Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume2 Chapter3"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
(New page: '''Κεφάλαιο 3''')
 
Line 1: Line 1:
 
'''Κεφάλαιο 3'''
 
'''Κεφάλαιο 3'''
  +
  +
  +
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ειρηνικά, χωρίς επεισόδια, φαινομενικά τουλάχιστον.
  +
  +
Αν και η Τάιγκα ήταν εκνευριστική και ευέξαπτη όπως πάντα, για την ώρα αγνοούσε παντελώς την Άμι, η οποία από την πλευρά της απορροφημένη όπως ήταν να παριστάνει το καλό κορίτσι στους νέους της φίλους, δε φαινόταν διατεθειμένη να προκαλέσει την Τάιγκα σε καυγά ή κάτι ανάλογο. Μπορεί καμιά φορά να κοιτούσε προς τη μεριά του Ρυουτζί με τα μάτια του τσιουάουα, αλλά μέχρι εκεί.
  +
  +
Ωστόσο, το γεγονός παρέμενε ότι αυτά τα δύο κορίτσια που μισούνταν θανάσιμα ήταν συμμαθήτριες. Όποτε τύχαινε να συναντηθούν στο διάδρομο ή να ακούσει η μια τη φωνή της άλλης, ευτυχώς δεν γινόταν τίποτε περισσότερο---όμως αυτό δε σήμαινε ότι δεν κάρφωναν η μια την άλλη με το βλέμμα τους, σαν να αναμετρούσαν τη θέλησή τους για λίγα δευτερόλεπτα. Ακόμα κι έτσι όμως, από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί που τις παρακολουθούσε τις τελευταίες μέρες, η Άμι και η Τάιγκα δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα πρόσωπο με πρόσωπο ούτε μία φορά.
  +
  +
Αν μόνο μπορούσαν να περάσουν έτσι ειρηνικά όλη τη χρονιά...Όχι, στην πραγματικότητα ήλπιζε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μέχρι την αποφοίτηση από το λύκειο. Όμως η μικρή αυτή ελπίδα που έτρεφε ο Ρυουτζί έμελλε να διαλυθεί από κάτι που συνέβη μετά τα μέσα του Μαΐου, όταν έβαλαν τις καλοκαιρινές τους στολές.
  +
  +
«Τακάσου~! Έχεις τίποτα να κάνεις απόψε;! Σου έχω σπουδαία νέα!»
  +
  +
Ήταν αργά το απόγευμα, το ελεύθερο μάθημα είχε επιτέλους τελειώσει και είχαν σχολάσει.
  +
  +
Ο Νότο φορούσε τα γυαλιστερά γυαλιά του με το μαύρο σκελετό και έπαιζε με τις άκρες των επιμελώς ατημέλητων μαλλιών του, καθώς πλησίαζε στο θρανίο του Ρυουτζί μες στην καλή χαρά.
  +
  +
«Ο Χαρούτα είπε πως θα μας γνωρίσει σε τρία κορίτσια της πρώτης λυκείου από τη λέσχη στίβου σήμερα! Θα πάμε βέβαια, έτσι;»
  +
  +
«...Συγγνώμη, δε μπορώ σήμερα. Έχω κάτι να κάνω. Κι ύστερα, ακόμη κι αν ερχόμουν, σίγουρα αυτές θα έλεγαν κάτι του τύπου ‘Αυτός εκεί είναι τρομακτικός’ και θα χαλούσε όλη η φάση. Θα έφευγαν τρέχοντας, έτσι δεν είναι;»
  +
  +
«Όχι δα! Αφού θα είσαι με μένα και τον Χαρούτα, σίγουρα θα έρθουν μαζί μας! Άντε, ξεκόλλα, πρέπει να έρθεις κι εσύ! Θα τις συναντήσουμε στα McDonald’s μπροστά στο σταθμό!»
  +
  +
Κατενθουσιασμένος, ο Νότο άρπαξε τον Ρυουτζί από τους ώμους χαμογελώντας εκστατικά και χοροπηδώντας σαν ηλίθιος. Ο Ρυουτζί όμως αμέσως απελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά του.
  +
  +
«Στ’αλήθεια έχω δουλειά να κάνω. Κοίτα κατά κει.»
  +
  +
Του έδειξε ένα σημείο κοντά στην πόρτα της τάξης. Εκεί ακριβώς, ήταν,
  +
  +
«...Ουα, η Τίγρη Μινιατούρα. Πόσο, τρομακτική...»
  +
  +
Με τα χέρια σταυρωμένα σε μια επιθετική στάση που, αν και χωρίς να το επιδιώκει, κατατρόμαζε τα αγόρια που περνούσαν από δίπλα της, η Τάιγκα κοιτούσε τον Ρυουτζί επίμονα. Η ρυτίδα στο μέτωπό της φανέρωνε μια σιωπηλή διαταγή---Τσακίσου κι έλα εδώ τώρα.
  +
  +
«Είναι δική της απαίτηση. Γι’αυτό, δε μπορώ να έρθω σήμερα, συγγνώμη.»
  +
  +
«Εεε, τι πράγμα είναι αυτό...Βαρετό, έτσι; Υποθέτω πως δε μπορεί να γίνει τίποτα, μάλλον θα πρέπει να πάμε τρεις με δύο. Αφού πρόκειται για την Τίγρη Μινιατούρα, δε μπορώ να πω τίποτα.»
  +
  +
Παραιτημένος, ο Νότο στράφηκε να φύγει, αλλά,
  +
  +
«...Ξέρεις κάτι, Τακάσου.»
  +
  +
Ξανακάνοντας απρόσμενα μεταβολή, άρχισε να μιλάει σιγανά με ασυνήθιστα σκεφτικό ύφος.
  +
  +
«Η Τίγρη Μινιατούρα είναι μια χαρά και όλα τα σχετικά...Εντάξει, είναι απίστευτα όμορφη, και υπάρχουν φορές που σας βλέπω μαζί και ειλικρινά σκέφτομαι, ‘Τι καλά που θα ήταν~’. Όμως νομίζω πως δε μπορείς να είσαι στ’αλήθεια ευτυχισμένος έτσι, με καταλαβαίνεις; Εδώ μιλάμε για ένα αγριοκόριτσο που αρπάζει τα θρανία και τις καρέκλες και τα εκσφενδονίζει σε όλη την τάξη.»
  +
  +
Αυτό το σχόλιο πιθανότατα αναφερόταν σ’αυτό που είχε συμβεί τον περασμένο μήνα, όταν η Τάιγκα τα έσπασε όλα για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν έβγαινε με τον Ρυουτζί.
  +
  +
«Για ποιο λόγο πρέπει να είμαι ευτυχισμένος με την Τάιγκα; Σας το είπαμε από την αρχή πως δεν έχουμε τέτοιες σχέσεις.»
  +
  +
«Εντάξει, αφού το λες εσύ. Όμως άφησέ με να σου δώσω μια συμβουλή. Δε θα έπρεπε να προσπαθήσεις να κάνεις σχέση με κανένα άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι για μια φορά τουλάχιστον; Δε λέω να τα ζητήσεις από καμιά καλλονή σαν την Καβασίμα-σαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά τουλάχιστον δοκίμασε να βγεις με ένα κορίτσι που δεν είναι τίγρη.»
  +
  +
«Αν μπορούσα να το κάνω αυτό, δε θα είχα πρόβλημα να το κάνω, ξέρεις.»
  +
  +
«Εντάξει, αλλά εγώ απλά σου λέω ‘προσπάθησε να βρεις κάποια άλλη’. Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σχέση με καμία γιατί θα φροντίζεις την Τίγρη Μινιατούρα για όλη σου τη ζωή, έτσι δεν είναι; Τέλος πάντων, τα λέμε αύριο!»
  +
  +
Ο Νότο είπε ό,τι είχε να πει και έφυγε από την τάξη με ανάλαφρο βήμα, που ταίριαζε με την καλή του διάθεση. Όταν σκεφτόταν τα λόγια του Νότο για ένα ‘άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι’, ο Ρυουτζί δε μπορούσε παρά να σκεφτεί τη Μινόρι Κουσιέντα.
  +
  +
Ή μάλλον, σκεφτόταν ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του---Φυσικά και δε σκόπευε να φροντίζει την Τάιγκα για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, σκόπευε να βρει ένα κορίτσι, κατά προτίμηση τη Μινόρι, και να ζήσει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, όπως ήταν το σωστό.
  +
  +
  +
«Έι, Ρυουτζί! Σου είπα να έρθεις αμέσως, τι ακριβώς από το ‘αμέσως’ δεν κατάλαβες;! Ή μήπως προσπαθείς να προσαρμοστείς σε λιγότερο εντατικούς ρυθμούς;! Μας έγινες και υγιεινιστής τώρα; Ε;»
  +
  +
«...Καλά, εντάξει, έρχομαι...»
  +
  +
Ανασηκώνοντας τους ώμους του κάτω από τις φωνασκίες της Τάιγκα, ο Ρυουτζί τάχυνε υπάκουα το βήμα του. Και καθώς τον έσερνε στην κυριολεξία στο διάδρομο,
  +
  +
«Κοίτα εδώ! Δεν υπάρχει αυτό, τι θα κάνω τώρα, μου λες;»
  +
  +
«Α, αυτό είναι...!»
  +
  +
Και μόνο που κοίταξε εκεί που του έδειξε η Τάιγκα πάγωσε το αίμα του. Ήταν φρικτό...
  +
  +
Τα ντουλάπια των μαθητών ήταν βαλμένα στη σειρά στο διάδρομο, αλλά το ντουλάπι της Τάιγκα που ήταν τέρμα αριστερά ήταν ορθάνοιχτο και πασαλειμμένο από πάνω μέχρι κάτω με γάλα με γεύση φράουλας. Το πουλόβερ, τα βιβλία, ακόμα και το λεξικό της ήταν καλυμμένα από το ανοιχτό ροζ γάλα.
  +
  +
Η Άμι το είχε κάνει...ήταν βέβαιος γι’αυτό, αλλά,
  +
  +
«Πώς έγινε κάτι τέτοιο; Δεν το πιστεύω!»
  +
  +
«Δεν το έκανα επίτηδες! Κατά λάθος έγινε!»
  +
  +
...Το είχε κάνει αυτή η ίδια, το πιο αδέξιο πλάσμα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
  +
  +
Καθώς η Τάιγκα ετοιμαζόταν για να γυρίσει σπίτι, στεκόταν μπροστά στο ντουλάπι της την ώρα που έπινε γάλα φράουλα. Άνοιξε το ντουλάπι και πήγε να αφήσει μέσα τα βιβλία που δε χρειαζόταν προτού γυρίσει σπίτι---Και τότε σκόνταψε. Το γάλα φράουλα έφυγε από τα χέρια της και προσγειώθηκε μέσα στο ντουλάπι.

Revision as of 12:40, 9 May 2010

Κεφάλαιο 3


Οι επόμενες μέρες κύλησαν ειρηνικά, χωρίς επεισόδια, φαινομενικά τουλάχιστον.

Αν και η Τάιγκα ήταν εκνευριστική και ευέξαπτη όπως πάντα, για την ώρα αγνοούσε παντελώς την Άμι, η οποία από την πλευρά της απορροφημένη όπως ήταν να παριστάνει το καλό κορίτσι στους νέους της φίλους, δε φαινόταν διατεθειμένη να προκαλέσει την Τάιγκα σε καυγά ή κάτι ανάλογο. Μπορεί καμιά φορά να κοιτούσε προς τη μεριά του Ρυουτζί με τα μάτια του τσιουάουα, αλλά μέχρι εκεί.

Ωστόσο, το γεγονός παρέμενε ότι αυτά τα δύο κορίτσια που μισούνταν θανάσιμα ήταν συμμαθήτριες. Όποτε τύχαινε να συναντηθούν στο διάδρομο ή να ακούσει η μια τη φωνή της άλλης, ευτυχώς δεν γινόταν τίποτε περισσότερο---όμως αυτό δε σήμαινε ότι δεν κάρφωναν η μια την άλλη με το βλέμμα τους, σαν να αναμετρούσαν τη θέλησή τους για λίγα δευτερόλεπτα. Ακόμα κι έτσι όμως, από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί που τις παρακολουθούσε τις τελευταίες μέρες, η Άμι και η Τάιγκα δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα πρόσωπο με πρόσωπο ούτε μία φορά.

Αν μόνο μπορούσαν να περάσουν έτσι ειρηνικά όλη τη χρονιά...Όχι, στην πραγματικότητα ήλπιζε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μέχρι την αποφοίτηση από το λύκειο. Όμως η μικρή αυτή ελπίδα που έτρεφε ο Ρυουτζί έμελλε να διαλυθεί από κάτι που συνέβη μετά τα μέσα του Μαΐου, όταν έβαλαν τις καλοκαιρινές τους στολές.

«Τακάσου~! Έχεις τίποτα να κάνεις απόψε;! Σου έχω σπουδαία νέα!»

Ήταν αργά το απόγευμα, το ελεύθερο μάθημα είχε επιτέλους τελειώσει και είχαν σχολάσει.

Ο Νότο φορούσε τα γυαλιστερά γυαλιά του με το μαύρο σκελετό και έπαιζε με τις άκρες των επιμελώς ατημέλητων μαλλιών του, καθώς πλησίαζε στο θρανίο του Ρυουτζί μες στην καλή χαρά.

«Ο Χαρούτα είπε πως θα μας γνωρίσει σε τρία κορίτσια της πρώτης λυκείου από τη λέσχη στίβου σήμερα! Θα πάμε βέβαια, έτσι;»

«...Συγγνώμη, δε μπορώ σήμερα. Έχω κάτι να κάνω. Κι ύστερα, ακόμη κι αν ερχόμουν, σίγουρα αυτές θα έλεγαν κάτι του τύπου ‘Αυτός εκεί είναι τρομακτικός’ και θα χαλούσε όλη η φάση. Θα έφευγαν τρέχοντας, έτσι δεν είναι;»

«Όχι δα! Αφού θα είσαι με μένα και τον Χαρούτα, σίγουρα θα έρθουν μαζί μας! Άντε, ξεκόλλα, πρέπει να έρθεις κι εσύ! Θα τις συναντήσουμε στα McDonald’s μπροστά στο σταθμό!»

Κατενθουσιασμένος, ο Νότο άρπαξε τον Ρυουτζί από τους ώμους χαμογελώντας εκστατικά και χοροπηδώντας σαν ηλίθιος. Ο Ρυουτζί όμως αμέσως απελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά του.

«Στ’αλήθεια έχω δουλειά να κάνω. Κοίτα κατά κει.»

Του έδειξε ένα σημείο κοντά στην πόρτα της τάξης. Εκεί ακριβώς, ήταν,

«...Ουα, η Τίγρη Μινιατούρα. Πόσο, τρομακτική...»

Με τα χέρια σταυρωμένα σε μια επιθετική στάση που, αν και χωρίς να το επιδιώκει, κατατρόμαζε τα αγόρια που περνούσαν από δίπλα της, η Τάιγκα κοιτούσε τον Ρυουτζί επίμονα. Η ρυτίδα στο μέτωπό της φανέρωνε μια σιωπηλή διαταγή---Τσακίσου κι έλα εδώ τώρα.

«Είναι δική της απαίτηση. Γι’αυτό, δε μπορώ να έρθω σήμερα, συγγνώμη.»

«Εεε, τι πράγμα είναι αυτό...Βαρετό, έτσι; Υποθέτω πως δε μπορεί να γίνει τίποτα, μάλλον θα πρέπει να πάμε τρεις με δύο. Αφού πρόκειται για την Τίγρη Μινιατούρα, δε μπορώ να πω τίποτα.»

Παραιτημένος, ο Νότο στράφηκε να φύγει, αλλά,

«...Ξέρεις κάτι, Τακάσου.»

Ξανακάνοντας απρόσμενα μεταβολή, άρχισε να μιλάει σιγανά με ασυνήθιστα σκεφτικό ύφος.

«Η Τίγρη Μινιατούρα είναι μια χαρά και όλα τα σχετικά...Εντάξει, είναι απίστευτα όμορφη, και υπάρχουν φορές που σας βλέπω μαζί και ειλικρινά σκέφτομαι, ‘Τι καλά που θα ήταν~’. Όμως νομίζω πως δε μπορείς να είσαι στ’αλήθεια ευτυχισμένος έτσι, με καταλαβαίνεις; Εδώ μιλάμε για ένα αγριοκόριτσο που αρπάζει τα θρανία και τις καρέκλες και τα εκσφενδονίζει σε όλη την τάξη.»

Αυτό το σχόλιο πιθανότατα αναφερόταν σ’αυτό που είχε συμβεί τον περασμένο μήνα, όταν η Τάιγκα τα έσπασε όλα για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν έβγαινε με τον Ρυουτζί.

«Για ποιο λόγο πρέπει να είμαι ευτυχισμένος με την Τάιγκα; Σας το είπαμε από την αρχή πως δεν έχουμε τέτοιες σχέσεις.»

«Εντάξει, αφού το λες εσύ. Όμως άφησέ με να σου δώσω μια συμβουλή. Δε θα έπρεπε να προσπαθήσεις να κάνεις σχέση με κανένα άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι για μια φορά τουλάχιστον; Δε λέω να τα ζητήσεις από καμιά καλλονή σαν την Καβασίμα-σαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά τουλάχιστον δοκίμασε να βγεις με ένα κορίτσι που δεν είναι τίγρη.»

«Αν μπορούσα να το κάνω αυτό, δε θα είχα πρόβλημα να το κάνω, ξέρεις.»

«Εντάξει, αλλά εγώ απλά σου λέω ‘προσπάθησε να βρεις κάποια άλλη’. Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σχέση με καμία γιατί θα φροντίζεις την Τίγρη Μινιατούρα για όλη σου τη ζωή, έτσι δεν είναι; Τέλος πάντων, τα λέμε αύριο!»

Ο Νότο είπε ό,τι είχε να πει και έφυγε από την τάξη με ανάλαφρο βήμα, που ταίριαζε με την καλή του διάθεση. Όταν σκεφτόταν τα λόγια του Νότο για ένα ‘άλλο, πιο φυσιολογικό και συμπαθητικό κορίτσι’, ο Ρυουτζί δε μπορούσε παρά να σκεφτεί τη Μινόρι Κουσιέντα.

Ή μάλλον, σκεφτόταν ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του---Φυσικά και δε σκόπευε να φροντίζει την Τάιγκα για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, σκόπευε να βρει ένα κορίτσι, κατά προτίμηση τη Μινόρι, και να ζήσει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, όπως ήταν το σωστό.


«Έι, Ρυουτζί! Σου είπα να έρθεις αμέσως, τι ακριβώς από το ‘αμέσως’ δεν κατάλαβες;! Ή μήπως προσπαθείς να προσαρμοστείς σε λιγότερο εντατικούς ρυθμούς;! Μας έγινες και υγιεινιστής τώρα; Ε;»

«...Καλά, εντάξει, έρχομαι...»

Ανασηκώνοντας τους ώμους του κάτω από τις φωνασκίες της Τάιγκα, ο Ρυουτζί τάχυνε υπάκουα το βήμα του. Και καθώς τον έσερνε στην κυριολεξία στο διάδρομο,

«Κοίτα εδώ! Δεν υπάρχει αυτό, τι θα κάνω τώρα, μου λες;»

«Α, αυτό είναι...!»

Και μόνο που κοίταξε εκεί που του έδειξε η Τάιγκα πάγωσε το αίμα του. Ήταν φρικτό...

Τα ντουλάπια των μαθητών ήταν βαλμένα στη σειρά στο διάδρομο, αλλά το ντουλάπι της Τάιγκα που ήταν τέρμα αριστερά ήταν ορθάνοιχτο και πασαλειμμένο από πάνω μέχρι κάτω με γάλα με γεύση φράουλας. Το πουλόβερ, τα βιβλία, ακόμα και το λεξικό της ήταν καλυμμένα από το ανοιχτό ροζ γάλα.

Η Άμι το είχε κάνει...ήταν βέβαιος γι’αυτό, αλλά,

«Πώς έγινε κάτι τέτοιο; Δεν το πιστεύω!»

«Δεν το έκανα επίτηδες! Κατά λάθος έγινε!»

...Το είχε κάνει αυτή η ίδια, το πιο αδέξιο πλάσμα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.

Καθώς η Τάιγκα ετοιμαζόταν για να γυρίσει σπίτι, στεκόταν μπροστά στο ντουλάπι της την ώρα που έπινε γάλα φράουλα. Άνοιξε το ντουλάπι και πήγε να αφήσει μέσα τα βιβλία που δε χρειαζόταν προτού γυρίσει σπίτι---Και τότε σκόνταψε. Το γάλα φράουλα έφυγε από τα χέρια της και προσγειώθηκε μέσα στο ντουλάπι.