Toradora! (Greek):Volume2 Chapter5
Κεφάλαιο 5
«...Ουαα!»
Ο Ρυουτζί ανατρίχιασε σύγκορμος και ενστικτωδώς τραβήχτηκε προς τα πίσω.
Είχε έρθει στο σχολείο κρατώντας όπως συνήθως κάποια απόσταση από την Τάιγκα, είχε μπει στην τάξη και είχε καθίσει στο θρανίο του. Η Άμι είχε έρθει να τον ευχαριστήσει για χτες, αλλά καθώς κοίταζε το πρόσωπό της...
«...Τ, τι;»
«Τίποτα...Μόνο που...»
Το λαμπερό φως του καλοκαιριάτικου πρωινού ήλιου έπεφτε στο πρόσωπό της---Τρομερά πεσμένη, φαινόταν τελείως εξαντλημένη και εξουθενωμένη. Ακόμα και η φωνή της ήταν κάπως τραχιά. Ασφαλώς, τα χθεσινά γεγονότα την είχαν ταλαιπωρήσει πολύ.
«...Πώς να στο πω...Φαίνεσαι εξουθενωμένη...»
«...Ναι ε...;»
Με ύφος διαφορετικό από το συνηθισμένο της, η Άμι άφησε ένα λυπημένο αναστεναγμό, τράβηξε μια κοντινή καρέκλα και κάθησε με τους αγκώνες της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Ζαρώνοντας το μέτωπό της, είπε με βλοσυρό ύφος,
«Σωστά, δε μπορώ να συνέλθω ακόμα από τη χτεσινή μου εξάντληση...»
Με αυτά τα λόγια, πίεσε το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο. Ίσως να ήταν το σαμπουάν ή το σαπούνι της, ή ίσως να είχε βάλει κάποιο άρωμα, πάντως ανέδινε μια ελαφριά, ευχάριστη ευωδιά. Τα μάτια του Ρυουτζί έλαμψαν με μια ζωώδη λάμψη, αλλά κατάφερε να κρατήσει το ήρεμο ύφος του.
«...Χτες έζησες μια τρομερή εμπειρία. Είναι φυσικό να είσαι κουρασμένη.»
Προσπάθησε να πει κάτι τέτοιο με αντρίκειο ύφος.
«Δεν είναι αυτό.»
Ανασηκώνοντας το χλωμό της πρόσωπο, η Άμι κοίταξε τον Ρυουτζί με λαμπερά μάτια.
«Στο διαμέρισμα της Τάιγκα Αϊσάκα...Να κάνουμε το ένα μετά το άλλο για πέντε ώρες...Όχι, μάλλον έξι ώρες.»
«Σ, σου έκανε τίποτα η Τάιγκα;»
«Όλη την ώρα τραγουδούσε. Και χόρευε.»
Τραγουδούσε;... Χόρευε;
Αποφεύγοντας τη ματιά του Ρυουτζί, που είχε γείρει απορημένος το κεφάλι του ακούγοντας αυτή την παράδοξη απάντηση, η Άμι άφησε άλλο ένα αναστεναγμό...Κοιτούσε το κενό με μια ενοχλημένη έκφραση.
«...Με απείλησε πως αν δεν έκανα ό,τι μου έλεγε θα με πετούσε έξω, και έτσι...μέσα στη νύχτα...με έβαλε να το κάνω...»
«Τ, τι σε έβαλε να κάνεις;»
«...Να ακούσω όλη τη σειρά των μιμήσεών της, 150 μιμήσεις τη μια μετά την άλλη...»
«Τις έκανε χωρίς σταματημό μέχρι που στο τέλος έγιναν όλες μαζί ένα συνονθύλευμα...Ουγκάντα...Φάλκον...Η Άμι-τσαν θέλει να πεθάνει...» μουρμούρισε η Άμι βογγώντας σιγανά προτού ξανακουμπήσει το πρόσωπό της πάνω στο θρανίο του Ρυουτζί. Λίγο μακρύτερα, ο Χαρούτα και ο Νότο ψιθύριζαν μεταξύ τους, «Νοτοτσί! Αυτός ο τύπος το παίζει γόης!» «Πρέπει να προσέχουμε τις παρέες μας μου φαίνεται.» Ο Ρυουτζί πρόσεξε πως κοίταζαν προς το μέρος του με απροκάλυπτη ζήλια, αλλά δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί.
«...Τι απάνθρωπο...!»
Ένα ρίγος τον διαπέρασε και πάγωσε ολόκληρος καθώς θυμόταν πώς χαμογελούσε δήθεν καλοσυνάτα η Τάιγκα όταν κάλεσε την Άμι στο διαμέρισμά της και ακόμα την καλή της διάθεση μετά όταν καταβρόχθιζε το σολομό αλά μενιέρ σαν αρκούδα που ετοιμάζεται για τη χειμερία νάρκη.
Ακόμα και τώρα, είδε πως η Τάιγκα και η Μινόρι καθόντουσαν κοντά κοντά και φαινόντουσαν να γελάνε ασυγκράτητα με κάτι. Φαίνεται πως όποτε η Τάιγκα είχε κέφια, κάποιος άλλος θα υπέφερε οπωσδήποτε---Όπως τώρα η Άμι, που είχε ουσιαστικά καταρρεύσει εκεί μπροστά του.
Κοίταξε για μια ακόμα φορά το καλοσχηματισμένο προφίλ της Τάιγκα σκεπτόμενος ‘Τι φρικτό πλάσμα’, όταν,
«Μπορώ να σου μιλήσω για ένα λεπτό;»
Ο Κιταμούρα διέκοψε τη συζήτηση ανάμεσα στην Τάιγκα και τη Μινόρι. Ο Ρυουτζί αναρωτιόταν τι στο καλό σήμαιναν όλα αυτά, μια και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα από όσα έλεγαν, αλλά όπως και να είχε, ήταν ολοφάνερο πως η διάθεση της Τάιγκα γινόταν όλο και καλύτερη.
Κοίταξε την Τάιγκα, που κοιτούσε επίμονα την Μινόρι, ανίκανη να κοιτάξει τον Κιταμούρα καταπρόσωπο, και μετά την Άμι, που φαινόταν να ξαναθυμάται μια σειρά μιμήσεων που έμοιαζε δυστυχώς να της έχει γίνει εμμονή καθώς συνέχιζε μονότονα «Σεϊτσού Ματσουμότο[1]...Μιτσουχίντε Ακέτσι[2]...» Ο Ρυουτζί δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε κανείς να τραγουδήσει ή να χορέψει μια μίμηση αυτών των δύο, αλλά καθώς σύγκρινε τα δυο κορίτσια, σκέφτηκε,
Είναι λες και είναι παράδεισος και κόλαση.
---Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο απλά.