Toradora! (Greek):Volume2 Chapter2

From Baka-Tsuki
Revision as of 22:23, 14 March 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 2

Το επόμενο σοκ ήρθε το επόμενο πρωί, την πρώτη μέρα στο σχολείο μετά το τέλος των διακοπών.

Ήταν λίγο μετά τις 8 το πρωί.

Η υπεύθυνη καθηγήτρια είχε έρθει νωρίτερα από ότι συνήθως, και το ελεύθερο μάθημα άρχισε επίσης νωρίτερα,

«Ωωω...»

---Και άνοιξαν οι πύλες της κόλασης.

Για κάτι τέτοιες καταστάσεις πρέπει να υπήρχαν εκφράσεις σαν κι αυτή. Αδυνατώντας να συγκρατήσει ένα επιφώνημα έκπληξης, ο Ρυουτζί καθόταν και κοίταζε μην πιστεύοντας στα μάτια του. Δε μπορούσε να το πιστέψει, ή μάλλον δεν ήθελε να το πιστέψει. Αλλά δυστυχώς δε φαινόταν να είναι όνειρο.

Με ανοιχτό το στόμα, στράφηκε και κοίταξε τον Κιταμούρα και αναφώνησε ξαφνιασμένος, «Δεν είχα ιδέα γι’αυτό,» ο Κιταμούρα όμως περιορίστηκε να του γνέψει από μακριά «Γεια» με το συνηθισμένο άνετο ύφος του.

Όπως και να είχε, δε μπορούσε να αγνοήσει την πραγματικότητα.

Παγωμένος όπως ήταν από το σοκ, η ματιά του Ρυουτζί ήταν τρεις φορές πιο άγρια από ότι συνήθως. Δε μπορούσε όμως να κάνει τίποτα εκτός από το να αποδεχτεί τη φριχτή πραγματικότητα.

Η αιτία της αγωνίας του Ρυουτζί προχώρησε προς την έδρα με τα μακριά της πόδια και τα υπέροχα μαλλιά της να ανεμίζουν.

Κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά με ελαφρά ντροπαλή έκφραση, το χαμόγελό της έγινε σχεδόν ένα με το ζεστό πρωινό φως. Και σηκώνοντας αργά αργά τα μάτια της, είπε---

«Από σήμερα, θα είμαι μαθήτρια αυτού του σχολείου. Το όνομά μου είναι Άμι Καβασίμα. Σας παρακαλώ να είστε καλοί μαζί μου.»

---Ένα υπέροχα αγνό και ειλικρινές πρόσωπο.

Αυτό είναι γελοίο.

«...Πώς, έγινε, κάτι τέτοιο...»

Κανείς δεν πρόσεξε τη ραγισμένη φωνή. Και αγνοώντας τον Ρυουτζί που ήταν ακόμα σε κατάσταση σοκ, η υπόλοιπη τάξη άρχισε,

«Ε, ε, αυτό το κορίτσι, δεν εμφανίζεται σε ένα περιοδικό;!»

«Τι;! Αλήθεια;! Αλλά βέβαια, είναι τόσο όμορφη!»

«Δε μπορεί», «Ψέματα», «Απίστευτο, είναι απίστευτο»... Τα κορίτσια που ασχολούνταν με τη μόδα είχαν ξεσηκωθεί και φλυαρούσαν ακατάσχετα. Αντίθετα, όλα σχεδόν τα αγόρια ήταν ύποπτα ήσυχα, και χωρίς να σχολιάζουν κάθονταν και κοιτούσαν σαν μαγεμένοι με φλογερό βλέμμα τον αψεγάδιαστο άγγελο πάνω στην έδρα. Ο Χισαμίτσου Νότο, ο φίλος του Ρυουτζί που φορούσε γυαλιά με μαύρο σκελετό και καθόταν λίγο μπροστά και στο πλάι, γύρισε αργά αργά προς τα πίσω,

«Τι λαχείο!»

Ο Νότο μουρμούρισε με θέρμη κατενθουσιασμένος, κοιτάζοντας τον Ρυουτζί και σφίγγοντας τη γροθιά του.

«...Ν, ναι...»

Απάντησε αόριστα ο Ρυουτζί, αλλά αντί να σφίξει κι αυτός τη γροθιά του απλώς ξεροκατάπιε.

Η Άμι φαινόταν πανέμορφη πάνω στην έδρα. Το δέρμα της έμοιαζε ακόμα πιο λείο και λαμπερό από χτες, και τα μεγάλα σαν πετράδια μάτια της φαινόντουσαν να λάμπουν ακόμα περισσότερο από χτες. Χωρίς να ξεχάσει να χαμογελάσει, έγειρε το κεφάλι της κοιτάζοντας ολόγυρα την τάξη. Το μικρό πηγούνι της έδινε μια κάπως παιδική εμφάνιση, οι αναλογίες της όμως ήταν τέλειες. Η Άμι ήταν η υπέρτατη ενσάρκωση της ομορφιάς, σε σημείο να κάνει την ίδια την αίσθηση της πραγματικότητας να ξεθωριάζει. Ο πονοκέφαλος του Ρυουτζί είχε γίνει επίσης υπέρτατος.

Διακριτικά στράφηκε να κοιτάξει ένα θρανίο κάπου στο κέντρο της τάξης. Αυτή τη στιγμή, το άτομο που θα έπρεπε να δοκιμάζει το μεγαλύτερο σοκ καθόταν σ’αυτό το θρανίο. Και λεγόταν Τάιγκα.

Την είδε.

Και,

«...Ωχ...»

Αμέσως στράφηκε και κοίταξε αλλού. Καλύτερα να μην πρόσεχε κανείς άλλος το ύφος της.

Τα φρύδια της είχαν σηκωθεί σχεδόν κάθετα και τα μάτια της είχαν θολώσει, μοιάζοντας με λίμνες λάβας που κόχλαζε. Τα τριανταφυλλένια χείλια έτρεμαν και είχαν σουφρώσει δυσοίωνα, και το πρόσωπό της φαινόταν έτοιμο να εκραγεί, σαν να είχε μια βόμβα μέσα στο στόμα της. Προφανώς όλα αυτά ήταν εκδηλώσεις της οργής που μετά βίας συγκρατούσε, του θυμού της ενάντια στον κόσμο που δεν άντεχε. Ήταν τόση η ένταση της ματιάς της, που θα μπορούσε να ρίξει νεκρό έναν αδύναμο άνθρωπο.

Από εκεί που στεκόταν, η Άμι ασφαλώς μπορούσε να δει την Τάιγκα να εκτοξεύει τη δολοφονική της διάθεση από το θρανίο της. Για μια στιγμή μόνο, τα φρύδια της Άμι ανασηκώθηκαν ελάχιστα. Ωστόσο, φέρθηκε με την ψυχραιμία που θα περίμενε κανείς από μια επαγγελματία, συνηθισμένη στα φώτα της δημοσιότητας.

«Σας παρακαλώ όλους να με φωνάζετε Άμι!»

Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει με αψεγάδιαστη υποκρισία, χαμογέλασε χαριτωμένα και ανοιχτόκαρδα. Και μόνο αυτή η αντίδρασή της όμως ήταν υπεραρκετή για να παγώσει από τρόμο ο Ρυουτζί. Έτσι είναι όλες οι γυναίκες; Νιώθοντας μια ξαφνική ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του, κούμπωσε από ένστικτο το σχολικό σακάκι του μέχρι πάνω.

«Λοιπόν παιδιά, ελπίζω να τα πάτε όλοι καλά με την καινούρια μας φίλη! Ελάτε να την καλοσωρίσουμε!»

Η υπεύθυνη καθηγήτρια και γνωστή γεροντοκόρη Γιούρι Κοϊγκακούμπο (29) ύψωσε τη φωνή της με ασυνήθιστη ζωηρότητα ανάμεσα στα χειροκροτήματα των μαθητών. Αγκαλιάζοντας με οικειότητα την Άμι από τους ώμους, φώναξε «Είναι όλοι τους καλά παιδιά, θα τα πας σίγουρα μια χαρά μαζί τους!», κάνοντας το σήμα της νίκης...Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε αν της είχε συμβεί κάτι κατά τη διάρκεια των διακοπών, γιατί το στιλ της είχε αλλάξει τελείως. Συνήθως φορούσε κομψά ροζ συνολάκια, αλλά εκείνη τη μέρα είχε βάλει ένα σπορ φούτερ με κουκούλα.

«Λοιπόν, είναι μια νέα αρχή για την τάξη 2-Γ~!»

Ανασήκωσε ζωηρά τους αντίχειρές της.

«...Τσκ.»

Από ότι φαινόταν, ούτε καν το πλατάγισμα της γλώσσας της Τάιγκα, που ανέδινε μια αύρα αποπνικτικής δυσαρέσκειας καθώς κοιτούσε από κάτω, δεν ήταν αρκετό για να της χαλάσει τη διάθεση σήμερα.

«...Έι, σταμάτα πια αυτό το θόρυβο! Προσπάθησε να χαμογελάσεις για μια φορά τουλάχιστον!»

«...Τσκ.»

«...Μόνο για σήμερα, για να καλοσωρίσεις την καινούρια μας φίλη.»

«...Τσκ.»

Μμμμνγκκ---Μην μπορώντας πλέον να ξεστομίσει τίποτα περισσότερο από άναρθρους ήχους, έπιασε ξαφνικά το κεφάλι της με τα χέρια της. Και σχεδόν σαν να έκανε κατακόρυφο, έκανε απότομα μεταβολή και έπεσε στην καρέκλα της, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της. Ήταν ολοφάνερα θλιμμένη.

«Κ, κυρία Γιούρι...;»

«Εμ, είστε εντάξει...;»

Όπως ήταν αναμενόμενο, η τάξη σώπασε βλέποντας αυτή τη σκηνή, ενώ η Άμι που στεκόταν δίπλα δε χαμογελούσε πια καθώς την κοίταζε. Η γεροντοκόρη τελικά κοίταξε προς τα πάνω μετά από τουλάχιστον μισό λεπτό. Τρέμοντας ελαφρά και με σκυμμένο κεφάλι, έμοιαζε να ντρέπεται καθώς, με αρκετή δυσκολία, άρχισε να μιλάει για τα προσωπικά της ζητήματα.

«...Στη διάρκεια των διακοπών, εγώ, η τελευταία μου ευκαιρία...η εντελώς τελευταία...χάθηκε~! Γι’αυτό, είπα να βάλω τα δυνατά μου, να προσπαθήσω περισσότερο στη δουλειά μου, αλλά, αλλά...Δεν πειράζει, ξεχάστε το! Έτσι κι αλλιώς δε μπορείτε να καταλάβετε! Είμαι σίγουρη όμως πως θα καταλάβετε όταν μεγαλώσετε, γι’αυτό...! Κιταμούρα-κουν, σε παρακαλώ, ανάλαβε εσύ τα υπόλοιπα!»

«Εντάξει λοιπόν.»

Αφού του το ζήτησαν, ο Κιταμούρα σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την τάξη, λέγοντας,

«Ακούστε με όλοι παρακαλώ. Η Άμι είναι φίλη μου από τα παλιά. Δε γνώριζα πως θα μετεγγραφόταν στην τάξη μας, αλλά σας παρακαλώ όλους να τα πάτε καλά μαζί της. Λοιπόν, αυτά είναι όλα για το πρωινό ελεύθερο μάθημα σήμερα. Όρθιοι! Υποκλιθείτε!»

«Φτάνει πια~»---Το αξιοθρήνητο βογγητό της γεροντοκόρης αντήχησε σαν έκρηξη μέσα στη θορυβώδη τάξη για να σβήσει μέσα σε μια στιγμή.



* * *



«Κα, Καβασίμα-σαν, να στο μετακινήσω εγώ;»

«Όχι, άφησε εμένα!»

«Εγώ θα το μετακινήσω, κάντε άκρη!»

«Όχι, όχι, ζήτα το από μένα! Ή καλύτερα, κάνε πίσω και άσε τα όλα πάνω μου.»

Μέσα σε μια στιγμή, μια ορδή από αγόρια είχε περικυκλώσει την Άμι, που προσπαθούσε να μετακινήσει το θρανίο και την καρέκλα της. Οι πιο ντροπαλοί παρακολουθούσαν την ορδή από απόσταση με ζηλιάρικο ύφος. Φαινόταν πως όλοι ήθελαν να την πλησιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και το αν βρισκόντουσαν κοντά ή μακριά της ήταν καθαρά θέμα αποφασιστικότητας.

«Είναι εντάξει, εντάξει! Μπορώ να κάνω και μόνη μου κάτι τόσο απλό! Δεν είμαι και τόσο αδύναμη, ξέρετε!»

Και χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν, η Άμι φωνάζοντας «Έι οπ!» σήκωσε το θρανίο με τα λεπτά χέρια της.

«Αχ, πρόσεχε!»

«Καβασίμα-σαν, άφησέ μας να σε βοηθήσουμε!»

«Αφού σας είπα πως είναι εντάξει, μην ανησυχείτε!»

Προχωρώντας ανάμεσα από το πλήθος των αγοριών που ήθελαν να βοηθήσουν, πήγε γρήγορα στη θέση της.

«...Βλέπετε! Δε σας είπα; Κάτι τέτοιο δεν είναι πρόβλημα για μένα.»

Αφού τοποθέτησε το θρανίο και την καρέκλα της στην προκαθορισμένη θέση, χαμογέλασε αγγελικά. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα, τα αγόρια δεν είχαν πια πρόσχημα για να της μιλήσουν. Έτσι έφυγαν απρόθυμα, λέγοντας με προσποιητή ηρεμία, «Αν χρειαστείς κάτι, εδώ είμαστε!», και τους αντικατέστησαν μερικά κορίτσια που πλησίασαν την Άμι.

«Εεε, Καβασίμα-σαν, το μετακίνησες αυτό ολομόναχη; Μπορούσες να ζητήσεις από τα αγόρια να το κάνουν.»

«Σωστά, σωστά, ή για να λέμε την αλήθεια, νομίζω πως όλα αυτά τα αγόρια ψόφαγαν να πιάσουν κουβέντα μαζί σου, Καβασίμα-σαν. Θα χαιρόντουσαν πολύ αν τους χρησιμοποιούσες, είμαι σίγουρη.»

Κοιτάζοντας τα κορίτσια με ένα ακόμα πιο λαμπερό χαμόγελο από αυτό που είχε δείξει στα αγόρια, η Άμι κούνησε παιχνιδιάρικα τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της.

«Είναι εντάξει~, αφού δεν είναι δα και τίποτα δύσκολο!...Δηλαδή έτσι τους είπα, αλλά μεταξύ μας, στην πραγματικότητα γίνομαι πολύ νευρική όταν κουβεντιάζω με αγόρια.»

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια. Και πιο πολύ χαίρομαι που ήρθατε εσείς να μου μιλήσετε! Είναι η πρώτη φορά που έρχονται κορίτσια να κουβεντιάσουν μαζί μου, και αυτό με κάνει τόσο χαρούμενη! Μπορείτε να με φωνάζετε Άμι, ξέρετε!»

Αφού είπε όλα αυτά με ευγένεια, πήγε να καθήσει στην καρέκλα της όταν,

«Α-άου!»

Χτύπησε το καλάμι της στο πόδι του θρανίου της. Με κωμικά συσπασμένο πρόσωπο, η Άμι φαινόταν να πονάει στ’αλήθεια.

«Ααχ, να πάρει! Τι γκάφα! Κι εγώ που ήθελα να δείξω πόσο μοντέρνα και άνετη είμαι τώρα που πήρα μετεγγραφή εδώ! Υποθέτω πως είμαι για γέλια τελικά!»

Ανταπαντώντας στην αυτοκριτική της Άμι, τα κορίτσια είπαν γελώντας,

«Καβασίμα-σαν...θέλω να πω, Άμι-τσαν, μήπως τελικά είσαι γκαφατζού;»

«Κατά κάποιο τρόπο, σου ταιριάζει! Για κοίτα, παρόλο που έχεις την τύχη να είσαι τόσο όμορφη, είναι δυνατόν να κάνεις τέτοια αστεία γκριμάτσα;»

«Μη λες πως είναι αστεία~! Στ’αλήθεια είχα σκοπό να είμαι μοντέρνα και άνετη~!»

Χαχαχαχαχα~---Και η κουβέντα συνεχίστηκε κάπως έτσι.

Εν τω μεταξύ, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο με το πηγούνι ακουμπισμένο στα χέρια του, ο Ρυουτζί κοιτούσε σιωπηλός το ενθουσιασμένο πλήθος που είχε την Άμι για επίκεντρο. Χωρίς τη συνηθισμένη σκληρή λάμψη τους, τα μάτια του ήταν ασυνήθιστα αδειανά καθώς αναρωτιόταν, Ώστε μπορεί να παίρνει και τέτοιο ύφος; Για κάποιο λόγο είχε αρχίσει να γίνεται δύσπιστος απέναντι στα κορίτσια.

Καθώς ήταν χαμένος στις σκέψεις του, κατά τύχη η ματιά του συνάντησε τη ματιά της Άμι. Αφήνοντας ένα «Α» από το μισάνοιχτο στόμα της, η Άμι ανοιγόκλεισε τα μεγάλα μάτια της, φαινομενικά έκπληκτη. Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε αν στ’αλήθεια είχε προσέξει μόλις τώρα ότι ήταν κι αυτός στην ίδια τάξη. Ίσως πράγματι να είχε δει μόνο την Τάιγκα προηγουμένως. Η Άμι έδειξε με το λεπτό της δάχτυλο τον Ρυουτζί.

«Εεε, δε μπορεί! Ο Τακάσου-κουν δεν είναι αυτός;»

«...»

Ήταν καθαρά αντανακλαστική κίνηση.

Εντελώς αντανακλαστικά, γύρισε από την άλλη σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Έμοιαζε ακριβώς σαν να απόστρεφε το βλέμμα του από κάτι δυσάρεστο. Αν και ήταν μόνο για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν είχε κάνει πολύ κακή εντύπωση με την κίνησή του αυτή...αλλά δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει ξανά την Άμι. Έτσι υποχρεώνοντας τον εαυτό του να κάνει τον αδιάφορο, ο Ρυουτζί μπορούσε μόνο να ακούει καθώς τα κορίτσια συνέχιζαν τη φλυαρία τους.

«Άμι-τσαν, γνωρίζεις τον Ρυουτζί Τακάσου;! Πώς;!»

«Να, όταν πήγα σε ένα οικογενειακό εστιατόριο με τον Γιουσάκου, συναντηθήκαμε κατά τύχη και μας σύστησαν, αλλά...για κάποιο λόγο φαίνεται πως με αντιπαθεί; Κοιτάξτε, με σνομπάρει νομίζω...»

Μπορεί να προσπαθούσε να είναι διακριτική, αλλά η φωνή της Άμι έφτανε με ευκολία στα αυτιά του Ρυουτζί. Μπα, μάλλον επίτηδες τον άφηνε να ακούει αυτά που έλεγε...Για την Άμι ασφαλώς δε θα ήταν απορίας άξιο να κάνει κάτι τέτοιο.

«Εεε, ο Τακάσου, απλώς είναι λίγο ακοινώνητος, δεν είναι ότι σε μισεί ή τίποτα τέτοιο. Είμαι σίγουρη πως απλώς ντρέπεται.»

«Σωστά, πριν βρεθούμε στην ίδια τάξη, όλοι νομίζαμε πως ήταν ένας τρομερός χούλιγκαν και φοβόμασταν ακόμα και να τον πλησιάσουμε επειδή είχε συνεχώς αυτό το άγριο ύφος, ξέρεις.»

---‘Τον θεωρούσαν κακό εξαιτίας της αντικοινωνικής συμπεριφοράς του.’ Ο Ρυουτζί εξακολούθησε να κοιτάει έξω από το παράθυρο, αλλά κατά βάθος αυτά τα λόγια τον πλήγωσαν πολύ.

«Ώστε ο Τακάσου-κουν δεν είναι κακός ή τίποτα τέτοιο;»

«Απλώς είναι κάπως διαφορετικός. Οι πρωτοετείς και οι μαθητές των άλλων τάξεων φαίνεται να τον φοβούνται ακόμα, αλλά εσύ δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς για τίποτα απ’αυτά, Άμι-τσαν!»

«Ναι ναι!»

«Εεε...Ώστε έτσι έχουν τα πράγματα...»

Κοίτα~να δεις...Μπορούσε να νιώσει μια υπολογιστική ματιά καρφωμένη στο σβέρκο του.