Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume1 Chapter3"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
Line 68: Line 68:
   
 
Το μεσημεριανό έπρεπε να έχει ρύζι οπωσδήποτε, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να φτιάξει ένα απλό ανάμεικτο ρύζι και αλατισμένες πατάτες.
 
Το μεσημεριανό έπρεπε να έχει ρύζι οπωσδήποτε, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να φτιάξει ένα απλό ανάμεικτο ρύζι και αλατισμένες πατάτες.
  +
  +
Αφού έπλυνε το ρύζι, έριξε μέσα κρασί ρυζιού. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε βάλει αρκετό, πρόσθεσε λίγο σιρόπι, μιρίν[http://en.wikipedia.org/wiki/Mirin], ψιλοκομμένο κόμπου[http://en.wikpedia.org/wiki/Kombu], βρασμένα βλαστάρια μπαμπού και λίγα ενοκιτάκε[http://en.wikipedia.org/wiki/Enokitake] στην κατσαρόλα με το ρύζι. Τέλος έριξε το ανάλογο νερό, άνοιξε το βραστήρα του ρυζιού και το άφησε να μαγειρευτεί.
  +
  +
Μετά, ξεφλούδισε επιδέξια τις πατάτες με καταπληκτική ταχύτητα και τις έβαλε σε κατσαρόλα να βράσουν μέχρι να μείνει ελάχιστο νερό. Όση ώρα έβραζαν, έπλυνε το ξύλο κοπής και το μαχαίρι και καθάρισε το μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας. Όταν το νερό στην κατσαρόλα μειώθηκε αρκετά και οι πατάτες άρχισαν να φαίνονται, έριξε μέσα ραφιναρισμένη ζάχαρη, μιρίν, κρασί ρυζιού, σιρόπι, σκόνη σούπας και λίγη σος για νουντλς. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να περιμένει μέχρι να γίνει το φαγητό. Σε λίγο θα έπρεπε να χαμηλώσει τη φωτιά για να μην παραψηθεί, και να το αφήσει να σιγοβράσει σχεδόν μέχρι την ώρα που θα έφευγε. Πριν το βγάλει, θα έριχνε και λίγη σάλτσα σόγιας μέσα για τη γεύση. Ο Ρυουτζί δεν είχε ποτέ μάθει αν αυτή ήταν η κανονική συνταγή, μια και το φαγητό ήταν αρκετά νόστιμο όταν το μαγείρευε έτσι.
  +
  +
Είχε περάσει μόλις μισή ώρα από την ώρα που σηκώθηκε, οπότε είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του. Ο Ρυουτζί έβαλε το γάλα του σε ένα ποτήρι, άνοιξε την τηλεόραση και κάθησε στον καναπέ.
  +
  +
Για να περάσει η ώρα του πρωινού, έβαλε ένα πρωινό κουτσομπολίστικο πρόγραμμα, και την ώρα που καθάριζε το τραπέζι άκουγε τα αποτελέσματα των αγώνων ποδοσφαίρου της προηγούμενης μέρας. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, έκανε το τραπέζι να αστράφτει.
  +
  +
Όταν ο Ρυουτζί άκουσε ότι είχε κερδίσει η ομάδα του, αισθάνθηκε πως τελικά η μέρα είχε αρχίσει καλά, παρά το ότι είχε μόνο γάλα για πρωινό. Αν και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν ο ήλιος έλαμπε μέσα από το παράθυρό του όπως πέρυσι. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ο Ρυουτζί αναστέναξε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή…
  +
  +
«Ουαα!»
  +
  +
Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος μπορεί να έπαιρνε τόσο πρωί, κάποιος συγγενής ίσως; Αποφασίζοντας να μην ενοχλήσει τη Γιάσουκο στον ύπνο της (στο κάτω κάτω ήταν η κεφαλή του σπιτιού), ο Ρυουτζί έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο.
  +
  +
«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»
  +
  +
«Άργησες! Τι στην ευχή κάνεις εκεί;»
  +
  +
«…»
  +
  +
Χωρίς να σκεφτεί τι έκανε έκλεισε το τηλέφωνο.
  +
  +
''Τι κάνω; Ζω κανονικά τη ζωή μου, τι άλλο;'' Το αναπάντεχο κατσάδιασμα έκανε το μυαλό του Ρυουτζί να αδειάσει για μια στιγμή. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και ο Ρυουτζί απάντησε ευγενικά,
  +
  +
«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»
  +
  +
«Μου το έκλεισες μόλις τώρα, έτσι; Θες να ξανάρθω εκεί τώρα και να τα κάνω πάλι λίμπα;»
  +
  +
«Αυτό θα ήταν ενοχλητικό.» Ο Ρυουτζί έδωσε την απάντηση χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. Αν και η σπιτονοικοκυρά δεν είχε έρθει να κάνει παράπονα, την άκουγε να σκουπίζει με θόρυβο έξω εδώ και αρκετή ώρα. Ασφαλώς περίμενε να βγει ο Ρυουτζί έξω για να του τα ψάλει. Φαίνεται πως οι Τακάσου είχαν μπει στη μαύρη λίστα.
  +
  +
Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα άτομο που μιλούσε με τέτοιο νταηλίδικο ύφος…
  +
  +
«Τάιγκα…Αϊσάκα…»
  +
  +
Είχε ακόμα και παρατσούκλι όπως οι γκάνγκστερ, η Τίγρη Μινιατούρα.
  +
  +
«Αν το βρίσκεις ενοχλητικό τσακίσου κι έλα εδώ! Τι στο καλό έκανες; Μη μου πεις ότι αθετείς κιόλας την υπόσχεσή σου; Έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό;»
  +
  +
«Υπόσχεση; Δε μιλάς σοβαρά, έτσι;»
  +
  +
«Δεν είπες ότι θα κάνεις ό,τι θέλω και θα με υπακούς σαν σκυλί; Μου το ορκίστηκες, έτσι δεν είναι; Λοιπόν τσακίσου κι έλα! Τώρα! Και θα έρχεσαι κάθε μέρα πριν το σχολείο από δω και πέρα!»
  +
  +
«…Π…περίμενε! Λες γι’αυτά που είπαμε χτες βράδυ, έτσι; Όταν είπα ότι θα σε βοηθήσω, εννοούσα ότι θα σε βοηθήσω να πλησιάσεις τον Κιταμούρα, για να έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις περισσότερο μαζί του…Αυτό σου υποσχέθηκα!»
  +
  +
«Τσκ!»
  +
  +
Από την άλλη μεριά του ακουστικού ακούστηκε ένα πολύ ενοχλημένο και τσατισμένο πλατάγισμα γλώσσας.
  +
  +
«Εσύ ήσουν που είπες ότι θα κάνεις τα πάντα! Δε μ’ενδιαφέρει τι νομίζεις, τσακίσου κι έλα! Ξέρεις ότι το εννοώ όταν λέω πως θα το κάνω…και νομίζω ότι έχεις καταλάβει ήδη τι είναι αυτό που θα κάνω, έτσι;»
  +
  +
Κατά τα φαινόμενα η Αϊσάκα ήταν σε πολύ άσχημη διάθεση. Η φωνή της ακουγόταν σαν δαιμονικό ουρλιαχτό, που δονούσε το ακουστικό τόσο ώστε έκανε τα αυτιά του Ρυουτζί να τρέμουν. Δεν είχε νόημα να καυγαδίζει μαζί της από το τηλέφωνο όταν ήταν σε τέτοια κατάσταση.
  +
  +
«…Τέλος πάντων, ό,τι πεις…θα έρθω…αλλά…δεν ξέρω ούτε καν που μένεις.»
  +
  +
«Κοίταξε έξω από το παράθυρό σου.»
  +
  +
«Ε; Έξω από το παράθυρό μου; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από…ΟΥΑΑΑ!;»
  +
  +
Κρατώντας το ακουστικό ο Ρυουτζί πέρασε από το στενό σαλόνι και κοίταξε έξω από το θαμπό τζάμι του παράθυρου. Εκεί ήταν η πολυτελής Ευρωπαϊκού στυλ πολυκατοικία. Και στον δεύτερο όροφο αυτής της πολυκατοικίας…ακριβώς απέναντι από το παράθυρό του…
  +
  +
«Τι γελοίες πιτζάμες είναι αυτές;»
  +
  +
Η Τάιγκα Αισάκα στεκόταν εκεί με ένα μοδάτο τηλέφωνο στο χέρι και κατσουφιασμένο ύφος.
  +
  +
«Αχ! Μ…Μη με κοιτάς!»
  +
  +
Επειδή κρύωνε, ο Ρυουτζί είχε φορέσει ένα χνουδωτό μάλλινο πουκάμισο της Γιάσουκο με σχέδια από καρδούλες. Με αγριεμένο ύφος, κάλυψε γρήγορα το πουκάμισο με τα χέρια του. Δεν ήταν θυμωμένος, απλά ντρεπόταν.
  +
  +
Η Αϊσάκα αγανακτισμένη έκλεισε τις ακριβές κουρτίνες της.
  +
  +
«Ποιος θέλει να σε κοιτάξει! Άντε, τσακίσου κι έλα, ανόητο σκυλί!»
  +
  +
Με αυτά τα λόγια, η Αϊσάκα έβαλε τέλος στη συζήτηση, αλλά ο Ρυουτζί θυμήθηκε ότι είχε κι άλλες δουλειές να κάνει.
  +
  +
«Περίμενε! Δώσε μου δέκα λεπτά ακόμα!»
  +
  +
«…Γιατί;»
  +
  +
«Γιατί το ανάμεικτο ρύζι για το μεσημεριανό δεν έχει γίνει ακόμα.»
  +
  +
«…»
  +
  +
Μέσα στη σιωπή, ο Ρυουτζί μπορούσε να ακούσει ένα βροντερό γουργουρητό στομαχιού από την άλλη μεριά του ακουστικού. Ήταν τόσο δυνατό που δεν μπορούσε να το αγνοήσει.
  +
  +
«…Μ, μήπως θες λίγο κι εσύ;»
  +
  +
Μετά από μια μακριά σιωπή, οι κουρτίνες του δωματίου του πολυτελούς διαμερίσματος άνοιξαν κάπου 10 εκατοστά. Η Αϊσάκα σιωπηλά έγνεψε καταφατικά στον Ρυουτζί.
  +
  +
Η Γιάσουκο, ο Ίνκο-τσαν, και τώρα η Αϊσάκα.
  +
  +
Φαίνεται πως από δω και πέρα ο Ρυουτζί θα είχε να ταΐζει τρία στόματα αντί για δύο.
  +
  +
  +
  +
<span style="font-size: 300%; border: "><center>* * *</center></span>

Revision as of 13:47, 24 October 2009

Κεφάλαιο 3

Η μεταμεσονύχτια φασαρία πέρασε σαν όνειρο και το σπίτι των Τακάσου ξαναβυθίστηκε στην πρωινή ησυχία.

Ήταν ήδη 5 το πρωί όταν ο Ρυουτζί επέστρεψε επιτέλους στο κρεβάτι του μετά τη νυχτερινή επιδρομή της Τίγρης Μινιατούρας. Επειδή ήταν ακόμα στην ανάπτυξη, ήταν προβληματικό γι’αυτόν να μην κοιμάται όσο πρέπει. Ωστόσο, ξύπνησε στην ώρα του όπως συνήθως, και ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί καταπνίγοντας ένα χασμουρητό. Υπήρχαν ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν…

Αφού πήγε στην τουαλέτα, πήγε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν. Όπως πάντα, βεβαιώθηκε ότι ο παπαγάλος είχε ξυπνήσει εντελώς προτού βγάλει το πανί από το κλουβί, όμως…

«Καλημέρα, Ίνκο-τσ….Αααα!»

Ο Ίνκο-τσαν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και έμοιαζε ψόφιος.

«Μ…μα τώρα δε μου απάντησες!; Ίνκο-τσαν!»

«…Ουγκχ…ουγκχ…ουγκχ…»

…Μπα, ζωντανός ήταν ακόμα. Απλώς είχε ξαπλώσει ανάσκελα στον πάτο του κλουβιού, έτσι που ο καθένας θα νόμιζε με μια πρώτη ματιά πως είχε ψοφήσει, αλλά τελικά ήταν απλώς ξαπλωμένος έτσι. Με το που άκουσε τη φωνή του Ρυουτζί, σηκώθηκε γρήγορα. Για κάποιο λόγο ήταν αναπουπουλιασμένος, και φαινόταν να υποφέρει.

«Στο λόγο μου, ώρες ώρες δεν καταλαβαίνω τι στο καλό σκέφτεσαι!»

«Καλημέρα!»

Ίσως να ήταν καλύτερα αν είχα γάτα, ή σκύλο, ή κάποιο ζώο που να επικοινωνεί τηλεπαθητικά με τους ανθρώπους, σκέφτηκε ο Ρυουτζί καθώς άλλαζε το φαΐ του Ίνκο-τσαν.

«Ι…ιιι…Ι…Ιν…Ιν…Ιν…»

Ο Ρυουτζί κοίταξε τον Ίνκο-τσαν κατευθείαν στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να του πει. Μήπως ήταν αυτό που του δίδασκε τόσα χρόνια, αλλά ακόμα δεν είχε καταφέρει να πει;

«Μήπως…θα καταφέρεις επιτέλους να πεις «Ίνκο-τσαν; Το έμαθες επιτέλους!;»

Ο Ρυουτζί κοίταξε ενθουσιασμένος το κλουβί. Ο Ίνκο-τσαν άνοιξε διάπλατα τα φτερά της ουράς του, και μετά…

«Ι…Η…Ηλίθιε!»

«Να σε πάρει!»

Φλαπ! Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί ξανασκέπασε το κλουβί με το πανί. Αν και φαινόταν θυμωμένος, στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ήρεμος. Αλίμονο αν θύμωνε με το παραμικρό που του συνέβαινε. Με τη συνηθισμένη του απάθεια, πήγε να ρίξει μια ματιά στη Γιάσουκο, που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάται τώρα. Άνοιξε το φουσούμα και…

Τώρα αυτή πρέπει να κοιμάται, έτσι; Επειδή είχε ακούσει την πόρτα να ανοίγει νωρίτερα, ήξερε ότι είχε επιστρέψει.

«…Όντως επέστρεψε, αλλά αυτό πια…»

μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του.

Η Γιάσουκο ήταν τόσο μεθυσμένη που όλο το σπίτι βρωμούσε αλκοόλ. Και γιατί να κοιμηθεί λες και είχε γονατίσει και πέσει προς τα μπρος πάνω στο πρόσωπό της; Κοιμόταν με τα οπίσθιά της στραμμένα προς τα πάνω. Πάλι καλά που είχε φορέσει τη φόρμα της˙ παρόλο που ήταν μητέρα του…όχι, επειδή ήταν μητέρα του έπρεπε να είναι αυστηρός μαζί της. Της το είχε ξεκόψει από καιρό ότι απαγορευόταν αυστηρά να επιδεικνύει τα εσώρουχά της μπροστά του. Φαίνεται ότι είχε αποκοιμηθεί την ώρα που έβγαζε το μέικ-απ της. Το μισό της πρόσωπο ήταν καθαρό ενώ το άλλο μισό είχε ακόμα μέικ-απ, κάνοντάς την να μοιάζει στον Baron Ashura[1]. Κι εκτός αυτού, φαινόταν να είναι αρκετά άβολα.

Από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί, η Γιάσουκο καθόταν στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο φουτόν της και έβγαζε το μέικ-απ της, αλλά την πήρε ο ύπνος και έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο φουτόν.

« Πάλι καλά που δεν έσπασες το λαιμό σου…Έι, ξάπλωσε κανονικά! Θα πεθάνεις αν εξακολουθήσεις να κοιμάσαι σ’αυτή τη στάση!»

«…Για…Γιαγια…ουμ…ουμμμ…Για…»

Λες και άκουγες τον Ίνκο-τσαν να μιλάει.

Διερωτώμενος τι ήταν αυτό που έκανε τη Γιάσουκο και τον Ίνκο-τσαν να μοιάζουν τόσο (υποψιαζόταν πως ήταν ο δείκτης νοημοσύνης τους...), ο Ρυουτζί έβαλε προσεκτικά τη Γιάσουκο να ξαπλώσει σωστά στο φουτόν της. Η Γιάσουκο ήθελε να πάρει ένα κανονικό κρεβάτι. Αλλά άμα είναι να κοιμάσαι έτσι, σιγά μη σου πάρω!

Έβγαλε από την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνία δύο παγωτά ξυλάκι που ήδη είχαν αρχίσει να λιώνουν και έφυγε αθόρυβα από το δωμάτιο, κλείνοντας το φουσούμα πίσω του. Πρώτα από όλα θα έπρεπε να βάλει γρήγορα τα παγωτά στο ψυγείο.

Έπειτα, είχε να φτιάξει πρωινό και μεσημεριανό σε πακέτο. Έλεγξε το περιεχόμενο του ψυγείου…

«Α ναι, τώρα θυμάμαι…»

Ο Ρυουτζί μισόκλεισε τα άγρια μάτια του, όχι από θυμό, αλλά από απογοήτευση.

Η Γιορτή Τηγανητού Ρυζιού είχε καταναλώσει όλα τα αυγά και το μπέικον, οπότε πάει το πρωινό με αυγά και μπέικον. Είχε ξοδευτεί επίσης όλο το κατεψυγμένο ρύζι.

«Φαίνεται πως πρέπει να τη βγάλω με σκέτο γάλα για πρωινό, κι όσο για το μεσημεριανό…αναγκαστικά θα είναι λιτό σήμερα. Για ορεκτικά έχει μόνο πατάτες.»

Το μεσημεριανό έπρεπε να έχει ρύζι οπωσδήποτε, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να φτιάξει ένα απλό ανάμεικτο ρύζι και αλατισμένες πατάτες.

Αφού έπλυνε το ρύζι, έριξε μέσα κρασί ρυζιού. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε βάλει αρκετό, πρόσθεσε λίγο σιρόπι, μιρίν[2], ψιλοκομμένο κόμπου[3], βρασμένα βλαστάρια μπαμπού και λίγα ενοκιτάκε[4] στην κατσαρόλα με το ρύζι. Τέλος έριξε το ανάλογο νερό, άνοιξε το βραστήρα του ρυζιού και το άφησε να μαγειρευτεί.

Μετά, ξεφλούδισε επιδέξια τις πατάτες με καταπληκτική ταχύτητα και τις έβαλε σε κατσαρόλα να βράσουν μέχρι να μείνει ελάχιστο νερό. Όση ώρα έβραζαν, έπλυνε το ξύλο κοπής και το μαχαίρι και καθάρισε το μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας. Όταν το νερό στην κατσαρόλα μειώθηκε αρκετά και οι πατάτες άρχισαν να φαίνονται, έριξε μέσα ραφιναρισμένη ζάχαρη, μιρίν, κρασί ρυζιού, σιρόπι, σκόνη σούπας και λίγη σος για νουντλς. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να περιμένει μέχρι να γίνει το φαγητό. Σε λίγο θα έπρεπε να χαμηλώσει τη φωτιά για να μην παραψηθεί, και να το αφήσει να σιγοβράσει σχεδόν μέχρι την ώρα που θα έφευγε. Πριν το βγάλει, θα έριχνε και λίγη σάλτσα σόγιας μέσα για τη γεύση. Ο Ρυουτζί δεν είχε ποτέ μάθει αν αυτή ήταν η κανονική συνταγή, μια και το φαγητό ήταν αρκετά νόστιμο όταν το μαγείρευε έτσι.

Είχε περάσει μόλις μισή ώρα από την ώρα που σηκώθηκε, οπότε είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του. Ο Ρυουτζί έβαλε το γάλα του σε ένα ποτήρι, άνοιξε την τηλεόραση και κάθησε στον καναπέ.

Για να περάσει η ώρα του πρωινού, έβαλε ένα πρωινό κουτσομπολίστικο πρόγραμμα, και την ώρα που καθάριζε το τραπέζι άκουγε τα αποτελέσματα των αγώνων ποδοσφαίρου της προηγούμενης μέρας. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, έκανε το τραπέζι να αστράφτει.

Όταν ο Ρυουτζί άκουσε ότι είχε κερδίσει η ομάδα του, αισθάνθηκε πως τελικά η μέρα είχε αρχίσει καλά, παρά το ότι είχε μόνο γάλα για πρωινό. Αν και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν ο ήλιος έλαμπε μέσα από το παράθυρό του όπως πέρυσι. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ο Ρυουτζί αναστέναξε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή…

«Ουαα!»

Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος μπορεί να έπαιρνε τόσο πρωί, κάποιος συγγενής ίσως; Αποφασίζοντας να μην ενοχλήσει τη Γιάσουκο στον ύπνο της (στο κάτω κάτω ήταν η κεφαλή του σπιτιού), ο Ρυουτζί έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο.

«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»

«Άργησες! Τι στην ευχή κάνεις εκεί;»

«…»

Χωρίς να σκεφτεί τι έκανε έκλεισε το τηλέφωνο.

Τι κάνω; Ζω κανονικά τη ζωή μου, τι άλλο; Το αναπάντεχο κατσάδιασμα έκανε το μυαλό του Ρυουτζί να αδειάσει για μια στιγμή. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και ο Ρυουτζί απάντησε ευγενικά,

«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»

«Μου το έκλεισες μόλις τώρα, έτσι; Θες να ξανάρθω εκεί τώρα και να τα κάνω πάλι λίμπα;»

«Αυτό θα ήταν ενοχλητικό.» Ο Ρυουτζί έδωσε την απάντηση χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. Αν και η σπιτονοικοκυρά δεν είχε έρθει να κάνει παράπονα, την άκουγε να σκουπίζει με θόρυβο έξω εδώ και αρκετή ώρα. Ασφαλώς περίμενε να βγει ο Ρυουτζί έξω για να του τα ψάλει. Φαίνεται πως οι Τακάσου είχαν μπει στη μαύρη λίστα.

Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα άτομο που μιλούσε με τέτοιο νταηλίδικο ύφος…

«Τάιγκα…Αϊσάκα…»

Είχε ακόμα και παρατσούκλι όπως οι γκάνγκστερ, η Τίγρη Μινιατούρα.

«Αν το βρίσκεις ενοχλητικό τσακίσου κι έλα εδώ! Τι στο καλό έκανες; Μη μου πεις ότι αθετείς κιόλας την υπόσχεσή σου; Έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό;»

«Υπόσχεση; Δε μιλάς σοβαρά, έτσι;»

«Δεν είπες ότι θα κάνεις ό,τι θέλω και θα με υπακούς σαν σκυλί; Μου το ορκίστηκες, έτσι δεν είναι; Λοιπόν τσακίσου κι έλα! Τώρα! Και θα έρχεσαι κάθε μέρα πριν το σχολείο από δω και πέρα!»

«…Π…περίμενε! Λες γι’αυτά που είπαμε χτες βράδυ, έτσι; Όταν είπα ότι θα σε βοηθήσω, εννοούσα ότι θα σε βοηθήσω να πλησιάσεις τον Κιταμούρα, για να έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις περισσότερο μαζί του…Αυτό σου υποσχέθηκα!»

«Τσκ!»

Από την άλλη μεριά του ακουστικού ακούστηκε ένα πολύ ενοχλημένο και τσατισμένο πλατάγισμα γλώσσας.

«Εσύ ήσουν που είπες ότι θα κάνεις τα πάντα! Δε μ’ενδιαφέρει τι νομίζεις, τσακίσου κι έλα! Ξέρεις ότι το εννοώ όταν λέω πως θα το κάνω…και νομίζω ότι έχεις καταλάβει ήδη τι είναι αυτό που θα κάνω, έτσι;»

Κατά τα φαινόμενα η Αϊσάκα ήταν σε πολύ άσχημη διάθεση. Η φωνή της ακουγόταν σαν δαιμονικό ουρλιαχτό, που δονούσε το ακουστικό τόσο ώστε έκανε τα αυτιά του Ρυουτζί να τρέμουν. Δεν είχε νόημα να καυγαδίζει μαζί της από το τηλέφωνο όταν ήταν σε τέτοια κατάσταση.

«…Τέλος πάντων, ό,τι πεις…θα έρθω…αλλά…δεν ξέρω ούτε καν που μένεις.»

«Κοίταξε έξω από το παράθυρό σου.»

«Ε; Έξω από το παράθυρό μου; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από…ΟΥΑΑΑ!;»

Κρατώντας το ακουστικό ο Ρυουτζί πέρασε από το στενό σαλόνι και κοίταξε έξω από το θαμπό τζάμι του παράθυρου. Εκεί ήταν η πολυτελής Ευρωπαϊκού στυλ πολυκατοικία. Και στον δεύτερο όροφο αυτής της πολυκατοικίας…ακριβώς απέναντι από το παράθυρό του…

«Τι γελοίες πιτζάμες είναι αυτές;»

Η Τάιγκα Αισάκα στεκόταν εκεί με ένα μοδάτο τηλέφωνο στο χέρι και κατσουφιασμένο ύφος.

«Αχ! Μ…Μη με κοιτάς!»

Επειδή κρύωνε, ο Ρυουτζί είχε φορέσει ένα χνουδωτό μάλλινο πουκάμισο της Γιάσουκο με σχέδια από καρδούλες. Με αγριεμένο ύφος, κάλυψε γρήγορα το πουκάμισο με τα χέρια του. Δεν ήταν θυμωμένος, απλά ντρεπόταν.

Η Αϊσάκα αγανακτισμένη έκλεισε τις ακριβές κουρτίνες της.

«Ποιος θέλει να σε κοιτάξει! Άντε, τσακίσου κι έλα, ανόητο σκυλί!»

Με αυτά τα λόγια, η Αϊσάκα έβαλε τέλος στη συζήτηση, αλλά ο Ρυουτζί θυμήθηκε ότι είχε κι άλλες δουλειές να κάνει.

«Περίμενε! Δώσε μου δέκα λεπτά ακόμα!»

«…Γιατί;»

«Γιατί το ανάμεικτο ρύζι για το μεσημεριανό δεν έχει γίνει ακόμα.»

«…»

Μέσα στη σιωπή, ο Ρυουτζί μπορούσε να ακούσει ένα βροντερό γουργουρητό στομαχιού από την άλλη μεριά του ακουστικού. Ήταν τόσο δυνατό που δεν μπορούσε να το αγνοήσει.

«…Μ, μήπως θες λίγο κι εσύ;»

Μετά από μια μακριά σιωπή, οι κουρτίνες του δωματίου του πολυτελούς διαμερίσματος άνοιξαν κάπου 10 εκατοστά. Η Αϊσάκα σιωπηλά έγνεψε καταφατικά στον Ρυουτζί.

Η Γιάσουκο, ο Ίνκο-τσαν, και τώρα η Αϊσάκα.

Φαίνεται πως από δω και πέρα ο Ρυουτζί θα είχε να ταΐζει τρία στόματα αντί για δύο.


* * *