Difference between revisions of "Toradora! (Greek):Volume2 Chapter5"

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search
Line 279: Line 279:
 
«Χμ; Αναρωτιέμαι για τι πράγμα μιλάς; Ουάου, το κουτί της Κουσιέντα είναι πάλι πελώριο! Για κοίτα κι εσύ, Άμι!»
 
«Χμ; Αναρωτιέμαι για τι πράγμα μιλάς; Ουάου, το κουτί της Κουσιέντα είναι πάλι πελώριο! Για κοίτα κι εσύ, Άμι!»
   
«Χε χε χε, ακόμα κι αν το κουτί φαίνεται τεράστιο, το περιεχόμενο είναι μάλλον λίγο, ε...; Για δείτε, αυτό είναι μαρόνι, κι αυτό εδώ κονυάκου.[[::*[[Toradora!:Volume2_Translator's Notes| Translator's Notes and References]]
+
«Χε χε χε, ακόμα κι αν το κουτί φαίνεται τεράστιο, το περιεχόμενο είναι μάλλον λίγο, ε...; Για δείτε, αυτό είναι μαρόνι, κι αυτό εδώ κονυάκου.»(Στμ βλ.[[::*[[Toradora!:Volume2_Translator's Notes| Translator's Notes and References]]
]]»
+
]])
   
 
Παρακολουθώντας διακριτικά τη Μινόρι να επιδεικνύει όλο χαρά τα ορεκτικά του μεσημεριανού της, ο Ρυουτζί απολάμβανε με όλη του την ψυχή αυτή τη μικρή ευτυχία. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Και μόνο που μπορούσε να κάθεται έτσι κοντά της για αυτά τα δέκα-δώδεκα λεπτά, ήταν ευλογία γι’αυτόν.
 
Παρακολουθώντας διακριτικά τη Μινόρι να επιδεικνύει όλο χαρά τα ορεκτικά του μεσημεριανού της, ο Ρυουτζί απολάμβανε με όλη του την ψυχή αυτή τη μικρή ευτυχία. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Και μόνο που μπορούσε να κάθεται έτσι κοντά της για αυτά τα δέκα-δώδεκα λεπτά, ήταν ευλογία γι’αυτόν.

Revision as of 17:02, 7 August 2010

Κεφάλαιο 5

«...Ουαα!»

Ο Ρυουτζί ανατρίχιασε σύγκορμος και ενστικτωδώς τραβήχτηκε προς τα πίσω.

Είχε έρθει στο σχολείο κρατώντας όπως συνήθως κάποια απόσταση από την Τάιγκα, είχε μπει στην τάξη και είχε καθίσει στο θρανίο του. Η Άμι είχε έρθει να τον ευχαριστήσει για χτες, αλλά καθώς κοίταζε το πρόσωπό της...

«...Τ, τι;»

«Τίποτα...Μόνο που...»

Το λαμπερό φως του καλοκαιριάτικου πρωινού ήλιου έπεφτε στο πρόσωπό της---Τρομερά πεσμένη, φαινόταν τελείως εξαντλημένη και εξουθενωμένη. Ακόμα και η φωνή της ήταν κάπως τραχιά. Ασφαλώς, τα χθεσινά γεγονότα την είχαν ταλαιπωρήσει πολύ.

«...Πώς να στο πω...Φαίνεσαι εξουθενωμένη...»

«...Ναι ε...;»

Με ύφος διαφορετικό από το συνηθισμένο της, η Άμι άφησε ένα λυπημένο αναστεναγμό, τράβηξε μια κοντινή καρέκλα και κάθησε με τους αγκώνες της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Ζαρώνοντας το μέτωπό της, είπε με βλοσυρό ύφος,

«Σωστά, δε μπορώ να συνέλθω ακόμα από τη χτεσινή μου εξάντληση...»

Με αυτά τα λόγια, πίεσε το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο. Ίσως να ήταν το σαμπουάν ή το σαπούνι της, ή ίσως να είχε βάλει κάποιο άρωμα, πάντως ανέδινε μια ελαφριά, ευχάριστη ευωδιά. Τα μάτια του Ρυουτζί έλαμψαν με μια ζωώδη λάμψη, αλλά κατάφερε να κρατήσει το ήρεμο ύφος του.

«...Χτες έζησες μια τρομερή εμπειρία. Είναι φυσικό να είσαι κουρασμένη.»

Προσπάθησε να πει κάτι τέτοιο με αντρίκειο ύφος.

«Δεν είναι αυτό.»

Ανασηκώνοντας το χλωμό της πρόσωπο, η Άμι κοίταξε τον Ρυουτζί με λαμπερά μάτια.

«Στο διαμέρισμα της Τάιγκα Αϊσάκα...Να κάνουμε το ένα μετά το άλλο για πέντε ώρες...Όχι, μάλλον έξι ώρες.»

«Σ, σου έκανε τίποτα η Τάιγκα;»

«Όλη την ώρα τραγουδούσε. Και χόρευε.»

Τραγουδούσε;... Χόρευε;

Αποφεύγοντας τη ματιά του Ρυουτζί, που είχε γείρει απορημένος το κεφάλι του ακούγοντας αυτή την παράδοξη απάντηση, η Άμι άφησε άλλο ένα αναστεναγμό...Κοιτούσε το κενό με μια ενοχλημένη έκφραση.

«...Με απείλησε πως αν δεν έκανα ό,τι μου έλεγε θα με πετούσε έξω, και έτσι...μέσα στη νύχτα...με έβαλε να το κάνω...»

«Τ, τι σε έβαλε να κάνεις;»

«...Να ακούσω όλη τη σειρά των μιμήσεών της, 150 μιμήσεις τη μια μετά την άλλη...»

«Τις έκανε χωρίς σταματημό μέχρι που στο τέλος έγιναν όλες μαζί ένα συνονθύλευμα...Ουγκάντα...Φάλκον...Η Άμι-τσαν θέλει να πεθάνει...» μουρμούρισε η Άμι βογγώντας σιγανά προτού ξανακουμπήσει το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Λίγο μακρύτερα, ο Χαρούτα και ο Νότο ψιθύριζαν μεταξύ τους, «Νοτοτσί! Αυτός ο τύπος το παίζει γόης!» «Πρέπει να προσέχουμε τις παρέες μας μου φαίνεται.» Ο Ρυουτζί πρόσεξε πως κοίταζαν προς το μέρος του με απροκάλυπτη ζήλια, αλλά δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί.

«...Τι απάνθρωπο...!»

Ένα ρίγος τον διαπέρασε και πάγωσε ολόκληρος καθώς θυμόταν πώς χαμογελούσε δήθεν καλοσυνάτα η Τάιγκα όταν κάλεσε την Άμι στο διαμέρισμά της και ακόμα την καλή της διάθεση μετά όταν καταβρόχθιζε το σολομό αλά μενιέρ σαν αρκούδα που ετοιμάζεται για τη χειμερία νάρκη.

Ακόμα και τώρα, είδε πως η Τάιγκα και η Μινόρι καθόντουσαν κοντά κοντά και φαινόντουσαν να γελάνε ασυγκράτητα με κάτι. Φαίνεται πως όποτε η Τάιγκα είχε κέφια, κάποιος άλλος θα υπέφερε οπωσδήποτε---Όπως τώρα η Άμι, που είχε ουσιαστικά καταρρεύσει εκεί μπροστά του.

Κοίταξε για μια ακόμα φορά το καλοσχηματισμένο προφίλ της Τάιγκα σκεπτόμενος ‘Τι φρικτό πλάσμα’, όταν,

«Μπορώ να σου μιλήσω για ένα λεπτό;»

Ο Κιταμούρα διέκοψε τη συζήτηση ανάμεσα στην Τάιγκα και τη Μινόρι. Ο Ρυουτζί αναρωτιόταν τι στο καλό σήμαιναν όλα αυτά, μια και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα από όσα έλεγαν, αλλά όπως και να είχε, ήταν ολοφάνερο πως η διάθεση της Τάιγκα γινόταν όλο και καλύτερη.

Κοίταξε την Τάιγκα, που κοιτούσε επίμονα την Μινόρι, ανίκανη να κοιτάξει τον Κιταμούρα καταπρόσωπο, και μετά την Άμι, που φαινόταν να ξαναθυμάται μια σειρά μιμήσεων που έμοιαζε δυστυχώς να της έχει γίνει εμμονή καθώς συνέχιζε μονότονα «Σεϊτσού Ματσουμότο[1]...Μιτσουχίντε Ακέτσι[2]...» Ο Ρυουτζί δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε κανείς να τραγουδήσει ή να χορέψει μια μίμηση αυτών των δύο, αλλά καθώς σύγκρινε τα δυο κορίτσια, σκέφτηκε,

Είναι λες και είναι παράδεισος και κόλαση.

---Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο απλά.


Ο Ρυουτζί κατάλαβε το λάθος του όταν,

«Γκουα~χ!»

Ήταν η ώρα του απογευματινού διαλείμματος. Μόλις είχε βγάλει καλοδιάθετα το μεσημεριανό του από την τσάντα του, και περνούσε μέσα από την τάξη για να πάει στο ντουλάπι του να πάρει τα ξυλάκια που φύλαγε εκεί. (Φυσικά, πάντοτε τα έπλενε πολύ προσεκτικά κάθε μέρα μετά που έτρωγε.)

«Τι στο διάβολο κάνεις;! Γκου~χ!»

«...»

Και έπεσε θύμα απρόκλητης επίθεσης.

Ο ένοχος ήταν μια σιωπηλή και σκυθρωπή Τάιγκα. Το όπλο που χρησιμοποίησε ήταν ένα καλά παγωμένο κουτάκι με τσάι Οολόνγκ που είχε μόλις αγοράσει. Καθώς περνούσε από δίπλα της, το πίεσε πάνω στο σβέρκο του που ήταν ευαίσθητος στο κρύο, κάνοντάς τον να κοκαλώσει ολόκληρος.

«Τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;! Αν θέλεις να μου πεις κάτι τότε...Γκου~χ! Γι’αυτό σταμάτα να το κάνεις αυτό...Γκου~χ!»

Όσο και να προσπαθούσε να την αποφύγει, η Τάιγκα συνέχιζε να έρχεται καταπάνω του και να πιέζει με δύναμη το κρύο κουτάκι του τσαγιού πάνω στο σώμα του. Είχε μισοκλείσει τα μάτια της σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν εξοργισμένα, και μπορούσε να την ακούσει να τρίζει βίαια τα δόντια της.

«...Μου’ρχεται, να σκάσω μου’ρχεται...!»

«Τ, τι;!»

«Είναι φρικτό!»

«Γκουα~! Σταμάτα! Εγώ είμαι που υποφέρω εδώ πέρα!»

Τελικά κατάφερε να αποσπάσει το κουτάκι από τα χεράκια της Τάιγκα και το σήκωσε ψηλά ώστε να μην το φτάνει. Η Τάιγκα, έκανε κύκλους γύρω του με μεγάλα βήματα, σαν νευρική τίγρη στο κλουβί του ζωολογικού κήπου.

«Γκρρ, δεν είναι δυνατόν...! Γιατί...;!»

Μουρμούριζε ξανά και ξανά.

«Τι, τι έγινε επιτέλους;»

«...Ουουφ, δε μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, αλλά, αλλά...»

«Έι!»

«Νυα~!»

Χωρίς να το σκεφτεί, προσπάθησε να πιέσει το παγωμένο κουτάκι που είχε στο χέρι του πάνω στη μύτη της Τάιγκα. Η Τάιγκα άρπαξε τη μύτη της και τινάχτηκε πάνω,

«Τι στο καλό κάνεις;!»

«Αουαουαου!»

Στη συνέχεια άρπαξε και τσίμπησε το πρόσωπο του Ρυουτζί που είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών του και είχε το χέρι του τεντωμένο προς τα πάνω. Φαίνεται πως επιτέλους είχε έρθει στα σύγκαλά της.

«Ουουφ... Έχω ιδρώτα από το πρόσωπό σου στα χέρια μου!»

«Εσύ ήσουν που με γρατζούνισες! Άντε, έλα, αν έχεις να μου πεις κάτι πες το και τελείωνε! Τι σε προβληματίζει τόσο;!»

«...Να...»

Ωωχ, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και το πρόσωπό της συσπάστηκε από κάτι που έμοιαζε με τύψεις. Δάγκωσε τα χείλη της, και τελικά, λίγες στιγμές μετά, του είπε με χαμηλή φωνή ποιο ήταν το πρόβλημα που την είχε κάνει να του επιτεθεί έτσι.

«...Ο Κιταμούρα, σήμερα το πρωί μου ζήτησε...να γίνω φίλη με την Άμι Καβασίμα και να την καλέσω για μεσημεριανό σήμερα...»

«...Γ,»

Ο Ρυουτζί δίστασε και ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια του.

«Γιατί...;»

«Αυτή την απορία έχω κι εγώ!»

Καταλάβαινε απόλυτα πώς ένιωθε η αγανακτισμένη Τάιγκα. Απλά δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό.

Εκείνο τον πρώτο καυγά στο οικογενειακό εστιατόριο, και την επίθεση της Τάιγκα μαζί με τη Μινόρι, ο Κιταμούρα τα είχε δει με τα μάτια του. Γιατί λοιπόν να κάνει κάτι τέτοιο...Δε μπορεί να του φαινόταν ότι η Τάιγκα και η Άμι θα μπορούσαν ποτέ να τα πάνε καλά, σωστά; Αν πίστευε κάτι τέτοιο, τότε ο τύπος έπρεπε να αλλάξει επειγόντως γυαλιά.

«...Αυτό...Αυτό δε νομίζω να βγει σε καλό για κανέναν...»

Μουρμούρισε σιγανά ο Ρυουτζί, καθώς αυτός και η Τάιγκα κοιτάζονταν, μην ξέροντας τι να κάνουν. Το πρόσωπο της Τάιγκα ήταν η δυστυχία προσωποποιημένη.

Είχε αναρωτηθεί προηγουμένως για τι πράγμα μίλαγε ο Κιταμούρα με την Τάιγκα, αλλά ποτέ δε φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να ήταν κάτι τέτοιο---Κατά τα λεγόμενα της Τάιγκα, η κουβέντα τους είχε περίπου ως εξής.

«Γνωρίζω ότι η Άμι έχει πολύ κακό χαρακτήρα. Όμως, αν συναναστρέφεται με τους άλλους μόνο όταν παίζει αυτό το θέατρο, όσος καιρός και να περάσει δε θα κάνει ποτέ της αληθινούς φίλους, με καταλαβαίνεις; Γι’αυτό ζητάω από σένα, Αϊσάκα, που ήδη ξέρεις την αληθινή της προσωπικότητα, και εσένα, Κουσιέντα, που είσαι η καλύτερη φίλη της Αϊσάκα, να κάνετε παρέα με την Άμι. Ξέρεις, Αϊσάκα, είσαι μια από τις λίγες φίλες στις οποίες μπορώ να βασιστώ για να κάνετε κάτι τέτοιο για μένα.»---Αυτά τους είπε ο Κιταμούρα.

«Γκαχ!»

Αφού επανέλαβε τα λόγια του Κιταμούρα, το μικρό σώμα της Τάιγκα άρχισε να συστρέφεται ανήσυχα γύρω γύρω. Έμοιαζε σαν να είχε ξεσπάσει μια αναπόφευκτη σύγκρουση μέσα της.

«Δε θέλω να το κάνω...Στ’αλήθεια θέλω να αρνηθώ...Αλλά αυτό δεν είναι αστείο...Είναι κάτι που μου ζήτησε ο Κιταμούρα-κουν...Ή μάλλον, γιατί στο καλό κάθεται κι ανησυχεί γι’αυτήν όλη την ώρα...Ω~χ. ωω~χ, ωωωχ~.»

Η Τάιγκα είχε αρπάξει το κεφάλι της με τα χέρια της βογγώντας, και τελικά γονάτισε κάτω δίπλα στα πόδια του Ρυουτζί. Κάπως μπερδεμένος, ο Ρυουτζί έσκυψε κι αυτός δίπλα της.

«Έι, θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό αν συνεχίσεις έτσι, το ξέρεις;!»

«Μ, μα...! Και τέλος πάντων...με είπε φίλη...! Στην τελική, είμαστε απλά φίλοι...! Είμαι μια από τις λίγες φίλες στις οποίες μπορεί να βασιστεί...Χμ, πρέπει τώρα να είμαι ευτυχισμένη μ’αυτό;...Όχι, αδύνατον! Δεν είμαι καθόλου ευτυχισμένη! Όμως, μου ζήτησε τη βοήθειά μου...Πρέπει να είμαι ευτυχισμένη;...Δεν είμαι!»

Χωρίς να το καταλάβει, κι ο Ρυουτζί είχε αρχίσει να νιώθει αγχωμένος και μπερδεμένος. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καθόλου πείρα στο να βλέπει άλλους να αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα. Χωρίς να της απαντήσει τίποτα, απλώς την παρακολουθούσε για λίγη ώρα.

«Αααχ, όμως...όμως, όμως, όμως!»

Η Τάιγκα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και άρπαξε τον Ρυουτζί από το μανίκι του. Με τα δάχτυλά της σφιχτά κλεισμένα, άνοιξε το στόμα της και άρχισε να παίρνει βαθιές, λαχανιασμένες ανάσες, και μετά από λίγο έκανε ‘Ουφ!’ και έγνεψε αποφασιστικά στον εαυτό της. Φαινόταν να έχει πάρει επιτέλους μια απόφαση.

«...Θα αντέξω το αβάσταχτο...Θα την ανεχτώ με πολύ ανοχή!»

«...Κ, κατά κάποιο τρόπο, νομίζω πως καταλαβαίνω.»

Γνέφοντας, ο Ρυουτζί ακολούθησε με το βλέμμα την Τάιγκα καθώς σηκωνόταν όρθια. Έτσι απλά, άρχισε να περπατάει γρήγορα με μεγάλα βήματα, και κοιτούσε κατευθείαν μπροστά έχοντας μόνο ένα στόχο στο μυαλό της.

«Έλα μαζί μου. Θα φάμε μεσημεριανό.»

...Είχε μείνει άναυδη. Μπροστά της, κοιτάζοντάς την με μισάνοιχτο στόμα, ήταν η Άμι Καβασίμα.

Η Άμι καθόταν στη θέση της κρατώντας το πακέτο της με το μεσημεριανό, έτοιμη να σηκωθεί, και λίγο παραπέρα η Μάγια και η Νανάκο την περίμεναν λέγοντας «Άμι-τσαν! Πάμε γρήγορα στην ταράτσα!».

«Ουα;» Η Άμι ανοιγόκλεινε τα μάτια της ξαφνιασμένη ξανά και ξανά---Τελικά, φάνηκε να ξαναβρήκε τα λογικά της. Αντιμετώπισε την Τάιγκα με ένα χαμόγελο τόσο αγνό που καταντούσε να είναι αηδιαστικά προσποιητό.

«Τι είναι αυτά που λες; Έχω κανονίσει ήδη με τη Μάγια και τις άλλες.»

«Μη μιλάς.»

«...Τ...»

Η Τάιγκα απέρριψε τις αντιρρήσεις της Άμι με αυτή την απλή διαταγή, και όσο για τη Μάγια και τη Νανάκο, περιορίστηκε να αφήσει ένα σιγανό γρύλλισμα. Και έτσι απλά,

«Α, καταλαβαίνω. Αφού το λέει η Αϊσάκα-σαν, δε γίνεται αλλιώς. Πάμε, Νανάκο.»

«Σωστά, δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν, Άμι-τσαν, μια άλλη φορά.»

Οι δυο τους δεν έμοιαζαν ιδιαίτερα φοβισμένες, αλλά χωρίς να καθίσουν να το συζητήσουν, έγνεψαν απαντώντας στο γρύλλισμα και χαιρέτησαν βιαστικά την Άμι. Το πλάσμα που ήταν γνωστό σαν Τίγρη Μινιατούρα μάλλον γινόταν πολύ εύκολα κατανοητό από τα κορίτσια της τάξης.

Ωστόσο, ήταν φυσικό η Άμι να μην καταλαβαίνει το ίδιο εύκολα.

«...Εσύ, μπορείς να μου πεις τι σκέφτεσαι; Να μου λες να έρθω μαζί σου, τι ακριβώς σχεδιάζεις;»

«Θα φάμε μαζί μεσημεριανό.»

«Εε;! Δεν είναι αστεία αυτά, γιατί να θέλω να φάω μαζί σου;!...Πουφ, δεν έχει σημασία. Έχω ένα σωρό άλλους φίλους.»

«...Ο Μάικλ Τζάκσον κάνει ξενάγηση σε λεωφορείο...»

Μουρμούρισε ξαφνικά η Τάιγκα με ξερή φωνή. Έμοιαζε σαν να μονολογούσε, αλλά,

«Ιιιχ~;!»

«...Η Μόνα Λίζα τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα...Ο Τσούνκου[3] προσπαθεί μάταια να τραγουδήσει τραγούδια δυτικού στυλ που δε μπορεί να τραγουδήσει...Όλα είναι μέσα στην ψηφιακή μου κάμερα...Και τα έχω ήδη περάσει σε αρχείο...Έχει τίτλο ‘Ένα μοντέλο πήγε και το έκανε, 150 συνεχόμενες μιμήσεις’...Ίσως, κατά τύχη, να το αφήσω να διαρρεύσει...»

«Σ, σταμάτα! Εντάξει! Το κατάλαβα! Πρέπει απλώς να φάω μαζί σου, σωστά;! Μόνο αυτό, έτσι;! Να πάρει η οργή!»

Έτοιμη καθώς ήταν να βάλει τα κλάματα, η Άμι ξέχασε ακόμα και να διατηρήσει το προσωπείο της, και αρπάζοντας βίαια το μεσημεριανό της, πήγε προς το θρανίο της Τάιγκα.

Η Μινόρι ήταν ήδη εκεί και τις περίμενε.

«Έι Καβασίμα-κουν. Άρχισα χωρίς εσένα.»

Κρατούσε μια γιγάντια κορδέλα ανάμεσα στα ξυλάκια της...Σήκωσε πάνω κάτι που έμοιαζε με βραστά φύκια και το κράτησε ψηλά σε κοινή θέα.

«Τ, τι είναι αυτό, βρε παιδιά...Να πάρει, δεν καταλαβαίνω τι προσπαθείτε να κάνετε.»

«Έλα τώρα δεσποινίς μου, απλώς κάθισε εκεί.»

Toradora vol02 161.jpg

Η Μινόρι κάθισε την Άμι στα αριστερά της, και με το αριστερό της χέρι την έπιασε σφιχτά από τον ώμο,

«Έλα, κάνε ‘ααα’.»

Έφερε τα φύκια κοντά στο στόμα της Άμι.

«Δεν το θέλω αυτό!»

---Κάτι τέτοιο φώναξε η Άμι, αλλά,

«...Τι ωραία.»

Αυτός που μουρμούρισε ασυναίσθητα αυτή τη φράση καθώς παρακολουθούσε από κοντά τα τεκταινόμενα ήταν ο Ρυουτζί. Αν μόνο μπορούσε να ήταν κι αυτός τόσο κοντά με τη Μινόρι, να του λέει να κάνει ‘ααα’, να τον κακομαθαίνει και να τον ταΐζει φύκια στο στόμα...Ααχ...

«Τακάσου, τι κάθεσαι εκεί και χάσκεις; Έλα, πάμε.»

«...Χμ; Εε; Να πάμε πού;»

Χωρίς να το καταλάβει, ο Κιταμούρα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του και τον σκούντησε στην πλάτη.

«Εκεί που είναι η Άμι και οι άλλες. Εγώ ζήτησα από την Αϊσάκα και την Κουσιέντα να προσκαλέσουν την Άμι. Πώς θα μπορούσα να τους ζητήσω κάτι τέτοιο και μετά να τις αφήσω να τα βγάλουν πέρα μόνες τους;»

«...Κι εγώ, τι σχέση έχω μ’αυτό;»

«Ξέρεις πως δεν είμαι ο τύπος που μπορεί να πάει έτσι απλά μόνος του σε μια παρέα κοριτσιών που τρώνε μαζί.»

Αν πρόκειται για σένα, είμαι βέβαιος πως δε θα υπήρχε πρόβλημα... σκέφτηκε ο Ρυουτζί, αλλά περιορίστηκε να πει, «Δε γίνεται αλλιώς.». Ενθουσιασμένος κατά βάθος, ακολούθησε τον Κιταμούρα. Μπορεί να ήταν ατυχία για την Τάιγκα, αλλά για τον Ρυουτζί, ήταν μεγαλύτερη τύχη από όσο θα μπορούσε ποτέ να ελπίσει. Εφόσον μπορούσε να περάσει το μεσημεριανό διάλειμμα μαζί με τη Μινόρι, δεν έδινε δεκάρα για τη μάχη ανάμεσα στην Τίγρη και το Τσιουάουα.

«Έι, επιτρέψτε μας να καθίσουμε μαζί σας.»

«Για φαντάσου, ο Κιταμούρα-κουν και ο Τακάσου-κουν. Ελάτε, καθίστε από δω.»

Η μόνη που έκανε τον κόπο να καλοσωρίσει τα δυο αγόρια που μπήκαν στην παρέα τους με ένα χαμόγελο ήταν η Μινόρι. Η Άμι από τη μια μεριά γκρίνιαζε με ζαρωμένο μέτωπο ‘Γιατί; Γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα;’, χωρίς να κρύβει καθόλου τη δυσαρέσκειά της, και όσο για την Τάιγκα από την άλλη μεριά,

«...»

Παρέμενε σιωπηλή σαν Σφίγγα. Ίσως είχε αναστατωθεί από την παρουσία του Κιταμούρα, που είχε εμφανιστεί ξαφνικά στα δεξιά της, πάντως τα μάτια της Τάιγκα δεν εστίαζαν λες και ήταν σε καταληψία, δε μπορούσε να κατευθύνει τη ματιά της πουθενά, και τα ρόδινα χείλια της ήταν μισάνοιχτα, αλλά,

«...~.»

Σαν να θυμήθηκε ξαφνικά ότι απέναντί της ήταν η Άμι, το πρόσωπο της Τάιγκα κοκκίνησε και συσπάστηκε από θυμό, καθώς όμως ξαναθυμήθηκε τον Κιταμούρα, ξαναμαλάκωσε, και μετά, καθώς ξανασκέφτηκε την Άμι, ξανασκλήρυνε. Με όλες αυτές τις συνεχείς εναλλαγές, ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ένιωθε πραγματικά.

«Α, απίστευτο...»

Το πρόσωπο της Τάιγκα είχε γίνει τόσο απίστευτα αντιφατικό, που του Ρυουτζί του κόπηκε η ανάσα πριν το καταλάβει. Έτσι όπως η δεξιά πλευρά του προσώπου της είχε ένα χαζό ερωτοχτυπημένο ύφος καθώς κοιτούσε τον Κιταμούρα, και η αριστερή πλευρά είχε μια έκφραση απερίγραπτης δυσαρέσκειας καθώς κοιτούσε την Άμι---Με το πρόσωπό της να είναι τελείως ασύμμετρο δεξιά και αριστερά, του θύμιζε τον Baron Ashura.[4]

Κι όμως τα κατάφερε έτσι ώστε το πρόσωπο και το μυαλό της ακόμα να βρουν μια εύθραυστη ισορροπία. Δεν ξέσπαγε πάνω στην Άμι, και παρόλο που ο Κιταμούρα ήταν τόσο κοντά της, κατάφερε να βγάλει σχετικά ψύχραιμα το καπάκι από το κουτί της χωρίς να τρέμουν τα χέρια της ή να είναι υπερβολικά ταραγμένη. Αν και το πρόσωπό της παρουσίαζε ένα αξιοσημείωτο θέαμα, η περίσταση δεν του επέτρεπε να σχολιάσει την έκφρασή της.

«Λοιπόν λοιπόν, ώρα για μεσημεριανό. Είναι ωραία να τρώμε μαζί με τα κορίτσια μια στο τόσο, έτσι δεν είναι;»

«...Γι’αυτό έστησες όλο αυτό το σκηνικό, Γιουσάκου;»

«Χμ; Αναρωτιέμαι για τι πράγμα μιλάς; Ουάου, το κουτί της Κουσιέντα είναι πάλι πελώριο! Για κοίτα κι εσύ, Άμι!»

«Χε χε χε, ακόμα κι αν το κουτί φαίνεται τεράστιο, το περιεχόμενο είναι μάλλον λίγο, ε...; Για δείτε, αυτό είναι μαρόνι, κι αυτό εδώ κονυάκου.»(Στμ βλ.[[::* Translator's Notes and References ]])

Παρακολουθώντας διακριτικά τη Μινόρι να επιδεικνύει όλο χαρά τα ορεκτικά του μεσημεριανού της, ο Ρυουτζί απολάμβανε με όλη του την ψυχή αυτή τη μικρή ευτυχία. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Και μόνο που μπορούσε να κάθεται έτσι κοντά της για αυτά τα δέκα-δώδεκα λεπτά, ήταν ευλογία γι’αυτόν.

Είχε περάσει ένας μήνας περίπου από την τελευταία τους αποτυχημένη επιχείρηση ‘Θέλουμε να φάμε μαζί μεσημεριανό’. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε στ’αλήθεια να φάει μεσημεριανό μαζί με τη Μινόρι. Ααχ, τι καλά που η Τάιγκα είχε τσακωθεί με το Τσιουάουα.

Βυθισμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, έκανε να βγάλει κι αυτός το καπάκι του κουτιού του, όταν μια σκέψη του έκοψε την ανάσα και τον έκανε να παγώσει ολόκληρος. Θα πάθαιναν το ίδιο με την προηγούμενη φορά: Το μεσημεριανό της Τάιγκα, ήταν ακριβώς ίδιο με το δικό του.

Όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα...Προσπάθησε να κρύψει το φαγητό του με το καπάκι για να μην το δουν οι υπόλοιποι. Όμως,

«Ααα~, ώστε υπάρχουν κι αγόρια που το κάνουν αυτό! Έλα, έλα Τακάσου-κουν, τι μας κρύβεις εκεί;»

«Αχ!»

Η Μινόρι του βούτηξε επιδέξια το καπάκι, αποκαλύπτοντας μια ομελέτα με φασόλια σόγιας, τηγανητό μπέικον και κρεμμύδια, και ρύζι σκεπασμένο με φύκια...Ήταν ένα θαυμάσιο χειροποίητο μεσημεριανό, ολόιδιο με αυτό που είχε ήδη αρχίσει να τρώει η Τάιγκα.

«...Εμμμ...Ναι.»

Κοιτάζοντας από το ένα μεσημεριανό στο άλλο, η Μινόρι φάνηκε να το σκέφτεται λιγάκι,

«...Λοιπόν, μάλιστα, εε...Έι, Τακάσου-κουν, τι ζώδιο είσαι;»

Του έδωσε πίσω το καπάκι σαν να μην τρέχει τίποτα.

«Ι, Ιχθύς.»

«Εγώ είμαι Καπάκι Τουαλέτας. Καλό, ε;»

Αχαχαχαχα~---Όμως από τα μάτια της καταλάβαινε ότι το γέλιο της ήταν προσποιητό.

Η Μινόρι μάλλον είχε καταλάβει πόσο εύφλεκτη ήταν η κατάσταση ανάμεσα στην Άμι και την Τάιγκα, και γι’αυτό αντί να ρισκάρει να τσατίσει την Τάιγκα ρωτώντας πάλι για τη σχέση της με τον Ρυουτζί, προσπαθούσε απελπισμένα με τον τρόπο της να διατηρήσει την ισορροπία που είχε επιτευχθεί σαν από θαύμα.

«Τ, τι πράγματα είναι αυτά που λες την ώρα που τρώμε;»

«Συγγνώ~μη! Ήταν ανόητο εκ μέρους μου~

Error creating thumbnail: Unable to save thumbnail to destination

»

Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκε με ανακούφιση πως μάλλον, με λίγη τύχη, είχαν καταφέρει να αλλάξουν θέμα τόσο ομαλά ώστε το πράγμα να σταματήσει εκεί, κατά κάποιο τρόπο.

Όμως, χωρίς να την προσέξει κανείς, η Άμι άπλωσε το χέρι της και ξαφνικά έβγαλε το καπάκι από το κουτί του μεσημεριανού του Ρυουτζί, αποκαλύπτοντάς το για άλλη μια φορά. Το έκανε τόσο γρήγορα που ο Ρυουτζί, δυστυχώς γι’αυτόν, δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

«Γιατί το μεσημεριανό της Αϊσάκα και του Τακάσου είναι ακριβώς το ίδιο; Τώρα που το σκέφτομαι, και χτες αυτοί οι δυο ήταν μαζί.»

Απότομα, οι ώμοι της Τάιγκα άρχισαν να τρέμουν.

Την ίδια στιγμή, η τάξη που μέχρι πριν λίγο ήταν τόσο ζωηρή βουβάθηκε μεμιάς.

«...Το ρώτησε...», «...Στ’αλήθεια το έκανε...», «Αυτό για το οποίο δεν επιτρέπεται να μιλάμε...». Τα παιδιά ψιθύριζαν μεταξύ τους, με χαμηλές φωνές που πρόδιναν φόβο.

«Ε;...Τ, τι τρέχει; Γιατί σώπασαν όλοι ξαφνικά; Έκανα κάτι;»

Μόνο η Άμι που είχε πάρει πρόσφατα μετεγγραφή, δεν ήξερε.