώ πιο κάτω;»

Αν και ένιωθε ότι θα του ήταν ανυπόφορο να πάει για τσάι σε καφετέρια μαζί με την Άμι, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αυτές ήταν οι εντολές του Κιταμούρα. Ο Ρυουτζί έδειξε τη στρογγυλή, βαμμένη πράσινη ταμπέλα που ήταν λίγο μπροστά τους.

«Α, για φαντάσου, ένα Starbucks! Ώστε έχει κι εδώ, υπέροχα, πάει τόσος καιρός που έχω να πιω ένα λάτε!»

«Στ’αλήθεια μοιάζει με Starbucks; Αυτό είναι ένα…»

«…Χμ;…Τι;…Εε;»

Καθώς πλησίαζαν, το κεφάλι της Άμι έγερνε όλο καχυποψία. Ασφαλώς, η ταμπέλα έμοιαζε πολύ με αυτή της γνωστής αμερικάνικης αλυσίδας καφετεριών. Το στρογγυλό σχήμα, το πράσινο χρώμα, το ζωγραφισμένο ελαφρώς ακαθόριστο ανθρώπινο πρόσωπο---

«Α, αυτό είναι…»

---Όμως αυτό το πρόσωπο ήταν του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

«Καφέ μπαρ Σούντο…Συνήθως το αποκαλούμε Σουντόμπα…»

«…Γκεχ…»

Ντρι~νν

Κάνοντας το παλιομοδίτικο κουδούνι της καφετέριας να χτυπήσει, ο Ρυουτζί και η Άμι μπήκαν στο Σουντόμπα. Όπως θα περίμενε κανείς, το εσωτερικό είχε σχεδιαστεί να θυμίζει τα αυθεντικά Starbucks. Ήταν ένα σελφ-σέρβις, και οι υπάλληλοι που ήταν κυρίως σπουδάστριες κολλεγίου καθόντουσαν σε καναπέδες που έμοιαζαν μάλλον άβολοι. Ωστόσο το μαγαζί δε φαινόταν να είναι τελείως άδειο.

«Εεε…Αυτό το Σουντόμπα…Έχει αρκετά συμπαθητική ατμόσφαιρα…»

Εξετάζοντας το δωμάτιο, η Άμι έγνεφε με ζωντανεμένο το ενδιαφέρον της. Ένας μεσόκοπος άντρας σηκώθηκε από ένα κάθισμα πλάι στο παράθυρο,

«Ωωω! Μη μου πεις, ο γιος της Μιράνο-τσαν!»

Φώναξε τον Ρυουτζί με οικειότητα. Ο Ινάγκε-σαν, που ήταν συντετριμμένος μετά το διαζύγιο που πήρε την άνοιξη, ήταν τακτικός πελάτης στο Μπισαμοντενγκόκου.

«Α, χαίρετε.»

«Ουα~, τι έχουμε εδώ;! Σήμερα έφερες μια άλλη ωραία δεσποινίδα…Τα χάλασες με εκείνη την άγρια μικρούλα; Έλα τώρα, τα χάλασες, έτσι δεν είναι; Δε βαριέσαι, καλός είναι κι ένας δεύτερος γάμος…Εννοώ ένα καινούριο κορίτσι…»

«Καμία σχέση, κάνετε λάθος. Καβασίμα, πήγαινε και κάτσε εκεί δίπλα που έχει θέση. Εγώ θα πάω να πάρω αναψυκτικά.»

«Εντά~ξει.»

«Τι χαριτωμένη~», «Τι όμορφη που είσαι~», «Μοιάζεις λίγο μ’εκείνη την ηθοποιό, την Άννα Καβασίμα~», «Ναι~», «Πρέπει να στο λένε συχνά αυτό~»… Γυρνώντας την πλάτη του στην εύθυμη κουβέντα τους, ο Ρυουτζί πήγε στο ταμείο.

«Καλωσήρθατε στα Sudobucks!»

Ακόμα και ο τρόπος που η σπουδάστρια υπάλληλος (που φορούσε μια πράσινη ποδιά πάνω από ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι) πρόφερε το όνομα του μαγαζιού ήταν όπως στα Starbucks. Από τον κατάλογο που ήταν αρκετά συνηθισμένος αν αναλογιστεί κανείς πόσο πιστή αντιγραφή είχαν κάνει, ο Ρυουτζί παράγγειλε αμερικάνικο καφέ και μετά γύρισε στο κάθισμα όπου τον περίμενε η Άμι.

«Καφές είναι εντάξει για σένα, σωστά;»

«Ναι. Τελικά αυτό το μέρος είναι πολύ άνετο…Σχεδόν μου ήρθε η διάθεση να κάνω τα μαθήματά μου εδώ.»

Με το σώμα της βυθισμένο στον καναπέ, φαινόταν πως η Άμι ήταν πλέον αιχμάλωτη του Σουντόμπα. Αλλά βέβαια, όλοι στην πόλη αγαπούσαν το Σουντόμπα. Ούτως ή άλλως, κι εκατό χρόνια να περίμεναν, δεν επρόκειτο να ανοίξει αυθεντικό Starbucks εκεί.

«Μπορούμε να σας φέρουμε και λίγο κέικ. Είναι χειροποίητο, το έφτιαξε η κόρη μου.»

«…Κέικ…Το κέικ είναι…Στ’αλήθεια θέλω να φάω, αλλά…»

Αντιστεκόμενη στον πειρασμό, η Άμι κούνησε με πείσμα αρνητικά το κεφάλι της. Ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί, τα χέρια της ήταν πάνω στο στομάχι της. Αναρωτήθηκε αν γι’αυτό ευθύνονταν οι τσιμπιές της Μινόρι τις προάλλες. Χωρίς να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, ο Ρυουτζί έβγαλε έξω το κινητό του και κάλεσε τον Κιταμούρα.

«Έι, εγώ κι η Καβασίμα είμαστε τώρα στο Σουντόμπα.»

«Α, επιβεβαιώσαμε ήδη την είσοδό σας, όβερ! Το Σουντόμπα είναι καλό μαγαζί.»

Ναι είναι, έγνεψε καταφατικά σαν συντοπίτης που ήταν.

«Αυτός ο ανώμαλος σας ακολουθεί ακόμα, και κοιτάει διαρκώς τη τζαμαρία. Κρύβεται στην είσοδο του κτιρίου απέναντι απ’τη διασταύρωση. Μείνετε εκεί που είστε για λίγο.»

«Έγινε.»

Μόλις έκλεισε το κινητό, η Άμι αμέσως τον ρώτησε τι είπαν.

«Λοιπόν, τι είπε ο Γιουσάκου;»

«Αυτός ο τύπος, κρύβεται στο κτίριο εδώ απέναντι. Μας είπε να περιμένουμε για λίγο εδώ.»

«…Γκεχ. Ανατριχιαστικό…Ώστε όντως μας παρακολουθεί.»

Για μια στιγμή η Άμι έκανε να κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα, αλλά αμέσως επέστρεψε στην αρχική της στάση λέγοντας «Α, σωστά.»

«Αν κρυφτώ τώρα, θα πάνε όλα χαμένα, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά, σωστά, αν σε δε βγάλει καμιά φωτογραφία δε θα μπορέσουμε να τον τραβήξουμε κι εμείς.»

«…Το ξέρω, αλλά…είναι τόσο δυσάρεστο…σιχαμερό…»

Η Άμι χαμήλωσε τα μάτια της και το ωραίο της πρόσωπο συνοφρυώθηκε κάπως.

«Φυσικά και είναι σιχαμερό. Σε τραβάει κρυφά φωτογραφίες για λόγους που εσύ δε γνωρίζεις.»

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι αυτό το πιο τρομακτικό. Λίγο καιρό πριν, αυτός ο τύπος έβαλε μερικές φωτογραφίες μου που είχε τραβήξει κρυφά στο γραμματοκιβώτιό μας. Αυτό ήταν στ’αλήθεια ανατριχιαστικό.»

«Τ, το γραμματοκιβώτιό σας;! Αυτό σημαίνει ότι έφτασε ως την πόρτα σου! Αυτό είναι…»

Κάνοντας νόημα με το χέρι της σαν να έλεγε ‘Όχι, δεν είναι αυτό’ στον άναυδο Ρυουτζί, η Άμι συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο.

«Φυσικά, το ότι έφτασε ως το σπίτι μου ήταν τρομακτικό, αλλά και οι ίδιες οι φωτογραφίες ήταν εξίσου ενοχλητικές κατά τη γνώμη μου. Ήταν από όταν ήμουν για ψώνια μετά τη δουλειά, στο δρόμο για το σπίτι μου, και να…είχα πολύ κακό ύφος, από αντίδραση. Όπως και να τις έβλεπα, είχα νταηλίδικο ύφος. Όταν τις είδα στην κυριολεξία αρρώστησα…Έλεγα, στ’αλήθεια είμαι έτσι εγώ;! Είμαι πράγματι τόσο φρικτή;! Έτσι ακριβώς ένιωθα.»

Ο Ρυουτζί σκεφτόταν ασυναίσθητα ότι αυτό δεν ήταν και τόσο πρόβλημα, αφού στο κάτω κάτω ήταν τόσο όμορφη.

«Απαίσιο, ήταν πραγματικά φρικαλέο…Αυτό το πρόσωπο. Στ’αλήθεια το σιχαινόμουν. Το μισούσα…Δεν ήθελα να δει κανείς άλλος κάτι τέτοιο.»

Φαινόταν πως η Άμι, που μιλούσε με σφιγμένα χείλη σαν να έφτυνε, πραγματικά δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο, αν και αυτό δεν ήταν καλό για τον Ρυουτζί, σ’αυτό το ζήτημα δεν τον έφτανε κανείς.

«Αν εσύ ανησυχείς για κάτι τέτοιο, τι να πω εγώ. Καβασίμα, όταν με πρωτοείδες, σίγουρα σκέφτηκες ‘αλήτης’, σωστά; Και δε φτάνει που μοιάζω με αλήτη, ακόμα και τελείως άγνωστοί μου στο δρόμο με σχολιάζουν πίσω από την πλάτη μου. Εσύ την έχεις καλά, γιατί στο κάτω κάτω, όταν οι άλλοι σε κοιτάζουν σε λένε χαριτωμένη και άλλα τέτοια.»

«Τότε λοιπόν, ίσως πρέπει κι εσύ να πάρεις χαριτωμένο ύφος, Τακάσου-κουν.»

«Και πώς θα το κάνω αυτό;»

«Δοκίμασε αυτό. Να σκέφτεσαι με όλη τη δύναμη της ψυχής σου ‘Είμαι χαριτωμένος~! Πολύ χαριτωμένος~!» και εκείνη τη στιγμή να κάνεις αυτό.»

Έφερε και τα δυο της χέρια μπροστά στο πρόσωπό της με τους δείκτες προτεταμένους, τα μάτια της στένεψαν με ένα γλυκό χαμόγελο, και έγειρε χαριτωμένα το κεφαλάκι της. Σκεφτόμενος ‘Κάνε το, έστω για να μη λες ότι δεν προσπάθησες’, ο Ρυουτζί προσπάθησε να βάλει τα δυνατά του.

«Κάπως έτσι;»

Ακολουθώντας το παράδειγμά της, προσπάθησε να χαμογελάσει.

«…Μπουχ!»

Η Άμι κόντεψε να πνιγεί με τον καφέ της. Για αρκετή ώρα έβηχε έντονα, και έμοιαζε πως θα σκάσει.

«…~,…Τ,…Γκεχ…Τα…Τακα…, γκουχ, γκουχ!»

«…Καταλαβαίνω απόλυτα τι θες να πεις. Εδώ που τα λέμε, το ήξερα από πριν.»

Κρατούσε απελπισμένα μια χαρτοπετσέτα μπροστά στο στόμα της, και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο από το βήχα, είχε ακουμπήσει στο τραπέζι προσπαθώντας να στηριχτεί, και φαινόταν να δυσκολεύεται και να αναπνεύσει ακόμα, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε με κάποιον τρόπο να δείξει με το δάχτυλό της τον Ρυουτζί,

«Τ, τρομακτικό…Γκουχ…Είναι σχεδόν…σαν ταινία τρόμου!»

«Εντάξει, νομίζω πως σου είπα ότι το ξέρω αυτό!»

Λίγο πολύ την περίμενε αυτή την αντίδραση, αλλά ακόμα κι έτσι, αισθανόταν πληγωμένος. Αυτό που είπε μετά όμως δεν ήταν επειδή είχε πληγωθεί, αλλά,

«…Προσπαθώ απλώς να σου πω, ότι κι εσύ κάνεις το ίδιο ξέρεις. Μπορεί να είσαι όμορφη, αλλά κατά βάθος, ο τρόπος που φέρεσαι είναι εξίσου τρομακτικός.»

«Χαα~, νόμισα πως θα πεθάνω! Έλα τώρα Τακάσου-κουν, από πού κι ως πού μοιάζει αυτό το πράγμα με μένα;»

Χαχαχα…Έτσι που την είδε να γελάει ειρωνικά και να τον λέει ‘αυτό το πράγμα’, δε μπόρεσε να σταματήσει εκεί.

«Το ίδιο είναι. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά όταν άλλαξες έτσι ξαφνικά χτες, ήταν τα δέκα πιο τρομακτικά λεπτά της ζωής μου. Όχι τότε που θύμωσες, αλλά μετά, όταν έκανες σαν να μην τρέχει τίποτα.»

Φυσικά, δεν είπε κουβέντα για το ότι ήξερε για τον πραγματικό της χαρακτήρα από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, αλλά---Όχι, ίσως ακόμα κι αυτά που είπε να ήταν ήδη πάρα πολλά, αλλά ήταν πια αργά για να τα πάρει πίσω. Τώρα που είχε αρχίσει, δε θα σταματούσε αν δεν έλεγε όλα όσα ήθελε να πει.

«Θα ήταν καλύτερα να κόψεις το θέατρο. Έτσι κι αλλιώς αργά ή γρήγορα θα ξεσκεπαστείς. Δεν ξέρω αν νομίζεις πως αυτό που κάνεις είναι χαριτωμένο ή κάτι τέτοιο, αλλά αν το έβλεπες, δεν είναι κάτι για το οποίο θα αισθανόσουν καλά.»

Κι αφού τα είπε όλα αυτά,

«…Καβασίμα…;»

Τελικά μάλλον όντως είχε πει πάρα πολλά---Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Άμι.

Η Άμι εξακολουθούσε να χαμογελάει…με ένα ψεύτικο, αγγελικά γλυκό χαμόγελο, κοιτούσε κατάματα τον Ρυουτζί. Χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι εκνευρισμού, ανάγκαζε ολόκληρο το πρόσωπό της να χαμογελάει.

«Για χτες μιλάς; Τι;---Αυτά που λες, για μένα είναι παιχνιδάκι. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω μόνο για κάτι τέτοιο, ξέρεις;»

Ο Ρυουτζί δεν ήταν καν σίγουρος αν η ματιά που έπεφτε πάνω του ήταν ψυχρή ή θερμή. Για ένα μόνο ήταν βέβαιος: ό,τι κι αν έλεγε, κανένα από τα λόγια του δε θα κατάφερνε ποτέ να διαπεράσει το σιδερένιο προσωπείο αυτού του κοριτσιού και να την αγγίξει.

«Ξέρεις, δεν κάνω χωρίς αυτό το πρόσωπο. Εγώ το ξέρω αυτό καλύτερα από όλους.»

«Ε…μμ…»

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Όμως η Άμι δε φαινόταν να περιμένει κάποια απάντηση. Συνέχισε να μιλάει χαμογελώντας πάντα.

«Αν όλο αυτό έχει κάποιο νόημα ή αξία ή όχι, αυτό και το πώς έχουν τα πράγματα είναι δύο διαφορετικά ζητήματα. Είμαι σίγουρη πως δεν είχε κανένα νόημα ή αξία χτες. Αυτό που έγινε ήταν…Ίσως ήμουν απλώς εκνευρισμένη από αυτή την ενοχλητική κοντοστούπα; Η φάτσα της όταν είναι κολλημένη δίπλα στον Τακάσου-κουν, είναι τόσο μα τόσο διασκεδαστική. Ο μόνος λόγος που το αναφέρω είναι επειδή με κάνει να ενεργώ έτσι, χωρίς να σκέφτομαι… Ομολογώ πάντως ότι οι γυρίνοι ήταν κάτι που δεν περίμενα.»

«…Συγγνώμη, εγώ δεν…δεν πολυκαταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά…Μήπως είπα περισσότερα από ότι έπρεπε;»

«Χμμ; Για ποιο πράγμα; Μου μιλούσες για κάτι, Τακάσου-κουν; Δε θυμάμαι τίποτα, τίποτα α~πο~λύ~τως.»

Καθώς τα μάτια της Άμι άνοιγαν διάπλατα δήθεν απορημένα, ο Ρυουτζί κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή. Αυτό το κορίτσι εννοούσε να εξακολουθήσει να κρύβει την αληθινή της προσωπικότητα, ό,τι και να γινόταν.

«Έλα, τι ύφος είναι αυτό; Δε χρειάζεται να προβληματίζεσαι τόσο. Αυτό, ξέρεις, είναι στρατηγική. Είναι η στρατηγική όπου λέω παράξενα πράγματα για να με προσέχουν οι άλλοι…Στ’αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απ’αυτό.»

«…Στο λόγο μου, δε σε καταλαβαίνω καθόλου.»

Ακούγοντας τα λόγια του Ρυουτζί, η Άμι έγειρε χαριτωμένα το κεφάλι της και γέλασε ικανοποιημένη.

«Κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει καθόλου που δεν καταλαβαίνεις. Αφού στο κάτω κάτω είμαι μια ελαφρόμυαλη.»

Δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνεις…Αν ήταν έτσι, τότε δε σκόπευε να ασχοληθεί άλλο με το θέμα. Ο Ρυουτζί ανασήκωσε τους ώμους του κοιτάζοντας τη διπρόσωπη υποτιθέμενη ελαφρόμυαλη, και έκανε πως πίνει τον καφέ του.

Υπολόγισε πως πέρασαν κάπου δέκα λεπτά χωρίς να μιλήσουν καθόλου. Το κινητό του Ρυουτζί δονήθηκε.

«Εμπρός, Τακάσου; Έχουμε ένα προβληματάκι. Φαίνεται πως ο τύπος δε μπορούσε να τραβήξει καλές φωτογραφίες της Άμι από κει που ήταν, και τα παράτησε και άρχισε να διαβάζει μάνγκα περιμένοντας να φύγετε από το μαγαζί. Δεν υπάρχει λόγος να μένετε άλλο εκεί, γι’αυτό μπορείτε να φύγετε;»

«Εντάξει, κατάλαβα.»

Εξήγησε την κατάσταση στην Άμι, και αφού επέστρεψαν βιαστικά τους δίσκους τους βγήκαν από το Σουντόμπα. Κατά τα φαινόμενα ο Κιταμούρα και οι άλλοι επιβεβαίωσαν την έξοδό τους από κάπου εκεί κοντά.

«Συγγνώμη. Λοιπόν, όπως είχαμε σχεδιάσει από την αρχή, προχωρήστε βορειοδυτικά κατά μήκος της λεωφόρου για το πάρκο.»

«Έγινε…Καβασίμα, πάμε από δω.»

Δίπλα δίπλα με την Άμι, ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να αρχίσει να περπατάει ανέμελα,

«Επίσης---έχω να αναφέρω και άλλο ένα δυσάρεστο. Χάσαμε την Κουσιέντα.»

«…Τι;!»

Ενστικτωδώς σταμάτησε να περπατάει.

Αυτή που σκέφτηκε όλο το σχέδιο; Κιόλας; Έφυγε προτού καταφέρουν το παραμικρό;

Ακούγοντας το ξεφωνητό έκπληξης που άφησε ο Ρυουτζί, η Άμι τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια…Κακό αυτό, αν δεν φερόταν φυσιολογικά, μπορεί να κινούσε τις υποψίες του ανώμαλου.

«Γ,…γιατί;»

«Πήρε ένα μήνυμα από τη δουλειά της για κάτι έκτακτο, κάποιος αρρώστησε και χρειάζονταν βοήθεια. Νομίζω πως υπήρχε κίνδυνος να απολυθεί, γιατί αυτός που την προσέλαβε έκλαιγε και φώναζε πως αν δεν πήγαινε η Κουσιέντα, θα την πλήρωνε αυτός, και καθώς αυτός έκλαιγε, η Κουσιέντα εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης…Είπε να συναντηθούμε ξανά πιο μετά, και ότι λυπόταν πολύ…Χάσαμε έναν τόσο καλό στρατιώτη…»

Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε και κράτησε την ανάσα του. Η Μινόρι είχε φύγει από το μέτωπο, και αυτό σήμαινε ότι,

«…Τ, τότε, αυτή τη στιγμή, είστε εσύ κι η Τάιγκα μόνοι σας…»

«Η Αϊσάκα είναι μια χαρά.»

«Δώ, δώσε μου την Τάιγκα για μια στιγμή, είναι επείγον!»

Ένα δευτερόλεπτο μετά,

«…~»

Μια ανάσα που έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα χωρίς να λέει τίποτα πλημμύρισε το τηλέφωνο. Ήταν η Τάιγκα.

«Τά, Τάιγκα…Είσαι εντάξει;!»

«…Ου…Ουχ.»

Δεν ακουγόταν εντάξει---ο Ρυουτζί έξυσε βίαια το κεφάλι του. Να είναι ολομόναχη με τον Κιταμούρα, αυτή την κατάσταση δε θα μπορούσε να τη χειριστεί η Τάιγκα. Πέτρωνε από νευρικότητα και μόνο που ήταν κοντά του, και τώρα περπατούσαν μαζί μόνοι τους…Δε θα του έκανε εντύπωση αν η Τάιγκα ήταν έτοιμη να πέσει ξερή.

«Έι, συγκρατήσου! Μιλάτε κανονικά εσείς οι δυο;! Υπάρχει κανένα πρόβλημα;!»

«…Είμαι,…είμαι,»

«Αισθάνεσαι…καλά;!»

«Είμαι νευρικ,»

Ξαφνικά κόπηκε η γραμμή.

«Εε…Εεεε;!»

Διερωτόμενος «Τι στο καλό», ο Ρυουτζί κοίταξε σαν χαμένος το κινητό του. Η Τάιγκα που ήταν αδέξια ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, ήταν τώρα μόνη της με τον Κιταμούρα, ανίκανη να αρθρώσει λέξη από τη νευρικότητα, και καθώς ακολουθούσαν τον ανώμαλο, κόβεται η γραμμή…Ανησυχούσε τρομερά.

«Έι, τι τρέχει; Ο Γιουσάκου και οι άλλοι δεν ήταν στο τηλέφωνο; Δεν είχες καλό σήμα;»

«Ν, ναι…Για κάποιο λόγο κόπηκε ξαφνικά η σύνδεση…»

«Γιατί δεν τους ξαναπαίρνεις εσύ;»

Γνέφοντας καταφατικά στη λογική συμβουλή της Άμι, δοκίμασε να τους ξανακαλέσει, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν, «Ο αριθμός που καλείται αυτή τη στιγμή δεν είναι διαθέσιμος…» Ξαναδοκίμασε χωρίς αποτέλεσμα, και έτσι αναστενάζοντας στεναχωρημένος ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του.

«Δεν μπορείς να πιάσεις γραμμή με τον Γιουσάκου και τους άλλους;»

«Τ, τέλος πάντων, η Κουσιέντα έφυγε, και φαίνεται πως η Τάιγκα δεν είναι και τόσο καλά…Τι στην ευχή συμβαίνει εκεί πέρα…Μάλλον θα δοκιμάσω να τους ξαναπάρω. Όχι, περίμενε, ίσως να μην έχουμε ακόμα σήμα…»

Ξαφνικά πρόσεξε πως η Άμι τον κοιτούσε επίμονα.