Toradora! (Greek):Volume1 Chapter5

From Baka-Tsuki
Revision as of 14:55, 2 January 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 5

«Έι, κάνε πιο πέρα το κεφάλι σου! Μου κρύβεις την τηλεόραση!»

Το κεφάλι που έκρυβε τη μισή οθόνη της τηλεόρασης του Ρυουτζί απάντησε χωρίς να γυρίσει,

«Α, σκάσε επιτέλους! Δε μπορείς να κάνεις πιο κει;»

Ήταν η αδιάφορη απάντηση της ανεκδιήγητης Αϊσάκα.

«Τι;! Αυτή είναι η δική μου τηλεόραση, νομίζω!! Έτσι και ξαναπείς κάτι τέτοιο έφυγες όπως είσαι! Απέναντι ακριβώς μένεις έτσι κι αλλιώς!»

«...»

«ΜΗ.ΜΕ.ΑΓΝΟΕΙΣ!!!»

Ακούγοντας την κραυγή του Ρυουτζί η Αϊσάκα εδέησε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι της. Τα μάτια της έλαμπαν ψυχρά κάτω από τις μακριές της βλεφαρίδες.

«Βλέπω τηλεόραση τώρα, μπορείς να μη φωνάζεις; Ααχ~ τα ηλίθια σκυλιά δε μαθαίνουν ποτέ, ε;»

«Τι!!! Που να σε...»

Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Ρυουτζί ήταν ενοχλητική γειτόνισσα. Εκεί που στεκόταν όρθιος μπροστά στο μικρό τραπεζάκι και ήταν έτοιμος να σκουντήσει το άτομο που του έκρυβε την τηλεόραση και είχε αυτοανακηρυχθεί αφεντικό του...

«Ρυου~τσαν...μην τσακώνεστε τώρα~»

Η Γιάσουκο έκανε την εμφάνισή της στο άνοιγμα του φουσούμα και του είπε,

«Χτες η σπιτονοικοκυρά με κατσάδιασε. Είπε πως πάντα κάναμε πολύ θόρυβο, αλλά τελευταία το κακό έχει παραγίνει~»

«Ε, αυτή φταίει γι’αυτό...Έι! Δε φοράς τίποτα;!»

Τα λόγια του Ρυουτζί έκαναν την Αϊσάκα να στραφεί ξαφνιασμένη, και ακόμα και ο Ίνκο-τσαν κοίταξε έκπληκτος τη Γιάσουκο. Παρόλο που τρία ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν κατάπληκτα, αυτή δεν έδινε καμία σημασία...

«Όχι~ βέβαια, χαζούλη. Έτσι φοριέται αυτό~ και βάζω και αυτό από πάνω~»

Φορώντας ένα σχεδόν διαφανές φουστάνι, η Γιάσουκο έστριψε τη μέση της. Στα χέρια της κρατούσε πράγματι ένα κομψό λεοπάρ σακάκι.

«...Ωραίο φόρεμα!»

«Χε χε, όμορφο δεν είναι; Δε νομίζεις, Τάιγκα-τσαν;»

Η Γιάσουκο ανέμισε τη φούστα της χασκογελώντας, ενώ η Αϊσάκα την κοίταζε ανέκφραστη. Ο Ρυουτζί κράτησε την αναπνοή του...

«...Εκεί!»

Η Αϊσάκα έδειξε με το δάχτυλό της τους γοφούς της Γιάσουκο.

«Φαίνεται το κιλοτάκι σου.»

«Γουα...! Πράγματι!»

Ο Ίνκο-τσαν όμως χωρίς να διστάσει σχολίασε,

«Μα είναι καλύτερα έτσι!»

Εμένα μου λες. Ποιος άνθρωπος στον κόσμο θα λάμβανε υπόψη του τη γνώμη ενός πουλιού;! Ο Ρυουτζί που την κοιτούσε με ζαρωμένο μέτωπο, είδε κατάπληκτος τη μητέρα του να ξαναβρίσκει το κέφι της. Για όνομα του Θεού, τον πήρε στα σοβαρά;! Η Γιάσουκο ανασήκωσε τη φούστα της και έκανε μια στροφή με τα εσώρουχά της σε κοινή θέα.

«Τότε θα βάλω αυτό απόψε! Φεύγω, πάω για δουλειά!»

Χαμογέλασε χαρούμενα ενώ τα μεγάλα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, και μετά άρπαξε τη σακούλα με τα ψωμάκια που είχε αγοράσει με το χαρτζηλίκι της. Έγνεψε στα δυο παιδιά γελαστή,

«Λοιπόν, Ρυου-τσαν, Τάιγκα-τσαν, φεύγω τώρα~»

«Εντάξει, να προσέχεις. Μην πιεις πολύ, και αν σε πλησιάσει κανένας ύποπτος τύπος να πάρεις αμέσως τηλέφωνο από το κινητό σου!»

«Ε~ντάξει~! Τάιγκα-τσαν, μην αργήσεις να πας σπίτι!»

«Έγινε, να προσέχεις.»

Η παλιά πόρτα έκλεισε τρίζοντας, αφήνοντας τον έξω κόσμο έξω από το σπίτι των Τακάσου.

Αυτό που είχε τώρα σημασία, ήταν πολύ απλά...

«Χααα, πάω να βάλω λίγο τσάι.»

«Βάλε μου κι εμένα, και φέρε και κανένα γλυκό.»

«Γλυκό; Γιατί, έχουμε νομίζεις; Μα μόνο το φαΐ σε νοιάζει εσένα; Φέρε τουλάχιστον κι εσύ τίποτα καμιά φορά!»

«...»

«Θα πάψεις επιτέλους να με αγνοείς;»

Σε περίπτωση που δεν το έχετε αντιληφθεί, ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα έχουν πλέον συνηθίσει εντελώς ο ένας τον άλλο...καθώς και την υπόλοιπη οικογένεια του Ρυουτζί. Δεν ήταν δυνατό φυσικά να γίνει διαφορετικά, αφού αυτοί οι δυο ουσιαστικά έμεναν μαζί.

Για να βεβαιωθεί πως δε θα αργούσε να ξυπνήσει η Αϊσάκα, ο Ρυουτζί πήγαινε κάθε πρωΐ στο σπίτι της να την ξυπνήσει. Έπαιρνε μαζί του τα μεσημεριανά που είχε φτιάξει από πριν, και της έφτιαχνε ένα απλό πρωινό ώσπου να ετοιμαστεί.

Όταν πήγαιναν στο σχολείο, πριν φτάσουν στο σημείο όπου συναντούσαν τη Μινόρι άφηναν μια απόσταση μεταξύ τους, και φρόντιζαν να τη διατηρήσουν σε όλη τη διαδρομή από εκεί μέχρι το σχολείο.

Στο σχολείο, καθόντουσαν συχνά και κατάστρωναν σχέδια για να κερδίσουν την καρδιά του Κιταμούρα, και μετά τα έβαζαν σε εφαρμογή...Αν και μέχρι στιγμής είχαν αποτύχει όλα.

Μετά το σχολείο πήγαιναν στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσουν...Στην αρχή ο Ρυουτζί μαγείρευε στο σπίτι της Αϊσάκα, αλλά αυτό γρήγορα αποδείχτηκε πρόβλημα: Αν ήταν μόνο οι δυο τους δε θα υπήρχε θέμα, αλλά ήταν και η Γιάσουκο. Αν ο Ρυουτζί μαγείρευε μόνο για την Αϊσάκα, θα έπρεπε να ξαναμαγειρέψει στο σπίτι του, και ήταν πολύ χρονοβόρο να μαγειρεύει δυο φορές. Θα μπορούσε βέβαια να μαγειρέψει για όλους στο σπίτι της Αϊσάκα και να μεταφέρει τις μερίδες της οικογένειάς του στο σπίτι του, αλλά και αυτό ήταν κουραστικό.

Έτσι αποφασίστηκε να γίνεται το μαγείρεμα στο σπίτι των Τακάσου, και να τρώνε και οι τρεις τους μαζί, και έτσι γινόταν έκτοτε. Εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ κοπιαστικό να προσπαθεί κανείς να κάνει δουλειές σε δυο σπίτια. Παρόλο που η κουζίνα της Αϊσάκα πλέον άστραφτε από καθαριότητα, παραδόξως δεν προσφερόταν και τόσο για μαγείρεμα. Τα μαχαίρια δεν ήταν ακονισμένα και δεν υπήρχαν αρκετά σκεύη, και αυτό εκνεύριζε τον Ρυουτζί.

Παραδόξως, η Γιάσουκο αποδέχτηκε την Αϊσάκα χωρίς δυσκολία, και η Αϊσάκα από την πλευρά της δεν έδινε σημασία στις εκκεντρικότητες της Γιάσουκο. Ερχόταν για να φάει βραδινό και αυτό ήταν όλο. Και όταν έφτανε η ώρα για να πάει η Γιάσουκο στη δουλειά, αυτή και ο Ρυουτζί την χαιρετούσαν και την κατευόδωναν.

Στην αρχή, η Αϊσάκα πήγαινε σπίτι της αμέσως μόλις η Γιάσουκο έφευγε για τη δουλειά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να κάθεται πότε βλέποντας τηλεόραση, πότε διαβάζοντας μάνγκα,[1] πότε παίρνοντας κανέναν υπνάκο, πότε προσπαθώντας να μαντέψει τι έκαναν ο Κιταμούρα και η Κουσιέντα...Και ο χρόνος που περνούσε στο σπίτι των Τακάσου γινόταν όλο και περισσότερος...

«...Αχ!»

Χωρίς να το καταλάβει ο Ρυουτζί, η κατάσταση είχε φτάσει σε αυτό το σημείο.

Σκουπίζοντας το σάλιο από το στόμα του, φώναξε αγχωμένος στο άτομο που ήταν στην άλλη πλευρά του μικρού τραπεζιού,

«Έι, Αϊσάκα! Σήκω πάνω!»

«...Χμμμ...;»

Καθώς χουζούρευαν βλέποντας τηλεόραση, τους είχε πάρει και τους δυο ο ύπνος. Ο Ρυουτζί φορούσε τη φόρμα του, ενώ η Αϊσάκα ένα δαντελωτό φουστάνι. Ήταν ξαπλωμένοι πάνω στο τατάμι...και ήταν ήδη 3 το πρωΐ.

«Όπως και να’χει, δεν είναι σωστό να κοιμηθείς στο σπίτι μου, δε νομίζεις; Άντε, σήκω και πήγαινε να κοιμηθείς στο σπίτι σου!»

«... Ουμμμ...»

Δεν ήταν καν σίγουρος ότι τον είχε ακούσει, έτσι όπως ήταν με το πρόσωπο χωμένο στο χαλάκι που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. Η Αϊσάκα έχωσε το χέρι της μέσα στα ρούχα της και άρχισε να ξύνει την κοιλιά της...Που να σε... Ο Ρυουτζί τράβηξε το χαλάκι κάτω από το κεφάλι της.

«Ουχ! ... Ουμμ...»

Καθώς το κεφάλι της Αϊσάκα χτύπησε πάνω στο τατάμι, τα μάτια της άνοιξαν για μια στιγμή. Μετακινήθηκε για λίγο, σαν για να συνηθίσει την αίσθηση του τατάμι, βολεύτηκε σε μια θέση και ξανάρχισε να ροχαλίζει σιγανά.


Ο Ρυουτζί έκατσε σταυροπόδι δίπλα της και έγειρε να κοιτάξει το κοιμισμένο της πρόσωπο...Πώς γίνεται να έχουμε τόσο στενή σχέση! Ίσως να είμαι πια σε θέση να κάνω παρέα με κορίτσια χωρίς πρόβλημα...Μπα! Δεν είναι αυτό! Αυτή δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι, είναι η Τίγρη Μινιατούρα. Ήταν όμως αυτό το κορίτσι που κοιτούσε τώρα πράγματι η τρομερή, ανήμερη Τίγρη Μινιατούρα;

Το σχέδιο από το χαλάκι είχε αποτυπωθεί στο μάγουλό της, και λίγες σταγόνες ζεστό γάλα είχαν ξεμείνει στην άκρη των χειλιών της. Τα μακριά μαλλιά της ήταν απλωμένα στο τατάμι, και όλη η ένταση είχε φύγει από το κοιμισμένο, γαλήνιο πρόσωπο.

«...Έι...Αϊσάκα...Αϊσάκα...ξύπνα!»

Τσιμουδιά. Το μόνο που ακουγόταν στο σιωπηλό δυάρι ήταν ο θόρυβος του ψυγείου. Έμενε ακόμα αρκετή ώρα μέχρι το ξημέρωμα που θα γυρνούσε η Γιάσουκο, και ο Ίνκο-τσαν κοιμόταν βαθιά κάτω από το πανί του κλουβιού του.

«Τάιγκα. Αϊσάκα!»

Το σώμα του Ρυουτζί έριχνε μια μακριά σκιά πάνω στο πρόσωπό της, και μπορούσε να διακρίνει το σφυγμό που χτυπούσε στο λαιμό της. Ο Ρυουτζί σκόπευε να την πλησιάσει και να φωνάξει μέσα στο αυτί της, αλλά καθώς έγειρε μπροστά, ολόκληρο το σώμα του έγινε άκαμπτο σαν ξύλο. Στα ρουθούνια του έφτασε ένα ασυνήθιστο άρωμα, και αυτό το άρωμα ερχόταν από την Αϊσάκα.

«Αν δεν ξυπνήσεις...θα, θα σου επιτεθώ!»

...Φυσικά δεν το εννοώ. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να πω, γιατί να θέλω να κάνω κάτι με την Αϊσάκα; Έπειτα, έχω ήδη ένα κορίτσι που μου αρέσει (τη Μινόρι...) Γι’αυτό ούτε καν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να κάνω κάτι μ’αυτήν... Σοβαρά! ... Στο λόγο μου!

Όμως είναι πολύ ξεροκέφαλη. Αφού δεν ξυπνάει, πρέπει να την τρομάξω λίγο...Απλώς θα πω κάτι για να την ξαφνιάσω, αυτό είναι όλο.

Αυτή όμως εξακολουθούσε να είναι ακίνητη. Και τώρα πρόσεξε μια μικρή κλωστή από το τατάμι πάνω στο λευκό της μάγουλο... Μπορεί να γρατζουνιστεί μ’αυτό σκέφτηκε ο Ρυουτζί. Τίποτα το ύποπτο...από ενδιαφέρον και μόνο...απλώς θα το βγάλω από εκεί... Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε, και αργά αργά άπλωσε το χέρι του...

«ΟΥΜΦ!»

Και εκτοξεύτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

«... Χμμ; Τι...κάνεις;»

«...Τ, τίποτα...»

Αν ήταν σύμπτωση, ήταν ομολογουμένως πολύ περίεργη. Καθώς η Αϊσάκα κύλησε στο πλάι, κινήθηκε και το χέρι της, και η πανίσχυρη γροθιά της έριξε χωρίς να το θέλει ένα άπερκατ στο σαγόνι του Ρυουτζί.

Η Αϊσάκα ξύπνησε επιτέλους και έξυσε το κεφάλι της. Συνοφρυωμένη κοίταξε καχύποπτα τον Ρυουτζί που είχε προσγειωθεί με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω,

«...Περίεργο...γιατί κάνεις τόσο θόρυβο στα καλά καθούμενα; Και τέτοια ώρα μάλιστα. Θες να τ’ακούσεις πάλι από τη σπιτονοικοκυρά;»

«Ά, άφησέ με ήσυχο!»

Αν η Αϊσάκα είχε ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί πιθανότατα θα ήταν νεκρός τώρα. Ακόμα και όταν κοιμάται είναι τρομακτική...

Η Αϊσάκα ήταν πράγματι η Τίγρη Μινιατούρα. Η αγριότητα ήταν στο αίμα της, ήταν ο τύπος του κοριτσιού που θα δάγκωνε όποιον αντίπαλο και αν έβρισκε μπροστά της.

Αν και τώρα την είχε συνηθίσει αρκετά, ο Ρυουτζί Τακάσου ένιωθε πως χρειαζόταν ακόμα κάτι τέτοια συμβάντα πού και πού για να μην το ξεχνάει αυτό.


* * *


Κατάθεση 1

«Είμαι ο Κότζι Χαρούτα από την τάξη 2-Γ και αναφέρω τα εξής: Το είδα με τα μάτια μου, ήταν όταν μπήκα στο σουπερμάρκετ κοντά στο σταθμό για να πάρω κάτι να τσιμπήσω πηγαίνοντας σπίτι μετά τη λέσχη...Αυτοί οι δύο ήταν σίγουρα ο Τακάσου και η Τίγρη Μινιατούρα! Ο Τακάσου κρατούσε ένα καλάθι για ψώνια και διάλεγε τι ψάρι να πάρει, όταν η Τίγρη Μινιατούρα έχωσε ένα κομμάτι κρέας στο καλάθι. Ο Τακάσου αμέσως της φώναξε, «Είπαμε πως θα φάμε ψάρι στον ατμό απόψε!» και έβαλε το κρέας πίσω στο ράφι. Μετά αγόρασαν κρεμμύδια και ραδίκια. Και όταν πήγαν στο ταμείο, ο Τακάσου είπε «βγάλε 1000 γεν από το κοινό μας πορτοφόλι», και αμέσως η Τίγρη Μινιατούρα έβγαλε υπάκουα ένα πορτοφόλι. Είπε «κοινό πορτοφόλι»! Πώς να το πω; Είναι λες και οι δυο τους είναι παντρεμένοι.»

Κατάθεση 2

«Είμαι η Μάγια Κιχάρα, επίσης από την τάξη 2-Γ και αναφέρω: Είδα το συμβάν το πρωΐ καθώς πήγαινα στο σχολείο...Συνήθως πάω με το ποδήλατο... Ξέρετε εκείνη την ολοκαίνουργια αριστοκρατική πολυκατοικία; Κάθε φορά που περνάω από κει, σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν αν έμενα εκεί. Και ακριβώς τη στιγμή που το σκεφτόμουν αυτό, είδα τον Τακάσου-κουν να βγαίνει από κει. Και σκέφτηκα, «Δεν είναι δυνατόν! Εδώ μένει;!» Και τότε είδα την Αϊσάκα να τρέχει πίσω του και να γκρινιάζει, «Ακόμα νυστάζω! Έπρεπε να με είχες ξυπνήσει νωρίτερα!» Δεν πίστευα στα μάτια μου! Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω τους, και είδα τον Τακάσου-κουν να στρέφεται και να της φωνάζει «Πόσες φορές σου φώναξα να ξυπνήσεις;» ...Είναι δυνατόν...μπορεί αυτοί οι δυο να...;»

Κατάθεση 3

«Εμ, είμαι ο Χισαμίτσου Νότο από την τάξη 2-Γ. Με τον Τακάσου είμαστε συμμαθητές από πέρσι, και ακόμα κάνουμε συχνά παρέα. Όμως τώρα τελευταία, ο Τακάσου συνεχώς εξαφανίζεται όποτε θέλω να πάμε μαζί σπίτι. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι στο καλό συμβαίνει. Εχτές ακόμα, επειδή το αγαπημένο μου συγκρότημα έβγαλε καινούργιο δίσκο, σκέφτηκα να πάμε μαζί στο δισκοπωλείο, και πήγα να του το πω την ώρα του μεσημεριανού...Και τότε...Είναι στ’αλήθεια παράξενο, αλλά μου είπε «Περίμενε μισό λεπτό,» και μετά στράφηκε και είπε, «Αϊσάκα, δεν μπορώ να πάω σπίτι μαζί σου σήμερα, εντάξει; Θα γυρίσω στις 8.»...Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Θα γυρίσει; Πού; Και τι θα κάνει εκεί; Και μετά, την ώρα που ήμασταν στο δισκοπωλείο, τον ρώτησα τι σήμαιναν όλα αυτά, αλλά μου απάντησε απλώς, «Μην ασχολείσαι» ... Σίγουρα κάτι τρέχει μ’αυτούς τους δυο!

Κατάθεση 4

«Είμαι η Μινόρι Κουσιέντα από την τάξη 2-Γ. Υποθέτω πως θα μπορούσε να πει κανείς ότι εγώ και η Τάιγκα είμαστε καλές φίλες, όμως τώρα τελευταία...είναι σαν να μου κρύβει κάτι. Κάθε πρωΐ, συναντιόμαστε στο ίδιο σημείο και πάμε μαζί σχολείο, όμως, πώς να το πω... ο Τακάσου-κουν έρχεται κι αυτός μαζί της...Πάντα βέβαια εμφανίζεται λίγο πιο πίσω και περπατάει σαν να μην την ξέρει. Αυτό σημαίνει ότι οι δυο τους είναι «ζευγαράκι»; Ή ότι «έχουν ορκιστεί να είναι αχώριστοι;» Η Τάιγκα όμως πάντα λέει «Απλώς έτυχε να συναντηθούμε στο δρόμο,» ή «Αλήθεια; Ούτε που τον πρόσεξα.» Εεεμ, παρόλο που χαίρομαι που η Τάιγκα έκοψε την κακή συνήθεια που είχε να παρακοιμάται και να έρχεται καθυστερημένη κάθε τρεις μέρες, όμως... στ’αλήθεια με ενοχλεί αυτή η αίσθηση ότι μου κρύβει κάτι. Και οι δυο τους φαίνεται να συνωμοτούν συνεχώς και στο σχολείο, ένας Θεός ξέρει τι σχεδιάζουν μαζί... Ε; Αυτό είναι το αίσθημα της ζήλειας; Και τότε τι θα απογίνει το σύστημα της γυναικείας αδελφότητας; Και τι θα απογίνει η Rosa Chinensis και η Rosa Gigantea; ... Και τι στην ευχή κάθομαι και λέω;! Αααχ, ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι λέω πια~!!!»