Toradora! (Greek):Volume2 Spin-off

From Baka-Tsuki
Revision as of 22:17, 20 March 2011 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Δευτερεύουσα ιστορία

Ο θρύλος της Τίγρης Μινιατούρας που φέρνει ευτυχία

Ο τρίτος όροφος του παλιού σχολικού κτιρίου.

Αν και τα μαθήματα είχαν μόλις τελειώσει, ο διάδρομος ήταν κιόλας μισοσκότεινος και δε φαινόταν κανένας άλλος μαθητής. Οι λάμπες φθορισμού στο ταβάνι κατά διαστήματα βούιζαν και αναβόσβηναν, φωτίζοντας με ένα καταθλιπτικό φως το ήδη μελαγχολικό πρόσωπο του Τομίε Κούτα καθώς βάδιζε στο διάδρομο.

Κάποια στιγμή έφτασε επιτέλους μπροστά σε μια πόρτα που είχε πάνω της ένα χαρτί κολλημένο με σελοτέιπ. Πάνω στο χαρτί ήταν γραμμένες βιαστικά με μολύβι μερικές λέξεις.

Το χαρτί έγραφε, «Αίθουσα μαθητικού συμβουλίου».

«Χαα». Ο Κούτα αναστέναξε και κοίταξε με κουρασμένα μάτια το παλιό πόμολο της πόρτας. Αναρωτήθηκε, τι νόημα είχε να έρχεται εδώ κάθε μέρα---

«Μπουαχαχαχα!»

«...Αυτή πρέπει να είναι η πρόεδρος.»

Οπισθοχώρησε άθελά του καθώς άκουσε το βροντερό γέλιο πίσω από την πόρτα, και δίστασε να μπει μέσα. Χωρίς να το σκεφτεί, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του ιδιοκτήτη αυτού του γέλιου.

Ένα αξιόπιστο άτομο που μερικές φορές επιδείκνυε μια πατρική, αυστηρή αγάπη...Κάτι σαν μεγαλύτερος αδελφός ή προπονητής, τέτοιοι όροι ταίριαζαν στην χαρακτηριστικά ‘αρρενωπή’ προσωπικότητα αυτού του ατόμου. Ο Κούτα είχε αποφασίσει ότι δεν μισούσε αυτό το είδος του ανθρώπου. Ωστόσο,

«Με συγχωρείτε.»

Με μια συνεχόμενη κίνηση άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.

«Έι! Άργησες, πρωτοετή! Άντε, κάτσε, κάτσε εκεί!»

«...Εντάξει.»

Είχαν ήδη μεσολαβήσει λίγες εβδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση, αλλά ακόμα δε μπορούσε να το συνηθίσει.

«Τι ξεψυχισμένη απάντηση είναι αυτή;»

Τσκ, έκανε η αρρενωπή προσωπικότητα που λεγόταν Σουμίρε Κάνου, συνοδεύοντας το πλατάγισμα της γλώσσας με ένα χαρούμενο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Λέγοντάς του «Άντε, φάε», του πέταξε ένα γλυκό.

Όμως πέρα απ’αυτά, αυτό το άτομο ήταν,

«Με συγχωρείς, πρόεδρε, έχω εδώ τα οικονομικά στοιχεία του προηγούμενου έτους.»

«Ααα, δώστα να τους ρίξω μια ματιά.»

Με μακριά μεταξένια μαύρα μαλλιά που έπεφταν στους λεπτούς ώμους της, ωχρό πρόσωπο, και σοβαρό ύφος, ήταν η τέλεια εικόνα μιας Γιαπωνέζας καλλονής.

Ήταν η Σουμίρε Κάνου, η πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.

Ήταν επίσης μια άριστη μαθήτρια, που ποτέ δεν είχε παραχωρήσει σε άλλον την πρώτη θέση στη βαθμολογία από τότε που είχε έρθει στο σχολείο. Παρεμπιπτόντως, η αδελφή της Σάκουρα Κάνου που ήταν δύο χρόνια μικρότερη, ήταν πρωτοετής στο σχολείο, και όλοι οι μαθητές τις αποκαλούσαν ‘οι αδελφές Κάνου’. Αν και, σαν πρόεδρος και μεγαλύτερη, η Σουμίρε έμοιαζε περισσότερο σαν μεγαλύτερος αδελφός.

«Έι, Κούτα. Πάλι έτρωγες μόνος σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Έτυχε να περάσω από την τάξη σου και σε είδα ολομόναχο.»

«...Σε παρακαλώ να κοιτάς τη δουλειά σου.»

Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο με τα πόδια ανοιχτά και κρατώντας τα έγγραφα στο ένα χέρι, η Σουμίρε τον κοίταζε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Δε φαινόταν διατεθειμένη να τον αφήσει στην ησυχία του.

«Ακόμα δεν έχεις κάνει φίλους; Παρόλο που κοντεύει να τελειώσει ο Μάιος; Δεν πάνε κιόλας δυο μήνες από τότε που ξεκίνησες το λύκειο;»

Δεν υπήρχε ίχνος συμπόνοιας στα λόγια που έβγαιναν από τα ρόδινα χείλη της. Ο Κούτα έμεινε σιωπηλός, γυρίζοντάς της την πλάτη του και κοιτάζοντας επίμονα την ατζέντα του.

«Εσύ, ένας πρωτοετής, τολμάς να αγνοείς εμένα;»

«Έλα τώρα, πρόεδρε.»

Αυτός που έσπευσε σε βοήθειά του ήταν ο δευτεροετής αντιπρόεδρος, ο Γιουσάκου Κιταμούρα. Με τα σοβαρά γυαλιά του με τον ασημένιο σκελετό να λάμπουν στον ήλιο, παρενέβη μιλώντας ήρεμα.

«Ο Κούτα ξεκίνησε με ένα μήνα καθυστέρηση, επομένως πάει μόλις ένας μήνας που άρχισε το σχολείο.»

«Ααα, ναι, σωστά!»

Η Σουμίρε χτύπησε τα χέρια της σαν να χειροκροτούσε.

«Τι έγινε, σε χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν την τελετή έναρξης...;»

«...Όχι. Με χτύπησε αυτοκίνητο τη μέρα πριν τις εξετάσεις για το λύκειο που ήταν η πρώτη επιλογή μου.»

«Σωστά, σωστά, χμμ, α ναι θυμήθηκα τώρα, το σπίτι του γείτονά σας έπιασε φωτιά και εξαιτίας αυτού το δικό σου σπίτι πλημμύρισε...»

«...Αυτό συνέβη την παραμονή της εκδρομής μου στο γυμνάσιο. Τη μέρα πριν την τελετή έναρξης του λυκείου, είχα έναν έντονο πονόκοιλο που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν σκωληκοειδίτιδα, με αποτέλεσμα να πάθω κρίση σκωληκοειδίτιδας την ώρα που είχαμε βγει για φαγητό για να το γιορτάσουμε, και μετά να χτυπήσω πάνω σε ένα από τα γειτονικά τραπέζια και να λιποθυμήσω...»

«Ααα! Και μετά μπήκες στο νοσοκομείο για ένα μήνα!»

--- Ο Κούτα μπορούσε μόνο να κρεμάσει σιωπηλά το κεφάλι του καθώς τον έδειχνε με το δάχτυλο. Ήξερε ήδη τι θα έλεγε μετά η Σουμίρε.

«Σοβαρά τώρα, τραβάς τα ατυχήματα σαν μαγνήτης!»

Μπουαχαχαχα!...Μα τόσο αστείο το έβρισκε;

«Πρόεδρε, μη γελάς τόσο. Κάνεις τον Κούτα να αισθάνεται άσχημα.»

Ένα ακατάσχετο γέλιο συνέχισε να ακούγεται μέχρι που παρενέβη ο Κιταμούρα, και μια δυο γενικές γραμματείς – δευτεροετείς – έκαναν πως ήταν πολύ απορροφημένες από τη δουλειά τους, όμως οι ώμοι τους τραντάζονταν από το σιωπηλό γέλιο.

‘Γέλα όσο θέλεις’, κατέβασε μούτρα ο Κούτα και γύρισε από την άλλη. Συγγνώμη που είμαι τόσο άτυχος. Πάντως, πραγματικά ήταν άτυχος.

Όποτε επρόκειτο να του συμβεί κάτι σημαντικό, ο Κούτα αναπόφευκτα θα υπέφερε από κάποιο ανελέητο χτύπημα της μοίρας. Από τότε που είχε γεννηθεί μέχρι σήμερα, έτσι ήταν πάντα. Παρεμπιπτόντως, η βιντεοκάμερα του πατέρα του είχε μείνει από μπαταρία τη στιγμή που γεννιόταν ο Κούτα, κι αυτό είχε αποσπάσει την προσοχή του μαιευτήρα, με αποτέλεσμα να του πέσει το νεογέννητο πάνω στο τραπέζι της αίθουσας τοκετών.

Και έτσι είχε πάντοτε προβλήματα μέχρι σήμερα. Όπως και να είχε όμως, ήταν δική του η απόφαση να συμμετάσχει στο μαθητικό συμβούλιο.




Επειδή είχε ξεκινήσει καθυστερημένα τη ζωτικής σημασίας είσοδό του στο λύκειο, ο Κούτα , χωρίς να το συνειδητοποιήσει, είχε ξεκόψει από τους υπόλοιπους. Μια και δεν ήταν εξαρχής ιδιαίτερα εύθυμος και ζωηρός, είχε σκεφτεί να γίνει μέλος μιας λέσχης για να κάνει φίλους, όμως είχε χάσει την περίοδο εγγραφής των πρωτοετών σε λέσχες και έτσι δεν είχε την ευκαιρία να γίνει μέλος σε κάποια λέσχη.

Δεν τον μισούσαν ή τίποτα τέτοιο, αλλά εξαιτίας όλων αυτών είχε καταλήξει να μην έχει καθόλου φίλους για να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του. Μια μέρα καθώς αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί σε μια τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση, ο Κούτα είδε ένα πόστερ που έλεγε:

«Ζητούνται βοηθοί γενικών καθηκόντων! Οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι! Μαθητικό συμβούλιο»

Βοηθός γενικών καθηκόντων...Βασικά, θεώρησε ότι αυτό σήμαινε απλώς να βοηθάει σε διάφορες δραστηριότητες. Δεν ήταν πως ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να βοηθάει το μαθητικό συμβούλιο στις δουλειές του. Όμως, οι λέξεις ‘οι πρωτοετείς είναι ευπρόσδεκτοι’, του έκαναν μεγάλη εντύπωση εκείνη τη στιγμή. Σαν να ήταν ανοιχτή η πόρτα του τελευταίου βαγονιού του τρένου που είχε μόλις χάσει---Έτσι ένιωθε.

Είχε ελπίσει πως θα μπορούσε να γίνει φίλος με άλλους πρωτοετείς βοηθούς. Ή τουλάχιστον, πως αν γινόταν μέλος του μαθητικού συμβουλίου, θα έπαυε να είναι ένα τίποτα όπως ήταν τώρα. Έτσι είχε νομίσει.

Ακόμα θυμόταν καθαρά τη στιγμή που, αφού είχε μαζέψει όλο του το κουράγιο μπροστά στην πόρτα του μαθητικού συμβουλίου, είχε ανοίξει αυτή την πόρτα για πρώτη φορά.

Θυμήθηκε την πανέμορφη μαυρομάλλα Yamato Nadeshiko που είχε γυρίσει ξαφνιασμένη να τον κοιτάξει. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε φανταστεί πως θα δούλευε μαζί με μια τέτοια καλλονή στο μαθητικό συμβούλιο. Τι τυχερός που ήταν---έτσι είχε νομίσει. Όμως αυτή τον χαιρέτησε σαν άντρας, κραυγάζοντας «Γειαχαραντάν!» και σηκώνοντας ψηλά το χέρι της. Μετά έπεσε άκομψα σε μια καρέκλα με ανοιχτά τα πόδια, και είπε «Πρωτοετής, έτσι; Τι χαμπάρια; Έλα, κάτσε!», και έδειξε μια άδεια καρέκλα...Τα πόδια του Κούτα λύγιζαν. Μπροστά του είχε έναν αξιόπιστο ‘μεγάλο αδελφό’ μεταμφιεσμένο σε Yamato Nadeshiko.

Επιπλέον, δεν υπήρχαν άλλοι πρωτοετείς βοηθοί και ακόμα και ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης του αγνοούσε ότι υπήρχε τέτοια θέση στο μαθητικό συμβούλιο, γι’αυτό και αντέδρασε λέγοντας «Ε; Είσαι βοηθός είπες;»

Όμως δε μπορούσε να παραιτηθεί επειδή τα πράγματα δεν είχαν έρθει όπως ήλπιζε, κι έτσι ο Κούτα ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου κάθε μέρα χωρίς άλλο.

Πραγματικά ήταν άτυχος.

«---Ααχ, αν μόνο μπορούσα να αγγίξω την Τίγρη Μινιατούρα...»

Μονολόγησε φωναχτά, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. Όμως,

«...Χμ;»

Ο Κιταμούρα ανταποκρίθηκε αμέσως.

«Τώρα μόλις, είπες κάτι για την Τίγρη Μινιατούρα;»

«...Κιταμούρα-σενπάι, ξέρεις για την Τίγρη Μινιατούρα;»

«Μην απαντάς σε μια ερώτηση με μια άλλη ερώτηση.»

Ο Κιταμούρα έδωσε μια ελαφριά καρπαζιά στο κεφάλι του Κούτα με την άκρη του σημειωματάριου της Σουμίρε, εν είδει φιλικής επίπληξης.

«Έι!...Τι κάνεις; Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, γιατί θέλω πολύ να μάθω.»

Με την άκρη του σημειωματάριου ακουμπισμένη στο κεφάλι του Κούτα, άρχισε να το σέρνει γρήγορα μπρος πίσω, σαν πριόνι.

«Ααχ, κ-καίει!»

«Μην παίρνεις αψήφιστα το σημειωματάριο, κατά βάση είναι ξύλο ξέρεις. Τι θέλεις να μάθεις;»

«Τ, τι βίαιος...Απλώς πρόκειται για κάτι που έλεγαν τα παιδιά στην τάξη μου.»

---Με δυο λόγια, είχε ακούσει ότι αν άγγιζε κανείς την Τίγρη Μινιατούρα, θα είχε καλοτυχία για όλα του τα χρόνια στο λύκειο.

Ο Κούτα είχε ακούσει γι’αυτό σαν ένα από τα επτά θαύματα του σχολείου εκείνη τη μέρα, την ώρα περίπου που η Σουμίρε τον είχε δει να κάθεται μόνο του στο απογευματινό διάλειμμα. Το είχε ακούσει από μια παρέα αγοριών που φλυαρούσε πίσω του.

«Χμμ. Και επειδή είσαι τόσο άτυχος, σκέφτηκες να το δοκιμάσεις, αλλά επειδή δεν είστε φίλοι, δε μπορούσες να τους ζητήσεις λεπτομέρειες, τώρα κατάλαβα τι έγινε.»

«Τι ντροπιάρης.» Όταν άκουσε τη Σουμίρε που ξανάρχισε να μιλάει, ο Κούτα της γύρισε την πλάτη για άλλη μια φορά και μουρμούρισε κατσουφιασμένα.

«Εντάξει, φτάνει. Σταματήστε μ’αυτό το θέμα σας παρακαλώ...Απλώς αναρωτιόμουν γι’αυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Είναι σίγουρα απλώς μια ιστορία.»

«Όχι, κάνεις λάθος.»

Η φωνή του Κιταμούρα αντήχησε απόκοσμα στο δωμάτιο.

«Η Τίγρη Μινιατούρα υπάρχει στ’αλήθεια. Την έχω δει με τα μάτια μου.»

«Εε;! Μου λες αλήθεια;»

Προς μεγάλη του έκπληξη, η Σουμίρε σήκωσε κι αυτή το χέρι της,

«Κι εγώ την έχω δει.»

Κι άλλα μέλη σήκωσαν τα χέρια τους μετά την πρόεδρο και είπαν πως υπάρχει, ανταλλάσσοντας ματιές μεταξύ τους.

«Ώστε όλοι εσείς από τις μεγαλύτερες τάξεις λέτε πως την έχετε δει;»

«Ναι, είναι πολύ γνωστή σε μας τους δευτεροετείς...Όμως να υπάρχει θρύλος που να λέει ότι η Τίγρη Μινιατούρα φέρνει ευτυχία...Ώστε έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις...»

Σαν να μη μπορούσε να κρατηθεί άλλο, ο Κιταμούρα άφησε ένα σιγανό γέλιο. Ακόμα και η Σουμίρε και οι άλλοι χαμογελούσαν παράξενα.

«...Τ, τι σας έπιασε όλους...;»

Μην καταλαβαίνοντας τι γινόταν και προσπαθώντας να βγάλει άκρη, ο Κούτα κοίταξε γύρω του με αβοήθητο ύφος, αλλά,

«Αυτό είναι!»

Αναφώνησε ξαφνικά η Σουμίρε.

«Κούτα, να πας να αγγίξεις την Τίγρη Μινιατούρα.»

«...Εε;»

«Αν έχουμε κάποιον τόσο επιρρεπή στην ατυχία όσο εσύ εδώ, μπορεί να μεταδώσεις την κακοτυχία σου και στο υπόλοιπο συμβούλιο, σωστά; Λοιπόν, ως πρόεδρος σου δίνω αυτή την εντολή: οφείλεις να αγγίξεις την Τίγρη Μινιατούρα και να θεραπεύσεις την κακοτυχία σου, και δεν επιτρέπεται να αποτύχεις.»

«...Ακόμα κι αν μου λες να θεραπεύσω την κακοτυχία μου, δεν ξέρω ούτε καν τι είναι η Τίγρη Μινιατούρα.»

«Θα μπορούσες να ρωτήσεις τους συμμαθητές σου. Ξεκίνα να συγκεντρώνεις πληροφορίες το συντομότερο δυνατόν, από αύριο κιόλας.»

«...Σαν δύσκολο μου φαίνεται.»

Κάνοντας «Τι πρά~γμα;», τα μάτια της Σουμίρε έγιναν κοφτερά σαν μαχαίρια, μέχρι που ο Κιταμούρα μπήκε πάλι στη μέση λέγοντας «Έλα τώρα,»

«Υποθέτω πως είναι δύσκολο να σε ρίξουμε έτσι αβοήθητο στα βαθιά, τελικά. Κούτα, θα σου δώσω ένα στοιχείο για να σε βοηθήσω. Στην τάξη μου, τη 2-Γ, υπάρχει κάποια που λέγεται Κουσιέντα. Καλό θα ήταν να μιλήσεις μαζί της. Από όσο ξέρω, αυτή ξέρει περισσότερα από κάθε άλλον στο σχολείο για την Τίγρη Μινιατούρα.»

«Κουσιέντα...σενπάι, έτσι τη λένε;»

Γνέφοντας καταφατικά, ο Κιταμούρα κοίταξε τον Κούτα με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, αλλά,

«...Κιταμούρα-σενπάι.»

«Χμ;»

«Φαίνεται σαν να το διασκεδάζεις.»

«Ναι, λιγάκι.»

Τα έξυπνα μάτια πίσω από εκείνα τα γυαλιά, έμοιαζαν να έχουν απύθμενο βάθος. Ακόμα και τώρα που χαμογελούσε, η ήρεμη ματιά του έμοιαζε να διαπερνά τον Κούτα ως τα βάθη της ψυχής του.

Ο Κούτα έβλεπε πάντα τον Κιταμούρα σαν έναν ευγενικό δευτεροετή, αλλά στην τελική, ήταν το δεξί χέρι της Σουμίρε---Ή μάλλον, για κάποιο λόγο ένιωθε ότι κάτι έτρεχε με όλους τους συγκεντρωμένους στην αίθουσα του μαθητικού συμβουλίου.

Ο πρωταθλητής της γκαντεμιάς Κούτα έβαλε κατά μέρος τη δική του παραξενιά και έμεινε να κοιτάζει καχύποπτα τα πρόσωπα των μεγαλύτερων συμμαθητών του.


Κατάλαβες, Κούτα; Πρώτα απ’όλα, η Τίγρη Μινιατούρα είναι πραγματική. Δεύτερον, είναι πολύ άγρια, και γι’αυτό θα είναι πολύ δύσκολο να την αγγίξεις.

---Αυτά τα στοιχεία του είχε δώσει η Σουμίρε, αποκαλώντας τα ‘ειδική προσφορά’. Όμως μόνο μ’αυτά, εξακολουθούσε να μη γνωρίζει τι ακριβώς ήταν αυτή η Τίγρη Μινιατούρα. Συνήθως, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, επρόκειτο για κανένα μπρούτζινο αγαλματάκι ή κάτι ανάλογο.

«...Με δουλεύουν, το ξέρω.»

Ήταν την επόμενη μέρα, και ο Κούτα στεκόταν υπάκουα έξω από την πόρτα της τάξης 2-Γ.

Όπως και να είχε, είχε αυστηρές διαταγές από τη Σουμίρε---Του είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι αν αγνοούσε τις εντολές της, οι συνέπειες θα ήταν πολύ δυσάρεστες.

«Εμμ, με άλλα λόγια...Θα με απολύσεις;»

Αν επρόκειτο μόνο γι’αυτό, δε θα τον πείραζε και τόσο. Όμως,

«Όχι. Θα σε υποχρεώσω να γίνεις ο επόμενος πρόεδρος του μαθητικού συμβουλίου.»

«...Δε θα έπρεπε ο επόμενος πρόεδρος να είναι ένας από τους δευτεροετείς;»

«Συγχαρητήρια! Θα είσαι ο πρώτος πρωτοετής πρόεδρος.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση.»

Έτσι, κοιτάζοντας θλιμμένα το πάτωμα, κατευθύνθηκε ολομόναχος προς την τάξη της δευτέρας λυκείου. Εδώ και λίγη ώρα έριχνε κλεφτές ματιές μέσα, αλλά μη μπορώντας να βρει τον αξιόπιστο Κιταμούρα, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Δε φαινόταν να μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να φωνάξει κάποιον μόνος του και να του ζητήσει να τον πάει στην Κουσιέντα.

«Εμμ, με συγχωρείτε.»

«Ναι;»

Μαζεύοντας όλο του το θάρρος, φώναξε μια δευτεροετή που περνούσε. Γυρίζοντας να τον κοιτάξει,

«Τι συμβαίνει;»

Είχε ένα φωτεινό χαμόγελο, και κοιτούσε τον Κούτα με καλοσυνάτα καστανά μάτια. Με το στρογγυλό της πρόσωπο να αστράφτει από ένα λαμπερό χαμόγελο, τα απαλά και γυαλιστερά ρόδινα χείλη, και την ειλικρινή και υγιή εμφάνισή της, ήταν τελείως διαφορετική από την τύπου ‘μεγάλος αδελφός’ εμφάνιση της προέδρου.

«Α, εμμ...ε, εγώ ψάχνω την Κουσιέντα-σενπάι που πρέπει να είναι σ’αυτήν»

«Εδώ~!»

«την τάξη...Ε, ναι λοιπόν.»

Κοιτούσε το κορίτσι μπροστά του που είχε σηκώσει ψηλά το χέρι της. Ο Κούτα έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. Χμμ, καθώς ξανασκεφτόταν τι είχε συμβεί, αυτή που φώναξε ξαφνικά «Εδώ~!» ήταν,

«Εγώ είμαι η Κουσιέντα~.»

«Ναι.»

Πραγματικά, ήταν ένα χαριτωμένο αλλά κάπως παράξενο κορίτσι...Ένιωσε να τον κυριεύει η απογοήτευση για άλλη μια φορά. Όλοι όσοι συναντούσε εδώ φαινόντουσαν να είναι παράξενοι, κι ο Κούτα αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν άλλη μια εκδήλωση της συνεχούς κακοτυχίας του.

«Έλα τώρα, τι είναι αυτό το ‘ναι’! Εσύ ήσουν που με φώναξες, ξέρεις!»

Τον σκούντησε στον ώμο με κάπως υπερβολική οικειότητα, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Κατάφερε όμως να κρατηθεί όρθιος και κοίταξε κατευθείαν μπροστά.

«...Ο Κιταμούρα-σενπάι μου σύστησε να σε βρω.»

Δεν ήθελε να υποστεί τις επιπλήξεις της Σουμίρε, επομένως για την ώρα έπρεπε να τα βγάλει πέρα με την Κουσιέντα. Όμως,

«Ο Κιταμούρα-κουν; Μμμ, όμως εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’αυτό, ξέρεις;»

«Εε...»

Ο Κούτα έμεινε εκεί άφωνος, καθώς ξανάφερνε στη μνήμη του το πρόσωπο του διοπτροφόρου αντιπρόεδρου. Σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να της εξηγήσει από την αρχή γιατί και πώς αναζητούσε την Τίγρη Μινιατούρα. Το όλο πράγμα ήταν αρκετά ντροπιαστικό. Ένας πρωτοετής να έρχεται στα καλά καθούμενα σε μια τάξη της δευτέρας και να ρωτάει «Πού μπορώ να βρω την Τίγρη Μινιατούρα;---αυτό ήταν, πράγματι, κάπως...

«Έι, Κουσιέντα! Αυτός εκεί είναι ένας πρωτοετής, ο Τομίε Κούτα. Θέλει να μάθει για την Τίγρη Μινιατούρα, γι’αυτό του σύστησα εσένα. Θέλω να πω, εσύ ξέρεις τα πάντα γι’αυτό το θέμα. Λοιπόν, τα λέμε!»

Σαν περαστικό αεράκι, ο Κιταμούρα εμφανίστηκε από το πουθενά και εξήγησε όλα αυτά που ο Κούτα ντρεπόταν να ξεστομίσει και μετά εξαφανίστηκε εξίσου γρήγορα.

«Ε;»

Το ίδιο γρήγορα, τα μάτια της Κουσιέντα έγιναν συννεφιασμένα και απόμακρα.

«Ώστε θέλεις να μάθεις για την Τίγρη Μινιατούρα...;»

«...Σενπάι, τι ύφος είναι αυτό;»

«Μη μιλάς.»

Σαν για να κόψει το δρόμο διαφυγής του Κούτα, η Κουσιέντα άπλωσε τα μπράτσα της παραμένοντας μπροστά στην πόρτα. Το προηγούμενο λαμπερό χαμόγελό της είχε χαθεί εντελώς, και το είχε αντικαταστήσει μια αδειανή έκφραση.

«Όταν μάθεις για την Τίγρη Μινιατούρα, τι σκοπεύεις να κάνεις;»

Μιλώντας με μια επίτηδες χαμηλωμένη και βραχνή φωνή, τον κοίταξε ερευνητικά.

«Α, αυτό που...να προσπαθήσω να την αγγίξω...»

«Να αγγίξεις. Να την αγγίξεις. Θέλεις να αγγίξεις. Θέλεις να την αγγίξεις.»

«...Το είπες τέσσερεις φορές, έτσι δεν είναι; Ε ναι λοιπόν.»

Φιου~. Ο βαθύς αναστεναγμός που άφησε η Κουσιέντα χάιδεψε τα μαλλιά του Κούτα.

«...Έχεις ασφάλεια; Εννοείται πως μιλάω για ασφάλεια ατυχημάτων.»

«Έχω.»

Λόγω της κακοτυχίας που τον κυνηγούσε, είχε φροντίσει να ασφαλιστεί για ατυχήματα πάσης φύσεως.

Ακούγοντας την απάντησή του, η Κουσιέντα έγνεψε καταφατικά με αποφασιστικότητα.

«Υποθέτω πως είναι εντάξει, στο κάτω κάτω είσαι νέος...Φαίνεται πως ακόμα δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι η Τίγρη Μινιατούρα...»

«Ναι. Γι’αυτό ήρθα να ρωτήσω εσένα.»

«Ό,τι και να σου πει μια γριά σαν και μένα, δε θα μπορέσεις να καταλάβεις...Ένα μόνο πράγμα μπορεί να σου μάθει αυτή η γριά...Η λέξη ‘μινιατούρα’ έχει να κάνει με το μέγεθος της Τίγρης Μινιατούρας...»

...Γριά;

Και μπροστά στα μάτια του μπερδεμένου Κούτα,

«Ουχ~! Γκουχ! Γκουχ, γκουχ!»

«Κου, Κουσιέντα-σενπάι, είσαι καλά;...Εεε;!»

Γκουχ, γκουχ, βήχοντας ακατάπαυστα, η υποτιθέμενη γριά Κουσιέντα έπεσε στο ένα γόνατο με τα μαλλιά της ανακατεμένα.

«Εμμ, ψέματα το κάνεις, έτσι δεν είναι; Με δουλεύεις, αυτό είναι, σωστά;»

«Ήρθε το τέλος...γι’αυτή τη γριά...Τώρα πρέπει...να ρωτήσεις αυτόν...που λέγεται Τακάσου...»

Κι έτσι απλά, έκανε την πεθαμένη εκεί στο διάδρομο την ώρα του διαλείμματος, πέφτοντας με πάταγο στο πάτωμα. Η φούστα της σηκώθηκε αποκαλύπτοντας το πίσω μέρος από το άσπρο κιλοτάκι της, αλλά δεν έδειξε να προβληματίζεται καθόλου από αυτό ή να προσπαθεί να το καλύψει, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τον έκανε να αισθανθεί τυχερός και ίσως να ανοίξει η μύτη του, όμως τώρα...Είχε τρομερή νευρικότητα καθώς αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει...

«...Εμμ...ποιος είναι πάλι αυτός ο Τακάσου;»

Ευτυχώς, πέρασε επιτέλους από δίπλα τους ένα κορίτσι από την τάξη της Κουσιέντα και έσκυψε από πάνω της λέγοντας «Έι, φαίνεται το βρακί σου.» και της έφτιαξε τη φούστα. Ακόμα και τότε, η Κουσιέντα παρέμεινε στο έδαφος, όμως του έδειξε με το δάχτυλό της μια από τις γωνίες της τάξης. Ακολουθώντας το με το βλέμμα του, είδε μια παρέα δευτεροετών αγοριών που φλυαρούσαν εύθυμα.

Και τότε ο Κούτα ξεροκατάπιε και κράτησε την ανάσα του. Ένας από την παρέα τον πρόσεξε και στράφηκε προς το μέρος του,

«...Τι κάνει εκεί η Κουσιέντα...;»

Ο Κούτα σκέφτηκε πως έφτασε η τελευταία του ώρα.

Το χαμηλό και βαθύ μουρμουρητό του τύπου δημιουργούσε τρομακτική ατμόσφαιρα. Επίσης, η κοφτερή ματιά του έδειχνε ότι δεν ήταν τύπος που έπαιζε κανείς μαζί του. Το πρόσωπό του έμοιαζε συσπασμένο από εκνευρισμό και η όλη εμφάνισή του ήταν πολύ σκληρή για ανθρώπινο ον. Χτυπούσε νευρικά το πάτωμα με το πόδι του και όλο του το σώμα ανέδινε μια σκοτεινή, επικίνδυνη αύρα που κάλυπτε όλα και όλους γύρω του. Ο Κούτα αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε ένας τέτοιος τρομερός αλήτης σε αυτό το λύκειο, που όσο να πεις ήταν αρκετά καλού επιπέδου.

Και τότε κατάλαβε.

Χωρίς άλλο, αυτός ο αλήτης έπρεπε να είναι ο Τακάσου.

Η μοίρα του Κούτα αναπόφευκτα ακολουθούσε πάντοτε το χειρότερο δυνατό σενάριο με μαθηματική ακρίβεια. Έτσι ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο. Δεν άντεχε άλλο, και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να γυρίσει στην τάξη του. Ο Κούτα πίστευε, ήταν βέβαιος για την ακρίβεια, ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο, αλλά...

«Τακάσου-κουν...Ο νεαρός από δω, φαίνεται πως έχει κάτι να σου πει...»

«Ουα;!»

Ένα δευτερόλεπτο πριν προλάβει να το σκάσει, η υποτίθεται νεκρή Κουσιέντα φώναξε ευγενικά τον Τακάσου εκ μέρους του.

Φυσικά, ο Κούτα δεν απόρησε καθόλου όταν ο αλήτης απάντησε στα λόγια της με ένα «Τι είναι;». Με μάτια που γυάλιζαν, έκανε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Δεν ήταν ιδιαίτερα σωματώδης, αλλά η τρομακτική δύναμη που ανέδινε καθώς σηκωνόταν έμοιαζε να παραμορφώνει και τον ίδιο το χώρο γύρω του.

Γλείφοντας τα ξεραμένα χείλη του, ο Τακάσου τον πλησίασε. Περπατώντας με μεγάλα γρήγορα βήματα, έκλεισε γρήγορα την απόσταση ανάμεσά τους.

«Ε, εε!»

Ενστικτωδώς, ο Κούτα έκανε μεταβολή. Στρίβοντας σαν να επρόκειτο να κάνει άλμα, ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια---

«Αχ!»

«...~!»

Ένιωσε ένα ελαφρό χτύπημα στο στήθος του. Είχε σκουντήσει κάποιον κατά λάθος. Κάνοντας πίσω, γύρισε από την άλλη,

«Συγγνώμη!»

Σκύβοντας αμήχανα το κεφάλι, ετοιμάστηκε να το σκάσει. Όμως,

«...Α, άουτς...»

Φαίνεται πως το δυστύχημα ήταν πιο σοβαρό από όσο είχε νομίσει. Ένα μικρόσωμο κορίτσι ήταν σκυμμένο στο πλάι του διαδρόμου. Ο Κούτα πρέπει να την είχε ρίξει κάτω όταν τη σκούντησε. Ξαφνιασμένος, έτρεξε κοντά της,

«Γκαχ!»

Σκουίς, ένιωσε μια δυσάρεστη γλιστερή αίσθηση κάτω από τα πόδια του---Ήταν πιθανότατα αυτό που κρατούσε το κορίτσι, ένα σάντουιτς που είχε πέσει στο πάτωμα, και που μετά αυτός το είχε πατήσει. Όμως, με τον Τακάσου να πλησιάζει και το κορίτσι ακόμα πεσμένο, δεν υπήρχε χρόνος να ασχοληθεί με το σάντουιτς. Άπλωσε το χέρι του να τη βοηθήσει να σηκωθεί,

«Είσαι εντάξ...»

Του κόπηκε η μιλιά.

Σαν κούκλα, τα μακριά μαλλιά της τύλιγαν απαλά το μικρό σώμα της. Κοιτώντας λίγο προς τα πάνω, τα μάτια της καρφώθηκαν στον Κούτα.

Το πρόσωπό της ήταν τόσο λευκό, σχεδόν διάφανο.

Τα μάτια της έλαμπαν απόκοσμα σαν το νυχτερινό ουρανό.

Τα χείλη της ήταν σαν μισάνοιχτο ρόδινο τριαντάφυλλο.

Βλέποντας την απίστευτη ομορφιά της ανάμεσα από τα κενά που άφηναν οι μπούκλες των μαλλιών της, για μια στιγμή ξέχασε στην κυριολεξία να πάρει ανάσα.

«...Ουα...αου.»

Νιώθοντας σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο Κούτα ξέχασε στη στιγμή όλες τις ατυχίες του μέχρι εκείνη την ώρα και την κοίταζε μαγεμένος από τη ματιά της. Σαν να χοροπηδούσε γυμνός μέσα σε ένα νυχτερινό ουρανό διάστικτο από αστέρια, τέτοια ήταν η επικίνδυνη παρόρμηση που ένιωθε---Έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον. Οι δευτεροετείς που είχαν συγκεντρωθεί έμοιαζαν να έχουν παγώσει κι αυτός κρατούσε την ανάσα του, μη μπορώντας να σκεφτεί τίποτα άλλο.

Έτσι απλά, ήταν γοητευμένος από την ομορφιά που είχε μπροστά του...

«Τρέχα!»

«...~;!»

Ήταν ο Τακάσου.

Προτού το καταλάβει, ο αλήτης ο Τακάσου τον είχε φτάσει και πήδηξε μπροστά του. Μπαίνοντας μπροστά του σαν να προσπαθούσε να κρύψει το κορίτσι πίσω από την πλάτη του, φαινόταν απίστευτα τρομακτικός.

«Φύγε, αν αγαπάς τη ζωή σου, φύγε!»

«...Εε;»

Του ούρλιαξε. Έγνεψε με μανία στον Κούτα να φύγει.

«Μη στέκεσαι έτσι, φύγε γρήγορα!»

«Ε, εντάξει!»

Σίγουρα αυτό ήταν απειλή. Παρόλο που δεν καταλάβαινε τίποτα, ο Κούτα δε μπόρεσε να αντισταθεί στη φωνή του Τακάσου και αναγκάστηκε να αφήσει το κορίτσι εκεί που ήταν και να φύγει τρέχοντας.


Με άλλα λόγια, αυτό το κορίτσι ήταν αιχμάλωτο.

Με βάση τα γεγονότα, αυτό ήταν το συμπέρασμα που έβγαλε ο Κούτα. Αυτός ο αλήτης ο Τακάσου την ανάγκαζε να είναι σκλάβα του. Δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά ήταν βέβαιος πως έτσι είχαν τα πράγματα.