Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume2 Chapter2"
Line 318: | Line 318: | ||
«Σοβαρά; Μα, δε μπορείς να μου το λες εσύ αυτό, Τακάσου-κουν, αφού κι εσύ αυτό πήγες να κάνεις.» |
«Σοβαρά; Μα, δε μπορείς να μου το λες εσύ αυτό, Τακάσου-κουν, αφού κι εσύ αυτό πήγες να κάνεις.» |
||
− | «...Εντάξει, δίκιο έχεις. Ευχαριστώ...Ιταντακιμάσου.» |
+ | «...Εντάξει, δίκιο έχεις. Ευχαριστώ...Ιταντακιμάσου.[http://en.wiktionary.org/wiki/itadakimasu]» |
Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να ξεκινήσει να πίνει τον καφέ του μαζί της. Καθώς έπιναν, το μόνο που ακουγόταν στο σιωπηλό διάδρομο ήταν το χαμηλό βουητό των αυτόματων πωλητών που αντηχούσε μελαγχολικά. Προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην Άμι αλλά δε μπορούσε να βρει το κουράγιο να της μιλήσει πρώτος. Απλά δεν του ερχόταν στο μυαλό τίποτα για το οποίο να μπορούσε να μιλήσει. Και φυσικά, μια τέτοια άβολη στιγμή, δεν εμφανίστηκε ούτε ένας μαθητής ή αυστηρός καθηγητής για να τους διακόψει. |
Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να ξεκινήσει να πίνει τον καφέ του μαζί της. Καθώς έπιναν, το μόνο που ακουγόταν στο σιωπηλό διάδρομο ήταν το χαμηλό βουητό των αυτόματων πωλητών που αντηχούσε μελαγχολικά. Προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην Άμι αλλά δε μπορούσε να βρει το κουράγιο να της μιλήσει πρώτος. Απλά δεν του ερχόταν στο μυαλό τίποτα για το οποίο να μπορούσε να μιλήσει. Και φυσικά, μια τέτοια άβολη στιγμή, δεν εμφανίστηκε ούτε ένας μαθητής ή αυστηρός καθηγητής για να τους διακόψει. |
Revision as of 23:00, 28 March 2010
Κεφάλαιο 2
Το επόμενο σοκ ήρθε το επόμενο πρωί, την πρώτη μέρα στο σχολείο μετά το τέλος των διακοπών.
Ήταν λίγο μετά τις 8 το πρωί.
Η υπεύθυνη καθηγήτρια είχε έρθει νωρίτερα από ότι συνήθως, και το ελεύθερο μάθημα άρχισε επίσης νωρίτερα,
«Ωωω...»
---Και άνοιξαν οι πύλες της κόλασης.
Για κάτι τέτοιες καταστάσεις πρέπει να υπήρχαν εκφράσεις σαν κι αυτή. Αδυνατώντας να συγκρατήσει ένα επιφώνημα έκπληξης, ο Ρυουτζί καθόταν και κοίταζε μην πιστεύοντας στα μάτια του. Δε μπορούσε να το πιστέψει, ή μάλλον δεν ήθελε να το πιστέψει. Αλλά δυστυχώς δε φαινόταν να είναι όνειρο.
Με ανοιχτό το στόμα, στράφηκε και κοίταξε τον Κιταμούρα και αναφώνησε ξαφνιασμένος, «Δεν είχα ιδέα γι’αυτό,» ο Κιταμούρα όμως περιορίστηκε να του γνέψει από μακριά «Γεια» με το συνηθισμένο άνετο ύφος του.
Όπως και να είχε, δε μπορούσε να αγνοήσει την πραγματικότητα.
Παγωμένος όπως ήταν από το σοκ, η ματιά του Ρυουτζί ήταν τρεις φορές πιο άγρια από ότι συνήθως. Δε μπορούσε όμως να κάνει τίποτα εκτός από το να αποδεχτεί τη φριχτή πραγματικότητα.
Η αιτία της αγωνίας του Ρυουτζί προχώρησε προς την έδρα με τα μακριά της πόδια και τα υπέροχα μαλλιά της να ανεμίζουν.
Κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά με ελαφρά ντροπαλή έκφραση, το χαμόγελό της έγινε σχεδόν ένα με το ζεστό πρωινό φως. Και σηκώνοντας αργά αργά τα μάτια της, είπε---
«Από σήμερα, θα είμαι μαθήτρια αυτού του σχολείου. Το όνομά μου είναι Άμι Καβασίμα. Σας παρακαλώ να είστε καλοί μαζί μου.»
---Ένα υπέροχα αγνό και ειλικρινές πρόσωπο.
Αυτό είναι γελοίο.
«...Πώς, έγινε, κάτι τέτοιο...»
Κανείς δεν πρόσεξε τη ραγισμένη φωνή. Και αγνοώντας τον Ρυουτζί που ήταν ακόμα σε κατάσταση σοκ, η υπόλοιπη τάξη άρχισε,
«Ε, ε, αυτό το κορίτσι, δεν εμφανίζεται σε ένα περιοδικό;!»
«Τι;! Αλήθεια;! Αλλά βέβαια, είναι τόσο όμορφη!»
«Δε μπορεί», «Ψέματα», «Απίστευτο, είναι απίστευτο»... Τα κορίτσια που ασχολούνταν με τη μόδα είχαν ξεσηκωθεί και φλυαρούσαν ακατάσχετα. Αντίθετα, όλα σχεδόν τα αγόρια ήταν ύποπτα ήσυχα, και χωρίς να σχολιάζουν κάθονταν και κοιτούσαν σαν μαγεμένοι με φλογερό βλέμμα τον αψεγάδιαστο άγγελο πάνω στην έδρα. Ο Χισαμίτσου Νότο, ο φίλος του Ρυουτζί που φορούσε γυαλιά με μαύρο σκελετό και καθόταν λίγο μπροστά και στο πλάι, γύρισε αργά αργά προς τα πίσω,
«Τι λαχείο!»
Ο Νότο μουρμούρισε με θέρμη κατενθουσιασμένος, κοιτάζοντας τον Ρυουτζί και σφίγγοντας τη γροθιά του.
«...Ν, ναι...»
Απάντησε αόριστα ο Ρυουτζί, αλλά αντί να σφίξει κι αυτός τη γροθιά του απλώς ξεροκατάπιε.
Η Άμι φαινόταν πανέμορφη πάνω στην έδρα. Το δέρμα της έμοιαζε ακόμα πιο λείο και λαμπερό από χτες, και τα μεγάλα σαν πετράδια μάτια της φαινόντουσαν να λάμπουν ακόμα περισσότερο από χτες. Χωρίς να ξεχάσει να χαμογελάσει, έγειρε το κεφάλι της κοιτάζοντας ολόγυρα την τάξη. Το μικρό πηγούνι της έδινε μια κάπως παιδική εμφάνιση, οι αναλογίες της όμως ήταν τέλειες. Η Άμι ήταν η υπέρτατη ενσάρκωση της ομορφιάς, σε σημείο να κάνει την ίδια την αίσθηση της πραγματικότητας να ξεθωριάζει. Ο πονοκέφαλος του Ρυουτζί είχε γίνει επίσης υπέρτατος.
Διακριτικά στράφηκε να κοιτάξει ένα θρανίο κάπου στο κέντρο της τάξης. Αυτή τη στιγμή, το άτομο που θα έπρεπε να δοκιμάζει το μεγαλύτερο σοκ καθόταν σ’αυτό το θρανίο. Και λεγόταν Τάιγκα.
Την είδε.
Και,
«...Ωχ...»
Αμέσως στράφηκε και κοίταξε αλλού. Καλύτερα να μην πρόσεχε κανείς άλλος το ύφος της.
Τα φρύδια της είχαν σηκωθεί σχεδόν κάθετα και τα μάτια της είχαν θολώσει, μοιάζοντας με λίμνες λάβας που κόχλαζε. Τα τριανταφυλλένια χείλια έτρεμαν και είχαν σουφρώσει δυσοίωνα, και το πρόσωπό της φαινόταν έτοιμο να εκραγεί, σαν να είχε μια βόμβα μέσα στο στόμα της. Προφανώς όλα αυτά ήταν εκδηλώσεις της οργής που μετά βίας συγκρατούσε, του θυμού της ενάντια στον κόσμο που δεν άντεχε. Ήταν τόση η ένταση της ματιάς της, που θα μπορούσε να ρίξει νεκρό έναν αδύναμο άνθρωπο.
Από εκεί που στεκόταν, η Άμι ασφαλώς μπορούσε να δει την Τάιγκα να εκτοξεύει τη δολοφονική της διάθεση από το θρανίο της. Για μια στιγμή μόνο, τα φρύδια της Άμι ανασηκώθηκαν ελάχιστα. Ωστόσο, φέρθηκε με την ψυχραιμία που θα περίμενε κανείς από μια επαγγελματία, συνηθισμένη στα φώτα της δημοσιότητας.
«Σας παρακαλώ όλους να με φωνάζετε Άμι!»
Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει με αψεγάδιαστη υποκρισία, χαμογέλασε χαριτωμένα και ανοιχτόκαρδα. Και μόνο αυτή η αντίδρασή της όμως ήταν υπεραρκετή για να παγώσει από τρόμο ο Ρυουτζί. Έτσι είναι όλες οι γυναίκες; Νιώθοντας μια ξαφνική ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του, κούμπωσε από ένστικτο το σχολικό σακάκι του μέχρι πάνω.
«Λοιπόν παιδιά, ελπίζω να τα πάτε όλοι καλά με την καινούρια μας φίλη! Ελάτε να την καλοσωρίσουμε!»
Η υπεύθυνη καθηγήτρια και γνωστή γεροντοκόρη Γιούρι Κοϊγκακούμπο (29) ύψωσε τη φωνή της με ασυνήθιστη ζωηρότητα ανάμεσα στα χειροκροτήματα των μαθητών. Αγκαλιάζοντας με οικειότητα την Άμι από τους ώμους, φώναξε «Είναι όλοι τους καλά παιδιά, θα τα πας σίγουρα μια χαρά μαζί τους!», κάνοντας το σήμα της νίκης...Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε αν της είχε συμβεί κάτι κατά τη διάρκεια των διακοπών, γιατί το στιλ της είχε αλλάξει τελείως. Συνήθως φορούσε κομψά ροζ συνολάκια, αλλά εκείνη τη μέρα είχε βάλει ένα σπορ φούτερ με κουκούλα.
«Λοιπόν, είναι μια νέα αρχή για την τάξη 2-Γ~!»
Ανασήκωσε ζωηρά τους αντίχειρές της.
«...Τσκ.»
Από ότι φαινόταν, ούτε καν το πλατάγισμα της γλώσσας της Τάιγκα, που ανέδινε μια αύρα αποπνικτικής δυσαρέσκειας καθώς κοιτούσε από κάτω, δεν ήταν αρκετό για να της χαλάσει τη διάθεση σήμερα.
«...Έι, σταμάτα πια αυτό το θόρυβο! Προσπάθησε να χαμογελάσεις για μια φορά τουλάχιστον!»
«...Τσκ.»
«...Μόνο για σήμερα, για να καλοσωρίσεις την καινούρια μας φίλη.»
«...Τσκ.»
Μμμμνγκκ---Μην μπορώντας πλέον να ξεστομίσει τίποτα περισσότερο από άναρθρους ήχους, έπιασε ξαφνικά το κεφάλι της με τα χέρια της. Και σχεδόν σαν να έκανε κατακόρυφο, έκανε απότομα μεταβολή και έπεσε στην καρέκλα της, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της. Ήταν ολοφάνερα θλιμμένη.
«Κ, κυρία Γιούρι...;»
«Εμ, είστε εντάξει...;»
Όπως ήταν αναμενόμενο, η τάξη σώπασε βλέποντας αυτή τη σκηνή, ενώ η Άμι που στεκόταν δίπλα δε χαμογελούσε πια καθώς την κοίταζε. Η γεροντοκόρη τελικά κοίταξε προς τα πάνω μετά από τουλάχιστον μισό λεπτό. Τρέμοντας ελαφρά και με σκυμμένο κεφάλι, έμοιαζε να ντρέπεται καθώς, με αρκετή δυσκολία, άρχισε να μιλάει για τα προσωπικά της ζητήματα.
«...Στη διάρκεια των διακοπών, εγώ, η τελευταία μου ευκαιρία...η εντελώς τελευταία...χάθηκε~! Γι’αυτό, είπα να βάλω τα δυνατά μου, να προσπαθήσω περισσότερο στη δουλειά μου, αλλά, αλλά...Δεν πειράζει, ξεχάστε το! Έτσι κι αλλιώς δε μπορείτε να καταλάβετε! Είμαι σίγουρη όμως πως θα καταλάβετε όταν μεγαλώσετε, γι’αυτό...! Κιταμούρα-κουν, σε παρακαλώ, ανάλαβε εσύ τα υπόλοιπα!»
«Εντάξει λοιπόν.»
Αφού του το ζήτησαν, ο Κιταμούρα σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την τάξη, λέγοντας,
«Ακούστε με όλοι παρακαλώ. Η Άμι είναι φίλη μου από τα παλιά. Δε γνώριζα πως θα μετεγγραφόταν στην τάξη μας, αλλά σας παρακαλώ όλους να τα πάτε καλά μαζί της. Λοιπόν, αυτά είναι όλα για το πρωινό ελεύθερο μάθημα σήμερα. Όρθιοι! Υποκλιθείτε!»
«Φτάνει πια~»---Το αξιοθρήνητο βογγητό της γεροντοκόρης αντήχησε σαν έκρηξη μέσα στη θορυβώδη τάξη για να σβήσει μέσα σε μια στιγμή.
«Κα, Καβασίμα-σαν, να στο μετακινήσω εγώ;»
«Όχι, άφησε εμένα!»
«Εγώ θα το μετακινήσω, κάντε άκρη!»
«Όχι, όχι, ζήτα το από μένα! Ή καλύτερα, κάνε πίσω και άσε τα όλα πάνω μου.»
Μέσα σε μια στιγμή, μια ορδή από αγόρια είχε περικυκλώσει την Άμι, που προσπαθούσε να μετακινήσει το θρανίο και την καρέκλα της. Οι πιο ντροπαλοί παρακολουθούσαν την ορδή από απόσταση με ζηλιάρικο ύφος. Φαινόταν πως όλοι ήθελαν να την πλησιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και το αν βρισκόντουσαν κοντά ή μακριά της ήταν καθαρά θέμα αποφασιστικότητας.
«Είναι εντάξει, εντάξει! Μπορώ να κάνω και μόνη μου κάτι τόσο απλό! Δεν είμαι και τόσο αδύναμη, ξέρετε!»
Και χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν, η Άμι φωνάζοντας «Έι οπ!» σήκωσε το θρανίο με τα λεπτά χέρια της.
«Αχ, πρόσεχε!»
«Καβασίμα-σαν, άφησέ μας να σε βοηθήσουμε!»
«Αφού σας είπα πως είναι εντάξει, μην ανησυχείτε!»
Προχωρώντας ανάμεσα από το πλήθος των αγοριών που ήθελαν να βοηθήσουν, πήγε γρήγορα στη θέση της.
«...Βλέπετε! Δε σας είπα; Κάτι τέτοιο δεν είναι πρόβλημα για μένα.»
Αφού τοποθέτησε το θρανίο και την καρέκλα της στην προκαθορισμένη θέση, χαμογέλασε αγγελικά. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, τα αγόρια δεν είχαν πια πρόσχημα για να της μιλήσουν. Έτσι έφυγαν απρόθυμα, λέγοντας με προσποιητή ηρεμία, «Αν χρειαστείς κάτι, εδώ είμαστε!», και τους αντικατέστησαν μερικά κορίτσια που πλησίασαν την Άμι.
«Εεε, Καβασίμα-σαν, το μετακίνησες αυτό ολομόναχη; Μπορούσες να ζητήσεις από τα αγόρια να το κάνουν.»
«Σωστά, σωστά, ή για να λέμε την αλήθεια, νομίζω πως όλα αυτά τα αγόρια ψόφαγαν να πιάσουν κουβέντα μαζί σου, Καβασίμα-σαν. Θα χαιρόντουσαν πολύ αν τους χρησιμοποιούσες, είμαι σίγουρη.»
Κοιτάζοντας τα κορίτσια με ένα ακόμα πιο λαμπερό χαμόγελο από αυτό που είχε δείξει στα αγόρια, η Άμι κούνησε παιχνιδιάρικα τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της.
«Είναι εντάξει~, αφού δεν είναι δα και τίποτα δύσκολο!...Δηλαδή έτσι τους είπα, αλλά μεταξύ μας, στην πραγματικότητα γίνομαι πολύ νευρική όταν κουβεντιάζω με αγόρια.»
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια. Και πιο πολύ χαίρομαι που ήρθατε εσείς να μου μιλήσετε! Είναι η πρώτη φορά που έρχονται κορίτσια να κουβεντιάσουν μαζί μου, και αυτό με κάνει τόσο χαρούμενη! Μπορείτε να με φωνάζετε Άμι, ξέρετε!»
Αφού είπε όλα αυτά με ευγένεια, πήγε να καθήσει στην καρέκλα της όταν,
«Α-άου!»
Χτύπησε το καλάμι της στο πόδι του θρανίου της. Με κωμικά συσπασμένο πρόσωπο, η Άμι φαινόταν να πονάει στ’αλήθεια.
«Ααχ, να πάρει! Τι γκάφα! Κι εγώ που ήθελα να δείξω πόσο μοντέρνα και άνετη είμαι τώρα που πήρα μετεγγραφή εδώ! Υποθέτω πως είμαι για γέλια τελικά!»
Ανταπαντώντας στην αυτοκριτική της Άμι, τα κορίτσια είπαν γελώντας,
«Καβασίμα-σαν...θέλω να πω, Άμι-τσαν, μήπως τελικά είσαι γκαφατζού;»
«Κατά κάποιο τρόπο, σου ταιριάζει! Για κοίτα, παρόλο που έχεις την τύχη να είσαι τόσο όμορφη, είναι δυνατόν να κάνεις τέτοια αστεία γκριμάτσα;»
«Μη λες πως είναι αστεία~! Στ’αλήθεια είχα σκοπό να είμαι μοντέρνα και άνετη~!»
Χαχαχαχαχα~---Και η κουβέντα συνεχίστηκε κάπως έτσι.
Εν τω μεταξύ, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο με το πηγούνι ακουμπισμένο στα χέρια του, ο Ρυουτζί κοιτούσε σιωπηλός το ενθουσιασμένο πλήθος που είχε την Άμι για επίκεντρο. Χωρίς τη συνηθισμένη σκληρή λάμψη τους, τα μάτια του ήταν ασυνήθιστα αδειανά καθώς αναρωτιόταν, Ώστε μπορεί να παίρνει και τέτοιο ύφος; Για κάποιο λόγο είχε αρχίσει να γίνεται δύσπιστος απέναντι στα κορίτσια.
Καθώς ήταν χαμένος στις σκέψεις του, κατά τύχη η ματιά του συνάντησε τη ματιά της Άμι. Αφήνοντας ένα «Α» από το μισάνοιχτο στόμα της, η Άμι ανοιγόκλεισε τα μεγάλα μάτια της, φαινομενικά έκπληκτη. Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε αν στ’αλήθεια είχε προσέξει μόλις τώρα ότι ήταν κι αυτός στην ίδια τάξη. Ίσως πράγματι να είχε δει μόνο την Τάιγκα προηγουμένως. Η Άμι έδειξε με το λεπτό της δάχτυλο τον Ρυουτζί.
«Εεε, δε μπορεί! Ο Τακάσου-κουν δεν είναι αυτός;»
«...»
Ήταν καθαρά αντανακλαστική κίνηση.
Εντελώς αντανακλαστικά, γύρισε από την άλλη σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Έμοιαζε ακριβώς σαν να απόστρεφε το βλέμμα του από κάτι δυσάρεστο. Αν και ήταν μόνο για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν είχε κάνει πολύ κακή εντύπωση με την κίνησή του αυτή...αλλά δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει ξανά την Άμι. Έτσι υποχρεώνοντας τον εαυτό του να κάνει τον αδιάφορο, ο Ρυουτζί μπορούσε μόνο να ακούει καθώς τα κορίτσια συνέχιζαν τη φλυαρία τους.
«Άμι-τσαν, γνωρίζεις τον Ρυουτζί Τακάσου;! Πώς;!»
«Να, όταν πήγα σε ένα οικογενειακό εστιατόριο με τον Γιουσάκου, συναντηθήκαμε κατά τύχη και μας σύστησαν, αλλά...για κάποιο λόγο φαίνεται πως με αντιπαθεί; Κοιτάξτε, με σνομπάρει νομίζω...»
Μπορεί να προσπαθούσε να είναι διακριτική, αλλά η φωνή της Άμι έφτανε με ευκολία στα αυτιά του Ρυουτζί. Μπα, μάλλον επίτηδες τον άφηνε να ακούει αυτά που έλεγε...Για την Άμι ασφαλώς δε θα ήταν απορίας άξιο να κάνει κάτι τέτοιο.
«Εεε, ο Τακάσου, απλώς είναι λίγο ακοινώνητος, δεν είναι ότι σε μισεί ή τίποτα τέτοιο. Είμαι σίγουρη πως απλώς ντρέπεται.»
«Σωστά, πριν βρεθούμε στην ίδια τάξη, όλοι νομίζαμε πως ήταν ένας τρομερός χούλιγκαν και φοβόμασταν ακόμα και να τον πλησιάσουμε επειδή είχε συνεχώς αυτό το άγριο ύφος, ξέρεις.»
---‘Τον θεωρούσαν κακό εξαιτίας της αντικοινωνικής συμπεριφοράς του.’ Ο Ρυουτζί εξακολούθησε να κοιτάει έξω από το παράθυρο, αλλά κατά βάθος αυτά τα λόγια τον πλήγωσαν πολύ.
«Ώστε ο Τακάσου-κουν δεν είναι κακός ή τίποτα τέτοιο;»
«Απλώς είναι κάπως διαφορετικός. Οι πρωτοετείς και οι μαθητές των άλλων τάξεων φαίνεται να τον φοβούνται ακόμα, αλλά εσύ δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς για τίποτα απ’αυτά, Άμι-τσαν!»
«Ναι ναι!»
«Εεε...Ώστε έτσι έχουν τα πράγματα...»
Κοίτα~να δεις...Μπορούσε να νιώσει μια υπολογιστική ματιά καρφωμένη στην πλάτη του. Ένιωθε τον ήχο από τις φωνές τους σαν επίμονη φαγούρα στο σβέρκο του. Μη μπορώντας να κάνει πια πως δεν ακούει, υπέκυψε στην αδυναμία της στιγμής. Καθώς μετακινήθηκε ανήσυχα, κατά λάθος τα μάτια του έπεσαν πάνω στην Άμι.
Και τότε---η Άμι χαμογέλασε αχνά. Τα μάτια του αναστατωμένου Ρυουτζί έλαμψαν σαν δυο λεπίδες.
Αν και κοιτάχτηκαν μόνο για μια στιγμή, τα μάτια της Άμι του φάνηκαν υγρά.
Γυρίζοντας αμέσως προς τα κορίτσια χαμογελώντας, ξανάπιασε την κουβέντα μαζί τους, αλλά...κατά κάποιο τρόπο έμοιαζε να έχει κυριευθεί από μια άφωνη θλίψη. Η εικόνα της ήταν σαν να είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του, και δε μπορούσε να τη σβήσει με κανένα τρόπο. Δεν έμοιαζε με θυμό ή πικρία, μάλλον έκφραση άγχους είχε η έντονη ματιά που του έριξε, και η εντύπωση που του έκανε δεν εννοούσε να περάσει. Ανάμεσα στο πλήθος των εύθυμων παιδιών, τα μάτια της Άμι είχαν μια θολή λάμψη σαν την αντανάκλαση μιας ήρεμης λίμνης. Έμοιαζε σαν να είχε βουρκώσει και προσπαθούσε να το κρύψει, και είχε την αίσθηση πως μπορούσε σχεδόν να την ακούσει να του λέει σιωπηλά, «Έι, γιατί είσαι τόσο ψυχρός μαζί μου...;»
«...Ό, όχι, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου...στ’αλήθεια δεν ήταν.»
Κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του πέρα δώθε, ο Ρυουτζί έδιωξε την ιδέα αυτή από το μυαλό του. Δεν ήταν έτσι, δεν ήταν, σίγουρα δεν ήταν.
Ακόμα και τώρα που ήξερε τι κρυβόταν πίσω από την ομορφιά της, που είχε δει τον πραγματικό της χαρακτήρα την προηγούμενη μέρα, παραλίγο να τον τουμπάρει με το αγνό και γλυκό προσωπείο της.
Σε μια προσπάθεια να συνεφέρει τον εαυτό του, σηκώθηκε όρθιος και πήγε στο θρανίο του Κιταμούρα. Στην κατάσταση που ήταν, καλά καλά δεν ήταν σίγουρος ότι όλα αυτά που είχε δει με τα μάτια του χτες δεν ήταν παρά ένα όνειρο...Ήταν σχεδόν έτοιμος να το πιστέψει. Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με κάποιον που είχε δει όσα είχε δει κι εκείνος.
«Έι, Κιταμούρα...Δεν είναι παράξενο;»
Ο Ρυουτζί έδειξε την Άμι και τις άλλες με ένα νεύμα του κεφαλιού του καθώς μιλούσε. Ο Κιταμούρα έριξε μια ματιά στη φασαριόζικη παρέα και αναστέναξε με ένα πικρό χαμόγελο.
«Αχά. Ακριβώς όπως το περίμενα, ξέρει να κερδίζει τη συμπάθεια των άλλων, δε νομίζεις;»
«...Γιατί δε μου είπες χτες για τη μετεγγραφή της;»
«Χμμ; Δε στο είπα;»
«Μη μου το παίζεις ανήξερος. Σοβαρά, ποτέ δεν έχω εκπλαγεί τόσο.»
Γέρνοντας πάνω από το θρανίο του Κιταμούρα, ο Ρυουτζί μάλωσε τον καλύτερό του φίλο με σιγανή φωνή. Τα μάτια του τον αγριοκοίταζαν με τρομερή ένταση, αλλά βέβαια ο Κιταμούρα ήξερε πως ο Ρυουτζί δεν το έκανε επίτηδες για να τον τρομάξει. Ο Κιταμούρα έξυσε ελαφρά το κεφάλι του και γέλασε,
«Συγγνώμη, δικό μου φταίξιμο. Πώς να στο πω...επιθυμώ ειλικρινά να μπορέσει η Άμι να τα πάει καλά με τους γύρω τους και ταυτόχρονα να είναι ο εαυτός της. Γι’αυτό, όταν συναντηθήκαμε χτες, προτίμησα να μην αναφέρω ότι εσείς θα πηγαίνατε στο ίδιο λύκειο μ’αυτήν. Ήξερα πως αν το έκανα, θα έπαιζε θέατρο απ’την αρχή ως το τέλος και ποτέ δε θα καταλαβαίνατε πώς είναι πραγματικά.»
«...Και πάλι όμως, προσποιήθηκε μπροστά μας χτες.»
«Τουλάχιστον όμως έδειξε τον πραγματικό της χαρακτήρα στην Αϊσάκα. Και έτσι είχες την ευκαιρία να τον δεις κι εσύ, Ρυουτζί. Έτσι δεν είναι;»
«Σκοπεύεις στ’αλήθεια να φανερώσεις την πραγματική προσωπικότητα της Άμι σε όλους; Το πιθανότερο είναι πως θα τη μισήσουν γι’αυτό.»
«Ασφαλώς δε σκοπεύω να το διαδώσω. Εξάλλου δεν έχω τέτοιο δικαίωμα. Ελπίζω όμως ότι θα φανερωθεί σιγά σιγά από μόνο του. Είμαι σίγουρος ότι είναι καλύτερο από αυτή την απάτη, κυρίως για την Άμι.---Αν τη μισήσουν γι’αυτό το λόγο, ίσως αυτό να την πείσει.»
«...Λες, να την πείσει...δε νομίζω πως καταλαβαίνω τι θες να πεις.»
«Σοβαρά; Χμ, και νόμιζα πως αυτό που είπα δεν ήταν και τόσο δυσνόητο...»
Βγάζοντας τα γυαλιά του και σκουπίζοντάς τα με ένα πανάκι, ο Κιταμούρα έριξε μια ματιά στον Ρυουτζί με τα αναπάντεχα μεγάλα μάτια του.
«Εγώ δε μισώ καθόλου τον πραγματικό χαρακτήρα της Άμι. Την προσποίηση θέλω να σταματήσει. Πιστεύω πως είναι καλύτερα για κάθε άνθρωπο να είναι ο εαυτός του. Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι θλίψη κάθε φορά που με χαιρετάει με αυτό το προσποιητό ύφος...Όταν άρχισε το μόντελινγκ, ξαφνικά άρχισε να παριστάνει το καλό κορίτσι ακόμα και σε μένα...Τέλος πάντων, πιστεύω πως θα ήταν καλό να τη συμπαθήσουν κι άλλοι εκτός από μένα γι’αυτό που πραγματικά είναι. Αυτό εννοούσα σε γενικές γραμμές.»
Κοιτάζοντας κατάματα αυτό τον ιδεαλιστή και έντιμο άντρα, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να απαντήσει κάτι σ’αυτά που του είπε. Γιατί μόνο ένα πράγμα του ερχόταν στο μυαλό να πει.
Αυτό είναι μάλλον αδύνατο. Μόνο αυτό.
Οι αυτόματοι πωλητές αναψυκτικών έπρεπε να χρησιμοποιούνται μόνο κατά το απογευματικό διάλειμμα, αλλά δεν πείραζε και τόσο αν δεν το έπαιρναν χαμπάρι οι πιο αυστηροί καθηγητές. Ειδικά στις τάξεις της δευτέρας λυκείου που ήταν πολύ κοντά στο ξεχωριστό διώροφο κτίριο με τους αυτόματους πωλητές, οι μαθητές παρέβαιναν τον κανόνα όλη την ώρα.
Μόλις τέλειωσε η τρίτη ώρα των μαθηματικών, ο Ρυουτζί έφυγε από την τάξη με μερικά κέρματα στην τσέπη του, σκοπεύοντας να παραβιάσει αυτόν ακριβώς τον κανόνα και να πάρει ένα αναψυκτικό. Είχε λίγο χλιαρό τσάι που είχε φέρει από το σπίτι, αλλά η σημερινή μέρα είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα αγχωτική. Έπρεπε να κάνει κάτι για να χαλαρώσει.
Φτάνοντας στο χωριστό κτίριο, προχώρησε βιαστικά στον αδειανό διάδρομο και σταμάτησε μπροστά στους τρεις αυτόματους πωλητές που ήταν αραδιασμένοι δίπλα στο κεφαλόσκαλο. Να έπαιρνε καφέ ή σόδα; Τη στιγμή που μετρούσε τα κέρματά του και ετοιμαζόταν να διαλέξει,
«Συγγνώμη!»
Ένα λευκό χέρι που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πλάι εμπόδισε τον Ρυουτζί να ρίξει κέρματα στο μηχάνημα. Ξαφνιασμένος που τον διέκοψαν, στράφηκε,
«...Ω...»
Για να ξαφνιαστεί ακόμα περισσότερο.
«Χε χε, ώστε εδώ είναι οι αυτόματοι πωλητές, ε;»
Ένα αγγελικά αθώο χαμόγελο άνθιζε ακριβώς μπροστά του.
Αυτή που χαμογελούσε γλυκά κοιτάζοντας τον ήταν η αιτία για το άγχος του---η Άμι.
Έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν,
«Αναρωτιέμαι τι σκόπευες να πάρεις, Τακάσου-κουν. Άσε με να μαντέψω, χμμ... Μήπως αυτό;»
Από όλες τις πιθανές επιλογές, διάλεξε το δυνατότερο ενεργειακό ποτό και το έδειξε με το ροδαλό νύχι της.
«Ε;!...Όχι...Αυτό...Κ, καφέ θέλω.»
Αφού της απάντησε με ένα ντροπιαστικά νευρικό και αναστατωμένο τόνο φωνής, η Άμι είπε ‘Εντάξει’ και πάτησε το κουμπί για καφέ. Μετά στράφηκε στον Ρυουτζί και του πρόσφερε το κουτί που βγήκε με θόρυβο από το μηχάνημα.
«Ορίστε. Κερνάω εγώ. Για να είμαι ειλικρινής, σε είδα που βγήκες από την τάξη και σε ακολούθησα ως εδώ, Τακάσου-κουν.»
«Ε; Γ, γιατί;»
Έτσι όπως στεκόταν αλύγιστος σαν ξύλο, μην καταλαβαίνοντας καλά καλά τι του συνέβαινε, η Άμι έβαλε επιδέξια το κουτάκι στα χέρια του και χωρίς να απαντήσει σ’αυτό που τη ρώτησε, έριξε μερικά ακόμα κέρματα στο μηχάνημα.
«Αναρωτιέμαι τι να πάρω...Αυτό εδώ ίσως;»
Αφού το σκέφτηκε για λίγο, πάτησε το κουμπί για σκέτο τσάι. Ο ήχος του κουτιού που έπεφτε τον επανέφερε στην πραγματικότητα, αλλά ήταν ήδη αργά,
«Α, περίμενε μισό λεπτό! Να, πάρε το μ’αυτά!»
Προσπάθησε με φούρια να της δώσει τα κέρματά του, αλλά η Άμι είχε ήδη βάλει κέρματα στο μηχάνημα εδώ και αρκετή ώρα. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, του είπε,
«Πάει, το πήρα τώρα.»
Βγάζοντας λιγάκι τη γλώσσα της, ανασήκωσε τους ώμους της με σκανταλιάρικο ύφος.
«Όχι, δεν κάνει. Δεν είναι σωστό. Πάρε τότε αυτό τον καφέ.»
«Αποκλείεται, μην επιμένεις, μην επιμένεις σου λέω! Δες το σαν συγγνώμη για χτες.»
«Συγγνώμη, τι εννοείς...»
«Έι, γιατί δεν τα πίνουμε εδώ που είμαστε;»
Με αυτά τα λόγια, η Άμι άνοιξε γρήγορα το κουτάκι της και χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Ρυουτζί, ήπιε μια γουλιά από το παράνομο αναψυκτικό της.
Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, προφανώς δε μπορούσε να την παρατήσει μόνη της την πρώτη μέρα της μετεγγραφής της.
«...Απαγορεύεται από τον κανονισμό του σχολείου να αγοράζουμε αναψυκτικά τις ώρες εκτός του απογευματινού διαλείμματος.»
«Σοβαρά; Μα, δε μπορείς να μου το λες εσύ αυτό, Τακάσου-κουν, αφού κι εσύ αυτό πήγες να κάνεις.»
«...Εντάξει, δίκιο έχεις. Ευχαριστώ...Ιταντακιμάσου.[1]»
Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να ξεκινήσει να πίνει τον καφέ του μαζί της. Καθώς έπιναν, το μόνο που ακουγόταν στο σιωπηλό διάδρομο ήταν το χαμηλό βουητό των αυτόματων πωλητών που αντηχούσε μελαγχολικά. Προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην Άμι αλλά δε μπορούσε να βρει το κουράγιο να της μιλήσει πρώτος. Απλά δεν του ερχόταν στο μυαλό τίποτα για το οποίο να μπορούσε να μιλήσει. Και φυσικά, μια τέτοια άβολη στιγμή, δεν εμφανίστηκε ούτε ένας μαθητής ή αυστηρός καθηγητής για να τους διακόψει.
«Φιου...κρύο είναι. Είναι πολύ καλό όταν είναι καλά παγωμένο.»
Σκουπίζοντας τα υγρά χείλη της με την άκρη των δαχτύλων της, η Άμι ήταν αυτή που μίλησε πρώτη. Ακούμπησε πάνω σε έναν αυτόματο πωλητή, δίπλα δίπλα με τον Ρυουτζί.
«Πάντως, ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα όταν κατάλαβα ότι είμαστε στην ίδια τάξη, Τακάσου-κουν. Ακόμα και η Αϊσάκα είναι στην ίδια τάξη...ο Γιουσάκου δεν είπε τίποτα σχετικό χτες.»
Του χαμογέλασε φιλικά σαν να ρώταγε ‘Σωστά;’ Όμως ο Ρυουτζί μπόρεσε μόνο να γνέψει αόριστα, με σφιγμένο πρόσωπο. Και φυσικά τα μάτια του αγρίεψαν ακόμα περισσότερο από συνήθως. Χωρίς να λογαριάσουμε την πραγματική προσωπικότητα της Άμι, και μόνο το γεγονός ότι είχε βρεθεί στα καλά καθούμενα μόνος με ένα πολύ όμορφο κορίτσι που δεν ήξερε και πολύ καλά ήταν υπεραρκετό για να τον κάνει να νιώθει άβολα.
Ωστόσο, δεν ήταν σίγουρος πώς είχε εκλάβει η Άμι την απάντησή του.
«...Έι, Τακάσου-κουν.»
Η Άμι έφυγε από δίπλα του και στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Με τα λαμπερά μάτια της διακριτικά σηκωμένα και τις βλεφαρίδες της να τρεμοπαίζουν, ψιθύρισε βραχνά,
«...Αναρωτιέμαι αν, μήπως, κατά τύχη, σου είπε τίποτα η Αϊσάκα-σαν...Αν και δε μπορώ να κάνω κάτι γι’αυτό αν σου το είπε...Όμως, ξέρεις, ελπίζω να μπορέσεις να ξεχάσεις τα χτεσινά. Αυτό θα ήταν καλύτερα...και για την Αϊσάκα-σαν.»
«Λ,... λες για χτες, τι ακριβώς εννοείς;»
Νευρικός από αυτό το τετ-α-τετ, ο Ρυουτζί έκανε ένα βήμα πίσω προσπαθώντας να ξεφύγει, αλλά η πλάτη του βρήκε στους αυτόματους πωλητές. Εξάλλου η Άμι προχωρώντας μισό βήμα μπροστά φρόντισε να αποκλείσει κάθε οδό διαφυγής. Δεν φάνηκε να ενοχλείται καθόλου από το τσατισμένο ύφος του. Προφανώς τα ‘χτεσινά’ για τα οποία μίλαγε ήταν, το οικογενειακό εστιατόριο, το χαστούκι, και τα κλάματά της. Αυτά πρέπει να εννοούσε σε γενικές γραμμές---
«Αναρωτιέμαι...σου είπε η Αϊσάκα-σαν γι’αυτά που έγιναν, Τακάσου-κουν;»
Τα αστραφτερά μάτια της Άμι που τον κοιτούσαν ερωτηματικά, του θύμιζαν κατά κάποιο τρόπο ένα τσιουάουα που εμφανιζόταν σε διαφημίσεις στην τηλεόραση. Σιγά σιγά, αυτά τα μάτια φάνηκαν να σκοτεινιάζουν σαν να επρόκειτο να βάλει τα κλάματα από στιγμή σε στιγμή. Ο Ρυουτζί προσπαθούσε απεγνωσμένα να σκεφτεί την καλύτερη δυνατή απάντηση για να της δώσει, αλλά το μυαλό του είχε αδειάσει εντελώς καθώς απέφευγε συστηματικά να κοιτάξει το λυπημένο, όμορφο πρόσωπο της Άμι.
«Ό, όχι...δεν μου είπε τίποτα.»
Μουρμούρισε με ειλικρίνεια, αφού από τεχνικής άποψης ήταν αλήθεια. Ο επιπόλαιος άγγελος μπροστά του που του άπλωνε τα χέρια ήταν η ψεύτρα εδώ. Εξάλλου, σκέφτηκε δικαιολογώντας τον εαυτό του, η απάντηση που της έδωσε δεν ήταν ψέματα. Η Τάιγκα δεν του είχε πει τίποτα, γιατί δεν είχε χρειαστεί να του πει τίποτα, αφού είχε δει όσα έγιναν με τα μάτια του.
«...Σοβαρά; Ήμουν σίγουρη πως θα στο είχε πει...αλλά μπορεί να έκανα λάθος. Κι έτσι να είναι όμως, θέλω να σου πω κάποια πράγματα...Για όσα έγιναν χτες, εγώ έφταιγα. Η Αϊσάκα-σαν δεν έκανε τίποτα κακό.»
Τα βλέφαρά της πετάρισαν ελαφρά και τα βουρκωμένα μάτια που θύμιζαν τσιουάουα έλαμψαν.
«Ήταν ίσως, που...νο, νομίζω πως ήταν ίσως επειδή είμαι κάπως ελαφρόμυαλη που ενοχλήθηκε η Αϊσάκα-σαν... Η Αϊσάκα-σαν, την ώρα που μιλάγαμε, ξαφνικά εκνευρίστηκε πολύ και άρχισε να λέει ένα σωρό πράγματα που δεν πολυκατάλαβα, κάτι του τύπου ‘ξιπασμένη’ και ‘έχεις καβαλήσει το καλάμι’... Και εγώ τα’χασα, και ήμουν κάπως ‘Ε; Ε; Γιατί;’, κάτι τέτοια...και έτσι...»
Μπράβο θράσος που το είχε, να λέει με τέτοιο αθώο ύφος μια ιστορία που ήταν φτιαχτή απ’την αρχή ως το τέλος, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της---Νιώθοντας πάλι την ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του, ο Ρυουτζί άφησε ένα μικρό αναστεναγμό έκπληξης. Προτού προλάβει να πει κάτι, η Άμι τον διέκοψε ξανά,
«...Γι’αυτό! Η Αϊσάκα-σαν δεν έκανε τίποτα κακό.»
Η Άμι έγνεψε ζωηρά με το κεφάλι της. Τα μάτια του τσιουάουα έλαμπαν όλο και περισσότερο.
«Αν...Αν ήμουν πιο...Αν μόνο ήμουν πιο προσγειωμένο άτομο...Γι’αυτό, σε παρακαλώ να το ξεχάσεις. Γιατί...Η αλήθεια είναι πως...Αλήθεια σου λέω, τα κορίτσια πάντα λένε τέτοια περίεργα πράγματα στα καλά καθούμενα, είναι...συνηθισμένο ξέρεις...Γι’αυτό! Δε θα κάτσω να στενοχωριέμαι για κάτι τέτοιο! Δεν με πειράζει! Θα συνεχίσω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ!»
Εγώ είμαι το θύμα εδώ πέρα!---ικέτευε η Άμι με όλο της το είναι όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο Ρυουτζί που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε άφωνος το θέατρο της Άμι, ένιωσε πως είχε σωθεί.
«Α, αυτό είναι το κουδούνι. Πρέπει να γυρίσουμε στην τάξη...Έλα, τέλειωνε με το αναψυκτικό. Κατάλαβα τι θέλεις να μου πεις, Καβασίμα.»
Καταλάβαινε και με το παραπάνω μάλιστα. Με δυο λόγια, η Άμι τον είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί για να του δικαιολογηθεί για τη συμπεριφορά της και για να σιγουρευτεί πως δε θα το έλεγε σε κανέναν.
Σαν να προσπαθούσε να κατεβάσει μαζί και την αβεβαιότητά του, ήπιε τον υπόλοιπο καφέ του με μια γουλιά. Για μια στιγμή μόνο, τα μάτια του στένεψαν έντονα καθώς κοίταζε το ικανοποιημένο χαμόγελο της Άμι.
«Πρέπει να βιαστούμε, αλλιώς θα αργήσουμε στο μάθημα!»
Η Άμι τον μιμήθηκε και ήπιε το υπόλοιπο τσάι της με λίγες μεγάλες γουλιές. Αφού πέταξαν τα αδειανά κουτάκια σε ένα σκουπιδοντενεκέ, ξεκίνησαν να βαδίζουν βιαστικά δίπλα δίπλα στο διάδρομο.
«...Έι, Τακάσου-κουν. Μου το υπόσχεσαι, έτσι; Ότι δε θα πεις τίποτα σε κανένα για όσα έγιναν χτες, εντάξει; Είναι που---λυπάμαι πολύ που έβαλα τα κλάματα χτες.»
Τα δακρυσμένα μάτια του τσιουάουα, δηλαδή της Άμι, αναζητούσαν κάτι να τα καθησυχάσει. Ο Ρυουτζί έγνεψε αρκετές φορές με το κεφάλι, προσπαθώντας να γίνει πιστευτός,
«Καλά...καλά, κατάλαβα. Ά, άντε, βιάσου τώρα.»
Αποδιώχνοντας με μια κίνηση την κούραση που τον κατέλαβε ξαφνικά, ο Ρυουτζί προχώρησε μπροστά και συνέχισε να τρέχει μπροστά από την Άμι. Έτσι δεν μπόρεσε να δει ότι η Άμι, που έτρεχε πίσω του, άφησε ένα μικρό γελάκι σαν να έλεγε, ‘Αυτός ο τύπος, είναι πολύ αφελής τελικά’.
Όχι πως αν το είχε προσέξει θα του είχε κάνει την παραμικρή εντύπωση.