Nogizaka Haruka no Himitsu (Greek):Volume1 Chapter1
Κεφάλαιο 1
1
Το μεσημεριανό διάλειμμα εκείνης της μέρας ήταν όπως και κάθε άλλη μέρα.
Έτρωγα το μεσημεριανό μου και φλυαρούσα με μερικούς συμμαθητές με τους οποίους είχα πιο στενή σχέση (τους Ναγκάι, Τακενάμι και Ογκάουα, πιο γνωστούς ως ‘οι τρεις ηλίθιοι’) στην τάξη 2-1 του ιδιωτικού λυκείου Χακούτζου. Το θέμα της κουβέντας μας σίγουρα θα προκαλούσε τάσεις αυτοκτονίας στους περισσότερους ανθρώπους.
«Γι’αυτό νομίζω πως οι φόρμες γυμναστικής των κοριτσιών πρέπει να έχουν σορτσάκια, και όλοι όσοι φοράνε βερμούδες ως το γόνατο ντροπιάζουν το ανθρώπινο γένος. Οποιοσδήποτε διαφωνεί μ’αυτό δεν αξίζει να λέγεται Ιάπωνας.»
«Σωστά, κι εγώ το ίδιο πιστεύω.»
«Έχεις απόλυτο δίκιο.»
Οι Ογκάουα και Τακενάμι κατένευσαν έντονα υποστηρίζοντας την άποψη του Ναγκάι.
«Γιούτο, τι νομίζεις εσύ;»
«Χμμ; Υποθέτω πως το ίδιο μου κάνει ό,τι και να φοράνε.»
Πραγματικά δε με ενδιέφερε ό,τι και να φορούσαν τα κορίτσια, γι’αυτό και έδωσα αυτή την απάντηση.
«Το ίδιο σου κάνει; Αυτή η αδιάφορη στάση σου είναι που έχει φέρει την Ιαπωνία στην τωρινή της κατάσταση. Πάντα έτσι είσαι, δεν παίρνεις ποτέ το μέρος κανενός.»
«Όντως, έτσι είσαι, Αγιάσε. Δεν έχεις δική σου άποψη για τίποτα, και δεν αναλαμβάνεις ποτέ δράση αν δε φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Αν συνεχίσεις έτσι, κάποια μέρα θα το μετανιώσεις.»
«Σωστά, δε μπορείς να συνεχίσεις έτσι!»
Οι τρεις τους συνέχιζαν να μου κάνουν κριτική ο καθένας με τη σειρά του, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που έκαναν ήταν να χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές των άλλων. Δεν αρνούμαι ότι είμαι ένας ανεύθυνος και χοντρόπετσος τύπος (αν και ντρέπομαι να λέω κάτι τέτοιο για τον εαυτό μου), αλλά ακόμα κι εγώ δεν ανέχομαι να μου κάνουν κριτική τρεις τύποι που συζητούν για σορτσάκια με τέτοια πομπώδη σοβαροφάνεια.
«Εντάξει, να τι θα κάνουμε! Θα ακούσεις την άποψη του καθενός μας προτού αποφασίσεις με ποιανού το μέρος είσαι. Θα αρχίσουμε με την οπτική επίδραση που έχουν τα σορτσάκια.»
Για όνομα, στ’αλήθεια είναι ‘οι τρεις ηλίθιοι’.
Αναστέναξα σιωπηρά κοιτάζοντας αφηρημένα ολόγυρα στην τάξη. Όλα ήταν όπως συνήθως, οι μαθητές έτρωγαν το μεσημεριανό τους φλυαρώντας με τους φίλους τους, σχηματίζοντας το συνηθισμένο σκηνικό του μεσημεριανού διαλείμματος.
Το σημείο της τάξης που με τραβούσε περισσότερο ήταν εκείνο το θρανίο δίπλα στο διάδρομο. Γιατί μέσα σε εκείνη την τάξη που ήταν πιο ακατάστατη κι από κλουβί με μαϊμούδες, μόνο εκείνο το σημείο περιβαλλόταν από μια αύρα γαλήνης και ηρεμίας.
Καθισμένη σ’εκείνο το σημείο, ήταν ένα όμορφο κορίτσι που όλοι αποκαλούσαν ‘Άστρο της Νύχτας’.»
Είναι η συμμαθήτριά μου Χάρουκα Νογκιζάκα.
Μάλλον είχε ήδη τελειώσει το μεσημεριανό της, γιατί έγερνε ελαφρά προς τα πίσω στο κάθισμά της και ήταν αφοσιωμένη σε ένα βιβλίο που κρατούσε με το αριστερό της χέρι. Ο τρόπος που τα δάχτυλά της γύριζαν τις σελίδες του βιβλίου θύμιζε σκηνή από κάποιο πίνακα. Με απλά λόγια, ήταν τόσο όμορφη που δεν είχα λόγια για να την περιγράψω. Ή ίσως θα μπορούσα να πω πως είναι η απόλυτη ενσάρκωση της όμορφης και αψεγάδιαστης νεαρής κυρίας. Τέλος πάντων, έμοιαζε σαν κάθε ίχνος διαφθοράς να μπορούσε να εξαφανιστεί απ’την ψυχή μου απλά και μόνο κοιτάζοντάς την.
Κοιτούσα σαν υπνωτισμένος τη Χάρουκα Νογκιζάκα μπουκωμένος με το ψωμί μου (αγνοώντας τελείως την κουβέντα ανάμεσα στον Ναγκάι και τους άλλους). Ναι, το ψυχολογικό τραύμα που είχα υποστεί μόλις πριν λίγο είχε κιόλας θεραπευτεί. Αυτή πρέπει να είναι η αίσθηση της απόλυτης ευδαιμονίας, σωστά;
Βυθίστηκα ολόκληρος στην απόλαυση να την κοιτάζω χαμένος στις φαντασιώσεις μου.
Όμως μετά από ελάχιστα λεπτά, η ευτυχία μου διακόπηκε απότομα.
Άκουσα μια γνωστή φωνή να έρχεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Δεν ήταν καμιά δυνατή φωνή, αλλά μάλλον θα έτρωγε αρκετό από το χρόνο μου, αφού μάλλον ανήκε στον Νομπουνάγκα. Αναστέναξα σιωπηρά για άλλη μια φορά. Άλλος ένας ηλίθιος ερχόταν για μένα.
«Εδώ είναι ο Γιούτο;»
Όπως το περίμενα, ένα γνώριμο πρόσωπο εμφανίστηκε στην πόρτα της τάξης. Είναι ένα κοντούλικο χαριτωμένο αγόρι με ανοιχτοκάστανα μαλλιά, που από μακριά πολλοί τον περνούσαν για κορίτσι. Με το που με εντόπισε, αυτός ο τύπος άρχισε να ξεφωνίζει.
«Α! Εδώ είσαι! Γιούτο, είδες το άνιμε που έπαιζε χτες το βράδυ; Εγώ το έγραψα στο βίντεο την ώρα που το έβλεπα γιατί πιστεύω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να το απολαύσω.»
Η ένταση της φωνής του τράβηξε λίγο την προσοχή των άλλων στην τάξη, αλλά μόλις είδαν πως ήταν ο Νομπουνάγκα, όλοι ξαναγύρισαν αμέσως σ’αυτά που έκαναν πριν. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά η ουσία είναι πως οι συμμαθητές μου έχουν συνηθίσει την παρουσία του αφού έρχεται κάθε μέρα να μου μιλήσει από τότε που άρχισε η σχολική χρονιά.
«Δεν το είδες; Το χθεσινό ‘Ντροπαλό Τρίγωνο’ θα βγάλει το τελευταίο του επεισόδιο την άλλη βδομάδα, και το αποκορύφωμα της σειράς είναι όταν ο καλύτερος φίλος του πρωταγωνιστή…Α, το DVD φαίνεται πως θα βγει σύντομα στα μαγαζιά, θα το πάρω οπωσδήποτε, μια που θα είναι περιορισμένη έκδοση και θα έχει και μια φιγούρα της ηρωίδας ‘Αδέξιας Άκι-τσαν’…»
Ο τύπος που μπήκε τρέχοντας στην τάξη μου και άρχισε να μιλάει για ένα θέμα τελείως αταίριαστο με την εμφάνισή του λέγεται Ασακούρα Νομπουνάγκα. Γνωριζόμαστε από το νηπιαγωγείο, γι’αυτό θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη φράση ‘καταραμένα δεσμά φιλίας’ για να περιγράψω τη σχέση μας, αν και ακόμα και τώρα τον θεωρώ καλό μου φίλο, αφού δε μου δημιουργεί προβλήματα. Ειλικρινά, είναι σε γενικές γραμμές αρκετά εύθυμος και κοινωνικός, κι έτσι μπορεί να πιάσει κουβέντα σχεδόν με οποιονδήποτε. Οι βαθμοί του είναι εξαιρετικοί, ιδιαίτερα στη φυσική και τα μαθηματικά. Από τα προηγούμενα λόγια του, είναι φανερό ότι το χόμπι του είναι κάπως ακραίο, ότι δηλαδή είναι ένα είδος οτάκου… αυτό που ο κόσμος αποκαλεί ‘παιδί της Ακιχαμπάρα’. Το αγόρι που το όνομά του είναι συνδυασμός των ονομάτων δύο αυτοκρατορικών στρατηγών έχει αδύναμη εμφάνιση και ένα χόμπι που δεν ταιριάζει ούτε με τα ονόματα των νικητών στρατηγών που φέρει ούτε με την εμφάνισή του. Με μια λέξη, είναι ένας τύπος με περίπλοκα χαρακτηριστικά που δεν είναι εύκολο να τον κατατάξεις σε καμιά κατηγορία.
«Γιούτο, στ’αλήθεια έχασες που δεν το είδες. Αυτή η σειρά άνιμε ήταν μεταφορά από ένα μάνγκα, αλλά είναι σαν ένα είδος προλόγου για την ιστορία, που εξηγεί γιατί ο πρωταγωνιστής και ο καλύτερος φίλος του στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου…»
«Ααχ-------- Εντάξει, το κατάλαβα αυτό!»
Κάπως έπρεπε να τον κάνω να το βουλώσει, αλλιώς θα μου έτρωγε όλο το διάλειμμα. Με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες μου, διάλεξα αυτό τον τρόπο.
«Δεν είναι ευγενικό να μου τη σπας έτσι πάνω που είχα βρει το ρυθμό μου!»
«Ούτε είναι ευγενικό να μπουκάρεις στην τάξη ενός άλλου και να του τα πρήζεις με το χόμπι σου!»
«Α ναι; Μα δεν αρέσει σε όλους να μιλάνε γι’αυτά τα πράγματα;»
«Σε παρακαλώ πολύ να μη νομίζεις πως όλοι είναι σαν κι εσένα!»
«Χμμ, όμως εσένα σου αρέσουν αυτά, έτσι δεν είναι;»
«Δε σου έχω πει τόσες φορές ότι δε μου κάνουν ούτε κρύο ούτε ζέστη;»
Ούτε μου αρέσουν, αλλά ούτε και τα αντιπαθώ. Δεν συμφωνώ με αυτά, αλλά ούτε και διαφωνώ. Αυτή είναι η στάση μου σχετικά μ’αυτό τον τύπο, και τους υπόλοιπους φανατικούς της Ακιχαμπάρα. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, είναι περισσότερο κάτι του τύπου ‘δεν τους πολυκαταλαβαίνω’. Με απλά λόγια, μέχρι στιγμής δεν έχω βρει κάποια απάντηση στο παμπάλαιο ερώτημα ‘γιατί άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας ενδιαφέρονται τόσο για τα καρτούν’, και, παρόλα αυτά, παραδόξως παραμένω καλός φίλος με έναν από αυτούς τους φανατικούς.
«Χμμ…Κι όμως, εγώ πάντα θεωρούσα ότι έχεις όλα τα προσόντα.»
Ποια προσόντα εννοεί τώρα;
«Να ξέρεις, αυτός είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που θα έδινα ποτέ. Χμμ…τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα. Σου έχω σπουδαία νέα, Γιούτο!»
«Σπουδαία νέα;»
Ήμουν σίγουρος ότι αυτό που θα μου έλεγε δε θα ήταν κάτι πραγματικά σοβαρό, όμως…
«Θυμάσαι εκείνο το περιοδικό που έψαχνα εδώ και τόσο καιρό; Η βιβλιοθήκη του σχολείου μας αγόρασε επιτέλους ένα παλιό τεύχος του. Τι τέλεια που είναι αυτή η βιβλιοθήκη μας, μπορώ να παραγγείλω όποιο σπάνιο βιβλίο θέλω απλώς συμπληρώνοντας μια αίτηση. Το σχολείο μπορεί να πληρώσει για όλα αυτά τα βιβλία επειδή λαμβάνει πολλές γενναιόδωρες επιχορηγήσεις. Τα κεφάλαιά τους είναι σχεδόν απεριόριστα. Το χρήμα πραγματικά κυβερνάει τον κόσμο, ω ναι~»
Ο Νομπουνάγκα χαμογέλασε πλατιά καθώς συνέχιζε τη λογοδιάρροια για τα σπουδαία νέα του.
Περιοδικό είπε; Τώρα θυμάμαι πως μου είχε ζητήσει να τον βοηθήσω να βρει ένα περιοδικό με ένα πολύ ασυνήθιστο όνομα λίγο καιρό πριν. Φαίνεται πως το σχολείο είχε εγκρίνει την αίτησή του.
«…....Για μισό λεπτό, δεν πιστεύω να πλαστογράφησες την αίτηση;»
Τον κοίταξα καχύποπτα.
«Σα δε ντρέπεσαι, δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο.»
Ο Νομπουνάγκα με κοίταξε με ύφος ‘κάνεις μεγάλο λάθος’, και συνέχισε με απόλυτη σοβαρότητα, «Εγώ απλώς τους απείλησα.»
Αυτό ήταν ακόμα χειρότερο.
Αλλά ο τύπος αγνόησε τελείως την αντίδρασή μου.
«Το ‘Αθώο Χαμόγελο’ είναι πολύ διάσημο περιοδικό! Το μάνγκα στο οποίο βασίστηκε το άνιμε που παίχτηκε χτες είχε βγει σ’αυτό το περιοδικό. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε, θα πρέπει να το θυμάσαι κι εσύ. Έγινε πολύς ντόρος όταν βγήκε η πρώτη έκδοση.»
Καθώς ο Νομπουνάγκα ξεκινούσε μια ακόμα ατέλειωτη διάλεξη για τα μάνγκα, ένας δυνατός θόρυβος αντήχησε στην τάξη.
Εμείς βρισκόμασταν περίπου στη μέση της τάξης, αλλά ο θόρυβος ήρθε από την αντίθετη κατεύθυνση. Για να είμαι πιο ακριβής, ήρθε από το προτελευταίο θρανίο του διαδρόμου, με άλλα λόγια από το μέρος που με είχε απορροφήσει τόσο πριν έρθει ο Νομπουνάγκα. Για κάποιο λόγο, αυτό θα ήταν το τελευταίο μέρος της τάξης από το οποίο θα περίμενε κανείς θόρυβο και φασαρία.
Όμως εκείνη τη στιγμή, η Νογκιζάκα-σαν είχε πεταχτεί όρθια με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μας, ενώ η καρέκλα της ήταν πεσμένη κάτω, δίπλα στα πόδια της. Ο θόρυβος που ακούστηκε ήταν το πέσιμο της καρέκλας.
Ξαφνικά, όλη η τάξη βουβάθηκε. Η Νογκιζάκα-σαν, που πάντα είχε γαλήνια και ήρεμη έκφραση, τώρα έμοιαζε αναστατωμένη.
«Νο…Νογκιζάκα-σαν, τι σου συνέβη;»
«Δεν…δεν καταλαβαίνω, δεν κάναμε τίποτα παράξενο, έτσι δεν είναι;»
«Φαίνεται να κοιτάζει τον Αγιάσε-κουν…»
Ένα κύμα από μουρμουρητά διέτρεξε την τάξη.
Μήπως κάναμε κάτι που δεν έπρεπε;
Αν και δεν είχα καταλάβει να έκανα κάτι στραβό, η κοφτερή ματιά που μας έριξε η Νογκιζάκα-σαν ήταν σαν μιας αστυνομικίνας που έπιασε επ’αυτοφώρω έναν ανώμαλο μέσα στο τρένο. Κάτω από την έντονη ματιά της, πραγματικά φαινόταν σαν εγώ κι ο Νομπουνάγκα να κάναμε κάτι παράνομο, και οι ματιές των άλλων συμμαθητών μας έμοιαζαν να μας ρωτούν, ‘Τι κάνατε εσείς οι δυο;’.
«Γιούτο, τι να κάνουμε; Όλοι μας κοιτάνε.»
«Ν………Ναι……»
Σκέφτηκα πως μάλλον ο λόγος ήταν ότι η φωνή του Νομπουνάγκα ήταν πολύ δυνατή, και είχε ενοχλήσει τη Νογκιζάκα-σαν στο διάβασμά της. Εγώ βέβαια ήμουν συνηθισμένος σ’αυτό, αλλά ήταν γεγονός ότι η φωνή του Νομπουνάγκα δυνάμωνε υπερβολικά όταν μιλούσε για το χόμπι του, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει. Δε θα ήταν και τόσο περίεργο αν είχε ενοχλήσει τη Νογκιζάκα-σαν.
Αυτό σήμαινε ότι πραγματικά είχαμε κάνει κάτι που δεν έπρεπε. Επομένως οφείλαμε να ζητήσουμε συγγνώμη.
Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της υπόλοιπης τάξης, πήγα μέχρι το θρανίο της Νογκιζάκα-σαν.
«Εμμ……Ζητάω συγγνώμη που σε ενοχλήσαμε με τις φωνές μας.»
Υποκλίθηκα βαθιά ζητώντας συγγνώμη. Η Νογκιζάκα-σαν ξαναπήρε τη συνηθισμένη της έκφραση.
«Α, δεν είναι αυτό, με παρεξήγησες. Δεν ήθελα να σας κατηγορήσω για κάτι, γι’αυτό δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάς συγγνώμη.»
«;;;»
Μα, δε μας αγριοκοίταζες μόλις πριν από λίγες στιγμές;
«Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα…….Συγχωρέστε με που σας αναστάτωσα όλους.»
Λέγοντας αυτά, η Νογκιζάκα-σαν υποκλίθηκε ευγενικά στην υπόλοιπη τάξη και μετά σήκωσε την καρέκλα της και κάθισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ωστόσο, αυτό μας άφησε ακόμα πιο μπερδεμένους.
«Μα τι ακριβώς έγινε;»
«Δεν ξέρω………Μήπως ήταν επειδή έκανες πολύ φασαρία;»
«Δεν έκανα φασαρία!»
Αγνόησα τη φωνάρα με την οποία ο Νομπουνάγκα ισχυριζόταν, κάπως αντιφατικά είναι η αλήθεια, ότι δεν έκανε φασαρία, και αντί γι’αυτό κάρφωσα το βλέμμα μου στη Νογκιζάκα-σαν σαν κάποιος που τον είχε μαγέψει μια νεράιδα. Στο υπέροχο πρόσωπο του ‘Άστρου της Νύχτας’, διακρινόταν ακόμα ένα ίχνος ανησυχίας…σίγουρα θα υπήρχε κάποιος λόγος γι’αυτό.
Παρεμπιπτόντως, όλη την ώρα από τη στιγμή που μπήκε φουριόζος ο Νομπουνάγκα στην τάξη μέχρι τη στιγμή που μας κοίταξε η Νογκιζάκα, ο Ναγκάι και οι άλλοι δυο ήταν ακόμα απορροφημένοι στη συζήτησή τους για τα σορτσάκια. Άραγε αυτό έδειχνε υψηλή ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, ή απλώς ηλιθιότητα;
Νομίζω πως ήταν μάλλον το δεύτερο.
Εδώ που τα λέμε, λίγο με ενδιέφερε αν ήταν ηλίθιοι ή όχι.
Η πέμπτη και η έκτη ώρα των μαθημάτων κύλησαν χωρίς επεισόδια. Όταν τα μαθήματα τέλειωσαν, κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη, και αυτό επειδή ο Νομπουνάγκα μου είχε πει…….
«Γιούτο, λυπάμαι πολύ, αλλά μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις να επιστρέψω αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη; Επειδή εσύ δεν έχεις να κάνεις και τίποτα μετά το σχολείο, ενώ εγώ πρέπει να βιαστώ να τελειώσω το χάρτη για το WanFes--»
……..Να πάρει! Δεν ξέρω τι είναι αυτό το Wan Wan Fes (Μήπως είναι κανένα φεστιβάλ για σκύλους; Αν και νομίζω πως αυτός ο τύπος έχει γάτα…), αλλά αφού είχαν έτσι τα πράγματα, έπρεπε απλώς να επιστρέψει το βιβλίο χτες! Αλλά παρόλο που σκεφτόμουν έτσι, συμφώνησα να τον βοηθήσω, γιατί κι αυτός με είχε βοηθήσει πολλές φορές στο παρελθόν (π.χ. μου δάνειζε τα βιβλία του όταν ξεχνούσα τα δικά μου, μου έφτιαχνε τον υπολογιστή μου όταν χάλαγε……κλπ.). Εξάλλου, δε βαριέσαι, πράγματι δεν είχα και τίποτα να κάνω μετά το σχολείο.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που βρέθηκα στη βιβλιοθήκη, ένα μέρος όπου υπό κανονικές συνθήκες δεν πατούσα σχεδόν ποτέ.
Λεγόταν πως οι μαθητές που χρησιμοποιούσαν τη βιβλιοθήκη, ήταν εξαιρετικά λίγοι, τόσο που μετριόντουσαν στα δάχτυλα του ενός χεριού, μια και η πλειοψηφία, εμού συμπεριλαμβανομένου, δεν πάταγε ποτέ εκεί. Για να ενθαρρύνει τους μαθητές να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη, το σχολείο έφτασε στο σημείο να εγκαταστήσει ένα ηλεκτρονικό σύστημα δανεισμού βιβλίων, να την ανακαινίσει και να την κάνει εξαιρετικά άνετη για διάβασμα, και να αγοράσει βιβλία κάθε είδους. Όμως για τη νέα γενιά παιδιών που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένη με τα τυπωμένα βιβλία, όλα αυτά τα μέτρα δεν έλεγαν και πολλά πράγματα, κι έτσι δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Βέβαια εγώ δεν ήμουν σε θέση να τους κάνω κριτική πάνω στο θέμα, μια και ο μόνος λόγος που είχα χρησιμοποιήσει τη βιβλιοθήκη ήταν για κανένα απογευματινό υπνάκο.
Τέλος πάντων, με τόσο λίγους χρήστες, ασφαλώς δε θα μου έπαιρνε και πολλή ώρα να επιστρέψω ένα βιβλίο.
Πήγα μέχρι το κοντινότερο τερματικό και άρχισα να πληκτρολογώ. Για να δανειστεί ή να επιστρέψει κανείς βιβλία, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή, κάτι που έβρισκα μάλλον κουραστικό (ο Νομπουνάγκα έλεγε πως άμα το συνηθίσεις, το κομπιούτερ είναι σαφώς πιο γρήγορο από έναν άνθρωπο). Άστα να πάνε, αν ακόμα και κάτι τόσο απλό μου φαινόταν κουραστικό, μάλλον δε θα μπορέσω να επιβιώσω στη σύγχρονη κοινωνία. Εξάλλου, όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει. Πληκτρολόγησα λοιπόν τον κωδικό του βιβλίου και τον αριθμό της ταυτότητάς μου…….Εντάξει, αυτό ήταν. Το μόνο που είχα να κάνω τώρα ήταν να βάλω το βιβλίο πίσω στο ράφι του. (Παρεμπιπτόντως, ο τίτλος του βιβλίου ήταν ‘Φιγούρες Όμορφων Κοριτσιών Συλλογή ΙΙΙ --- Η Ιστορία των Σφαιρικών Αρθρώσεων’. Το σχολείο μας πραγματικά αγοράζει οτιδήποτε). Αποστολή εξετελέσθη, και τώρα ήμουν ελεύθερος να γυρίσω σπίτι.
Τη στιγμή που ξεκίναγα για την έξοδο,
«…»
Πρόσεξα ένα ύποπτο άτομο.
Πώς να το πω; Μμ, πραγματικά ήταν ένα υπερβολικά ύποπτο άτομο.
Γιατί αυτό το άτομο έκρυβε το πρόσωπό της με την τσάντα της προσπαθώντας να γλιστρήσει κρυφά πίσω από τα ράφια, λες και ήταν νίντζα ή δολοφόνος, και από πάνω ήταν και κορίτσι. Αν αυτό δεν ήταν περίεργο, δεν ξέρω τι ήταν (σαρκασμός)…Τι έτρεχε μ’αυτό το κορίτσι; Έμοιαζε να θέλει να περάσει απαρατήρητη, αλλά έτσι που έκανε, δεν τραβούσε περισσότερο την προσοχή πάνω της; Ή μήπως στην πραγματικότητα ήθελε να τραβήξει την προσοχή;
Όπως και να είχε, καλύτερα να μην ανακατευόμουν με ένα τέτοιο άτομο. Άμα ανακατεύεται κανείς εκεί που δεν τον σπέρνουν, πάει γυρεύοντας για μπελάδες. Καλά λένε πως η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Τη στιγμή όμως που είχα αποφασίσει να κάνω πως δεν είδα τίποτα και να φύγω από τη βιβλιοθήκη---
Είδα το πρόσωπο του ύποπτου ατόμου πίσω από το ράφι.
Εκείνη τη στιγμή, νόμισα πως τα μάτια μου έκαναν πουλάκια.
Υπέθεσα πως είχα παραισθήσεις λόγω της παρατεταμένης επαφής του εγκεφάλου μου με τη βιβλιοθήκη, στην οποία δεν πατούσα σχεδόν ποτέ.
«…….»
Γιατί σκέφτηκα κάτι τέτοιο;
Γιατί αυτό το πρόσωπο μου ήταν πολύ γνώριμο.
«Αυτή είναι…….»
Νογκιζάκα-σαν;
Όσο απίστευτο κι αν φαινόταν, το ύποπτο άτομο ήταν η Χάρουκα Νογκιζάκα. Θα αναγνώριζα το πανέμορφο πρόσωπό της από ένα χιλιόμετρο μακριά. Όμως, γιατί φερόταν έτσι παράξενα;
Πήγαινα να σκάσω από περιέργεια, όμως η Νογκιζάκα-σαν δε με πρόσεξε καθόλου καθώς πήγαινε γρήγορα προς το τερματικό δίπλα μου, με ύφος δεκαπεντάχρονου κοριτσιού που ετοιμάζεται να κλέψει μια μοτοσυκλέτα, και άρχισε να πληκτρολογεί. Είδα ένα περιοδικό δίπλα της, το οποίο μάλλον σκόπευε να δανειστεί.
Ταπ ταπ, άκουσα τον ήχο των δακτύλων της στο πληκτρολόγιο.
Μάλλον είχε τελειώσει με τη διαδικασία του δανεισμού, γιατί η Νογκιζάκα-σαν σήκωσε το κεφάλι της από το τερματικό με ένα χαμόγελο Γερμανού επιστήμονα. Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμη να κατευθυνθεί προς την έξοδο…….
Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου.
«…»
«…»
Εκείνη τη στιγμή, ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος.
«…»
«…»
«…Εμμ…Πώς από δω;»
Αυτό ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν ήταν τόσο περίεργο που η Νογκιζάκα-σαν με κοίταζε λες και έβλεπε το μυθικό τέρας Ούμα, μια και η πιθανότητα να συναντήσει εμένα στη βιβλιοθήκη ήταν μικρότερη από του να συναντήσει ένα γέτι.
«Πόση ώρα στέκεσαι εκεί;»
«Αρκετή.»
«Το…το είδες;»
«;;;»
Να δω τι;
«Είδες…Είδες το βιβλίο που δανείστηκα…»
«Όχι, δεν το είδα…»
«Α, ναι; Φιου!»
Το ύφος της Νογκιζάκα-σαν θύμιζε μεσόκοπο διευθυντή που μόλις έμαθε ότι δεν ήταν στη λίστα των περικοπών προσωπικού. Μα τι συμβαίνει εδώ πέρα;
«;;;»
«Αχ! Δεν…δεν είναι τίποτα, Αγιάσε-κουν, μην το σκέφτεσαι άλλο σε παρακαλώ. Λοιπόν, να πηγαίνω εγώ.»
Η Νογκιζάκα-σαν μου έγνεψε βιαστικά και έτρεξε προς την έξοδο. Ίσως την είχε αναστατώσει η παρουσία μου, αλλά δεν πρόσεξε καν ότι πήγαινε καταπάνω σε ένα τραπέζι διαβάσματος και μια καρέκλα.
«Αχ…Νογκιζάκα-σαν, εκεί είναι……»
«Αααααχ!;»
Και τότε!
Μπαμ!
Μέσα σε ένα εκκωφαντικό πάταγο από έπιπλα που έπεφταν, η Νογκιζάκα-σαν, που είχε σκοντάψει σε μια καρέκλα, έπεσε ανάσκελα. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά που δεν συνειδητοποίησα αμέσως τι είχε συμβεί.