Toradora! (Greek):Volume1 Chapter1

From Baka-Tsuki
Revision as of 21:46, 15 September 2009 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search
                                  Υπάρχει κάτι σε αυτό τον κόσμο που κανείς δεν έχει δει ποτέ.
                                  Είναι γλυκό και απαλό.
                                  Αν ποτέ βρεθεί, σίγουρα όλοι θα θέλουν να το αποκτήσουν,
                                  και γι'αυτό κανείς δεν το έχει δει ποτέ.
                                  Γιατί ο κόσμος το έκρυψε καλά, ώστε να μη βρίσκεται εύκολα.
                                  Όμως θα έρθει μια μέρα που κάποιος θα το ανακαλύψει.
                                  Και μόνο αυτοί που είναι άξιοι να το αποκτήσουν θα το βρουν.
                                  Αυτό είναι όλο.

Κεφάλαιο 1

"Να πάρει!" Επτά και μισή το πρωί. Ήταν όμορφη μέρα, αλλά μέσα στο σπίτι ήταν ακόμα σκοτεινά. Το σπίτι ήταν ένα δυάρι με κουζίνα που έβλεπε νότια και βρισκόταν στο δεύτερο όροφο ενός διώροφου σπιτιού της πόλης, κάπου δέκα λεπτά με τα πόδια από το σταθμό του τρένου. Το νοίκι ήταν 80000 γεν.

"Τα παρατάω! Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρω!"

Ένα χέρι σκούπισε νευρικά τον αχνό από τον καθρέφτη. Το παλιό μπάνιο ήταν γεμάτο ατμούς μετά από το πρωινό ντους. Έτσι, αμέσως μετά το σκούπισμα ο καθρέφτης ξαναθόλωσε. Δεν είχε νόημα να ξεσπάει κανείς στον καθρέφτη όσα νεύρα και να είχε...

"Αυτό το πράγμα είναι σκέτη απάτη!"

Αναδείξτε την ευγένεια της φύσης σας με μια κυματιστή φράντζα - Αυτό το σλόγκαν υπήρχε στο τελευταίο τεύχος ενός ανδρικού περιοδικού μόδας. Η φράντζα του Ρυουτζί Τακάσου ήταν τώρα "κυματιστή". Σύμφωνα με τις οδηγίες του άρθρου, είχε χτενίσει τη φράντζα του σε όλο της το μήκος, τη στέγνωσε με το πιστολάκι μέχρι να σταθεί όρθια, και την έτριψε απαλά προς τα πλάγια με ζελέ μαλλιών. Είχε σηκωθεί επίτηδες μισή ώρα νωρίτερα για να κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με του μοντέλου, και έτσι να πραγματοποιήσει τη μεγάλη επιθυμία του.

Παρόλα αυτά..."Μάλλον ήμουν αφελής που νόμιζα πως θα αλλάξω μόνο και μόνο διορθώνοντας τη φράντζα μου".

Απογοητευμένος, ο Ρυουτζί πέταξε το περιοδικό μόδας που για να αγοράσει είχε χρειαστεί όλο του το κουράγιο στο σκουπιδοντενεκέ. Δυστυχώς δεν τον πέτυχε, με αποτέλεσμα να ρίξει το σκουπιδοντενεκέ, να σκορπίσει όλα τα σκουπίδια έξω και να πέσει στο πάτωμα ανοιχτό στη σελίδα που έλεγε "Μπορείτε ακόμα να προλάβετε την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ευγενικός ή άγριος; Το ταξίδι μας στον κόσμο του μόντελινγκ".

Αν εξαρτιόταν από μένα, δε νομίζω ότι θα ενδιαφερόμουν για το μόντελινγκ. Ήθελα, όμως, να αλλάξω.

Αλλά απέτυχα.

Με ένα αίσθημα ήττας στην καρδιά, ο Ρυουτζί έβρεξε τα χέρια του με νερό και ανακάτεψε τα μαλλιά που έφτιαχνε εδώ και τόση ώρα. Επέστρεψε στα συνηθισμένα ακατάστατα ίσια μαλλιά του. Μετά γονάτισε να μαζέψει τα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα παντού.

"Αα! Τι είναι αυτό...μ...μούχλα! Είναι μούχλα!!" Παρόλο που πάντοτε φρόντιζε να σκουπίσει τον ατμό, παρόλο που είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα την περασμένη εβδομάδα καθαρίζοντας την κουζίνα και το μπάνιο από τη μούχλα...Όλες του οι προσπάθειες είχαν πάει χαμένες σ'αυτό το απαίσια υγρό δωμάτιο. Δαγκώνοντας τα χείλη του με θυμό, ο Ρυουτζί προσπάθησε να σκουπίσει τη μούχλα με μερικά χαρτομάντηλα. Φυσικά, δεν έφευγε έτσι εύκολα, και το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τα χαρτομάντηλα κομματάκια.

"Να πάρει, μου έχουν τελειώσει τα διαλυτικά μούχλας. Πρέπει να πάω να αγοράσω πάλι".Για την ώρα πρέπει να το αφήσω έτσι, αλλά να είστε σίγουροι πως θα επιστρέψω σύντομα να σας κανονίσω! Ο Ρυουτζί αγριοκοίταξε το μουχλιασμένο πάτωμα ενώ μάζευε τα σκουπίδια. Μετά καθάρισε βιαστικά το πάτωμα με μερικές χαρτοπετσέτες, μάζεψε τις τρίχες και τη σκόνη και καθάρισε τον ατμό από το νιπτήρα. Σήκωσε το κεφάλι και αναστέναξε.

"Α ναι, φαΐ για τον παπαγάλο. Έι, Ίνκο-τσαν!"

"Ααα"

Ένα κρώξιμο απάντησε στη φωνή του νεαρού μαθητή.

Ωραία, είναι ξύπνιος. Ήρεμος πια, ο Ρυουτζί πήγε ξυπόλητος στην κουζίνα με το ξύλινο πάτωμα, πήρε λίγη τροφή για πτηνά και εφημερίδες για πέταμα, και κατευθύνθηκε προς τη γωνία του σαλονιού που ήταν στρωμένο με χαλιά τατάμι.[1] Έβγαλε το πανί που κάλυπτε το κλουβί και χαιρέτησε το αγαπημένο του κατοικίδιο που είχε να δει από χτες το βράδυ.

Τώρα, άλλοι μπορεί να ανατρέφουν τα κατοικίδιά τους διαφορετικά, αλλά οι Τακάσου έτσι είχαν μεγαλώσει το δικό τους. Επειδή όταν κοιμόταν η όψη του ήταν απαίσια, κάλυπταν πάντα το κλουβί με ένα πανί τη νύχτα.

"Καλημέρα, Ίνκο-τσαν!"

Ένας κίτρινος παπαγάλος, αυτός ήταν ο Ίνκο-τσαν. Όπως συνήθιζε, ο Ρυουτζί του έβαλε λίγη τροφή ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε.

"Κ..Καλημέρα". Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν προς τα πάνω με ένα αινιγματικό και μάλλον δυσάρεστο τρόπο, αν και κατάφερε να απαντήσει στα Γιαπωνέζικα. Αν και είχε μόλις ξυπνήσει, φαινόταν αρκετά ευδιάθετος. Αυτό ήταν που τον έκανε χαριτωμένο.

"Ίνκο-τσαν, προσπάθησε να πεις φαγητό"

"Φ..Φα..Φαγ..Φαγητό! Φαγητό! Φαγητό!"

"Εντάξει, φτάνει. Τώρα για να δούμε αν μπορείς να πείς αυτό! Για δοκίμασε να πεις το όνομά σου... Έλα, πες Ίνκο-τσαν"

"Ί...Ί...Ίν..Ί..Ίν..Ί...Ίιι" Ο Ίνκο-τσαν φαινόταν να βάζει όλα του τα δυνατά, έτσι όπως κουνούσε το κεφάλι του και φούσκωνε το σώμα του και καταχτυπούσε τα φτερά του. "ιιι..."

Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, και η γκρίζα γλώσσα του φαινόταν να προεξέχει από το ράμφος του. Μπορεί να τα καταφέρει σήμερα σκεφτόταν ο ιδιοκτήτης του με σφιγμένες της γροθιές. Τελικά όμως...

"Μπλεχ!"

Αχ...γιατί τα πουλιά είναι τόσο χαζά; Αλλά τι να περιμένει κανείς αφού ο εγκέφαλός τους ζυγίζει μόνο ένα γραμμάριο. Ο Ρυουτζί αναστέναξε, τύλιξε τις λερωμένες εφημερίδες και τις πέταξε σε μια πλαστική σακούλα. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να την πετάξει με τα άλλα σκουπίδια στην κουζίνα,

"Που...πας..."

Φαίνεται πως η ανόητη που ήταν ξαπλωμένη πίσω από το φουσούμα[2] είχε ξυπνήσει.

"Ρυου-τσαν, φοράς τη στολή σου; Γιατί;" ρώτησε κουρασμένα.

Ο Ρυουτζί δίπλωσε επιδέξια τη σακούλα με τα σκουπίδια και απάντησε στη φωνή, "Πάω στο σχολείο. Δε σου είπα από χτες πως αρχίζω σχολείο σήμερα;"

"Α.."

Ανοίγοντας τα πόδια της πάνω στο φουτόν[3] μουρμούρισε με ύφος σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα Τότε...τότε....

"Τότε, τι υπάρχει για μεσημεριανό; Δε μυρίζω φαγητό...δεν έφτιαξες καθόλου;"

"Όχι".

"Έεε...τότε...τι θα κάνω...όταν ξυπνήσω...; Δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό..."

"Θα έχω γυρίσει μέχρι να ξυπνήσεις! Είναι μόνο η τελετή έναρξης σήμερα."

"Αα...έτσι λοιπόν..."

Χε χε χε, χαμογέλασε κάνοντας μια κίνηση σαν να χειροκροτούσε με τα πόδια της.

"Τελετή έναρξης, ε; Μπράβο! Αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα είσαι μαθητής της δευτέρας λυκείου, έτσι Ρυου-τσαν;"

"Άστα τώρα αυτά. Δε σου έχω πει ότι πρέπει, όσο κουρασμένη και να είσαι, να βγάζεις πάντα το μέικ-απ σου πριν κοιμηθείς; Και μάλιστα, επειδή παραπονιόσουν ότι είναι κουραστικό, σου πήρα ειδικά μαντηλάκια καθαρισμού". Ο Ρυουτζί έλεγξε το χώρο γύρω της. "Αχ...αχ! κοίτα! Γέμισες το μαξιλάρι πούδρες! Αυτά δε φεύγουν με το πλύσιμο! Και πρέπει να προσέχεις περισσότερο το δέρμα σου...δεν είσαι πια τόσο νέα!"

"Συγγνώμη."

Τα εσώρουχά της με το λεοπάρ σχέδιο ήταν τελείως εκτεθειμένα. Καθώς σηκώθηκε, το μεγάλο στήθος της τρεμούλιασε ενώ μερικά από τα ακατάστατα ξανθά μαλλιά της πιάστηκαν στο ντεκολτέ της. Ίσως ήταν τα κυματιστά μαλλιά ή τα μακριά περιποιημένα νύχια της, πάντως ανέδινε έναν αέρα έντονης θηλυκότητας. Ακόμα κι έτσι όμως..."Πρέπει να ήπια πολύ, γύρισα μόλις πριν από καμιά ώρα. Αχ..πόσο νυστάζω," χασμουρήθηκε. "Α ναι...έφερα λίγη πουτίγκα."

Καθώς χασμουριόταν και έτριβε τα μάτια της με τις έντονες βλεφαρίδες, προχώρησε αργά προς την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνιά του δωματίου. Όλη η εμφάνισή της - τα κερασένια χείλη που μουρμούριζαν "πουτίγκα", τα παχουλά μάγουλα και τα στρογγυλά της μάτια - ήταν τόσο παιδική που φαινόταν αταίριαστη επάνω της. Αν και κάπως παράξενη, θα μπορούσε να την πει κανείς ωραία γυναίκα.

"Έι...Ρυου-τσαν, δε βρίσκω το κουτάλι."

"Μπορεί να το ξέχασε ο υπάλληλος του παντοπωλείου."

"Δε μπορεί! Τον είδα να το βάζει μέσα. Τι παράξενο..."

Αυτή ήταν η μητέρα του Ρυουτζί Τακάσου, η Γιάσουκο Τακάσου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: "Μιράνο". Τριαντατριών χρονών (αν και πάντοτε έλεγε ότι είναι εικοσιτριών), δούλευε σαν μπαργούμαν στο μοναδικό μπαρ της πόλης, το "Μπισαμοντενγκόκου".

Η Γιάσουκο άδειασε το περιεχόμενο της σακούλας στη γωνιά του φουτόν της και άρχισε να το ψαχουλεύει επίμονα. Το προσωπάκι της ζάρωσε, "Είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα...δεν μπορώ να βρω το κουτάλι έτσι! Ρυου-τσαν, ανοίγεις τις κουρτίνες;"

"Ανοιχτές είναι."

"Εε..; Α, ναι, σωστά...Επειδή συνήθως δεν είμαι ξύπνια τέτοια ώρα, όλο το ξεχνάω..." Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αυτό το παράξενο ζευγάρι, μητέρα και γιος, αναστέναξαν μαζί.



Back to Illustrations Return to Main Page Forward to Chapter 2