Toradora! (Greek):Volume1 Chapter2

From Baka-Tsuki
Revision as of 16:38, 23 September 2009 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 2

Αν και η νέα σχολική χρονιά στη δευτέρα λυκείου ξεκίνησε επεισοδιακά για τον Ρυουτζί Τακάσου, προς το παρόν φαινόταν να κυλάει ομαλά.

Αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους.

Η φήμη ότι «ο Τακάσου είναι αλήτης» διαλύθηκε πολύ γρηγορότερα από όσο περίμενε ο απαισιόδοξος Ρυουτζί. Για καλή του τύχη, εκτός από τον Κιταμούρα ήταν και αρκετοί άλλοι από τους παλιούς του συμμαθητές στην ίδια τάξη μαζί του. Και το πιο σημαντικό, είχε νικηθεί από την Τίγρη Μινιατούρα μέσα σε δευτερόλεπτα, πράγμα που έκανε τους πάντες να συμπεράνουν ότι τελικά ήταν ένας «φυσιολογικός τύπος» (ο Ρυουτζί μέχρι που ήθελε να ευχαριστήσει προσωπικά την Τάιγκα Αϊσάκα μόνο και μόνο γι’αυτό).

Έπειτα είχε καταφέρει να αποφύγει να φορτωθεί ενοχλητικές αγγαρείες στο συμβούλιο της τάξης, και το θρανίο που του είχε τύχει στην κλήρωση ήταν το τρίτο από μπροστά στη σειρά δίπλα στο παράθυρο – ό,τι έπρεπε για να κάθεται και να ρεμβάζει. Η υπεύθυνη καθηγήτρια της τάξης ήταν η ίδια με πέρυσι (η Γιούρι Κοιγκακούμπο, 29 ετών και εμφανέστατα ανύπαντρη). Αν και ήταν γεροντοκόρη σε αυτή την ηλικία, ο Ρυουτζί δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί της.

Ύστερα…

«Αν το κάνω έτσι, οι πλευρές του κουβά θα σκληρύνουν! Πώς λέγεται αυτό; Εννοείς το μέρος δίπλα στην άκρη; Αλλά αφού στη μέση είναι ακόμα νερουλό, όταν ρίξω το μαλακό ζελέ από τις άκρες έτσι θα πρέπει να…»

«Άου!»

«Ωχ, Τακάσου-κουν! Συγγνώμη…»

Ο πιο σημαντικός λόγος ήταν αυτός:

Το φως της ζωής του, η Μινόρι Κουσιέντα, ήταν τώρα συμμαθήτριά του. Μόνο και μόνο εξαιτίας αυτού η καθημερινότητα του Ρυουτζί ήταν πολύχρωμη σαν τριαντάφυλλο και λαμπερή σαν το φως του ήλιου…ακόμα και όταν κατά λάθος έχωσε το δάχτυλό της στο μάτι του, δεν έχασε τίποτα από τη λάμψη της.

«Ε…είσαι εντάξει; Λυπάμαι πολύ, δεν είδα πως ήσουν πίσω μου! Ουπς…το δάχτυλό μου κατά λάθος χώθηκε στο μάτι σου, ε;»

«…Μην το σκέφτεσαι, δεν είναι τίποτα.»

«Λυπάμαι τόσο πολύ! Χμμ, λοιπόν που είχαμε μείνει; Α ναι, έλεγα ότι πρέπει να ρίξω το ζελέ στον κουβά κάπως έτσι…»

«Άου!»

«Ααχ…! Φαίνεται ότι έχωσα το δάχτυλό μου πιο βαθιά στο μάτι σου τώρα! Χίλια συγγνώμη!»

Δεν τρέχει τίποτα, είμαι μια χαρά, έκανε ο Ρυουτζί με μια κίνηση του χεριού του. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν σωστή ευλογία γι’αυτόν. «Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ!» είπε η Μινόρι και έκλινε το κεφάλι της που ανέδινε ένα ευχάριστο άρωμα. Και μόνο που έβλεπε τη Μινόρι να του ζητά συγγνώμη και να έχει μάτια μόνο γι’αυτόν αισθανόταν τόση ευτυχία, ώστε το γεγονός ότι δύο φορές χώθηκε ένα δάχτυλο στο μάτι του του φαινόταν συγκριτικά ελάχιστο αντίτιμο.

Δεν θα τον πείραζε ακόμα και αν η Μινόρι δεν του μιλούσε. Θα ήταν εξίσου ευτυχισμένος αν την άκουγε να μιλάει σε κάποιον κοντά του, του αρκούσε να ακούει τη γλυκιά φωνή της. Και καθώς περιέγραφε πόσο μεγάλος ήταν ο κουβάς, κουνούσε τα χέρια της αναπαριστώντας ένα κυκλικό σχήμα, και κάθε φορά που το έκανε τον άγγιζε (δηλαδή άγγιζε τους βολβούς των ματιών του, αλλά τέλος πάντων.)

Μα τι είναι αυτός ο κουβάς που λέει; Βλέποντας τη μπερδεμένη έκφραση του Ρυουτζί, του εξήγησε.

«Λέγαμε για την πουτίγκα που έφτιαξα μέσα σε ένα κουβά.»

Η Μινόρι έπιασε σφιχτά το δάχτυλό της (Για να μην το χώσω σε κανένα μάτι πάλι!) και άρχισε να του εξηγεί με σοβαρό ύφος. Αν και «εξηγεί» δεν ήταν ακριβώς η κατάλληλη λέξη…

«Σου αρέσει η πουτίγκα, Τακάσου-κουν;»

Συζητάμε στ’αλήθεια! Η καρδιά του Ρυουτζί άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα ώστε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, και η νευρικότητά του τον τρέλαινε. Μετά από τόσο καιρό που περίμενε μια τέτοια ευκαιρία…

«…Εε…»

Και αυτό ήταν όλο που μπορούσε να πει. Σίγουρα θα σκέφτεται τι βαρετός που είναι αυτός ο τύπος… Να δεις που σκέφτεται να μην μου ξαναμιλήσει ποτέ ξανά… Ενώ ο Ρυουτζί προσπαθούσε σαν τρελός να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, η Μινόρι εξακολουθούσε να μονολογεί για την υπέρτατη επιθυμία της να φτιάξει πουτίγκα μέσα σε κουβά.

«Όμως δεν μου πέτυχε. Μπορεί να έφταιγε που ήταν πολύ μεγάλος ο κουβάς, οπότε ήταν δύσκολο να ενωθούν τα σκληρά και μαλακά μέρη σε ένα σώμα…Α ναι, μπορώ να τη δείξω και σε σένα, Τακάσου-κουν! Δες το σαν συγγνώμη που πήγα να σου βγάλω το μάτι!»

«Ε;…Ν…να μου τη δείξεις…;»

Μήπως θέλει να μου δώσει να δοκιμάσω την πουτίγκα της; Τα μάτια του Ρυουτζί έγιναν ακόμα πιο κοφτερά καθώς κοίταζε το γλυκό χαμόγελο της Μινόρι. Η Μινόρι έγνεψε και του απάντησε,

«Ναι, θα σου τη δείξω. Κάτσε να πάω να τη φέρω.»

Τι τύχη είναι αυτή; Θεέ μου, πόσο χαίρομαι που πήγε να μου βγάλει το μάτι! Καθώς ο Ρυουτζί παρακολουθούσε τη Μινόρι να πηγαίνει κεφάτα προς το θρανίο της, ξαφνικά του ήρθε μια παρόρμηση να το βάλει στα πόδια.

Αν φέρει στ’αλήθεια την πουτίγκα εδώ, τι ύφος πρέπει να πάρω όταν θα την τρώω; Δεν είναι ώρα για μεσημεριανό, και θα φαίνεται περίεργο ένας τύπος μόνος του να τρώει πουτίγκα. Όταν την φέρει, τι θα είναι καλύτερα, να τη φάω επιτόπου ή να πω ευχαριστώ και να τη φυλάξω για αργότερα;

«Που να πάρει, δεν έχω ιδέα τι να κάνω!»

Άρχισε να αγγίζει νευρικά το πρόσωπό του. Τουλάχιστον να αδειάσω το θρανίο μου. Είχε αποφασίσει να τη φάει επιτόπου.

Ενθουσιασμένος όπως ήταν, ο Ρυουτζί αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα. Έστρεψε αργά τα μάτια του μακριά από τη Μινόρι που είχε επιστρέψει, γιατί ήταν υπερβολικά εκθαμβωτική για να την κοιτάξει κατάματα. Η Μινόρι χαμογέλασε εύθυμα και έκλινε το κεφάλι της όπως στεκόταν μπροστά του, και τότε…

«Ορίστε, Τακάσου-κουν.»

Η φωνή της του φάνηκε πολύ τρυφερή καθώς έλεγε «Τακάσου-κουν». Σηκώνοντας αργά το κεφάλι του ενώ έτρεμε από νευρικότητα, ο Ρυουτζί πήρε ευγενικά το αντικείμενο που του έδινε.

«…Α, εμ, αυτό…»

Ήταν πολύ πιο λεπτό και ελαφρύ από ότι περίμενε.

«…Πολύ ωραία φωτογραφία…»

«Φαίνεται χάλια όμως, έτσι;»

Ώστε φωτογραφία της πουτίγκας ήθελε να μου δείξει, όχι την ίδια την πουτίγκα. Η εικόνα της φωτογραφίας ήταν όντως αηδιαστική, αν και ήταν κάτι που δεν έβλεπες κάθε μέρα. Πάνω σε ένα πλαστικό χαλάκι ήταν ένας μεγάλος κουβάς που περιείχε ένα είδος κιτρινωπής κρέμας…Όχι, περισσότερο με γλίτσα έμοιαζε. Αν και ήταν αγένεια προς τη Μινόρι να σκέφτεται έτσι, αυτό το πράγμα κάθε άλλο παρά πουτίγκα θύμιζε. Στη δεύτερη φωτογραφία, η κολλώδης γλίτσα χυνόταν αργά προς τα έξω, αφήνοντας όλο το χώρο πασαλειμμένο με υγρά και στερεά υπολείμματα. Και στην τρίτη φωτογραφία…

«Μύριζε και παράξενα…Νομίζω πως έφταιγε που δεν είχα πλύνει καλά τον κουβά!»

Η Μινόρι ήταν γονατισμένη στο ένα γόνατο και έτρωγε τη γλίτσα με ένα μεγάλο κουτάλι. Τη θέλω αυτή τη φωτογραφία! Ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό…

«Ευχαριστώ που τις είδες! Πρέπει να τις δείξω και στην Τάιγκα τώρα! Έι! Που εξαφανίστηκε; Εδώ ήταν πριν από ένα λεπτό.»