Toradora! (Greek):Volume2 Chapter6

From Baka-Tsuki
Revision as of 22:40, 20 November 2010 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 6


«Η αρχηγός και φοβερή πίτσερ, Κουσιέντα Μινόρι!»

«Ναι! Η πάσα-αστραπή που κυριάρχησε σε όλο το Κάντου δεν αστειεύεται!»

«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»

«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο μόνο για λίγη ώρα σήμερα.»

«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»

«…»

«---Και τελευταίος εγώ, ο Κιταμούρα Γιουσάκου! Όλα τα μέλη παρόντα και πανέτοιμα!»

Ο Κιταμούρα έκανε μεταβολή δείχνοντάς τους με το δάχτυλο, και στη συνέχεια έσφιξε τη γροθιά του. Ακόμα και ο συνήθως πολυάσχολος Κιταμούρα απουσίαζε από τη λέσχη του σήμερα, και μέχρι που είχε πάρει άδεια να παραμελήσει για λίγο τα καθήκοντά του στο μαθητικό συμβούλιο.

Ήταν 4 το απόγευμα και δεν υπήρχαν άλλοι μαθητές στην τάξη. Το φως του ήλιου που θάμπωνε ολοένα φώτιζε τους τρεις που στεκόντουσαν γύρω από τον Κιταμούρα σαν πρωτοπαλίκαρα και την Άμι, που στεκόταν λίγο μακριά τους.

«Για να δούμε λοιπόν», ο Κιταμούρα πήρε προεδρικό ύφος καθώς άρχισε να μιλάει με βροντερή φωνή.

«Θα εφαρμόσουμε άμεσα τη στρατηγική που αποφασίσαμε χτες. Έτσι, η Κουσιέντα, η Αϊσάκα κι εγώ θα αναλάβουμε να φωτογραφίσουμε τον ανώμαλο. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν εδώ την ψηφιακή κάμερα, και για παν ενδεχόμενο, θα βγάλουμε όλοι και φωτογραφίες με τα κινητά μας τηλέφωνα. Για περισσότερη ασφάλεια, ο Τακάσου θα μείνει μαζί με την Άμι.»

Ο Ρυουτζί σήκωσε το χέρι του, ζητώντας την άδεια του Κιταμούρα προτού μιλήσει.

«…Δε θα ήταν καλύτερα αν εγώ κι εσύ βγάζαμε τις φωτογραφίες και τα κορίτσια ακολουθούσαν την Καβασίμα;»

Παρόλο που θα ήταν και η Τάιγκα, ένιωθε πως το σχέδιο όπως είχε θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τη Μινόρι. Όμως ο Κιταμούρα απέρριψε αμέσως την πρόταση του Ρυουτζί,

«Όχι, γιατί αν συνέβαινε κάτι και αναγκαζόμαστε να χωριστούμε την ώρα που θα τραβάμε τις φωτογραφίες, θα ήταν πολύ κακό να αφήσουμε τα κορίτσια ολομόναχα. Αν μας ανακαλύψουν την ώρα που θα το κάνουμε, μπορεί τα πράγματα να βγουν εκτός ελέγχου. Στην απίθανη περίπτωση που θα συμβεί κάτι τέτοιο, θα είσαι εσύ εκεί για να προστατέψεις την Άμι με την τρομακτική σου εμφάνιση.»

«…Νομίζω πως καταλαβαίνω, αλλά…δεν είμαι καθόλου συνηθισμένος να παλεύω.»

Κοιτάζοντας τις γροθιές του που δεν είχαν στραφεί ποτέ εναντίον κάποιου άλλου σ’όλη του τη ζωή, ο Ρυουτζί μουρμούρισε θλιμμένα τα τελευταία λόγια. Όμως η Άμι πήγε δίπλα του και τύλιξε το μπράτσο του με τα δύο δικά της.

«Θα είναι μια χαρά! Αφού είσαι εσύ, Τακάσου-κουν, νιώθω στ’αλήθεια ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σου! Γιατί πιστεύω πως θα με προστατέψεις ό,τι και να γίνει!

«Εμ…Α…Ε;!»

Ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη προσέγγιση, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Το να προσπαθεί να ελευθερώσει το παγιδευμένο χέρι του και να μετακινείται αμήχανα από δω κι από κει τον έκανε να νιώθει τόση ντροπή που κοκκίνησε. Μπροστά σ’αυτό, ακόμα και η παγωμένη κοφτερή ματιά της Τάιγκα του φαινόταν υποφερτή.

«Εντάξει λοιπόν. Ξεκινάμε. Δεν ξέρουμε από πού θα ξεκινήσει η παρακολούθηση, γι’αυτό μόλις περάσουμε τα ντουλάπια των παπουτσιών ο Τακάσου και η Άμι θα προχωρήσουν μπροστά. Θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή που είπαμε χτες, και θα είμαστε σε επαφή με το κινητό.»

Υπακούοντας στη διαταγή του Κιταμούρα, έφυγαν από την τάξη ο ένας μετά τον άλλον και άρχισαν να προχωρούν στο διάδρομο. Τότε,

«…Έι εσύ, τι είναι αυτό;»

Ο Ρυουτζί πρόσεξε κάτι περίεργο στο γιακά της Τάιγκα καθώς προχωρούσε μπροστά του.

«Το έφερα απλώς σαν προφύλαξη…Αισθάνομαι τόση νοσταλγία, να το κρατάω ξανά.»

Είπε η Τάιγκα με σουφρωμένα χείλη. Κάτι που έμοιαζε με ξύλινο ραβδί μόλις που διακρινόταν ανάμεσα από τα μαλλιά της. Διερωτόμενος ‘Τι στο καλό είναι αυτό;’ προσπάθησε να το τραβήξει λιγάκι έξω για να το δει καλύτερα.

«…Αν τριγυρνάς έξω κραδαίνοντας αυτό το πράγμα, θα γίνει μεγάλη φασαρία.»

«Το ξέρω, γι’αυτό είπα ότι το έφερα σαν προφύλαξη.»

Ο Ρυουτζί έσπρωξε μαλακά τη λαβή του ξύλινου σπαθιού που είχε δει κατά τύχη πίσω στο γιακά του μπουφάν της. Ααχ, τι νοσταλγικό---μια ανοιξιάτικη νύχτα, παραλίγο να τον σκοτώσει αυτό το πράγμα…Αν κοίταζε πολύ προσεκτικά, μπορούσε να διακρίνει ένα εξόγκωμα στην καλοσχηματισμένη πλάτη της Τάιγκα. Όμως δεν ήταν εύκολο να το δει κανείς μια και τα μακριά μαλλιά της έκρυβαν την πλάτη της.

«…Όμως πιο σημαντικό απ’αυτό, Ρυουτζί…»

Περιέργως η Τάιγκα είχε χαμηλώσει τη φωνή της και τον κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της. Το ξύλινο σπαθί ήταν πάντα κρυμμένο στην πλάτη της.

«Χμ;»

«Είσαι στ’αλήθεια ένας αδιόρθωτα ξαναμμένος σκύλος, έτσι…Μόλις τώρα, είχες ένα τόσο χαζό μαγεμένο ύφος… Δεν είσαι καθόλου πιστός, και για να είμαι ειλικρινής, ντρέπομαι που είμαι αφεντικό σου.»

«Τ,… τι είναι αυτά που λες…;»

Αν και τη ρώτησε για τι πράγμα μιλούσε, φυσικά γνώριζε πολύ καλά τι εννοούσε. Η Τάιγκα περιορίστηκε να αναστενάξει βαθιά μες στα μούτρα του Ρυουτζί.

«Βλέπω έγινες κολλητός με την Άμι Καβασίμα…Τι ωραία, ε; Εγκατέλειψες κιόλας τη Μινορίν και κόλλησες σαν στρείδι στο πρώτο ωραίο κορίτσι που σου είπε μια καλή κουβέντα. Τέτοιος είσαι. Καλά, θα το έχω υπόψη μου.»

«Αυτό, εσύ…Ν, νομίζω πως παρεξήγησες.»

«Αναρωτιέμαι γι’αυτό. Τέλος πάντων, δική σου ζωή είναι. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα αχαλίνωτα πάθη σου.»

«…Τι στο καλό κάθεσαι και λες;»

Κάνοντας ‘ουφ’ , του χαμογέλασε με κακεντρέχεια. Και αμέσως του γύρισε την πλάτη όλο περιφρόνηση, και τον άφησε πίσω προχωρώντας με ζωηρό βήμα, με τα μακριά καστανά μαλλιά της να κυματίζουν, και έτρεξε να πιάσει αγκαζέ τη Μινόρι που προχωρούσε λίγο πιο μπροστά.

«Έι, εδώ είσαι Τάιγκα-τσαν. Τι γλυκιά που είσαι πάλι σήμερα.»

Ενώ η Τάιγκα γουργούριζε και τριβόταν πάνω της σαν γάτα, η Μινόρι άγγιζε την άκρη του ξύλινου σπαθιού που μόλις που κρυβόταν από την άκρη της φούστας της Τάιγκα, μοιάζοντας σαν να της έβαζε χέρι.

«Κουβαλάς κάτι σκληρό σήμερα, ε;»

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.»

…Ο Ρυουτζί τις κοίταξε ασυναίσθητα, ή μάλλον όχι…ξαφνιασμένος. Αν και η Τάιγκα πάντα τον αποκαλούσε ανώμαλο σκυλί, αυτές δεν φέρονταν πολύ πιο ανώμαλα;

Επιπλέον, η Τάιγκα παραήταν κακεντρεχής με τα σχόλιά της μόλις τώρα, ακόμα και γι’αυτήν. Τι στο καλό είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο; Και έφυγε και τρέχοντας χωρίς να του δώσει καν την ευκαιρία να της απαντήσει---

«Τακάσου-κουν, συμβαίνει κάτι;»

«Α…Όχι, τίποτα.»

Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Άμι είχε ξεφυτρώσει δίπλα του με το χαμογελαστό της πρόσωπο, προκαλώντας του ακόμα περισσότερη νευρικότητα. Όπως περπατούσαν δίπλα δίπλα με τους ώμους τους να αγγίζουν σχεδόν, ο θυμός του σιγά σιγά εξατμίστηκε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να νιώθει μια παράξενη ανυπομονησία.

Όπως και να είχε, το κορίτσι που λεγόταν Άμι Καβασίμα ήταν ξαφνικά πολύ κοντά του---Καταλαβαίνοντας το λόγο που το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ο Ρυουτζί απέστρεψε το πρόσωπό του από την Άμι ενώ τα χείλη του σχημάτιζαν ένα ανάποδο V.



Καθώς έκαναν βόλτα στην περιοχή κοντά στο σχολείο,

«…Και τότε, τους ζήτησα να με αφήσουν να δοκιμάσω το ανοιχτό ροζ. Αλλά οι τύποι στο μαγαζί, ξέρεις, επέμεναν ότι το άσπρο θα ταίριαζε σίγουρα στην Άμι-τσαν, ότι μόνο το άσπρο ήταν κατάλληλο, και μετά με έβαλαν να φορέσω το πλεχτό. Και μετά κι εγώ είπα, μήπως τελικά το άσπρο δεν ήταν και τόσο άσχημο; Έτσι έλεγα, αλλά μετά θυμήθηκα το πλεχτό που είχα αγοράσει τις προάλλες, και νομίζω πως μάλλον ήταν άσπρο, μμ, ή μήπως τελικά ήταν πιο πολύ ανοιχτό γκρι κι όχι άσπρο…Ή μήπως ήταν μπεζ; Λες να ήταν μπεζ;»

Η Άμι συνέχιζε να λέει και να λέει για τα ψώνια της χαμογελώντας πλατιά. Αυτή ήταν από ότι φαινόταν η περιβόητη είμαι-ένα-όμορφο-και-μοντέρνο-κορίτσι-που-δεν-έχει-μυαλό-για-τίποτα-άλλο-εκτός-από-τα-ψώνια εμφάνιση.

«Τακάσου-κουν, μ’ακούς;»

«…Ναι, ναι.»

«Το άσπρο ή το ροζ, ποιο θα διάλεγες εσύ;»

«…Κοίτα, εγώ να φορέσω ροζ είναι κάπως…»

«Δεν εννοούσα εσένα! Για μένα έλεγα!»

«Α, ναι;»

Αχαχαχα----χαχαχα, χαχα, χα…

Εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί κατάλαβε τους σκοπούς του Κιταμούρα. Ο τύπος που είχε ζητήσει όλο αισιοδοξία από την Τάιγκα να γίνει φίλη με την Άμι, τελικά έβλεπε μια χαρά.

«Λατρεύω να ψωνίζω ρούχα δυτικού τύπου.»

Ίσως προσπαθούσε ακόμα να σβήσει τα χθεσινά γεγονότα από τη μνήμη της. Μιλώντας με παιδιάστικο και ελαφρώς κακομαθημένο ύφος, η Άμι επιδείκνυε το αγγελικό της χαμόγελο. Όμως ένιωθε ότι η απροσποίητη Άμι που αντάλλασσε φονικές ματιές με την Τάιγκα ήταν πολύ προτιμότερη από την τωρινή Άμι. Την Άμι που πετούσε βλαστημώντας τα γεμάτα γυρίνους παπούτσια της ήταν πολύ πιο εύκολο να την καταλάβει κανείς.

Το να είναι μαζί με την ψεύτικη Άμι δεν τού ήταν απλώς κουραστικό αλλά σαν να του πάγωνε το αίμα, λες και κοιτούσε κάτι επικίνδυνο και απρόβλετπο. Γιατί αυτό το πρόσωπο ήταν μια μάσκα.

Η ηθοποιΐα της ήταν σαν ένα λεπτό στρώμα πάγου---Αφότου είχε σπάσει, ο αληθινός εαυτός της πνιγόταν μέσα στην αβεβαιότητα, γιατί λοιπόν εννοούσε να το κρύβει; Ανεξάρτητα από το αν ο χαρακτήρας της ήταν καλός ή κακός (βέβαια, ήταν πιθανότερο πως ήταν κακός), όταν αναλογιζόταν ότι η Άμι προσπαθούσε να κρύψει τον αληθινό της χαρακτήρα ακόμα και αφού τον είχε αφήσει να φανεί, δε μπορούσε να μην αναρωτηθεί γιατί έμπαινε σε τόσο κόπο για κάτι τόσο ανώφελο.

«Α, χτυπάει το κινητό σου.»

Το γυαλιστερό νύχι της Άμι έδειχνε το κινητό που δονούνταν μέσα στην τσέπη του, ίσως εδώ και πολλή ώρα. Το άνοιξε βιαστικά.

«…Εμπρός;»

«Τακάσου! Πώς είναι η κατάσταση εκεί;»

Απάντησε στη γεμάτη ένταση φωνή του Κιταμούρα με μάλλον ανιαρό τρόπο.

«Καμία αλλαγή. Εσείς;»

«Εντοπίσαμε τον τύπο αμέσως. Περπατάει περίπου 15 μέτρα πίσω σας. Εμείς τον έχουμε από κοντά και τον ακολουθούμε.»

«Τακάσου-κουν, ο Γιουσάκου είναι; Δώστον μου, δώστον μου!»

Η Άμι άπλωσε το χέρι της από δίπλα και πήρε το κινητό από τον Ρυουτζί.

«Εμπρός~, εσύ είσαι Γιουσάκου; Ναι, μια χαρά είμαι, στο κάτω κάτω είναι εδώ ο Τακάσου-κουν! Εμ, ξέρεις, κουράστηκα κάπως από το περπάτημα…Ναι, εντάξει…Α, αλήθεια; Τότε αυτό θα κάνουμε!»

Αποφασίζοντας μόνη της να τερματίσει την κλήση, έκλεισε το τηλέφωνο,

«Ξέρεις, ο Γιουσάκου, είπε να μπούμε σε κάποιο μαγαζί. Κάπου που να σερβίρουν τσάι, και να κάτσουμε κοντά σε παράθυρο.»

Του είπε η Άμι χαμογελώντας χαρούμενα.

«Υπάρχει κανένα τέτοιο εδώ κοντά; Πήγαινέ με σε κάποιο, σε παρακαλώ.»

«Μαγαζί που να σερβίρει τσάι ε…Έχει ένα εδώ δίπλα, βλέπεις την ταμπέλα εδώ πιο κάτω;»

Αν και ένιωθε ότι θα του ήταν ανυπόφορο να πάει για τσάι σε καφετέρια μαζί με την Άμι, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αυτές ήταν οι εντολές του Κιταμούρα. Ο Ρυουτζί έδειξε τη στρογγυλή, βαμμένη πράσινη ταμπέλα που ήταν λίγο μπροστά τους.

«Α, για φαντάσου, ένα Starbucks! Ώστε έχει κι εδώ, υπέροχα, πάει τόσος καιρός που έχω να πιω ένα λάτε!»

«Στ’αλήθεια μοιάζει με Starbucks; Αυτό είναι ένα…»

«…Χμ;…Τι;…Εε;»

Καθώς πλησίαζαν, το κεφάλι της Άμι έγερνε όλο καχυποψία. Ασφαλώς, η ταμπέλα έμοιαζε πολύ με αυτή της γνωστής αμερικάνικης αλυσίδας καφετεριών. Το στρογγυλό σχήμα, το πράσινο χρώμα, το ζωγραφισμένο ελαφρώς ακαθόριστο ανθρώπινο πρόσωπο---

«Α, αυτό είναι…»

---Όμως αυτό το πρόσωπο ήταν του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

«Καφέ μπαρ Σούντο…Συνήθως το αποκαλούμε Σουντόμπα…»

«…Γκεχ…»

Ντρι~νν

Κάνοντας το παλιομοδίτικο κουδούνι της καφετέριας να χτυπήσει, ο Ρυουτζί και η Άμι μπήκαν στο Σουντόμπα. Όπως θα περίμενε κανείς, το εσωτερικό είχε σχεδιαστεί να θυμίζει τα αυθεντικά Starbucks. Ήταν ένα σελφ-σέρβις, και οι υπάλληλοι που ήταν κυρίως μαθήτριες κολλεγίου καθόντουσαν σε καναπέδες που έμοιαζαν μάλλον άβολοι. Ωστόσο το μαγαζί δε φαινόταν να είναι τελείως άδειο.

«Εεε…Αυτό το Σουντόμπα…Έχει αρκετά συμπαθητική ατμόσφαιρα…»

Εξετάζοντας το δωμάτιο, η Άμι έγνεφε με ζωντανεμένο το ενδιαφέρον της. Ένας μεσόκοπος άντρας σηκώθηκε από ένα κάθισμα πλάι στο παράθυρο,

«Ωωω! Μη μου πεις, ο γιος της Μιράνο-τσαν!»

Φώναξε τον Ρυουτζί με οικειότητα. Ο Ινάγκε-σαν, που ήταν συντετριμμένος μετά το διαζύγιο που πήρε την άνοιξη, ήταν τακτικός πελάτης στο Μπισαμοντενγκόκου.

«Α, χαίρετε.»

«Ουα~, τι έχουμε εδώ;! Σήμερα έφερες μια άλλη ωραία δεσποινίδα…Τα χάλασες με εκείνη την άγρια μικρούλα; Έλα τώρα, τα χάλασες, έτσι δεν είναι; Δε βαριέσαι, καλός είναι κι ένας δεύτερος γάμος…Εννοώ ένα καινούριο κορίτσι…»