Toradora! (Greek):Volume1 Chapter6

From Baka-Tsuki
Revision as of 00:48, 24 January 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 6

Τον πήρε ο ύπνος.

Αν και είχε ετοιμάσει τα υλικά για πρωινό και μεσημεριανό, ξέχασε να ανάψει την κουζίνα.

Ξέχασε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν και να του αλλάξει το νερό.

Και επειδή έφυγε βιαστικά, ανακάλυψε εκ των υστέρων ότι είχε βάλει παράταιρες κάλτσες...

«...Τ, τι στην ευχή έχω πάθει σήμερα...»

Μουρμούρισε στον εαυτό του ο Ρυουτζί καθώς κοιτούσε τα πόδια του – η δεξιά του κάλτσα ήταν μαύρη ενώ η αριστερή ήταν σκούρα μπλε.

Μόνο όταν έφτασε στο ντουλάπι των παπουτσιών στην είσοδο του σχολείου και πήγε να βάλει τα παπούτσια εσωτερικού χώρου ανακάλυψε τη γκάφα του. Η διαφορά στο χρώμα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, όμως δε μπορούσε πια να κάνει κάτι γι’αυτό. Τα χρώματα είναι τόσο ανόμοια, πώς στο καλό κατάφερα να τα μπερδέψω;

Όμως δεν υπήρχε χρόνος να το σκεφτεί, είχε ήδη αργήσει. Ο λυκειάρχης στεκόταν δίπλα στις σκάλες και φώναζε στα παιδιά να πάνε στις τάξεις τους. Ο Ρυουτζί του έγνεψε υποτακτικά, προσπαθώντας να μην τον ερεθίσει. Δυστυχώς όμως δεν περίμενε ότι θα σκόνταφτε στις σκάλες, θα έχανε το τελευταίο σκαλί και θα χτυπούσε το καλάμι του ποδιού του, με αποτέλεσμα να μισοκλείσει τα αυστηρά μάτια του από τον οξύ πόνο. Για ευνόητους λόγους, όλοι οι πρωτοετείς που ήταν κοντά κατατρόμαξαν μόλις είδαν αυτό το θέαμα.

Αναστέναξε και έτριψε το καλάμι του. Εκείνη την ώρα, ένα πράγμα σκεφτόταν – ότι ο λόγος που αισθανόταν τόσο χάλια ήταν πιθανότατα εξαιτίας όσων είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ, όταν διέκοψε τις σχέσεις του με την Αϊσάκα.

Ο Ρυουτζί θα έπρεπε να νιώθει ανακούφιση που απελευθερώθηκε από τα κοπιαστικά πρωινά και από το μπελά να φτιάχνει ένα επιπλέον μεσημεριανό. Θα έπρεπε να είχε γυρίσει χωρίς πρόβλημα στην προηγούμενη άνετη ζωή του --- όμως αντί γι’αυτό είχε γίνει άνω κάτω --- Υποθέτω πως δε θα συνέλθω τόσο εύκολα από αυτή την προσωρινή αναστάτωση στη ζωή μου! Όταν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί και να είχε συνηθίσει να ζει σαν σκύλος, δε μπόρεσε να μη νιώσει αξιολύπητος. Κι όμως, αν και δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί, χωρίς τις συνηθισμένες πρωινές φωνές και τους καυγάδες, δεν αισθανόταν τόσο δραστήριος όσο πριν.

Τι να κάνει η Αϊσάκα; σκέφτηκε άσκοπα ο Ρυουτζί καθώς πήγαινε κουτσαίνοντας προς την τάξη. Να κατάφερε άραγε να σηκωθεί μόνη της χωρίς να την ξυπνήσω; Μήπως άργησε; Έφερε δικό της μεσημεριανό; (Παρόλο που το σκέφτηκε γι’αυτήν, ο ίδιος σήμερα είχε πάρει φαγητό από το παντοπωλείο.)

Τι νόημα έχει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Οικτίροντας τον εαυτό του, έδιωξε μακριά αυτές τις σκέψεις, και άνοιξε την πόρτα της τάξης του. Καθώς ήταν έτοιμος να μπει μέσα...

«...Ουα;!»

Φώναξε ασυναίσθητα και έκανε πίσω, κλείνοντας και την πόρτα πίσω του.

Τι στο καλό έγινε εδώ μέσα;

Γύρισε μόνος του πίσω στο διάδρομο. Λοιπόν, καταρχήν βαθιές ανάσες. Ουφ...πουφ... Εντάξει, ηρέμησα κάπως. Μια στιγμή να σκεφτώ. Τι ήταν αυτό που είδα μόλις τώρα; Και τι μπορεί να το προκάλεσε αυτό;

Όσο και να έστυβε το μυαλό του δε μπορούσε να σκεφτεί καμία λογική εξήγηση. Έπρεπε να ξαναμπεί μέσα και να διαπιστώσει ο ίδιος τι είχε συμβεί. Ξεροκαταπίνοντας, ο Ρυουτζί ξανάπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε προσεκτικά.

«... Έγινα σαφής;»

Ο Ρυουτζί έμεινε άναυδος.

Στα αυτιά του έφτασε μια βαθιά απειλητική φωνή με ξεκάθαρες δολοφονικές διαθέσεις. Οι παραβάτες θα εξοντωθούν ανελέητα! Οι κοφτές λέξεις χτυπούσαν σαν μαχαίρια όσους ήταν εκεί.

«Έτσι και ξανακούσω κανέναν να ξαναλέει αυτές τις ανοησίες... Θα. Μου. Το. Πληρώσει. Οπωσδήποτε!»

Όρθια στο κέντρο της τάξης, με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί ήταν η Τάιγκα Αϊσάκα, γνωστή και ως Τίγρη Μινιατούρα.

Γύρω της ήταν διάφοροι συμμαθητές της που πάσχιζαν να την κρατήσουν σε απόσταση κολλώντας όσο μπορούσαν στους τοίχους, και έγνεφαν καταφατικά σε ό,τι έλεγε.

Τι συμβαίνει εδώ; Εκτός από αυτή την ερώτηση, ο Ρυουτζί δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, όσο και να την επαναλάμβανε... Τι συμβαίνει εδώ;;

«... Ελπίζω πως έγινα σαφής. Δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι...»

Επανέλαβε η μικροσκοπική τίγρη. «Μάλιστα κυρία...!» απάντησαν αδύναμα όλοι, αγόρια και κορίτσια, ενώ έτρεμαν από το φόβο τους.

Ολόκληρη η τάξη ήταν ένα χάος, τα θρανία και οι καρέκλες γύρω από την Αϊσάκα αναποδογυρισμένα, οι τσάντες και το περιεχόμενό τους σκορπισμένα παντού. Ήταν λες και είχε περάσει τυφώνας από κει μέσα. Αν και η φωνή της Αϊσάκα ήταν ήρεμη, οι ώμοι της έτρεμαν, σαν να είχε μόλις σταματήσει να ουρλιάζει. Λες να...Όχι, δεν μπορεί να κάνω λάθος, αυτό είναι δουλειά της Αϊσάκα. Γιατί όμως;

«Α... Τακάσου...»

Κάποιος με πρόσεξε. Ναι, εγώ είμαι, ο Τακάσου, αλλά...

«...Τ, τι έγινε; ... Τι τρέχει εδώ;»

Γιατί με κοιτάζουν όλοι έτσι παράξενα; Δε φαίνεται να με περιφρονούν ή τίποτα τέτοιο, μάλλον μοιάζουν αμήχανοι, ή να το πω ντροπιασμένοι; Όπως και να το πω, το σίγουρο είναι ότι με κοιτάζουν παράξενα.

Και τότε η Αϊσάκα έστριψε το κεφάλι της και συνάντησε τη ματιά του. Δεν του είπε ούτε καλημέρα, απλώς ανασήκωσε το πηγούνι της με ανέκφραστο πρόσωπο και ανακοίνωσε στην τάξη «Είστε ελεύθεροι.»

Οι κατατρομαγμένοι συμμαθητές της που είχαν μαζευτεί κοντά κοντά άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στα θρανία τους σε ομάδες των δύο και των τριών. Ένας πλησίασε τον Ρυουτζί.

«... Τ, Τακάσου... ε, εγώ λυπάμαι πολύ. Όλα αυτά ήταν εξαιτίας αυτής της ανόητης φήμης...»

«Ε; Ανόητη φήμη;»

«Ειλικρινά συγγνώμη, δε θα ξαναβάλουμε ποτέ με το μυαλό μας τέτοια πράγματα!»

«... Ε; Τι πράγματα; Τι προσπαθείτε να μου πείτε;»

Ακόμα και ο Νότο, που συνήθως τα πήγαινε καλά μαζί του, του είπε,

«... Έι Τακάσου,... κοίτα, δε φαντάζομαι τίποτα περίεργο τώρα, απλώς στ’αλήθεια νομίζω πως είσαι σπουδαίο παιδί... και υποθέτω πως σε ζηλεύω λίγο κιόλας! Λυπάμαι τόσο πολύ, δε θα ξανασκεφτώ κάτι τέτοιο ποτέ ξανά!»

Αυτά είπε με νευρικό ύφος, αλλά καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ρυουτζί τον άρπαξε από τον ώμο και τον ρώτησε επιτακτικά τι εννοούσε.

«Γ, για μια στιγμή! Για τι πράγμα μιλάτε όλοι επιτέλους; Τι στην ευχή έγινε εδώ; Αυτή είναι δουλειά της Αϊσάκα, δεν είναι; Τι έκανε αυτή τη φορά;»

«Όχι, δηλαδή...»

«Εξηγήσου τώρα αμέσως!»

Ο Νότο φαινόταν πραγματικά αμήχανος, τα μάτια του απέφευγαν συστηματικά το βλέμμα του Ρυουτζί. Γενικά, ο Νότο ήταν ένας από τους λίγους που δε φοβόντουσαν τα μάτια του Ρυουτζί, ακόμα και όταν τον ανέκρινε έτσι. Όμως ο Ρυουτζί δεν εννοούσε να τον αφήσει αν δεν έπαιρνε απάντηση... Ο Νότο το κατάλαβε πως δε θα ξέμπλεκε αλλιώς, και άρχισε να λέει αόριστα, «Να, λοιπόν, πώς να το πω;»

«Είναι που... κρυφακούσαμε αυτά που λέγατε... και διαδίδαμε κάποια κουτσομπολιά για σένα και την Τίγρη Μινιατούρα...»

«Κουτσομπολιά;»

«Ε... ναι, λέγαμε μεταξύ μας ότι... εσείς οι δύο τα έχετε... Και η Τίγρη Μινιατούρα έγινε θηρίο γι’αυτό το λόγο. Είπε σε όλους μας, «Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τον Τακάσου-κουν!» Και μετά άρχισε να τα σπάει όλα... Ήταν στ’αλήθεια πολύ τρομακτικό... Ήταν η πρώτη φορά που είδα με τα μάτια μου την Τίγρη Μινιατούρα να κάνει τέτοιο σαματά. Δε θα ξαναπάω ποτέ ενάντια στη θέλησή της. Και μετά είπε «Τέρμα οι ανοησίες! Τέρμα οι παρεξηγήσεις και τα λάθος συμπεράσματα! Αν ξανατολμήσετε να διαδώσετε κουτσομπολιά σαν αυτό, θα σας σκοτώσω! Όλους μέχρι τον τελευταίο!» Ούτε η Κουσιέντα δε μπορούσε να τη σταματήσει... Έτσι δεν είναι, Κουσιέντα;»

Ο Νότο απευθύνθηκε στη Μινόρι Κουσιέντα, που περνούσε από κει... Κανονικά, αυτή υποτίθεται ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στενές σχέσεις με την Τίγρη Μινιατούρα, όμως αυτή τη φορά το συνηθισμένο λαμπερό της χαμόγελο έλειπε από το πρόσωπό της.

«Ε...εμμ, Τακάσου-κουν, εγώ...»

Είχε πάρει σοβαρό ύφος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι καθώς κοιτούσε τον Ρυουτζί στα μάτια... Μοιάζει σαν να θέλει να μου πει κάτι. Και τότε...

«Μινορίν, μην ξαναπείς αυτές τις βλακείες, αλλιώς θα θυμώσω, ακόμη και μαζί σου---»

Δήλωσε με έντονο ύφος η Αϊσάκα πίσω της.

«Μινορίν, πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη και από τον Τακάσου-κουν... Πρέπει να του πεις πως ξέρεις ότι όλα χτες ήταν μια παρεξήγηση... Πες το και να το εννοείς! Όλα αυτά έγιναν επειδή οι συμμαθητές μας διέδωσαν αυτές τις φήμες... Γιατί θέλω κυρίως εσύ να καταλάβεις ότι όλα αυτά ήταν παρεξήγηση.»

«... Τάιγκα.»

«Πες το, Μινορίν!»

Το στόμα της Αϊσάκα σούφρωσε καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο, σαν παιδί. Με τα φρύδια ζαρωμένα, αγριοκοίταζε τη Μινόρι κατευθείαν στα μάτια χωρίς να κοιτάει καν τον Ρυουτζί.

Η Μινόρι έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητη, κοιτάζοντας το άγριο βλέμμα της Αϊσάκα. Στο τέλος, παραδεχόμενη την ήττα της, είπε «Εντάξει» και ξαναγύρισε στον Ρυουτζί,

«Τακάσου-κουν, συγγνώμη που σας παρεξήγησα χτες.»

«... Λ, λοιπόν....σ, στ’αλήθεια δεν υπάρχει... λόγος να ζητάς συγγνώμη...»

«Η Τάιγκα...!»

Η αγαπημένη του Ρυουτζί τον κοίταξε προβληματισμένη. Αν και του είχε ζητήσει συγγνώμη, εξακολουθούσε να φαίνεται σαν κάτι να την ενοχλούσε,

«...Η Τάιγκα ήταν που μου είπε να το πω αυτό. Ήθελε να σου πω ότι ξέρω ότι όλα αυτά ήταν μια παρεξήγηση. Όμως... ακόμα δεν το πιστεύω ότι η Τάιγκα θα έκανε κάτι τέτοιο...»

«Ή μήπως...» Καθώς ήταν έτοιμη να προσθέσει κάτι ακόμα, η ευαίσθητη ισορροπία ξαφνικά διαλύθηκε...

«Ουα;! Τι ακαταστασία είναι αυτή;! Δεν το πιστεύω ότι με το που άργησε λίγο ο εκπρόσωπος της τάξης κατάντησε η αίθουσα σ’αυτά τα χάλια!»

Ο Κιταμούρα ανήγγειλε την άφιξή του με αυτό τον πομπώδη τρόπο. Η Μινόρι κατάπιε αυτό που πήγαινε να πει και άφησε τον Ρυουτζί. Πηγαίνοντας προς το θρανίο της έδωσε μια καρπαζιά στην Αϊσάκα και της είπε, «Μην είσαι τόσο κατσούφα!», ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της ευθυμία.

Στη συνέχεια άρχισαν όλοι να ταχτοποιούν τα θρανία και τις καρέκλες τους κάτω από την καθοδήγηση του Κιταμούρα που δεν είχε καταλάβει τίποτα.

«Άντε, κουνηθείτε παιδιά! Έτσι και το δει αυτό η Κοϊγκακούμπο, θα πάθει τέτοιο σοκ που θα καθυστερήσει τους γάμους της!»

Ο Ρυουτζί ακολούθησε με το βλέμμα του την Αϊσάκα που προχώρησε προς τον Κιταμούρα. Στάθηκε πολύ κοντά του και του ψιθύρισε κάτι που μόνο αυτός άκουσε.

Ο Κιταμούρα στην αρχή φάνηκε μπερδεμένος, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το εύθυμο ύφος του και έγνεψε καταφατικά στην Αϊσάκα.

Ο Ρυουτζί είδε τα χείλη της Αϊσάκα να λένε – Έχω κάτι να σου πω. Θέλω να σε δω μετά το σχολείο. – Ή κάτι τέτοιο.

Όλα πήγαν καλά αυτή τη φορά. Δεν τραύλισε από νευρικότητα, ούτε καν σκόνταψε, τίποτα. Η Αϊσάκα κατάφερε επιτέλους να καλέσει τον Κιταμούρα, και χωρίς βοήθεια από κανέναν.


Πίσω σε Κεφάλαιο 5 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Σημειώσεις του Συγγραφέα