Toradora! (Greek):Volume1 Chapter3

From Baka-Tsuki
Revision as of 23:14, 19 October 2009 by 79.131.12.155 (talk)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 3

Η μεταμεσονύχτια φασαρία πέρασε σαν όνειρο και το σπίτι των Τακάσου ξαναβυθίστηκε στην πρωινή ησυχία.

Ήταν ήδη 5 το πρωί όταν ο Ρυουτζί επέστρεψε επιτέλους στο κρεβάτι του μετά τη νυχτερινή επιδρομή της Τίγρης Μινιατούρας. Επειδή ήταν ακόμα στην ανάπτυξη, ήταν προβληματικό γι’αυτόν να μην κοιμάται όσο πρέπει. Ωστόσο, ξύπνησε στην ώρα του όπως συνήθως, και ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί καταπνίγοντας ένα χασμουρητό. Υπήρχαν ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν…

Αφού πήγε στην τουαλέτα, πήγε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν. Όπως πάντα, βεβαιώθηκε ότι ο παπαγάλος είχε ξυπνήσει εντελώς προτού βγάλει το πανί από το κλουβί, όμως…

«Καλημέρα, Ίνκο-τσ….Αααα!»

Ο Ίνκο-τσαν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και έμοιαζε ψόφιος.

«Μ…μα τώρα δε μου απάντησες!; Ίνκο-τσαν!»

«…Ουγκχ…ουγκχ…ουγκχ…»

…Μπα, ζωντανός ήταν ακόμα. Απλώς είχε ξαπλώσει ανάσκελα στον πάτο του κλουβιού, έτσι που ο καθένας θα νόμιζε με μια πρώτη ματιά πως είχε ψοφήσει, αλλά τελικά ήταν απλώς ξαπλωμένος έτσι. Με το που άκουσε τη φωνή του Ρυουτζί, σηκώθηκε γρήγορα. Για κάποιο λόγο ήταν αναπουπουλιασμένος, και φαινόταν να υποφέρει.

«Στο λόγο μου, ώρες ώρες δεν καταλαβαίνω τι στο καλό σκέφτεσαι!»

«Καλημέρα!»

Ίσως να ήταν καλύτερα αν είχα γάτα, ή σκύλο, ή κάποιο ζώο που να επικοινωνεί τηλεπαθητικά με τους ανθρώπους, σκέφτηκε ο Ρυουτζί καθώς άλλαζε το φαΐ του Ίνκο-τσαν.

«Ι…ιιι…Ι…Ιν…Ιν…Ιν…»

Ο Ρυουτζί κοίταξε τον Ίνκο-τσαν κατευθείαν στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να του πει. Μήπως ήταν αυτό που του δίδασκε τόσα χρόνια, αλλά ακόμα δεν είχε καταφέρει να πει;

«Μήπως…θα καταφέρεις επιτέλους να πεις «Ίνκο-τσαν; Το έμαθες επιτέλους!;»

Ο Ρυουτζί κοίταξε ενθουσιασμένος το κλουβί. Ο Ίνκο-τσαν άνοιξε διάπλατα τα φτερά της ουράς του, και μετά…

«Ι…Η…Ηλίθιε!»

«Να σε πάρει!»

Φλαπ! Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί ξανασκέπασε το κλουβί με το πανί. Αν και φαινόταν θυμωμένος, στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ήρεμος. Αλίμονο αν θύμωνε με το παραμικρό που του συνέβαινε. Με τη συνηθισμένη του απάθεια, πήγε να ρίξει μια ματιά στη Γιάσουκο, που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάται τώρα. Άνοιξε το φουσούμα και…

Τώρα αυτή πρέπει να κοιμάται, έτσι; Επειδή είχε ακούσει την πόρτα να ανοίγει νωρίτερα, ήξερε ότι είχε επιστρέψει.

«…Όντως επέστρεψε, αλλά αυτό πια…»

μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του.

Η Γιάσουκο ήταν τόσο μεθυσμένη που όλο το σπίτι βρωμούσε αλκοόλ. Και γιατί να κοιμηθεί λες και είχε γονατίσει και πέσει προς τα μπρος πάνω στο πρόσωπό της; Κοιμόταν με τα οπίσθιά της στραμμένα προς τα πάνω. Πάλι καλά που είχε φορέσει τη φόρμα της˙ παρόλο που ήταν μητέρα του…όχι, επειδή ήταν μητέρα του έπρεπε να είναι αυστηρός μαζί της. Της το είχε ξεκόψει από καιρό ότι απαγορευόταν αυστηρά να επιδεικνύει τα εσώρουχά της μπροστά του. Φαίνεται ότι είχε αποκοιμηθεί την ώρα που έβγαζε το μέικ-απ της. Το μισό της πρόσωπο ήταν καθαρό ενώ το άλλο μισό είχε ακόμα μέικ-απ, κάνοντάς την να μοιάζει στον Baron Ashura[1]. Κι εκτός αυτού, φαινόταν να είναι αρκετά άβολα.

Από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί, η Γιάσουκο καθόταν στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο φουτόν της και έβγαζε το μέικ-απ της, αλλά την πήρε ο ύπνος και έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο φουτόν.

« Πάλι καλά που δεν έσπασες το λαιμό σου…Έι, ξάπλωσε κανονικά! Θα πεθάνεις αν εξακολουθήσεις να κοιμάσαι σ’αυτή τη στάση!»

«…Για…Γιαγια…ουμ…ουμμμ…Για…»

Λες και άκουγες τον Ίνκο-τσαν να μιλάει.

Διερωτώμενος τι ήταν αυτό που έκανε τη Γιάσουκο και τον Ίνκο-τσαν να μοιάζουν τόσο (υποψιαζόταν πως ήταν ο δείκτης νοημοσύνης τους...), ο Ρυουτζί έβαλε προσεκτικά τη Γιάσουκο να ξαπλώσει σωστά στο φουτόν της. Η Γιάσουκο ήθελε να πάρει ένα κανονικό κρεβάτι. Αλλά άμα είναι να κοιμάσαι έτσι, σιγά μη σου πάρω!

Έβγαλε από την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνία δύο παγωτά ξυλάκι που ήδη είχαν αρχίσει να λιώνουν και έφυγε αθόρυβα από το δωμάτιο, κλείνοντας το φουσούμα πίσω του. Πρώτα από όλα θα έπρεπε να βάλει γρήγορα τα παγωτά στο ψυγείο.

Έπειτα, είχε να φτιάξει πρωινό και μεσημεριανό σε πακέτο. Έλεγξε το περιεχόμενο του ψυγείου…

«Α ναι, τώρα θυμάμαι…»

Ο Ρυουτζί μισόκλεισε τα άγρια μάτια του, όχι από θυμό, αλλά από απογοήτευση.

Η Γιορτή Τηγανητού Ρυζιού είχε καταναλώσει όλα τα αυγά και το μπέικον, οπότε πάει το πρωινό με αυγά και μπέικον. Είχε ξοδευτεί επίσης όλο το κατεψυγμένο ρύζι.

«Φαίνεται πως πρέπει να τη βγάλω με σκέτο γάλα για πρωινό, κι όσο για το μεσημεριανό…αναγκαστικά θα είναι λιτό σήμερα. Για ορεκτικά έχει μόνο πατάτες.»

Το μεσημεριανό έπρεπε να έχει ρύζι οπωσδήποτε, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να φτιάξει ένα απλό ανάμεικτο ρύζι και αλατισμένες πατάτες.