Toradora! (Greek):Volume1 Chapter5
Κεφάλαιο 5
«Έι, κάνε πιο πέρα το κεφάλι σου! Μου κρύβεις την τηλεόραση!»
Το κεφάλι που έκρυβε τη μισή οθόνη της τηλεόρασης του Ρυουτζί απάντησε χωρίς να γυρίσει,
«Α, σκάσε επιτέλους! Δε μπορείς να κάνεις πιο κει;»
Ήταν η αδιάφορη απάντηση της ανεκδιήγητης Αϊσάκα.
«Τι;! Αυτή είναι η δική μου τηλεόραση, νομίζω!! Έτσι και ξαναπείς κάτι τέτοιο έφυγες όπως είσαι! Απέναντι ακριβώς μένεις έτσι κι αλλιώς!»
«...»
«ΜΗ.ΜΕ.ΑΓΝΟΕΙΣ!!!»
Ακούγοντας την κραυγή του Ρυουτζί η Αϊσάκα εδέησε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι της. Τα μάτια της έλαμπαν ψυχρά κάτω από τις μακριές της βλεφαρίδες.
«Βλέπω τηλεόραση τώρα, μπορείς να μη φωνάζεις; Ααχ~ τα ηλίθια σκυλιά δε μαθαίνουν ποτέ, ε;»
«Τι!!! Που να σε...»
Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Ρυουτζί ήταν ενοχλητική γειτόνισσα. Εκεί που στεκόταν όρθιος μπροστά στο μικρό τραπεζάκι και ήταν έτοιμος να σκουντήσει το άτομο που του έκρυβε την τηλεόραση και είχε αυτοανακηρυχθεί αφεντικό του...
«Ρυου~τσαν...μην τσακώνεστε τώρα~»
Η Γιάσουκο έκανε την εμφάνισή της στο άνοιγμα του φουσούμα και του είπε,
«Χτες η σπιτονοικοκυρά με κατσάδιασε. Είπε πως πάντα κάναμε πολύ θόρυβο, αλλά τελευταία το κακό έχει παραγίνει~»
«Ε, αυτή φταίει γι’αυτό...Έι! Δε φοράς τίποτα;!»
Τα λόγια του Ρυουτζί έκαναν την Αϊσάκα να στραφεί ξαφνιασμένη, και ακόμα και ο Ίνκο-τσαν κοίταξε έκπληκτος τη Γιάσουκο. Παρόλο που τρία ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν κατάπληκτα, αυτή δεν έδινε καμία σημασία...
«Όχι~ βέβαια, χαζούλη. Έτσι φοριέται αυτό~ και βάζω και αυτό από πάνω~»
Φορώντας ένα σχεδόν διαφανές φουστάνι, η Γιάσουκο έστριψε τη μέση της. Στα χέρια της κρατούσε πράγματι ένα κομψό λεοπάρ σακάκι.
«...Ωραίο φόρεμα!»
«Χε χε, όμορφο δεν είναι; Δε νομίζεις, Τάιγκα-τσαν;»
Η Γιάσουκο ανέμισε τη φούστα της χασκογελώντας, ενώ η Αϊσάκα την κοίταζε ανέκφραστη. Ο Ρυουτζί κράτησε την αναπνοή του...
«...Εκεί!»
Η Αϊσάκα έδειξε με το δάχτυλό της τους γοφούς της Γιάσουκο.
«Φαίνεται το κιλοτάκι σου.»
«Γουα...! Πράγματι!»
Ο Ίνκο-τσαν όμως χωρίς να διστάσει σχολίασε,
«Μα είναι καλύτερα έτσι!»
Εμένα μου λες. Ποιος άνθρωπος στον κόσμο θα λάμβανε υπόψη του τη γνώμη ενός πουλιού;! Ο Ρυουτζί που την κοιτούσε με ζαρωμένο μέτωπο, είδε κατάπληκτος τη μητέρα του να ξαναβρίσκει το κέφι της. Για όνομα του Θεού, τον πήρε στα σοβαρά;! Η Γιάσουκο ανασήκωσε τη φούστα της και έκανε μια στροφή με τα εσώρουχά της σε κοινή θέα.
«Τότε θα βάλω αυτό απόψε! Φεύγω, πάω για δουλειά!»
Χαμογέλασε χαρούμενα ενώ τα μεγάλα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, και μετά άρπαξε τη σακούλα με τα ψωμάκια που είχε αγοράσει με το χαρτζηλίκι της. Έγνεψε στα δυο παιδιά γελαστή,
«Λοιπόν, Ρυου-τσαν, Τάιγκα-τσαν, φεύγω τώρα~»
«Εντάξει, να προσέχεις. Μην πιεις πολύ, και αν σε πλησιάσει κανένας ύποπτος τύπος να πάρεις αμέσως τηλέφωνο από το κινητό σου!»
«Ε~ντάξει~! Τάιγκα-τσαν, μην αργήσεις να πας σπίτι!»
«Έγινε, να προσέχεις.»
Η παλιά πόρτα έκλεισε τρίζοντας, αφήνοντας τον έξω κόσμο έξω από το σπίτι των Τακάσου.
Αυτό που είχε τώρα σημασία, ήταν πολύ απλά...
«Χααα, πάω να βάλω λίγο τσάι.»
«Βάλε μου κι εμένα, και φέρε και κανένα γλυκό.»
«Γλυκό; Γιατί, έχουμε νομίζεις; Μα μόνο το φαΐ σε νοιάζει εσένα; Φέρε τουλάχιστον κι εσύ τίποτα καμιά φορά!»
«...»
«Θα πάψεις επιτέλους να με αγνοείς;»
Σε περίπτωση που δεν το έχετε αντιληφθεί, ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα έχουν πλέον συνηθίσει εντελώς ο ένας τον άλλο...καθώς και την υπόλοιπη οικογένεια του Ρυουτζί. Δεν ήταν δυνατό φυσικά να γίνει διαφορετικά, αφού αυτοί οι δυο ουσιαστικά έμεναν μαζί.
Για να βεβαιωθεί πως δε θα αργούσε να ξυπνήσει η Αϊσάκα, ο Ρυουτζί πήγαινε κάθε πρωΐ στο σπίτι της να την ξυπνήσει. Έπαιρνε μαζί του τα μεσημεριανά που είχε φτιάξει από πριν, και της έφτιαχνε ένα απλό πρωινό ώσπου να ετοιμαστεί.
Όταν πήγαιναν στο σχολείο, πριν φτάσουν στο σημείο όπου συναντούσαν τη Μινόρι άφηναν μια απόσταση μεταξύ τους, και φρόντιζαν να τη διατηρήσουν σε όλη τη διαδρομή από εκεί μέχρι το σχολείο.
Στο σχολείο, καθόντουσαν συχνά και κατάστρωναν σχέδια για να κερδίσουν την καρδιά του Κιταμούρα, και μετά τα έβαζαν σε εφαρμογή...Αν και μέχρι στιγμής είχαν αποτύχει όλα.
Μετά το σχολείο πήγαιναν στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσουν...Στην αρχή ο Ρυουτζί μαγείρευε στο σπίτι της Αϊσάκα, αλλά αυτό γρήγορα αποδείχτηκε πρόβλημα: Αν ήταν μόνο οι δυο τους δε θα υπήρχε θέμα, αλλά ήταν και η Γιάσουκο. Αν ο Ρυουτζί μαγείρευε μόνο για την Αϊσάκα, θα έπρεπε να ξαναμαγειρέψει στο σπίτι του, και ήταν πολύ χρονοβόρο να μαγειρεύει δυο φορές. Θα μπορούσε βέβαια να μαγειρέψει για όλους στο σπίτι της Αϊσάκα και να μεταφέρει τις μερίδες της οικογένειάς του στο σπίτι του, αλλά και αυτό ήταν κουραστικό.
Έτσι αποφασίστηκε να γίνεται το μαγείρεμα στο σπίτι των Τακάσου, και να τρώνε και οι τρεις τους μαζί, και έτσι γινόταν έκτοτε. Εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ κοπιαστικό να προσπαθεί κανείς να κάνει δουλειές σε δυο σπίτια. Παρόλο που η κουζίνα της Αϊσάκα πλέον άστραφτε από καθαριότητα, παραδόξως δεν προσφερόταν και τόσο για μαγείρεμα. Τα μαχαίρια δεν ήταν ακονισμένα και δεν υπήρχαν αρκετά σκεύη, και αυτό εκνεύριζε τον Ρυουτζί.
Παραδόξως, η Γιάσουκο αποδέχτηκε την Αϊσάκα χωρίς δυσκολία, και η Αϊσάκα από την πλευρά της δεν έδινε σημασία στις εκκεντρικότητες της Γιάσουκο. Ερχόταν για να φάει βραδινό και αυτό ήταν όλο. Και όταν έφτανε η ώρα για να πάει η Γιάσουκο στη δουλειά, αυτή και ο Ρυουτζί την χαιρετούσαν και την κατευόδωναν.
Στην αρχή, η Αϊσάκα πήγαινε σπίτι της αμέσως μόλις η Γιάσουκο έφευγε για τη δουλειά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να κάθεται πότε βλέποντας τηλεόραση, πότε διαβάζοντας μάνγκα,[1] πότε παίρνοντας κανέναν υπνάκο, πότε προσπαθώντας να μαντέψει τι έκαναν ο Κιταμούρα και η Κουσιέντα...Και ο χρόνος που περνούσε στο σπίτι των Τακάσου γινόταν όλο και περισσότερος...
«...Αχ!»
Χωρίς να το καταλάβει ο Ρυουτζί, η κατάσταση είχε φτάσει σε αυτό το σημείο.
Σκουπίζοντας το σάλιο από το στόμα του, φώναξε αγχωμένος στο άτομο που ήταν στην άλλη πλευρά του μικρού τραπεζιού,
«Έι, Αϊσάκα! Σήκω πάνω!»
«...Χμμμ...;»
Καθώς χουζούρευαν βλέποντας τηλεόραση, τους είχε πάρει και τους δυο ο ύπνος. Ο Ρυουτζί φορούσε τη φόρμα του, ενώ η Αϊσάκα ένα δαντελωτό φουστάνι. Ήταν ξαπλωμένοι πάνω στο τατάμι...και ήταν ήδη 3 το πρωΐ.
«Όπως και να’χει, δεν είναι σωστό να κοιμηθείς στο σπίτι μου, δε νομίζεις; Άντε, σήκω και πήγαινε να κοιμηθείς στο σπίτι σου!»
«... Ουμμμ...»
Δεν ήταν καν σίγουρος ότι τον είχε ακούσει, έτσι όπως ήταν με το πρόσωπο χωμένο στο χαλάκι που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. Η Αϊσάκα έχωσε το χέρι της μέσα στα ρούχα της και άρχισε να ξύνει την κοιλιά της...Που να σε... Ο Ρυουτζί τράβηξε το χαλάκι κάτω από το κεφάλι της.
«Ουχ! ... Ουμμ...»
Καθώς το κεφάλι της Αϊσάκα χτύπησε πάνω στο τατάμι, τα μάτια της άνοιξαν για μια στιγμή. Μετακινήθηκε για λίγο, σαν για να συνηθίσει την αίσθηση του τατάμι, βολεύτηκε σε μια θέση και ξανάρχισε να ροχαλίζει σιγανά.