Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume2 Spin-off"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
(New page: '''Δευτερεύουσα ιστορία''' '''Ο θρύλος της Τίγρης Μινιατούρας που φέρνει ευτυχία''' Ο τρίτος όροφος του πα...)
 
Line 32: Line 32:
   
 
«Τι ξεψυχισμένη απάντηση είναι αυτή;»
 
«Τι ξεψυχισμένη απάντηση είναι αυτή;»
  +
  +
Τσκ, έκανε η αρρενωπή προσωπικότητα που λεγόταν Σουμίρε Κάνου, συνοδεύοντας το πλατάγισμα της γλώσσας με ένα χαρούμενο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Λέγοντάς του «Άντε, φάε», του πέταξε ένα γλυκό.
  +
  +
Όμως πέρα απ’αυτά, αυτό το άτομο ήταν,
  +
  +
«Με συγχωρείς, πρόεδρε, έχω εδώ τα οικονομικά στοιχεία του προηγούμενου έτους.»
  +
  +
«Ααα, δώστα να τους ρίξω μια ματιά.»
  +
  +
Με μακριά μεταξένια μαύρα μαλλιά που έπεφταν στους λεπτούς ώμους της, ωχρό πρόσωπο, και σοβαρό ύφος, ήταν η τέλεια εικόνα μιας Γιαπωνέζας καλλονής.
  +
  +
Ήταν η Σουμίρε Κάνου, η πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.
  +
  +
Ήταν επίσης μια άριστη μαθήτρια, που ποτέ δεν είχε παραχωρήσει σε άλλον την πρώτη θέση στη βαθμολογία από τότε που είχε έρθει στο σχολείο. Παρεμπιπτόντως, η αδελφή της Σάκουρα Κάνου που ήταν δύο χρόνια μικρότερη, ήταν πρωτοετής στο σχολείο, και όλοι οι μαθητές τις αποκαλούσαν ‘οι αδελφές Κάνου’. Αν και, σαν πρόεδρος και μεγαλύτερη, η Σουμίρε έμοιαζε περισσότερο σαν μεγαλύτερος αδελφός.
  +
  +
«Έι, Κούτα. Πάλι έτρωγες μόνος σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Έτυχε να περάσω από την τάξη σου και σε είδα ολομόναχο.»
  +
  +
«...Σε παρακαλώ να κοιτάς τη δουλειά σου.»
  +
  +
Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο με τα πόδια ανοιχτά και κρατώντας τα έγγραφα στο ένα χέρι, η Σουμίρε τον κοίταζε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Δε φαινόταν διατεθειμένη να τον αφήσει στην ησυχία του.
  +
  +
«Ακόμα δεν έχεις κάνει φίλους; Παρόλο που κοντεύει να τελειώσει ο Μάιος; Δεν πάνε κιόλας δυο μήνες από τότε που ξεκίνησες το λύκειο;»
  +
  +
Δεν υπήρχε ίχνος συμπόνοιας στα λόγια που έβγαιναν από τα ρόδινα χείλη της. Ο Κούτα έμεινε σιωπηλός, γυρίζοντάς της την πλάτη του και κοιτάζοντας επίμονα την ατζέντα του.
  +
  +
«Εσύ, ένας πρωτοετής, τολμάς να αγνοείς εμένα;»
  +
  +
«Έλα τώρα, πρόεδρε.»
  +
  +
Αυτός που έσπευσε σε βοήθειά του ήταν ο δευτεροετής αντιπρόεδρος, ο Γιουσάκου Κιταμούρα. Με τα σοβαρά γυαλιά του με τον ασημένιο σκελετό να λάμπουν στον ήλιο, παρενέβη μιλώντας ήρεμα.
  +
  +
«Ο Κούτα ξεκίνησε με ένα μήνα καθυστέρηση, επομένως πάει μόλις ένας μήνας που άρχισε το σχολείο.»
  +
  +
«Ααα, ναι, σωστά!»
  +
  +
Η Σουμίρε χτύπησε τα χέρια της σαν να χειροκροτούσε.
  +
  +
«Τι έγινε, σε χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν την τελετή έναρξης...;»
  +
  +
«...Όχι. Με χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν τις εξετάσεις για το λύκειο που ήταν η πρώτη επιλογή μου.»
  +
  +
«Σωστά, σωστά, χμμ, α ναι θυμήθηκα τώρα, το σπίτι του γείτονά σας έπιασε φωτιά και εξαιτίας αυτού το δικό σου σπίτι πλημμύρισε...»
  +
  +
«...Αυτό συνέβη την παραμονή της εκδρομής μου στο γυμνάσιο. Τη μέρα πριν την τελετή έναρξης του λυκείου, είχα έναν έντονο πονόκοιλο που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν σκωληκοειδίτιδα, με αποτέλεσμα να πάθω κρίση σκωληκοειδίτιδας την ώρα που είχαμε βγει για φαγητό για να το γιορτάσουμε, και μετά να χτυπήσω πάνω σε ένα από τα γειτονικά τραπέζια και να λιποθυμήσω...»
  +
  +
«Ααα! Και μετά μπήκες στο νοσοκομείο για ένα μήνα!»
  +
  +
--- Ο Κούτα μπορούσε μόνο να κρεμάσει σιωπηλά το κεφάλι του καθώς τον έδειχνε με το δάχτυλο. Ήξερε ήδη τι θα έλεγε μετά η Σουμίρε.
  +
  +
«Σοβαρά τώρα, τραβάς τα ατυχήματα σαν μαγνήτης!»
  +
  +
Μπουαχαχαχα!...Μα τόσο αστείο το έβρισκε;
  +
  +
«Πρόεδρε, μη γελάς τόσο. Κάνεις τον Κούτα να αισθάνεται άσχημα.»
  +
  +
Ένα ακατάσχετο γέλιο συνέχισε να ακούγεται μέχρι που παρενέβη ο Κιταμούρα, και μια δυο γενικές γραμματείς – δευτεροετείς – έκαναν πως ήταν πολύ απορροφημένες από τη δουλειά τους, όμως οι ώμοι τους τραντάζονταν από το σιωπηλό γέλιο.
  +
  +
‘Γέλα όσο θέλεις’, κατέβασε μούτρα ο Κούτα και γύρισε από την άλλη. Συγγνώμη που είμαι τόσο άτυχος. Πάντως, πραγματικά ήταν άτυχος.
  +
  +
Όποτε επρόκειτο να του συμβεί κάτι σημαντικό, ο Κούτα αναπόφευκτα θα υπέφερε από κάποιο ανελέητο χτύπημα της μοίρας. Από τότε που είχε γεννηθεί μέχρι σήμερα, έτσι ήταν πάντα. Παρεμπιπτόντως, η βιντεοκάμερα του πατέρα του είχε μείνει από μπαταρία τη στιγμή που γεννιόταν ο Κούτα, κι αυτό είχε αποσπάσει την προσοχή του μαιευτήρα, με αποτέλεσμα να του πέσει το νεογέννητο πάνω στο τραπέζι της αίθουσας τοκετών.
  +
  +
Και έτσι είχε πάντοτε προβλήματα μέχρι σήμερα. Όπως και να είχε όμως, ήταν δική του η απόφαση να συμμετάσχει στο μαθητικό συμβούλιο.
  +
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Επειδή είχε ξεκινήσει καθυστερημένα τη ζωτικής σημασίας είσοδό του στο λύκειο, ο Κούτα , χωρίς να το συνειδητοποιήσει, είχε ξεκόψει από τους υπόλοιπους. Μια και δεν ήταν εξαρχής ιδιαίτερα εύθυμος και ζωηρός, είχε σκεφτεί να γίνει μέλος μιας λέσχης για να κάνει φίλους, όμως είχε χάσει την περίοδο εγγραφής των πρωτοετών σε λέσχες και έτσι δεν είχε την ευκαιρία να γίνει μέλος σε κάποια λέσχη.
  +
  +
Δεν τον μισούσαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά εξαιτίας όλων αυτών είχε καταλήξει να μην έχει καθόλου φίλους για να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του. Μια μέρα καθώς αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί σε μια τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση, ο Κούτα είδε ένα πόστερ που έλεγε:
  +
  +
«Ζητούνται βοηθοί γενικών καθηκόντων! Οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι! Μαθητικό συμβούλιο»
  +
  +
Βοηθός γενικών καθηκόντων...Βασικά, θεώρησε ότι αυτό σήμαινε απλώς να βοηθάει σε διάφορες δραστηριότητες. Δεν ήταν πως ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να βοηθάει το μαθητικό συμβούλιο στις δουλειές του. Όμως, οι λέξεις ‘οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι’, του έκαναν μεγάλη εντύπωση εκείνη τη στιγμή. Σαν να ήταν ανοιχτή η πόρτα του τελευταίου βαγονιού του τρένου που είχε μόλις χάσει---Έτσι ένιωθε.
  +
  +
Είχε ελπίσει πως θα μπορούσε να γίνει φίλος με άλλους πρωτοετείς βοηθούς. Ή τουλάχιστον, πως αν γινόταν μέλος του μαθητικού συμβουλίου, θα έπαυε να είναι ένα τίποτα όπως ήταν τώρα. Έτσι είχε νομίσει.
  +
  +
Ακόμα θυμόταν καθαρά τη στιγμή που, αφού είχε μαζέψει όλο του το κουράγιο μπροστά στην πόρτα του μαθητικού συμβουλίου, είχε ανοίξει αυτή την πόρτα για πρώτη φορά.

Revision as of 14:59, 20 February 2011

Δευτερεύουσα ιστορία

Ο θρύλος της Τίγρης Μινιατούρας που φέρνει ευτυχία

Ο τρίτος όροφος του παλιού σχολικού κτιρίου.

Αν και τα μαθήματα είχαν μόλις τελειώσει, ο διάδρομος ήταν κιόλας μισοσκότεινος και δε φαινόταν κανένας άλλος μαθητής. Οι λάμπες φθορισμού στο ταβάνι κατά διαστήματα βούιζαν και αναβόσβηναν, φωτίζοντας με ένα καταθλιπτικό φως το ήδη μελαγχολικό πρόσωπο του Τομίε Κούτα καθώς βάδιζε στο διάδρομο.

Κάποια στιγμή έφτασε επιτέλους μπροστά σε μια πόρτα που είχε πάνω της ένα χαρτί κολλημένο με σελοτέιπ. Πάνω στο χαρτί ήταν γραμμένες βιαστικά με μολύβι μερικές λέξεις.

Το χαρτί έγραφε, «Αίθουσα μαθητικού συμβουλίου».

«Χαα». Ο Κούτα αναστέναξε και κοίταξε με κουρασμένα μάτια το παλιό πόμολο της πόρτας. Αναρωτήθηκε, τι νόημα είχε να έρχεται εδώ κάθε μέρα---

«Μπουαχαχαχα!»

«...Αυτή πρέπει να είναι η πρόεδρος.»

Οπισθοχώρησε άθελά του καθώς άκουσε το βροντερό γέλιο πίσω από την πόρτα, και δίστασε να μπει μέσα. Χωρίς να το σκεφτεί, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του ιδιοκτήτη αυτού του γέλιου.

Ένα αξιόπιστο άτομο που μερικές φορές επιδείκνυε μια πατρική, αυστηρή αγάπη...Κάτι σαν μεγαλύτερος αδελφός ή προπονητής, τέτοιοι όροι ταίριαζαν στην χαρακτηριστικά ‘αρρενωπή’ προσωπικότητα αυτού του ατόμου. Ο Κούτα είχε αποφασίσει ότι δεν μισούσε αυτό το είδος του ανθρώπου. Ωστόσο,

«Με συγχωρείτε.»

Με μια συνεχόμενη κίνηση άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.

«Έι! Άργησες, πρωτοετή! Άντε, κάτσε, κάτσε εκεί!»

«...Εντάξει.»

Είχαν ήδη μεσολαβήσει λίγες εβδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση, αλλά ακόμα δε μπορούσε να το συνηθίσει.

«Τι ξεψυχισμένη απάντηση είναι αυτή;»

Τσκ, έκανε η αρρενωπή προσωπικότητα που λεγόταν Σουμίρε Κάνου, συνοδεύοντας το πλατάγισμα της γλώσσας με ένα χαρούμενο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Λέγοντάς του «Άντε, φάε», του πέταξε ένα γλυκό.

Όμως πέρα απ’αυτά, αυτό το άτομο ήταν,

«Με συγχωρείς, πρόεδρε, έχω εδώ τα οικονομικά στοιχεία του προηγούμενου έτους.»

«Ααα, δώστα να τους ρίξω μια ματιά.»

Με μακριά μεταξένια μαύρα μαλλιά που έπεφταν στους λεπτούς ώμους της, ωχρό πρόσωπο, και σοβαρό ύφος, ήταν η τέλεια εικόνα μιας Γιαπωνέζας καλλονής.

Ήταν η Σουμίρε Κάνου, η πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.

Ήταν επίσης μια άριστη μαθήτρια, που ποτέ δεν είχε παραχωρήσει σε άλλον την πρώτη θέση στη βαθμολογία από τότε που είχε έρθει στο σχολείο. Παρεμπιπτόντως, η αδελφή της Σάκουρα Κάνου που ήταν δύο χρόνια μικρότερη, ήταν πρωτοετής στο σχολείο, και όλοι οι μαθητές τις αποκαλούσαν ‘οι αδελφές Κάνου’. Αν και, σαν πρόεδρος και μεγαλύτερη, η Σουμίρε έμοιαζε περισσότερο σαν μεγαλύτερος αδελφός.

«Έι, Κούτα. Πάλι έτρωγες μόνος σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Έτυχε να περάσω από την τάξη σου και σε είδα ολομόναχο.»

«...Σε παρακαλώ να κοιτάς τη δουλειά σου.»

Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο με τα πόδια ανοιχτά και κρατώντας τα έγγραφα στο ένα χέρι, η Σουμίρε τον κοίταζε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Δε φαινόταν διατεθειμένη να τον αφήσει στην ησυχία του.

«Ακόμα δεν έχεις κάνει φίλους; Παρόλο που κοντεύει να τελειώσει ο Μάιος; Δεν πάνε κιόλας δυο μήνες από τότε που ξεκίνησες το λύκειο;»

Δεν υπήρχε ίχνος συμπόνοιας στα λόγια που έβγαιναν από τα ρόδινα χείλη της. Ο Κούτα έμεινε σιωπηλός, γυρίζοντάς της την πλάτη του και κοιτάζοντας επίμονα την ατζέντα του.

«Εσύ, ένας πρωτοετής, τολμάς να αγνοείς εμένα;»

«Έλα τώρα, πρόεδρε.»

Αυτός που έσπευσε σε βοήθειά του ήταν ο δευτεροετής αντιπρόεδρος, ο Γιουσάκου Κιταμούρα. Με τα σοβαρά γυαλιά του με τον ασημένιο σκελετό να λάμπουν στον ήλιο, παρενέβη μιλώντας ήρεμα.

«Ο Κούτα ξεκίνησε με ένα μήνα καθυστέρηση, επομένως πάει μόλις ένας μήνας που άρχισε το σχολείο.»

«Ααα, ναι, σωστά!»

Η Σουμίρε χτύπησε τα χέρια της σαν να χειροκροτούσε.

«Τι έγινε, σε χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν την τελετή έναρξης...;»

«...Όχι. Με χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν τις εξετάσεις για το λύκειο που ήταν η πρώτη επιλογή μου.»

«Σωστά, σωστά, χμμ, α ναι θυμήθηκα τώρα, το σπίτι του γείτονά σας έπιασε φωτιά και εξαιτίας αυτού το δικό σου σπίτι πλημμύρισε...»

«...Αυτό συνέβη την παραμονή της εκδρομής μου στο γυμνάσιο. Τη μέρα πριν την τελετή έναρξης του λυκείου, είχα έναν έντονο πονόκοιλο που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν σκωληκοειδίτιδα, με αποτέλεσμα να πάθω κρίση σκωληκοειδίτιδας την ώρα που είχαμε βγει για φαγητό για να το γιορτάσουμε, και μετά να χτυπήσω πάνω σε ένα από τα γειτονικά τραπέζια και να λιποθυμήσω...»

«Ααα! Και μετά μπήκες στο νοσοκομείο για ένα μήνα!»

--- Ο Κούτα μπορούσε μόνο να κρεμάσει σιωπηλά το κεφάλι του καθώς τον έδειχνε με το δάχτυλο. Ήξερε ήδη τι θα έλεγε μετά η Σουμίρε.

«Σοβαρά τώρα, τραβάς τα ατυχήματα σαν μαγνήτης!»

Μπουαχαχαχα!...Μα τόσο αστείο το έβρισκε;

«Πρόεδρε, μη γελάς τόσο. Κάνεις τον Κούτα να αισθάνεται άσχημα.»

Ένα ακατάσχετο γέλιο συνέχισε να ακούγεται μέχρι που παρενέβη ο Κιταμούρα, και μια δυο γενικές γραμματείς – δευτεροετείς – έκαναν πως ήταν πολύ απορροφημένες από τη δουλειά τους, όμως οι ώμοι τους τραντάζονταν από το σιωπηλό γέλιο.

‘Γέλα όσο θέλεις’, κατέβασε μούτρα ο Κούτα και γύρισε από την άλλη. Συγγνώμη που είμαι τόσο άτυχος. Πάντως, πραγματικά ήταν άτυχος.

Όποτε επρόκειτο να του συμβεί κάτι σημαντικό, ο Κούτα αναπόφευκτα θα υπέφερε από κάποιο ανελέητο χτύπημα της μοίρας. Από τότε που είχε γεννηθεί μέχρι σήμερα, έτσι ήταν πάντα. Παρεμπιπτόντως, η βιντεοκάμερα του πατέρα του είχε μείνει από μπαταρία τη στιγμή που γεννιόταν ο Κούτα, κι αυτό είχε αποσπάσει την προσοχή του μαιευτήρα, με αποτέλεσμα να του πέσει το νεογέννητο πάνω στο τραπέζι της αίθουσας τοκετών.

Και έτσι είχε πάντοτε προβλήματα μέχρι σήμερα. Όπως και να είχε όμως, ήταν δική του η απόφαση να συμμετάσχει στο μαθητικό συμβούλιο.




Επειδή είχε ξεκινήσει καθυστερημένα τη ζωτικής σημασίας είσοδό του στο λύκειο, ο Κούτα , χωρίς να το συνειδητοποιήσει, είχε ξεκόψει από τους υπόλοιπους. Μια και δεν ήταν εξαρχής ιδιαίτερα εύθυμος και ζωηρός, είχε σκεφτεί να γίνει μέλος μιας λέσχης για να κάνει φίλους, όμως είχε χάσει την περίοδο εγγραφής των πρωτοετών σε λέσχες και έτσι δεν είχε την ευκαιρία να γίνει μέλος σε κάποια λέσχη.

Δεν τον μισούσαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά εξαιτίας όλων αυτών είχε καταλήξει να μην έχει καθόλου φίλους για να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του. Μια μέρα καθώς αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί σε μια τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση, ο Κούτα είδε ένα πόστερ που έλεγε:

«Ζητούνται βοηθοί γενικών καθηκόντων! Οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι! Μαθητικό συμβούλιο»

Βοηθός γενικών καθηκόντων...Βασικά, θεώρησε ότι αυτό σήμαινε απλώς να βοηθάει σε διάφορες δραστηριότητες. Δεν ήταν πως ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να βοηθάει το μαθητικό συμβούλιο στις δουλειές του. Όμως, οι λέξεις ‘οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι’, του έκαναν μεγάλη εντύπωση εκείνη τη στιγμή. Σαν να ήταν ανοιχτή η πόρτα του τελευταίου βαγονιού του τρένου που είχε μόλις χάσει---Έτσι ένιωθε.

Είχε ελπίσει πως θα μπορούσε να γίνει φίλος με άλλους πρωτοετείς βοηθούς. Ή τουλάχιστον, πως αν γινόταν μέλος του μαθητικού συμβουλίου, θα έπαυε να είναι ένα τίποτα όπως ήταν τώρα. Έτσι είχε νομίσει.

Ακόμα θυμόταν καθαρά τη στιγμή που, αφού είχε μαζέψει όλο του το κουράγιο μπροστά στην πόρτα του μαθητικού συμβουλίου, είχε ανοίξει αυτή την πόρτα για πρώτη φορά.