Toradora! (Greek):Volume1 Chapter6
Κεφάλαιο 6
Τον πήρε ο ύπνος.
Αν και είχε ετοιμάσει τα υλικά για πρωινό και μεσημεριανό, ξέχασε να ανάψει την κουζίνα.
Ξέχασε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν και να του αλλάξει το νερό.
Και επειδή έφυγε βιαστικά, ανακάλυψε εκ των υστέρων ότι είχε βάλει παράταιρες κάλτσες...
«...Τ, τι στην ευχή έχω πάθει σήμερα...»
Μουρμούρισε στον εαυτό του ο Ρυουτζί καθώς κοιτούσε τα πόδια του – η δεξιά του κάλτσα ήταν μαύρη ενώ η αριστερή ήταν σκούρα μπλε.
Μόνο όταν έφτασε στο ντουλάπι των παπουτσιών στην είσοδο του σχολείου και πήγε να βάλει τα παπούτσια εσωτερικού χώρου ανακάλυψε τη γκάφα του. Η διαφορά στο χρώμα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, όμως δε μπορούσε πια να κάνει κάτι γι’αυτό. Τα χρώματα είναι τόσο ανόμοια, πώς στο καλό κατάφερα να τα μπερδέψω;
Όμως δεν υπήρχε χρόνος να το σκεφτεί, είχε ήδη αργήσει. Ο λυκειάρχης στεκόταν δίπλα στις σκάλες και φώναζε στα παιδιά να πάνε στις τάξεις τους. Ο Ρυουτζί του έγνεψε υποτακτικά, προσπαθώντας να μην τον ερεθίσει. Δυστυχώς όμως δεν περίμενε ότι θα σκόνταφτε στις σκάλες, θα έχανε το τελευταίο σκαλί και θα χτυπούσε το καλάμι του ποδιού του, με αποτέλεσμα να μισοκλείσει τα αυστηρά μάτια του από τον οξύ πόνο. Για ευνόητους λόγους, όλοι οι πρωτοετείς που ήταν κοντά κατατρόμαξαν μόλις είδαν αυτό το θέαμα.
Αναστέναξε και έτριψε το καλάμι του. Εκείνη την ώρα, ένα πράγμα σκεφτόταν – ότι ο λόγος που αισθανόταν τόσο χάλια ήταν πιθανότατα εξαιτίας όσων είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ, όταν διέκοψε τις σχέσεις του με την Αϊσάκα.
Ο Ρυουτζί θα έπρεπε να νιώθει ανακούφιση που απελευθερώθηκε από τα κοπιαστικά πρωινά και από το μπελά να φτιάχνει ένα επιπλέον μεσημεριανό. Θα έπρεπε να είχε γυρίσει χωρίς πρόβλημα στην προηγούμενη άνετη ζωή του --- όμως αντί γι’αυτό είχε γίνει άνω κάτω --- Υποθέτω πως δε θα συνέλθω τόσο εύκολα από αυτή την προσωρινή αναστάτωση στη ζωή μου! Όταν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί και να είχε συνηθίσει να ζει σαν σκύλος, δε μπόρεσε να μη νιώσει αξιολύπητος. Κι όμως, αν και δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί, χωρίς τις συνηθισμένες πρωινές φωνές και τους καυγάδες, δεν αισθανόταν τόσο δραστήριος όσο πριν.
Τι να κάνει η Αϊσάκα; σκέφτηκε άσκοπα ο Ρυουτζί καθώς πήγαινε κουτσαίνοντας προς την τάξη. Να κατάφερε άραγε να σηκωθεί μόνη της χωρίς να την ξυπνήσω; Μήπως άργησε; Έφερε δικό της μεσημεριανό; (Παρόλο που το σκέφτηκε γι’αυτήν, ο ίδιος σήμερα είχε πάρει φαγητό από το παντοπωλείο.)
Τι νόημα έχει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Οικτίροντας τον εαυτό του, έδιωξε μακριά αυτές τις σκέψεις, και άνοιξε την πόρτα της τάξης του. Καθώς ήταν έτοιμος να μπει μέσα...
«...Ουα;!»
Φώναξε ασυναίσθητα και έκανε πίσω, κλείνοντας και την πόρτα πίσω του.
Τι στο καλό έγινε εδώ μέσα;
Γύρισε μόνος του πίσω στο διάδρομο. Λοιπόν, καταρχήν βαθιές ανάσες. Ουφ...πουφ... Εντάξει, ηρέμησα κάπως. Μια στιγμή να σκεφτώ. Τι ήταν αυτό που είδα μόλις τώρα; Και τι μπορεί να το προκάλεσε αυτό;
Όσο και να έστυβε το μυαλό του δε μπορούσε να σκεφτεί καμία λογική εξήγηση. Έπρεπε να ξαναμπεί μέσα και να διαπιστώσει ο ίδιος τι είχε συμβεί. Ξεροκαταπίνοντας, ο Ρυουτζί ξανάπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε προσεκτικά.
«... Έγινα σαφής;»
Ο Ρυουτζί έμεινε άναυδος.
Στα αυτιά του έφτασε μια βαθιά απειλητική φωνή με ξεκάθαρες δολοφονικές διαθέσεις. Οι παραβάτες θα εξοντωθούν ανελέητα! Οι κοφτές λέξεις χτυπούσαν σαν μαχαίρια όσους ήταν εκεί.
«Έτσι και ξανακούσω κανέναν να ξαναλέει αυτές τις ανοησίες... Θα. Μου. Το. Πληρώσει. Οπωσδήποτε!»
Όρθια στο κέντρο της τάξης, με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί ήταν η Τάιγκα Αϊσάκα, γνωστή και ως Τίγρη Μινιατούρα.
Γύρω της ήταν διάφοροι συμμαθητές της που πάσχιζαν να την κρατήσουν σε απόσταση κολλώντας όσο μπορούσαν στους τοίχους, και έγνεφαν καταφατικά σε ό,τι έλεγε.
Τι συμβαίνει εδώ; Εκτός από αυτή την ερώτηση, ο Ρυουτζί δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, όσο και να την επαναλάμβανε... Τι συμβαίνει εδώ;;
«... Ελπίζω πως έγινα σαφής. Δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι...»
Επανέλαβε η μικροσκοπική τίγρη. «Μάλιστα κυρία...!» απάντησαν αδύναμα όλοι, αγόρια και κορίτσια, ενώ έτρεμαν από το φόβο τους.