Toradora! (Greek):Volume2 Chapter1

From Baka-Tsuki
Revision as of 00:17, 21 February 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Τόμος 2

Κεφάλαιο 1

Ήταν η τελευταία μέρα της εβδομαδιαίας αργίας που είναι γνωστή ως Χρυσή Εβδομάδα[1].

«Δεν έχεις κάτι να κάνεις, έχεις;»

Η ώρα ήταν 1 το μεσημέρι.

«Σωστά; Έχεις ελεύθερο χρόνο, έτσι δεν είναι;»

Λες και ο ωραίος καιρός έξω ήταν οφθαλμαπάτη, το σπίτι των Τακάσου ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Κι αυτό γιατί σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο που έβλεπε νότια υψωνόταν η γειτονική δεκαώροφη πολυκατοικία, κι έτσι το φως του ήλιου δεν έφτανε ως εκεί.

Ωστόσο, το εσωτερικό ήταν μεθοδικά τακτοποιημένο, κάθε γωνιά ήταν πεντακάθαρη, και παρόλο που ήταν κάπως στενάχωρο, το μικρό σπιτάκι διατηρούνταν μια χαρά. Αυτός ο απίστευτα άνετος και βολικός χώρος υπήρχε μόνο χάρη στις ικανότητες ενός μοναχογιού που λεγόταν Ρυουτζί, και που εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το μεσημεριανό του στην κουζίνα με την πλάτη του γυρισμένη στο σαλόνι,

«Έι, μ’ακούς;»

Κανείς δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στην ερώτησή του, πόσο μάλλον να εκφράσει ευγνωμοσύνη για τους κόπους του. Σταματώντας για λίγο το πλύσιμο των πιάτων, ο Ρυουτζί στράφηκε και κοίταξε επίμονα την ανοιχτόχρωμη μάζα που ήταν απλωμένη στο πάτωμα. Η μάζα ήταν ξαπλωμένη ακατάστατα δίπλα στο τραπέζι, με το κεφάλι κάτω, το πηγούνι πάνω σε ένα διπλωμένο μαξιλάρι και αδειανό βλέμμα, και ήταν απασχολημένη να χώνει το δάχτυλό της στο κλουβί που ήταν δίπλα της.

Ένας κίτρινος παπαγάλος, ο Ίνκο-τσαν, πιπίλιζε λαίμαργα το δάχτυλο που προεξείχε από τα κάγκελα του κλουβιού του. Όλη του η γοητεία ήταν η ασχήμια του: το μισάνοιχτο ράμφος του είχε το χρώμα του τσιμέντου και η μικρή γλώσσα που μπαινόβγαινε από κει είχε μια απόχρωση χαλασμένου βοδινού. Τα μάτια του με το ξεθωριασμένο ασπράδι του έδιναν έκφραση ετοιμοθάνατου, και τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο από τη συνεχιζόμενη ενόχληση. Αν και δεν τον έβλεπε καλά από εκεί που βρισκόταν, ήταν φανερό στον ιδιοκτήτη του ότι η κατάστασή του γινόταν όλο και χειρότερη.

«...Τάιγκα. Σταμάτα. Θα τον τρελάνεις τον Ίνκο-τσαν.»

«...Χμ; Α ναι, δίκιο έχεις.»

Η μάζα, δηλαδή η Τάιγκα Αϊσάκα, εδέησε επιτέλους να γυρίσει και να τραβήξει το δάχτυλό της από το κλουβί. Ή τουλάχιστον, έτσι φάνηκε.

«Ε; Δεν μπορώ να το βγάλω.»

...Τι αδέξια. Ο Ρυουτζί μόνο να αναστενάξει μπορούσε καθώς την κοίταζε να γέρνει απορημένη το κεφάλι της.

«Τι κάθεσαι εκεί και αναστενάζεις; Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα. Νομίζω πως έχω κολλήσει στ’αλήθεια.»

Ανακαθίζοντας το μικρό της σώμα πάνω στο τατάμι, η Τάιγκα κράτησε το κλουβί με το ένα χέρι και προσπάθησε πάλι να τραβήξει το δάχτυλό της μουγκρίζοντας εκνευρισμένα. Ο Ίνκο-τσαν όμως δεν εννοούσε να την αφήσει, αντίθετα της έσφιγγε το δάχτυλο όλο και περισσότερο.

«Ουα...τι κάνει εκεί με τη γλώσσα του...»

Ακόμα και στο ημίφως, τα ανάκατα μακριά καστανά μαλλιά του νεαρού κοριτσιού έκαναν χτυπητή αντίθεση με τους γκρίζους τοίχους. Ένα μονοκόμματο φόρεμα με δαντέλες τύλιγε χαλαρά το λεπτό κορμί της, με ένα άσπρο σακάκι από πάνω. Η συνολική εικόνα ήταν γοητευτική—

«Έι, εσύ. Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Το δικό σου πουλί τα κάνει αυτά, κάνε λοιπόν κάτι, Α.Σ.»

«Α, Σ;»

«Ανόητο Σκυλί. Το είπα περιφραστικά, θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων γι’αυτό.»

Η ξαφνική και βίαιη λεκτική επίθεση τον είχε αφήσει άφωνο. Κι όμως, αν δεν ήταν η κοφτερή της γλώσσα, η Τάιγκα θα έμοιαζε με κινούμενη κούκλα.

Τα μάτια της έλαμπαν σαν αστέρια, τα χλωμά χείλια της ήταν σαν ροδοπέταλα, και το χαριτωμένο προσωπάκι ήταν επικίνδυνα γοητευτικό, σαν μια παγίδα κρυμμένη σε ένα δοχείο γάλα. Τι κρίμα που ήταν τελείως αδιόρθωτη.

«Αργκχ, τι εκνευριστικό, γκαχ!»

Με ένα δυνατό τρίξιμο, το κλουβί άρχισε να λυγίζει στα χέρια της—Στ’αλήθεια είχε γεννηθεί στον αστερισμό της άγριας και βίαιης τίγρης. Το παρατσούκλι της ήταν «Τίγρη Μινιατούρα»...Γιατί αν και μικρόσωμη, η αγριότητά της ήταν εφάμιλλη μιας τίγρης.

Εδώ που τα λέμε, όχι πως ο Ρυουτζί υστερούσε σε άγρια εμφάνιση. Τα μάτια του αγριοκοίταζαν τους πάντες ανάμεσα από τη φράντζα του που ακόμα μεγάλωνε. Είχε ένα απίστευτα άγριο βλέμμα, που δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή του προσωπικότητα. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατός, ανέδινε μια υπερβολικά τρομακτική αύρα, και έδινε την εντύπωση ενός νεαρού που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει τα νεύρα του με πολύ βίαιο τρόπο.

Ωστόσο,

«Μ, μ, μ, μην το σπάσεις! Μη! Πρόσεχε!»

Στην περίπτωση του Ρυουτζί, απλώς έμοιαζε επικίνδυνος. Σκουπίζοντας τα χέρια του, έτρεξε να προστατέψει την κατοικία του κατοικίδιού του από την τίγρη, και γονάτισε δίπλα στην Τάιγκα. Προσπάθησε να τραβήξει το κλουβί, αλλά,

«Ωχ-άου-άουτς!»

«Αχ, συγγνώμη.»

Ο Ρυουτζί πετάχτηκε προς τα πίσω καθώς η Τάιγκα ξεφώνισε, με το δάχτυλό της ακόμα παγιδευμένο. Η κραυγή της αναστάτωσε κι άλλο τον ήδη εκνευρισμένο Ίνκο, που ξαφνικά δάγκωσε δυνατά το δάχτυλο της Τάιγκα.

«Εεεεεεεεε~!’

Ίσως να ήταν λόγω του αιφνίδιου πόνου, πάντως μετά από αρκετές τσιρίδες η Τάιγκα κατάφερε επιτέλους να ξεκολλήσει το δάχτυλό της.

Μόλις το δάχτυλο ελευθερώθηκε, και οι δυο έπεσαν εξαντλημένοι πάνω στο τατάμι και έμειναν έτσι χωρίς να λένε τίποτα για αρκετά δευτερόλεπτα.

«...Αυτό πόνεσε...Αρκετά, εντάξει;»

Ανασηκώνοντας το κεφάλι της, η Τάιγκα κοίταξε προς τη μεριά του Ίνκο-τσαν με μάτια που, αν και λίγο υγρά από δάκρυα, έλαμπαν σαν λεπίδα σπαθιού. Ακόμα και ο Ίνκο-τσαν πρέπει να κατάλαβε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση.

«...Αουαουαουαουα.»

Ο Ίνκο-τσαν κοίταξε την Τάιγκα και άρχισε να τρέμει έντονα. Ίσως να ήταν από το άγχος, πάντως ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν από πάνω του μεγάλες τουλούπες από φτερά. Κατατρομαγμένος, ο Ρυουτζί έσφιξε το κλουβί στο στήθος του,

«Ουααα, ο Ίνκο-τσαν θα καραφλιάσει τελείως, έλα, συγκρατήσου, ηρέμησε σε παρακαλώ! Αν ασχημήνεις κι άλλο δεν ξέρω αν θα μπορούμε πια να μένουμε μαζί, με καταλαβαίνεις, έτσι; Πάμε να φύγουμε από δω, δεν ξέρω τι άλλο θα σου κάνει μετά η Τάιγκα!»

Την ίδια στιγμή, η Τάιγκα στάθηκε όρθια,

«Για περίμενε, τι εννοείς μ’αυτό; Λες και υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι στο πουλί.»

«Α ναι ε; Κι αυτή η γροθιά, για ποιον είναι;»

«Για να σε τιμωρήσω όπως σου πρέπει.»

Σφίγγοντας τη μικρή γροθιά της, τον στρίμωξε στον τοίχο.

«Τι έκανα εγώ;!»

«Το δάχτυλό μου! Με πονάει, ξέρεις!»

«Κι εγώ τι φταίω;!»

Καθώς κυνηγούσε τον Ρυουτζί, που έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο αγκαλιά με το κλουβί, ξαφνικά η Τάιγκα...

«Φουαα~!»

Έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο τατάμι. Μέσα από τη μισάνοιχτη συρόμενη πόρτα, ο Ρυουτζί μπορούσε να διακρίνει ένα λευκό μακρόστενο αντικείμενο που προεξείχε πάνω στο πάτωμα, και πάνω στο οποίο είχε σκοντάψει η Τάιγκα.

Και το λευκό αυτό πράγμα ήταν,

«...Τι δουλειά έχει αυτό εδώ;»

Με μάτια που έμοιαζαν σαν να ήταν εκτός εαυτού και έτοιμος να τραβήξει μαχαίρι ή κάτι τέτοιο, ο Ρυουτζί άφησε κάτω το κλουβί και κοίταξε το αντικείμενο που τελικά ήταν το γυμνό πόδι της μητέρας του. Παρεμπιπτόντως, ο Ρυουτζί δεν ήταν εξοργισμένος, απλά ξαφνιασμένος.

Με το ένα πόδι της έξω από το δωμάτιό της που χωριζόταν από το σαλόνι με ένα συρόμενο παραβάν, η κεφαλή της οικογένειας, η Γιάσουκο κοιμόταν βαθιά. Αφού είχε πιει τον άμπακο στη βάρδια της στο Μπισαμοντενγκόκου, το μοναδικό μπαρ της πόλης στο οποίο εργαζόταν, είχε επιστρέψει στο σπίτι στις 6 το πρωί.

«Αχ, μήπως την ξυπνήσαμε;»

Η Τάιγκα, μ’όλο τον εγωισμό, τη βιαιότητα και τη ματαιοδοξία της, έδειξε μια στοιχειώδη ευγένεια, ρωτώντας ευγενικά με σιγανή φωνή από το πάτωμα όπου είχε πέσει.

«Μπα, κοιμάται του καλού καιρού.»

Απάντησε ο Ρυουτζί χαμηλώνοντας κι αυτός τη φωνή του, και πιάνοντας το γυμνό πόδι που προεξείχε προσπάθησε να τη σπρώξει πίσω στο υπνοδωμάτιό της.

Κι έτσι,

«Μμ...Χμ, χουα~...»

Μια ναζιάρικη ένρινη φωνή πρώτα. Και μετά,

«...Ουααααα!»

«Έι, τι είναι, τι τρέχει;»

Η ιδιοκτήτρια του ποδιού ξαφνικά ξέσπασε σε κλάματα. Φορώντας ένα σορτσάκι γυμναστικής που φόραγε ο γιος της στο γυμνάσιο και ένα μπλουζάκι μέσα από το οποίο διακρινόταν καθαρά το μαύρο δαντελωτό σουτιέν της, άρχισε να χτυπιέται κλαίγοντας και να τρίβεται πάνω στη λευκή επιφάνεια του φουτόν της.

Κι αυτή η γυναίκα με την αξιοθρήνητα παιδιάστικη συμπεριφορά ήταν στην πραγματικότητα 33 χρονών, και επιπλέον διέθετε στήθος νούμερο F.

«Μου, μου μυρίζουν ομελέτες με τηγανητό ρύζι~! Ο Ρυου-τσαν και η Τάιγκα-τσαν τις έφαγαν όλες μόνοι τους την ώρα που κοιμόμουν! Ουααα~!»

«Μη γίνεσαι ανόητη, σου φύλαξα τη μερίδα σου. Την έχω τυλίξει και θα τη βάλω στο ψυγείο για την ώρα, και όταν ξυπνήσεις μπορείς να τη ζεστάνεις στο φούρνο μικροκυμάτων και να τη φας.»

«...Θα γράψεις πάνω στην ομελέτα ‘ΓΥΑΣΟΥΚΟ’ με κέτσαπ;»

«Δε γράφω τίποτα, έτσι κι αλλιώς θα χαλάσει όταν πάω να την τυλίξω πάλι. Και είναι ‘ΓΙΑΣΟΥΚΟ’.»

«...Ααχ...ακόμα νυστάζω, γι’αυτό μη με μαλώνεις σε παρακαλώ...»

Πέφτοντας μαλακά πάνω στο μαξιλάρι της, η ανύπαντρη μητέρα Γιάσουκο σύντομα ξαναβυθίστηκε στον ύπνο. Σαν νοικοκυρά ήταν τελείως άχρηστη, τουλάχιστον όμως κέρδιζε αρκετά για να ζουν αξιοπρεπώς. Ήταν καλόκαρδη και ευγενική σαν άνθρωπος, αλλά δεν είχε κουκούτσι μυαλό. Κάθε μέρα ο γιος της ο Ρυουτζί προσπαθούσε να τη βοηθήσει να λογικευτεί κάπως. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν η Γιάσουκο πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου,

«Ο μέσος όρος μου στα μαθηματικά ήταν 17~. Ο υπεύθυνος καθηγητής μου είχε μείνει κάγκελο όταν το είδε, και όλη μέρα καθόταν και με κοίταζε σαν χαζός~.»

...Αυτό του είχε πει.

Παρόλα αυτά. το σπιτικό των Τακάσου για την ώρα δεν είχε οικονομικά προβλήματα, το αντίθετο μάλιστα. Με τη Γιάσουκο σαν πηγή εισοδήματος και τον Ρυουτζί υπεύθυνο για τις δαπάνες του σπιτιού, το κατοικίδιο τον Ίνκο-τσαν, και τέλος,

«Άουτς...γρατζούνισα το πηγούνι μου. Σοβαρά τώρα, αυτό το σπίτι παραείναι στενάχωρο. Έι, Ρυουτζί, θα φτιάξεις σασίμι[2] για βραδινό; Είναι τελείως άσχετο, αλλά το πέσιμο μόλις τώρα μου το έφερε στο μυαλό.»

«...Πραγματικά δεν έχει καμία σχέση...»

«Δεν κατάλαβα; Μου λες ότι δεν μπορώ να φάω σασίμι;»

Η τίγρη με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο αγριοκοίταξε τον Ρυουτζί με ορθάνοιχτα μάτια τρίβοντας το σαγόνι της. Αν και δεν έμεναν καν μαζί,

«...Έχει προσφορά στον τόνο μπροστά στο σταθμό στις 5, αν θυμάμαι καλά.»

«Ωραία, θέλω κι εγώ να πάω για ψώνια, γι’αυτό πέρνα να με πάρεις στις 5 παρά τέταρτο. Πάω σπίτι τώρα.»

«Ε; Φεύγεις;»

«Έχεις κανένα πρόβλημα;»

Κατά τη διάρκεια των διακοπών, περνούσαν όλη τη μέρα μαζί. Πήγαιναν μαζί για ψώνια. Και αν και φυσικά η Τάιγκα δεν έμενε εκεί όλη νύχτα, πολλές φορές έπαιρναν έναν υπνάκο δίπλα δίπλα μετά το βραδινό μέχρι αργά το βράδυ. Αυτή η συνεχής συμβίωση ήταν περισσότερο για λόγους ευκολίας. Ωστόσο ο Ρυουτζί συνέχιζε να φλυαρεί ασυνάρτητα απευθυνόμενος στην πλάτη της Τάιγκα μπροστά του.

«Γιατί να πας σπίτι; Έχεις τίποτα να κάνεις; Ακόμα είμαστε σε διακοπές, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει κάποιος λόγος να γυρίσεις, υπάρχει;»

Συνέχιζε να φλυαρεί προσπαθώντας να την κρατήσει λίγο περισσότερο. Παραμερίζοντας τα μαλλιά της σαν να την ενοχλούσαν, η Τάιγκα τον κοίταξε ψυχρά.

«Εσύ έχεις ελεύθερο χρόνο, όχι εγώ. Πρέπει να βάλω πλυντήριο τώρα, όσο ακόμα είναι καλός ο καιρός.»

«Πλυντήριο; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις ένα κουμπί, σωστά; Το πλυντήριο στο σπίτι σου είναι και στεγνωτήριο και το στέγνωμα γίνεται αυτόματα, οπότε γιατί να πρέπει να είσαι σπίτι;»

«Τσκ,» η Τάιγκα πλατάγισε ενοχλημένη τη γλώσσα της, με ύφος σαν να σκεφτόταν σοβαρά να εξοντώσει τον ενοχλητικό που δεν εννοούσε να την αφήσει στην ησυχία της.

«Αργκχ, τι εκνευριστικός! Τι προσπαθείς να μου πεις τελοσπάντων;! Αν θέλεις κάτι πες το επιτέλους και μη με πρήζεις!»

Με τα χίλια ζόρια, ο Ρυουτζί μουρμούρισε,

«...Θ, θα έρθεις μαζί μου στο οικογενειακό εστιατόριο...;»

«Πάλι τα ίδια;!»

Μέσα σε μια στιγμή, ο εκνευρισμός της Τάιγκα φούντωσε σαν πυρκαγιά. Ο Ρυουτζί όμως δεν το έβαλε κάτω,

«Τι σε πειράζει να κάνεις μόνο αυτό, μου λες;! Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω μόνος μου! Σήμερα ακόμα, είπες πως σου άρεσαν οι ομελέτες μου με ρύζι και σου έφτιαξα, έτσι δεν είναι; Κι ύστερα, τόσο καιρό δε σε βοηθάω με τα προβλήματά σου με τον Κιταμούρα; Γιατί δε με βοηθάς κι εσύ λίγο;! Τόσο τρομερό είναι πια;!»

«Άμα πια, σκάσε επιτέλους! Βούλωστο! Παράτα τα!»

«Τι να παρατήσω;»

Εκεί που καυγάδιζαν, ακούστηκε ένα «Ωχ, ωωχ» πίσω από το συρόμενο παραβάν –Η Γιάσουκο που δεν είχε συνέλθει ακόμα από το μεθύσι της, είχε αφήσει ένα βογγητό. Και οι δύο σώπασαν αμέσως.

«...Υποθέτω πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου.»

Η Τάιγκα τελικά υποχώρησε.

«Θα κεράσεις εσύ, κατάλαβες; Και να μου πάρεις ένα περιοδικό. Έχω βαρεθεί να μιλάω μαζί σου.»

Δήλωσε η Τάιγκα σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις, κάνοντας επίδειξη κακών τρόπων. Ωστόσο, ο Ρυουτζί περιορίστηκε να γνέψει αντρίκεια, χωρίς να πει ούτε μια λέξη για να παραπονεθεί. Αφού θα τον συνόδευε στο οικογενειακό εστιατόριο, ό,τι και να του ζήταγε λίγο θα ήταν. Γιατί σε εκείνο το οικογενειακό εστιατόριο ήταν—


* * *


«Ορίστε! Έτοιμη η παραγγελία σας!»

Το παρφέ γιαουρτιού ακούμπησε με θόρυβο μπροστά στην Τάιγκα.

«Μεταξύ μας, αυτό είναι ένα Τάιγκα σπέσιαλ, με έξτρα παγωτό βανίλια. Μην το πείτε πουθενά, και καλή όρεξη~»

«Είναι εντάξει αυτό, Μινορίν; Δε θα σου κάνουν παρατήρηση;»

«Κανένα πρόβλημα, κανένα πρόβλημα, μην ανησυχείς! Κι ύστερα, εσείς οι δυο έρχεστε εδώ σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές. Αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας! Κι εσύ, Τακάσου-κουν, δε θες τίποτα; Σου προτείνω το παρφέ πράσινου τσαγιού, ή αν δε σου αρέσουν τα γλυκά, μπορείς να πάρεις τηγανητές πατάτες ή κάτι ανάλογο. Θα σου προσφέρω σούπερ εξυπηρέτηση.»

«Α, όχι, εγώ...»

Αντιμέτωπος με αυτό το υπέροχο χαμόγελο, ο Ρυουτζί μπορούσε μόνο να γνέψει με το χέρι του, ανίκανος ακόμα και να σηκώσει τα μάτια του από τον καφέ του. Δε μπορούσε ούτε καν να ανοίξει τα μάτια του.

Το θέαμα παραήταν εκτυφλωτικό.

Η Μινόρι Κουσιέντα στεκόταν μπροστά του ντυμένη σερβιτόρα.

Τα μεταξένια μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά, και άφηναν ακάλυπτο το λεπτό λαμπερό λαιμό της. Η στολή της, ένα μονοκόμματο φόρεμα σε ανοιχτό πορτοκαλί με μια κατάλευκη ποδιά ήταν στ’αλήθεια πολύ χαριτωμένη. Αν και μικρό, το στήθος της τονιζόταν από την εφαρμοστή στολή, και το χαμόγελό της είχε τη γοητεία ενός ώριμου ροδάκινου.

Κοιτάζοντας προς τα κάτω για να κρύψει το κατακόκκινο πρόσωπό του, απέφευγε απελπισμένα να κοιτάξει τον ανεκπλήρωτο έρωτά του εδώ και ένα χρόνο στα μάτια. Ήθελε να κοιτάξει, αλλά δε μπορούσε, ή μάλλον το κεφάλι του αδυνατούσε να σηκωθεί. Τα αισθήματά του τον έκαναν δειλό.

«Το ξέρω πως δε σας αρέσει να το ακούτε αυτό, αλλά ακόμα επιμένετε πως δεν είστε μαζί παρόλο που οι δυο σας έρχεστε εδώ για τσάι σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές; Είστε ζευγάρι οι δυο σας, δεν είστε;»

Μόνο μια απάντηση μπορούσε να υπάρξει σ’αυτή την ερώτηση,

«Όχι, δεν είμαστε.»

Απάντησαν ταυτόχρονα γνέφοντας αρνητικά.

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια.»

Δήθεν σοκαρισμένη, η Τάιγκα κοίταξε επίμονα την καλύτερή της φίλη στο πρόσωπο, που ήταν γεμάτο καλοσύνη χωρίς ίχνος κακίας.

«Μινορίν, κι εσύ δουλεύεις εδώ σχεδόν κάθε μέρα αυτές τις διακοπές, όμως αυτό δε σημαίνει πως βγαίνεις με τον υπεύθυνο του καταστήματος ή τον παππού στα μαγειρεία ή κάτι ανάλογο, ξέρεις. Και για μας είναι το ίδιο. Το ότι ερχόμαστε εδώ μαζί δε σημαίνει ότι είμαστε ζευγάρι ή τίποτα τέτοιο.»

«...Δεν έχει και πολύ λογική αυτό που είπες, έχει;»

«Ούτε κι αυτό που είπες εσύ έχει πολύ λογική, Μινορίν.»

Ήταν πια γενικά παραδεκτό ότι ‘ο Τακάσου και η Αϊσάκα δεν τα έχουν’, όμως ακόμα και τώρα, η Μινόρι σε κάθε ευκαιρία που τις δινόταν προσπαθούσε να επιβεβαιώσει τις υποψίες της δήθεν αστειευόμενη. Όμως για τον Ρυουτζί που ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, το αστείο παραήταν σκληρό.

«Εντάξει, εντάξει, για τους παππούδες το καταλαβαίνω.»

«Για ποιους παππούδες λες;»

«Πράγματι, δε θα μπορούσα να βγαίνω με κανέναν από τους υπεύθυνους στα καταστήματα. Ούτε μ’αυτόν στο μαγαζί σάμπου-σάμπου[3] όπου δουλεύω κάθε δεύτερο βράδυ, ούτε μ’αυτόν στο μαγαζί καραόκε, ούτε μ’αυτόν στο παντοπωλείο όπου δουλεύω τα πρωινά. Οπότε με την ίδια λογική δε θα μπορούσες εσύ να βγαίνεις με τον Τακάσου. Αυτό δεν εννοείς; Τέλος πάντων, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.»

«...Αυτό τώρα είναι ημιαπασχόληση;»

Χωρίς να το καταλάβει, οι λέξεις βγήκαν μόνες τους από το στόμα του. Αν και δεν το είχε επιδιώξει, ο Ρυουτζί συγχάρηκε τον εαυτό του που κατάφερε να πει κάτι.

«Έχεις δίκιο, αλλά προσπαθώ να κάνω οικονομίες. Κι ύστερα, παρόλο που είμαστε σε διακοπές, έχουμε και τις δραστηριότητες της λέσχης. Ο αρχηγός λέει πως δεν είναι σωστό να τεμπελιάζουμε.»

Ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να σκεφτεί καμία απάντηση σε αυτό. Αντίθετα, η Τάιγκα ήταν αυτή που συνέχισε τη συζήτηση.

«Μα δουλεύεις πολύ σκληρά. Όλα αυτά τα χρήματα που κερδίζεις, τα χρειάζεσαι για κάτι συγκεκριμένο;»

«Εφόσον έχω χρόνο, έχω ανάγκη να δουλεύω. Είμαι εργασιομανής.»

«...Τ, τι είναι αυτό;»

«Σημαίνει ότι ξεκουράζομαι δουλεύοντας. Λοιπόν, τα λέμε αργότερα!»

Αφήνοντάς τους με αυτή την αινιγματική φράση, η σούπερ σερβιτόρα Μινόρι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Καθώς την κοιτούσαν να φεύγει,

«Πραγματικά αξιοθαύμαστη...Δεν είναι μόνο όμορφη, είναι και εργατική. Καμία σχέση με σένα.»

«...Τι;»

«Λοιπόν, για να δούμε, ξυπνάς το μεσημέρι, έρχεσαι σπίτι μου με μαλλί αφάνα και τσαλακωμένα ρούχα, καταβροχθίζεις το μεσημεριανό, κάθεσαι και τεμπελιάζεις βλέποντας τηλεόραση, καταβροχθίζεις το βραδινό, χουζουρεύεις δήθεν εξουθενωμένη μέχρι αργά τη νύχτα, και μετά πας σπίτι σου, αυτό δεν κάνεις; Με άλλα λόγια τίποτα παραγωγικό.»

Η Τάιγκα σήκωσε απότομα το κεφάλι της.

«Είμαστε σε διακοπές, τι πειράζει αυτό; Και δεν είσαι καλύτερος του λόγου σου. Κι έπειτα, δεν ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό; Εγώ κάνω τον κόπο να έρθω εδώ για χατήρι σου, έτσι δεν είναι; Αυτό θα έπρεπε να μετράει περισσότερο απ’όλα για σένα.»

Του επιτέθηκε με το κουτάλι του παρφέ της.

«Ουχ...μπήκε λίγο στο μάτι μου!»

«Παρόλο που είμαι σε διακοπές, δε σπαταλάω το χρόνο μου για σένα; Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Ε;»

Με πιο πολύ περιφρόνηση παρά θυμό στο βλέμμα της, η Τάιγκα είπε αλαζονικά,

«Αυτό και μόνο θα έπρεπε να σου αρκεί. Το ότι είμαι εδώ για να σε βοηθήσω να δεις αυτή που αγαπάς. Όμως, ξέρεις, για μένα δεν είναι το ίδιο. Κανείς δε με υποστηρίζει με τόση καλοσύνη στον έρωτά μου.»

«...Δεν αφήνεις τους γρίφους λέω εγώ; Δε φταίω εγώ που δε μπόρεσες να δεις τον Κιταμούρα. Στ’αλήθεια προσπάθησα να σε βοηθήσω, και το ξέρεις.»

«...»

«Μην αρχίζεις να με αγνοείς την ώρα που κουβεντιάζουμε!»

«Σκασμός!»

Αφού είπε αυτά που ήθελε, η Τάιγκα έκοψε απότομα την κουβέντα και κάρφωσε τα μάτια της στο γυναικείο περιοδικό που είχε πάρει από ένα βιβλιοπωλείο καθώς ερχόντουσαν. Αν και δε συμφωνούσε καθόλου μαζί της, κατάπιε τις αναπόφευκτες επικρίσεις της μαζί με τον καφέ του.

Παρεμπιπτόντως, στ’αλήθεια δεν έφταιγε αυτός. Θυμήθηκε τι είχε γίνει το απόγευμα της πρώτης μέρας των διακοπών.

Επειδή η Τάιγκα τον είχε πρήξει, είχε τηλεφωνήσει στον Κιταμούρα, τον καλύτερό του φίλο και επίσης το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου έρωτα της Τάιγκα. Γνωρίζοντας ότι ο Κιταμούρα θα είχε τουλάχιστον τρεις μέρες ελεύθερες από δραστηριότητες της λέσχης σόφτμπολ στην οποία και αυτός και η Μινόρι ήταν μέλη, η Τάιγκα έβαλε τον Ρυουτζί να τον ρωτήσει τι σχέδια είχε για εκείνες τις μέρες. Εννοείται πως η Τάιγκα δεν υπήρχε περίπτωση να βρει το κουράγιο να καλέσει η ίδια τον Κιταμούρα για να βγουν, και γι’αυτό είχε καταστρώσει ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο ο Ρυουτζί θα έβγαινε με τον Κιταμούρα και αυτή θα τους συναντούσε δήθεν τυχαία στο δρόμο.

Όμως, όταν ο Ρυουτζί έκανε το περιβόητο τηλεφώνημα με τη νευρική Τάιγκα δίπλα του, εισέπραξε μια μεγαλοπρεπέστατη άρνηση. «Άσε, φίλε, δε γίνεται τίποτα! Ήθελα τουλάχιστον μια μέρα να βγω να διασκεδάσω, αλλά με τις δουλειές στο σπίτι και με το μαθητικό συμβούλιο, είμαι τελείως πνιγμένος!»--- Όπως και να είχε, ο συγχρονισμός τους ήταν κακός. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει σε αυτή την περίπτωση.

«...Έτσι κι αλλιώς, και να τον έβλεπες δε θα κατάφερνες να του μιλήσεις.»

«...»

Σηκώνοντας τα μάτια της χωρίς να μιλήσει ή να αλλάξει έκφραση, μόνο τα χείλια της κινήθηκαν καθώς η Τάιγκα ψιθύρισε πολύ σιγά – Άντε. Στο. Διάβολο.

«...Τι μου λες...Εσύ θα με στείλεις εκεί;»

«Α, με άκουσες; Να χαρώ εγώ ακοή.»

Χαμογελώντας περιφρονητικά, η Τάιγκα έριξε ένα διαβολικό βλέμμα στον Ρυουτζί.

Καθώς την κοίταζε, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να μη σκεφτεί:

Για ποιο λόγο ακριβώς σπαταλούσε το χρόνο του συνωμοτώντας μαζί της αφού όλη την ώρα τον έβριζε και τον κορόιδευε;

«Αχ~»

-- Η μικρή κραυγή που άφησε η Τάιγκα διέκοψε τις σκέψεις του.

«Αααχ! Τι κάνεις εκεί, αδέξιο πλάσμα;»

Παρόλο που τα’χασε προς στιγμήν, ο Ρυουτζί σηκώθηκε αμέσως με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι και γονάτισε σαν υπηρέτης δίπλα στην Τάιγκα.

Λίγη σος βατόμουρου είχε πέσει από το στόμα της Τάιγκα και είχε στάξει πάνω στο φόρεμά της κοντά στο γόνατο. Έπρεπε να τη σκουπίσει γρήγορα πριν ποτίσει τη λευκή δαντέλα.

«Αχ, εγώ φταίω...Θα αφήσει λεκέ;»

«Μπα, εντάξει είναι. Αν το καθαρίσουμε καλά μόλις γυρίσουμε, θα είναι μια χαρά.»

Μουσκεύοντας το χαρτομάντιλο σε ένα ποτήρι νερό, έτριψε γρήγορα και νευρικά το φόρεμα της Τάιγκα ενώ αυτή βογγούσε αξιοθρήνητα. Στο κάτω κάτω, αυτό το φόρεμα πρέπει να ήταν τουλάχιστον είκοσι φορές ακριβότερο από τα δικά του ρούχα. Ακόμα και όταν δεν ήταν δικά του, δε μπορούσε να χειριστεί ακριβά πράγματα χωρίς να τα προσέχει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αν και τσακωνόταν μαζί της μέχρι πριν ένα λεπτό, αυτό δεν είχε καμία σημασία. Γιατί όποτε έβλεπε κάτι στραβό, έπρεπε οπωσδήποτε να το φτιάξει---Ναι, αυτό ήταν. Ακριβώς όπως τώρα.

Φαίνεται πως αυτός και η Τάιγκα ήταν πάντα έτσι. Καθώς συνέχιζε το επείγον καθάρισμα, ασυναίσθητα απόφευγε τη ματιά της.

Ο μόνος λόγος που οι δυο τους έκαναν παρέα ήταν ότι ο καθένας ήταν ερωτευμένος με τον καλύτερο φίλο του άλλου. Κατά τύχη το ανακάλυψαν αυτό, και έτσι δημιουργήθηκε αυτή η περίεργη συμμαχία.

Η Τάιγκα, που έμενε μόνη της, άρχισε ξαφνικά να βασίζεται στον Ρυουτζί για τις καθημερινές της ανάγκες, και ο Ρυουτζί που από τη φύση του αγαπούσε τις δουλειές του σπιτιού και την καθαριότητα, δεν αρνιόταν τις απαιτήσεις της. Αυτή η κατάσταση προχωρούσε όλο και περισσότερο, μέχρι που στο τέλος είχαν καταλήξει σ’αυτό τον περίπλοκο τρόπο ζωής, κλασικό παράδειγμα του οποίου ήταν αυτό το συμβάν.

Είναι τόσο αδέξια.

Το φοβερό κορίτσι που ήταν γνωστό σαν Τίγρη Μινιατούρα είχε και μια άλλη πλευρά που προκαλούσε έκπληξη: με απλά λόγια, ήταν το πιο ευάλωτο στους καθημερινούς κινδύνους πλάσμα που είχε συναντήσει ποτέ ο Ρυουτζί, κι έτσι είχε καταλήξει να φοβάται να πάρει τα μάτια του από πάνω της έστω και για ένα λεπτό. Όποτε την άφηνε να πάει κάπου μόνη της, ήταν σίγουρο ότι θα σκόνταφτε και θα έπεφτε αρκετές φορές την ημέρα. Αν ήταν πίσω του, κοιτούσε συνεχώς πάνω από τον ώμο του, αν πήγαινε να χρησιμοποιήσει φωτιά, της φώναζε να προσέχει. Αν δεν της μαγείρευε αυτός, ξεχνούσε ακόμα και να φάει, και τότε εξασθενούσε η φυσική της κατάσταση. Ήταν τόσο ανίκανη ώστε ένιωθε την ανάγκη να είναι μαζί της συνεχώς μην τυχόν και κάνει καμιά βλακεία.

Πέρα από αυτά, τι άλλο μπορούσε να πει;--Κατά τύχη είχε παραστεί στην απίστευτη αποτυχία της εξομολόγησής της. Για μεγάλη του έκπληξη, είχε ανακαλύψει επίσης ότι ήταν κλαψιάρα.

Η σχέση τους ήταν λίγο πολύ ομαλή, αλλά αν και ο Ρυουτζί και η Τάιγκα έτρωγαν μαζί, πήγαιναν σχολείο μαζί και μέχρι που ψώνιζαν μαζί, δεν υπήρχε κανένα αμοιβαίο αίσθημα στην παράξενη σχέση που είχαν αναπτύξει.

Αν τον ρωτούσε κάποιος γιατί ήταν μαζί της, ο μόνος λόγος που μπορούσε να σκεφτεί ο Ρυουτζί ήταν ότι αυτός ήταν δράκος και η Τάιγκα ήταν τίγρη---μαζί οι δυο τους συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, ή κάτι ανάλογο.

«Αχ!»

Για μια ακόμα φορά, μια σταγόνα σος βατόμουρου έκοψε τις σκέψεις του Ρυουτζί.

«...Πρόσεχε λιγάκι. Πώς τα κατάφερες να στάξει η σταγόνα στο ίδιο σημείο; Πάλι καλά που έπεσε πάνω στο δάχτυλό μου.»

«Ουφ, σκάσε επιτέλους, δεν το έκανα επίτηδες. Και στο κάτω κάτω, δε σου ζήτησα εγώ να το καθαρίσεις.»

«Τι βλακείες κάθεσαι και λες; Αν το άφηνα, υπήρχε περίπτωση να βγάλεις το λεκέ μόνη σου; Ούτε με σφαίρες, έτσι δεν είναι; Αν θες να ξέρεις, δεν το κάνω για σένα, το κάνω για το φόρεμα.»

«Μπα; Α, τώρα καταλαβαίνω. Ε, άμα σου αρέσει τόσο πολύ, να σου το δώσω. Μπορεί να θες να το φορέσεις κιόλας.»

Τέλος πάντων...όσο περνούσε η ώρα η Τάιγκα γινόταν όλο και πιο κακεντρεχής.

Ακόμα κι έτσι όμως, δεν άντεχε να αφήσει ένα τόσο ακριβό φόρεμα να λεκιαστεί, κι έτσι με ύφος εγκληματία που καταδικαζόταν σε ισόβια κάθειρξη (εντάξει, ήταν λίγο δυσαρεστημένος), την αγνόησε και βυθίστηκε αδίστακτα στις προσπάθειες καθαρισμού. Εκείνη τη στιγμή,

«Α.»

«Τι έκανες πάλι;!»

Ακούγοντας το επιφώνημα που άφησε ασυναίσθητα η Τάιγκα, ενστικτωδώς ο Ρυουτζί κοίταξε προς τα πάνω.

«Δεν είναι αυτό...Αυτό εδώ είναι πολύ όμορφο, θα το πάρω. Θα το πάρω οπωσδήποτε.»

Μουρμούρισε η Τάιγκα ανασηκώνοντας μια από τις σελίδες του περιοδικού της.

«Πάλι σπαταλάς τα λεφτά σου; Πόσα ακόμα φουστάνια με φρου φρου και δαντέλες που είναι σχεδόν ολόιδια σκοπεύεις να πάρεις; Λοιπόν, ποιο είναι αυτή τη φορά; Πόσο κάνει;»

«Για να σου πω, φτάνει, είσαι ενοχλητικός! Ποιος νομίζεις πως είσαι, η μάνα μου;»

«Είμαι αυτός που θα καταλήξει να τα τακτοποιεί, λοιπόν έχω το δικαίωμα να τα ελέγξω πρώτα.»

Ο Ρυουτζί σηκώθηκε πάνω και κάθησε δίπλα στη θυελλώδη Τάιγκα, ρίχνοντας μια ματιά στη σελίδα που κοιτούσε αυτή προηγουμένως. Μόλις πριν λίγες μέρες είχε φάει μια ολόκληρη μέρα προσπαθώντας να τακτοποιήσει τα πανάκριβα ρούχα που ξεχείλιζαν από την ντουλάπα της Τάιγκα, και ευτυχώς είχε καταφέρει να τα φυλάξει σωστά και οργανωμένα. Σίγουρα είχε το δικαίωμα να χαλιναγωγήσει τις ασυλλόγιστες σπατάλες της. Κι έτσι,

«...Α, αυτό εδώ; Αυτό εδώ είναι... Αναρωτιέμαι πώς...;»

Χωρίς να το σκεφτεί έγειρε το κεφάλι του. Στη σελίδα που ήταν αυτό που η Τάιγκα είχε πει πως θα αγοράσει οπωσδήποτε, το μοντέλο φορούσε ένα στενό τζιν που αναδείκνυε τα μακριά της πόδια σε μια χαριτωμένη πόζα. Δεν είχε ούτε φρου φρου ούτε δαντέλες, αλλά—

«...Για το καλό σου στο λέω αυτό... αν το φορούσες εσύ αυτό, θα ήταν σκέτη τραγωδία.»

Η Τάιγκα όπως και να το κάνουμε, ήταν μόλις 140 εκ. Θα έπρεπε να καταλαβαίνει και η ίδια ότι δεν είχε τέτοια μακριά πόδια, όμως,

«...Αυτό που θέλω είναι η τσάντα!»

«Α, α...αυτό εννοούσες;»

«Λοιπόν, συγγνώμη που έχω κοντά πόδια.»

Η φωνή της αντήχησε με μια οξύτητα που διέψευδε το ήρεμο ύφος της, και ο Ρυουτζί ενστικτωδώς έκανε πίσω, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει. Τα μάτια της Τάιγκα στένεψαν από θυμό και οι γωνίες του στόματός της ανασηκώθηκαν σαν να χαμογελούσε.

«Περίμενε λίγο, έλα, ηρέμησε...Είμαστε στη δουλειά της Κουσιέντα τώρα...Εμ, πρέπει να είμαστε καθωσπρέπει.»

«Δεν κατάλαβα;! Με δουλεύεις κι από πάνω;! Δε σκοπεύω να ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά από σένα! Αν κατάλαβες πως με πρόσβαλες, γιατί δε μου ζητάς συγγνώμη;!»

Η Τάιγκα ζάρωσε τη μύτη της εξοργισμένη – Κατά τα φαινόμενα, η προσπάθειά του να την ηρεμήσει είχε αποτύχει παταγωδώς. Κακό αυτό. Είχε θυμώσει στ’αλήθεια τώρα. Φυσικά, ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να της ζητήσει συγγνώμη και αμέσως μάλιστα, αλλά,

«Γκαχ...»

«Εντάξει, έχω κοντά πόδια! Όμως κανένας άλλος δεν έχει πρόβλημα μ’αυτό!»

Αρπάζοντάς τον από το σβέρκο, άρχισε να τον ταρακουνάει βίαια. Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη, για την ακρίβεια, δε μπορούσε καν να πάρει ανάσα. Χτυπιόταν και κλωτσούσε το τραπέζι απελπισμένα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φωνάξει «Παραδίνομαι!».

Και ξαφνικά, η λαβή της Τάιγκα χαλάρωσε. Ελεύθερος επιτέλους, ο Ρυουτζί κατέρρευσε στο κάθισμά του βήχοντας, προσπαθώντας να συνέλθει.

«Α, αν είναι δυνατόν...Τι ήθελες, να με σκοτώσεις;! Δε σε πιστεύω!»

«...Ουα, ουα, ουα...»

Αφηρημένη, με το στόμα μισάνοιχτο, η Τάιγκα ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της. Φαινόταν να έχει συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι παραήταν βίαιη. Ο Ρυουτζί έγνεψε με έμφαση,

«Μάλιστα, με κατατρόμαξες ξέρεις. Ευτυχώς που το κατάλαβες. Ελπίζω ότι αυτή η εμπειρία θα σε αποτρέψει από το να στραγγαλίζεις ανθρώπους στο μέλλον...»

Κοιτάζοντας έντονα τον Ρυουτζί, η Τάιγκα έδειξε τη σελίδα του περιοδικού που κοιτούσαν μέχρι πριν από λίγο, και είπε «Κοίτα, κοίτα!»

«...Θέλεις αυτή την τσάντα, εντάξει, το κατάλαβα!»

«Όχι αυτό! Αυτήν! Την κοπέλα!»

Στην άκρη του ροδαλού νυχιού της βρισκόταν μια όμορφη γυναίκα με τα πόδια της σταυρωμένα με χάρη – όχι, μάλλον ένα όμορφο χαμογελαστό κορίτσι. Με φόντο ένα μοντέρνο μαύρο σκηνικό, το κορίτσι ήταν κομψά ντυμένο με ένα μπλουζάκι με τιράντες που πρέπει να κόστιζε αρκετές εκατοντάδες δολάρια και ένα ακόμα ακριβότερο τζιν. Τα ελαφρά κατσαρωμένα μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της. Ασφαλώς ήταν ένα πολύ όμορφο μοντέλο, αλλά αφού ήταν μοντέλο ήταν αναμενόμενο να είναι όμορφη. Δε φαινόταν να υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο στη συγκεκριμένη σελίδα.

Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε, η Τάιγκα άρπαξε το κεφάλι του.

«Αουαουαου!»

Με μια κίνηση, το κεφάλι του περιστράφηκε σχεδόν 180 μοίρες ώστε να κοιτάξει πίσω του.

«...Ω.»

Ασυναίσθητα άφησε κι αυτός ένα επιφώνημα έκπληξης.

Μια σερβιτόρα οδηγούσε μια πελάτισσα που μόλις είχε φτάσει στη θέση της, όχι πολύ μακριά από εκεί που καθόταν ο Ρυουτζί με την Τάιγκα.

Δεν ήταν μόνο ο Ρυουτζί και η Τάιγκα που την κοιτούσαν. Σχεδόν όλοι οι πελάτες του σχετικά γεμάτου μαγαζιού της έριχναν φευγαλέες ματιές και σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους.

Το πρώτο πράγμα που χτυπούσε στο μάτι ήταν το λυγερό σαν ζαρκαδιού σώμα της. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, αλλά εξαιτίας του σχετικά μικρού κεφαλιού της, οι αναλογίες της ήταν τέλειες.

Τα μαλλιά της ήταν προσεχτικά χτενισμένα και έλαμπαν μεταξένια, όμως δεν ήταν υπερβολικά στυλιζαρισμένα, αντίθετα έπεφταν στους ώμους της με ένα ανάλαφρο στιλ.

Μεγάλα γυαλιά ηλίου σε στιλ Χόλιγουντ έκρυβαν το μικρό προσωπάκι, και περπατούσε με αψεγάδιαστη κομψότητα. Οι λεπτοκαμωμένοι αστράγαλοι με τα ψηλοτάκουνα σανδάλια ήταν σαν έργο τέχνης.

Αν και φορούσε απλώς ένα τζιν, τα ασυνήθιστα μακριά για Γιαπωνέζα πόδια της τόνιζαν τη θηλυκότητά της περισσότερο από οποιοδήποτε φόρεμα. Με μια τσάντα μάρκας να κρέμεται από τον ώμο της, και μια λαμπερή κατάλευκη επιδερμίδα, ήταν φανερό στον καθένα ότι δεν ήταν κάποια τυχαία.

Με μια λέξη, μια πραγματική καλλονή. Ασκούσε μια ακατανίκητη έλξη που δεν περνούσε απαρατήρητη από κανέναν. Με το που έβγαλε ήρεμα τα γυαλιά ηλίου της, ένα κύμα ψιθύρων σηκώθηκε στο μαγαζί.

«Ωωω...»

Ακόμα και ο Ρυουτζί αναστέναξε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της ασυναίσθητα. Σαν να είχε τραβηχτεί ξαφνικά ένα πέπλο ομίχλης από τα μάτια των θαμώνων, η εκτυφλωτική ομορφιά της αποκαλύφθηκε.

Φαινόταν απίστευτο πώς χωρούσαν δυο τόσο μεγάλα μάτια πάνω σ’αυτό το μικρό πρόσωπο. Η λεία επιδερμίδα ήταν γοητευτικά ροδαλή. Και η αντίθεση ανάμεσα στο ξένοιαστο ύφος της και το προσεγμένο και κομψό στιλ της τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή.

Έμοιαζε να είναι απόλυτα και μαγευτικά αγνή. Ήταν ευγενική, ήρεμη, γεμάτη χάρη. Ήταν σαν άγγελος που είχε καταδεχτεί να κατέβει σ’αυτό το οικογενειακό εστιατόριο για να χαρίσει λίγη από τη λάμψη της στα συγκεντρωμένα πλήθη. Σχεδόν μπορούσε να διακρίνει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

Και αυτό το πανέμορφο πρόσωπο, ήταν φανερό πως...

«...Αυτή η κοπέλα, είναι...»

«...Ναι...»

Ήταν ακριβώς η ίδια κοπέλα, η καλλονή στη φωτογραφία που του έδειχνε η Τάιγκα.

«...Είναι μοντέλο...»

Ο Ρυουτζί αναστέναξε βαθιά. Ήταν η πρώτη φορά που του ερχόταν αυτόματα η σκέψη «Μοντέλο» βλέποντας κάποιον.

Αν και στο περιοδικό δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα, από κοντά ήταν πολύ χαριτωμένη.

«Αυτό το κορίτσι, το όνομά της είναι ‘Άμι Καβασίμα’. Μάλιστα ήταν και στο εξώφυλλο πριν από λίγους μήνες.»

Είπε η Τάιγκα σχεδόν με υπερηφάνεια, με ασυνήθιστο γι’αυτήν ενθουσιασμό.

«Σοβαρά, ε;...Χαα...Νο, νομίζω πως μόλις έγινα θαυμαστής της...Η Άμι Καβασίμα-σαν...Αναρωτιέμαι τι να ήρθε να κάνει άραγε σε ένα τέτοιο βαρετό μέρος...»

«Η μητέρα της, είναι η Άννα Καβασίμα, η ηθοποιός.»

«Ωω~...Δεν έπαιζε στην ταινία που είδαμε μόλις χτες βράδυ; [Ίζου[4] Ένα Ωραίο Μέρος Για Φόνο Ο Πειρασμός των Θερμών Πηγών Καπαϊμπάρα[5] Η Μεγάλη Ντετέκτιβ Δολοφονιών, Ρέικο Γιουζούκι- Μέρος 4]... Ώστε είναι η κόρη της Ρέικο Γιουζούκι...Τώρα που το λες, βλέπω την ομοιότητα μεταξύ τους. Κάτσε να τη βγάλω μια φωτογραφία με το κινητό.»

«Σταμάτα τις βλακείες, θα θυμώσω.»

«Α, αλήθεια;...Τέλος πάντων, ας ηρεμήσουμε λίγο. Μάλλον με παρέσυρε ο ενθουσιασμός.»

«Σα δεν ντρέπεσαι.»

«Έι, κι εσύ ενθουσιάστηκες.»

Καθισμένοι δίπλα δίπλα, πήραν μερικές βαθιές ανάσες.

«Τέλος πάντων...είδαμε κάτι ωραίο σήμερα, ε;»

«Είναι το μόνο πράγμα που θα θυμάμαι από αυτές τις διακοπές.»

Έγνεψαν συμφωνώντας ο ένας στον άλλον, και έπιασαν ταυτόχρονα τις κούπες τους, του Ρυουτζί με καφέ και της Τάιγκα με τσάι με γάλα, και τις έφεραν στο στόμα τους για να πιουν.

«Γιουσάκου~! Θείε, θεία, έχει θέση εδώ~!»

«Ουχ!»

«Γκουαχ!»

Πνίγηκαν και οι δύο ταυτόχρονα με τα ποτά τους. Βήχοντας και φτύνοντας ταυτόχρονα, οι δυο τους κόντευαν να λιποθυμήσουν... Κι αυτό γιατί το πανέμορφο μοντέλο που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους φώναζε σε κάποιον που και οι δυο τους γνώριζαν καλά.

«Γ, γ, για... Γιατί;!»

«Κι~, Κιτα~, Κιταμού~, Κιταμούρα-κουν;! Δε μπορεί, γιατί;! Τι γίνεται εδώ πέρα;!»

Με τον Ρυουτζί να έχει αρπαχτεί από το τραπέζι τρέμοντας σαν φύλλο και την Τάιγκα να χτυπιέται σαν χταπόδι που χορεύει, χωρίς να το καταλάβουν είχαν πιαστεί χέρι χέρι.

Και εκείνη τη στιγμή τους είδαν,

«Χμμ; Για φαντάσου, ο Τακάσου και η Αϊσάκα, ποιος να το περίμενε! Τι σας έφερε εδώ; Πάντως από ότι βλέπω, οι δυο σας τα πάτε μια χαρά, έτσι;»

Ο Γιουσάκου Κιταμούρα που μόλις είχε μπει στο μαγαζί, τους έγνεψε με το συνηθισμένο ύφος του και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Από την αναστάτωση, το κοφτερό σαν μαχαίρι βλέμμα του Ρυουτζί έγινε ακόμα πιο οξύ, και η Τάιγκα είχε μείνει άναυδη, ανίκανη να ελέγξει τα συναισθήματα που την πλημμύριζαν. Εν τω μεταξύ, παντελώς ανίδεος για την κατάστασή τους,

«Νομίζω πως η Κουσιέντα δουλεύει περιστασιακά εδώ. Την είδατε καθόλου;»

Ο Κιταμούρα συνέχισε να φλυαρεί εύθυμα.

«Ναι, την είδαμε, αλλά...δεν είναι αυτό που νομίζεις!»

Με ύφος πολεμιστή μοναχού που υπερασπίζεται το βουνό Χιέι[6], ο Ρυουτζί πλησίασε τον καλοδιάθετο φίλο του.

«Κι εσύ, τι τρέχει εδώ πέρα; Τι παίζει με...;»

«Ε; Α ναι, σωστά. Είναι ευκαιρία να σας συστήσω. Αυτοί είναι οι γονείς μου. Τη μητέρα μου πρέπει να την έχεις ξαναδεί στις συγκεντρώσεις γονέων και κηδεμόνων, Τακάσου.»

Αν και ήταν αγένεια να διακόψει τους γονείς του Κιταμούρα την ώρα που υποκλίνονταν ευγενικά και έλεγαν τις συνηθισμένες τυπικότητες,

«Κάνεις λάθος! Δεν εννοούσα αυτό!»

Δε μπόρεσε να μη γνέψει αρνητικά με έμφαση.

«Δεν εννοούσα αυτούς, αλλά, εμ, αυτήν εκεί!»

Μην έχοντας ιδιαίτερα εκφραστικό πρόσωπο, ο Ρυουτζί προσπάθησε να εκφράσει την αναστάτωσή του χειρονομώντας σαν τρελός. Ωστόσο,

«Τι τρέχει; Γιουσάκου;»

«Τίποτα, απλώς έκανα τις συστάσεις.»

--- Τα πράγματα μόλις πήραν μια τροπή προς το χειρότερο.

Η αιτία της αναστάτωσης του Ρυουτζί και της Τάιγκα ερχόταν αυτοπροσώπως προς το μέρος τους. Ήταν σχεδόν σαν να ήταν τριγυρισμένη από λαμπερές σπίθες, τόση ήταν η γοητεία της.

«Αυτή εδώ είναι η Άμι Καβασίμα. Αν και δεν της φαίνεται, έμενε εδώ κάποτε. Προτού μετακομίσει, ήταν γειτόνισσά μου. Υποθέτω πως θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι παιδική μου φίλη.»

«Τι εννοείς ‘δεν της φαίνεται’;»

Χαμογελώντας πάντα, η Άμι σούφρωσε παιχνιδιάρικα τα χείλη της και έκανε μια δήθεν θυμωμένη γκριμάτσα στον Κιταμούρα, λες και ήταν ένα οποιοδήποτε κορίτσι. Όλα αυτά γίνονταν μπροστά στα μάτια του Ρυουτζί, σε τρισδιάστατο χώρο και πραγματικό χρόνο.

Ήταν μια εντελώς απίθανη κατάσταση...κι όμως ο Κιταμούρα φαινόταν απόλυτα ήρεμος.

«Σχήμα λόγου ήταν. Τέλος πάντων, αυτοί εδώ είναι οι καλοί μου φίλοι, ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα.»