Toradora! (Greek):Volume2 Chapter6

From Baka-Tsuki
Revision as of 13:08, 24 October 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 6


«Η αρχηγός και φοβερή πίτσερ, Κουσιέντα Μινόρι!»

«Ναι! Η πάσα-αστραπή που κυριάρχησε σε όλο το Κάντου δεν αστειεύεται!»

«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»

«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο μόνο για λίγη ώρα σήμερα.»

«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»

«…»

«---Και τελευταίος εγώ, ο Κιταμούρα Γιουσάκου! Όλα τα μέλη παρόντα και πανέτοιμα!»

Ο Κιταμούρα έκανε μεταβολή δείχνοντάς τους με το δάχτυλο, και στη συνέχεια έσφιξε τη γροθιά του. Ακόμα και ο συνήθως πολυάσχολος Κιταμούρα απουσίαζε από τη λέσχη του σήμερα, και μέχρι που είχε πάρει άδεια να παραμελήσει για λίγο τα καθήκοντά του στο μαθητικό συμβούλιο.

Ήταν 4 το απόγευμα και δεν υπήρχαν άλλοι μαθητές στην τάξη. Το φως του ήλιου που θάμπωνε ολοένα φώτιζε τους τρεις που στεκόντουσαν γύρω από τον Κιταμούρα σαν πρωτοπαλίκαρα και την Άμι, που στεκόταν λίγο μακριά τους.

«Για να δούμε λοιπόν», ο Κιταμούρα πήρε προεδρικό ύφος καθώς άρχισε να μιλάει με βροντερή φωνή.

«Θα εφαρμόσουμε άμεσα τη στρατηγική που αποφασίσαμε χτες. Έτσι, η Κουσιέντα, η Αϊσάκα κι εγώ θα αναλάβουμε να φωτογραφίσουμε τον ανώμαλο. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν εδώ την ψηφιακή κάμερα, και για παν ενδεχόμενο, θα βγάλουμε όλοι και φωτογραφίες με τα κινητά μας τηλέφωνα. Για περισσότερη ασφάλεια, ο Τακάσου θα μείνει μαζί με την Άμι.»

Ο Ρυουτζί σήκωσε το χέρι του, ζητώντας την άδεια του Κιταμούρα προτού μιλήσει.

«…Δε θα ήταν καλύτερα αν εγώ κι εσύ βγάζαμε τις φωτογραφίες και τα κορίτσια ακολουθούσαν την Καβασίμα;»

Παρόλο που θα ήταν και η Τάιγκα, ένιωθε πως το σχέδιο όπως είχε θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τη Μινόρι. Όμως ο Κιταμούρα απέρριψε αμέσως την πρόταση του Ρυουτζί,

«Όχι, γιατί αν συνέβαινε κάτι και αναγκαζόμαστε να χωριστούμε την ώρα που θα τραβάμε τις φωτογραφίες, θα ήταν πολύ κακό να αφήσουμε τα κορίτσια ολομόναχα. Αν μας ανακαλύψουν την ώρα που θα το κάνουμε, μπορεί τα πράγματα να βγουν εκτός ελέγχου. Στην απίθανη περίπτωση που θα συμβεί κάτι τέτοιο, θα είσαι εσύ εκεί για να προστατέψεις την Άμι με την τρομακτική σου εμφάνιση.»

«…Νομίζω πως καταλαβαίνω, αλλά…δεν είμαι καθόλου συνηθισμένος να παλεύω.»

Κοιτάζοντας τις γροθιές του που δεν είχαν στραφεί ποτέ εναντίον κάποιου άλλου σ’όλη του τη ζωή, ο Ρυουτζί μουρμούρισε θλιμμένα τα τελευταία λόγια. Όμως η Άμι πήγε δίπλα του και τύλιξε το μπράτσο του με τα δύο δικά της.

«Θα είναι μια χαρά! Αφού είσαι εσύ, Τακάσου-κουν, νιώθω στ’αλήθεια ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σου! Γιατί πιστεύω πως θα με προστατέψεις ό,τι και να γίνει!

«Εμ…Α…Ε;!»

Ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη προσέγγιση, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Το να προσπαθεί να ελευθερώσει το παγιδευμένο χέρι του και να μετακινείται αμήχανα από δω κι από κει τον έκανε να νιώθει τόση ντροπή που κοκκίνησε. Μπροστά σ’αυτό, ακόμα και η παγωμένη κοφτερή ματιά της Τάιγκα του φαινόταν υποφερτή.

«Εντάξει λοιπόν. Ξεκινάμε. Δεν ξέρουμε από πού θα ξεκινήσει η παρακολούθηση, γι’αυτό μόλις περάσουμε τα ντουλάπια των παπουτσιών ο Τακάσου και η Άμι θα προχωρήσουν μπροστά. Θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή που είπαμε χτες, και θα είμαστε σε επαφή με το κινητό.»

Υπακούοντας στη διαταγή του Κιταμούρα, έφυγαν από την τάξη ο ένας μετά τον άλλον και άρχισαν να προχωρούν στο διάδρομο. Τότε,

«…Έι εσύ, τι είναι αυτό;»

Ο Ρυουτζί πρόσεξε κάτι περίεργο στο γιακά της Τάιγκα καθώς προχωρούσε μπροστά του.

«Το έφερα απλώς σαν προφύλαξη…Αισθάνομαι τόση νοσταλγία, να το κρατάω ξανά.»

Είπε η Τάιγκα με σουφρωμένα χείλη. Κάτι που έμοιαζε με ξύλινο ραβδί μόλις που διακρινόταν ανάμεσα από τα μαλλιά της. Διερωτόμενος ‘Τι στο καλό είναι αυτό;’ προσπάθησε να το τραβήξει λιγάκι έξω για να το δει καλύτερα.

«…Αν τριγυρνάς έξω κραδαίνοντας αυτό το πράγμα, θα γίνει μεγάλη φασαρία.»

«Το ξέρω, γι’αυτό είπα ότι το έφερα σαν προφύλαξη.»

Ο Ρυουτζί έσπρωξε μαλακά τη λαβή του ξύλινου σπαθιού που είχε δει κατά τύχη πίσω στο γιακά του μπουφάν της. Ααχ, τι νοσταλγικό---μια ανοιξιάτικη νύχτα, παραλίγο να τον σκοτώσει αυτό το πράγμα…Αν κοίταζε πολύ προσεκτικά, μπορούσε να διακρίνει ένα εξόγκωμα στην καλοσχηματισμένη πλάτη της Τάιγκα. Όμως δεν ήταν εύκολο να το δει κανείς μια και τα μακριά μαλλιά της έκρυβαν την πλάτη της.

«…Όμως πιο σημαντικό απ’αυτό, Ρυουτζί…»

Περιέργως η Τάιγκα είχε χαμηλώσει τη φωνή της και τον κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της. Το ξύλινο σπαθί ήταν πάντα κρυμμένο στην πλάτη της.

«Χμ;»

«Είσαι στ’αλήθεια ένας αδιόρθωτα ξαναμμένος σκύλος, έτσι…Μόλις τώρα, είχες ένα τόσο χαζό μαγεμένο ύφος… Δεν είσαι καθόλου πιστός, και για να είμαι ειλικρινής, ντρέπομαι που είμαι αφεντικό σου.»

«Τ,… τι είναι αυτά που λες…;»

Αν και τη ρώτησε γιατί πράγμα μιλούσε, φυσικά γνώριζε πολύ καλά τι εννοούσε. Η Τάιγκα περιορίστηκε να αναστενάξει βαθιά μες στα μούτρα του Ρυουτζί.

«Είσαι πολύ φιλικός με την Άμι Καβασίμα…Τι ωραία, ε; Εγκατέλειψες κιόλας τη Μινορίν και κόλλησες σαν στρείδι στο πρώτο ωραίο κορίτσι που σου είπε μια καλή κουβέντα. Τέτοιος είσαι. Καλά, θα το έχω υπόψη μου.»

«Αυτό, εσύ…Ν, νομίζω πως παρεξήγησες.»

«Αναρωτιέμαι γι’αυτό. Τέλος πάντων, δική σου ζωή είναι. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα αχαλίνωτα πάθη σου.»

«…Τι στο καλό κάθεσαι και λες;»

Κάνοντας ‘ουφ’ , του χαμογέλασε με κακεντρέχεια. Και αμέσως του γύρισε την πλάτη όλο περιφρόνηση, και τον άφησε πίσω προχωρώντας με ζωηρό βήμα, με τα μακριά καστανά μαλλιά της να κυματίζουν, και έτρεξε να πιάσει αγκαζέ τη Μινόρι που προχωρούσε λίγο πιο μπροστά.

«Έι, εδώ είσαι Τάιγκα-τσαν. Τι γλυκιά που είσαι πάλι σήμερα.»

Ενώ η Τάιγκα γουργούριζε και τριβόταν πάνω της σαν γάτα, η Μινόρι άγγιζε την άκρη του ξύλινου σπαθιού που μόλις που κρυβόταν από την άκρη της φούστας της Τάιγκα, μοιάζοντας σαν να της έβαζε χέρι.

«Κουβαλάς κάτι σκληρό σήμερα, ε;»

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.»

…Ο Ρυουτζί τις κοίταξε ασυναίσθητα, ή μάλλον όχι…ξαφνιασμένος. Αν και η Τάιγκα πάντα τον αποκαλούσε ανώμαλο σκυλί, αυτές δεν φέρονταν πολύ πιο ανώμαλα;

Επιπλέον, η Τάιγκα παραήταν κακεντρεχής με τα σχόλιά της μόλις τώρα, ακόμα και γι’αυτήν. Τι στο καλό είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο; Και έφυγε και τρέχοντας χωρίς να του δώσει καν την ευκαιρία να της απαντήσει---

«Τακάσου-κουν, συμβαίνει κάτι;»

«Α…Όχι, τίποτα.»

Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Άμι είχε ξεφυτρώσει δίπλα του με το χαμογελαστό της πρόσωπο, προκαλώντας του ακόμα περισσότερη νευρικότητα. Όπως περπατούσαν δίπλα δίπλα με τους ώμους τους να αγγίζουν σχεδόν, ο θυμός του σιγά σιγά εξατμίστηκε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να νιώθει μια παράξενη ανυπομονησία.

Όπως και να είχε, το κορίτσι που λεγόταν Άμι Καβασίμα ήταν ξαφνικά πολύ κοντά του---Καταλαβαίνοντας το λόγο που το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ο Ρυουτζί απέστρεψε το πρόσωπό του από την Άμι ενώ τα χείλη του σχημάτιζαν ένα ανάποδο V.