Nogizaka Haruka no Himitsu (Greek):Volume1 Chapter1

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 1


1[edit]

Το μεσημεριανό διάλειμμα εκείνης της μέρας ήταν όπως και κάθε άλλη μέρα.

Έτρωγα το μεσημεριανό μου και φλυαρούσα με μερικούς συμμαθητές με τους οποίους είχα πιο στενή σχέση (τους Ναγκάι, Τακενάμι και Ογκάουα, πιο γνωστούς ως ‘οι τρεις ηλίθιοι’) στην τάξη 2-1 του ιδιωτικού λυκείου Χακούτζου. Το θέμα της κουβέντας μας σίγουρα θα προκαλούσε τάσεις αυτοκτονίας στους περισσότερους ανθρώπους.

«Γι’αυτό νομίζω πως οι φόρμες γυμναστικής των κοριτσιών πρέπει να έχουν σορτσάκια, και όλοι όσοι φοράνε βερμούδες ως το γόνατο ντροπιάζουν το ανθρώπινο γένος. Οποιοσδήποτε διαφωνεί μ’αυτό δεν αξίζει να λέγεται Ιάπωνας.»

«Σωστά, κι εγώ το ίδιο πιστεύω.»

«Έχεις απόλυτο δίκιο.»

Οι Ογκάουα και Τακενάμι κατένευσαν έντονα υποστηρίζοντας την άποψη του Ναγκάι.

«Γιούτο, τι νομίζεις εσύ;»

«Χμμ; Υποθέτω πως το ίδιο μου κάνει ό,τι και να φοράνε.»

Πραγματικά δε με ενδιέφερε ό,τι και να φορούσαν τα κορίτσια, γι’αυτό και έδωσα αυτή την απάντηση.

«Το ίδιο σου κάνει; Αυτή η αδιάφορη στάση σου είναι που έχει φέρει την Ιαπωνία στην τωρινή της κατάσταση. Πάντα έτσι είσαι, δεν παίρνεις ποτέ το μέρος κανενός.»

«Όντως, έτσι είσαι, Αγιάσε. Δεν έχεις δική σου άποψη για τίποτα, και δεν αναλαμβάνεις ποτέ δράση αν δε φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Αν συνεχίσεις έτσι, κάποια μέρα θα το μετανιώσεις.»

«Σωστά, δε μπορείς να συνεχίσεις έτσι!»

Οι τρεις τους συνέχιζαν να μου κάνουν κριτική ο καθένας με τη σειρά του, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που έκαναν ήταν να χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές των άλλων. Δεν αρνούμαι ότι είμαι ένας ανεύθυνος και χοντρόπετσος τύπος (αν και ντρέπομαι να λέω κάτι τέτοιο για τον εαυτό μου), αλλά ακόμα κι εγώ δεν ανέχομαι να μου κάνουν κριτική τρεις τύποι που συζητούν για σορτσάκια με τέτοια πομπώδη σοβαροφάνεια.

«Εντάξει, να τι θα κάνουμε! Θα ακούσεις την άποψη του καθενός μας προτού αποφασίσεις με ποιανού το μέρος είσαι. Θα αρχίσουμε με την οπτική επίδραση που έχουν τα σορτσάκια.»

Για όνομα, στ’αλήθεια είναι ‘οι τρεις ηλίθιοι’.

Αναστέναξα σιωπηρά κοιτάζοντας αφηρημένα ολόγυρα στην τάξη. Όλα ήταν όπως συνήθως, οι μαθητές έτρωγαν το μεσημεριανό τους φλυαρώντας με τους φίλους τους, σχηματίζοντας το συνηθισμένο σκηνικό του μεσημεριανού διαλείμματος.

Το σημείο της τάξης που με τραβούσε περισσότερο ήταν εκείνο το θρανίο δίπλα στο διάδρομο. Γιατί μέσα σε εκείνη την τάξη που ήταν πιο ακατάστατη κι από κλουβί με μαϊμούδες, μόνο εκείνο το σημείο περιβαλλόταν από μια αύρα γαλήνης και ηρεμίας.

Καθισμένη σ’εκείνο το σημείο, ήταν ένα όμορφο κορίτσι που όλοι αποκαλούσαν ‘Άστρο της Νύχτας’.

Είναι η συμμαθήτριά μου Χάρουκα Νογκιζάκα.

Μάλλον είχε ήδη τελειώσει το μεσημεριανό της, γιατί έγερνε ελαφρά προς τα πίσω στο κάθισμά της και ήταν αφοσιωμένη σε ένα βιβλίο που κρατούσε με το αριστερό της χέρι. Ο τρόπος που τα δάχτυλά της γύριζαν τις σελίδες του βιβλίου θύμιζε σκηνή από κάποιο πίνακα. Με απλά λόγια, ήταν τόσο όμορφη που δεν είχα λόγια για να την περιγράψω. Ή ίσως θα μπορούσα να πω πως είναι η απόλυτη ενσάρκωση της όμορφης και αψεγάδιαστης νεαρής κυρίας. Τέλος πάντων, έμοιαζε σαν κάθε ίχνος διαφθοράς να μπορούσε να εξαφανιστεί απ’την ψυχή μου απλά και μόνο κοιτάζοντάς την.

Κοιτούσα σαν υπνωτισμένος τη Χάρουκα Νογκιζάκα μπουκωμένος με το ψωμί μου (αγνοώντας τελείως την κουβέντα ανάμεσα στον Ναγκάι και τους άλλους). Ναι, το ψυχολογικό τραύμα που είχα υποστεί μόλις πριν λίγο είχε κιόλας θεραπευτεί. Αυτή πρέπει να είναι η αίσθηση της απόλυτης ευδαιμονίας, σωστά;

Βυθίστηκα ολόκληρος στην απόλαυση να την κοιτάζω χαμένος στις φαντασιώσεις μου.

Όμως μετά από ελάχιστα λεπτά, η ευτυχία μου διακόπηκε απότομα.

Άκουσα μια γνωστή φωνή να έρχεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου. Δεν ήταν καμιά δυνατή φωνή, αλλά μάλλον θα έτρωγε αρκετό από το χρόνο μου, αφού πιθανότατα ανήκε στον Νομπουνάγκα. Αναστέναξα σιωπηρά για άλλη μια φορά. Άλλος ένας ηλίθιος ερχόταν για μένα.

«Εδώ είναι ο Γιούτο;»

Όπως το περίμενα, ένα γνώριμο πρόσωπο εμφανίστηκε στην πόρτα της τάξης. Είναι ένα κοντούλικο χαριτωμένο αγόρι με ανοιχτοκάστανα μαλλιά, που από μακριά πολλοί τον περνούσαν για κορίτσι. Με το που με εντόπισε, αυτός ο τύπος άρχισε να ξεφωνίζει.

«Α! Εδώ είσαι! Γιούτο, είδες το άνιμε που έπαιζε χτες το βράδυ; Εγώ το έγραψα στο βίντεο την ώρα που το έβλεπα γιατί πιστεύω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να το απολαύσω.»

Η ένταση της φωνής του τράβηξε λίγο την προσοχή των άλλων στην τάξη, αλλά μόλις είδαν πως ήταν ο Νομπουνάγκα, όλοι ξαναγύρισαν αμέσως σ’αυτά που έκαναν πριν. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά η ουσία είναι πως οι συμμαθητές μου έχουν συνηθίσει την παρουσία του αφού έρχεται κάθε μέρα να μου μιλήσει από τότε που άρχισε η σχολική χρονιά.

«Δεν το είδες; Το χθεσινό ‘Ντροπαλό Τρίγωνο’ θα βγάλει το τελευταίο του επεισόδιο την άλλη βδομάδα, και το αποκορύφωμα της σειράς είναι όταν ο καλύτερος φίλος του πρωταγωνιστή…Α, το DVD φαίνεται πως θα βγει σύντομα στα μαγαζιά, θα το πάρω οπωσδήποτε, μια που θα είναι περιορισμένη έκδοση και θα έχει και μια φιγούρα της ηρωίδας ‘Αδέξιας Άκι-τσαν’…»

Ο τύπος που μπήκε τρέχοντας στην τάξη μου και άρχισε να μιλάει για ένα θέμα τελείως αταίριαστο με την εμφάνισή του λέγεται Ασακούρα Νομπουνάγκα. Γνωριζόμαστε από το νηπιαγωγείο, γι’αυτό θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη φράση ‘καταραμένα δεσμά φιλίας’ για να περιγράψω τη σχέση μας, αν και ακόμα και τώρα τον θεωρώ καλό μου φίλο, αφού δε μου δημιουργεί προβλήματα. Ειλικρινά, είναι σε γενικές γραμμές αρκετά εύθυμος και κοινωνικός, κι έτσι μπορεί να πιάσει κουβέντα σχεδόν με οποιονδήποτε. Οι βαθμοί του είναι εξαιρετικοί, ιδιαίτερα στη φυσική και τα μαθηματικά. Από τα προηγούμενα λόγια του, είναι φανερό ότι το χόμπι του είναι κάπως ακραίο, ότι δηλαδή είναι ένα είδος οτάκου… αυτό που ο κόσμος αποκαλεί ‘παιδί της Ακιχαμπάρα’. Το αγόρι που το όνομά του είναι συνδυασμός των ονομάτων δύο αυτοκρατορικών στρατηγών έχει αδύναμη εμφάνιση και ένα χόμπι που δεν ταιριάζει ούτε με τα ονόματα των νικητών στρατηγών που φέρει ούτε με την εμφάνισή του. Με μια λέξη, είναι ένας τύπος με περίπλοκα χαρακτηριστικά που δεν είναι εύκολο να τον κατατάξεις σε καμιά κατηγορία.

«Γιούτο, στ’αλήθεια έχασες που δεν το είδες. Αυτή η σειρά άνιμε ήταν μεταφορά από ένα μάνγκα, αλλά είναι σαν ένα είδος προλόγου για την ιστορία, που εξηγεί γιατί ο πρωταγωνιστής και ο καλύτερος φίλος του στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου…»

«Ααχ-------- Εντάξει, το κατάλαβα αυτό!»

Κάπως έπρεπε να τον κάνω να το βουλώσει, αλλιώς θα μου έτρωγε όλο το διάλειμμα. Με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες μου, διάλεξα αυτό τον τρόπο.

«Δεν είναι ευγενικό να μου τη σπας έτσι πάνω που είχα βρει το ρυθμό μου!»

«Ούτε είναι ευγενικό να μπουκάρεις στην τάξη ενός άλλου και να του τα πρήζεις με το χόμπι σου!»

«Α ναι; Μα δεν αρέσει σε όλους να μιλάνε γι’αυτά τα πράγματα;»

«Σε παρακαλώ πολύ να μη νομίζεις πως όλοι είναι σαν κι εσένα!»

«Χμμ, όμως εσένα σου αρέσουν αυτά, έτσι δεν είναι;»

«Δε σου έχω πει τόσες φορές ότι δε μου κάνουν ούτε κρύο ούτε ζέστη;»

Ούτε μου αρέσουν, αλλά ούτε και τα αντιπαθώ. Δεν συμφωνώ με αυτά, αλλά ούτε και διαφωνώ. Αυτή είναι η στάση μου σχετικά μ’αυτό τον τύπο, και τους υπόλοιπους φανατικούς της Ακιχαμπάρα. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, είναι περισσότερο κάτι του τύπου ‘δεν τους πολυκαταλαβαίνω’. Με απλά λόγια, μέχρι στιγμής δεν έχω βρει κάποια απάντηση στο παμπάλαιο ερώτημα ‘γιατί άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας ενδιαφέρονται τόσο για τα καρτούν’, και, παρόλα αυτά, παραδόξως παραμένω καλός φίλος με έναν από αυτούς τους φανατικούς.

«Χμμ…Κι όμως, εγώ πάντα θεωρούσα ότι έχεις όλα τα προσόντα.»

Ποια προσόντα εννοεί τώρα;

«Να ξέρεις, αυτός είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που θα έδινα ποτέ. Χμμ…τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα. Σου έχω σπουδαία νέα, Γιούτο!»

«Σπουδαία νέα;»

Ήμουν σίγουρος ότι αυτό που θα μου έλεγε δε θα ήταν κάτι πραγματικά σοβαρό, όμως…

«Θυμάσαι εκείνο το περιοδικό που έψαχνα εδώ και τόσο καιρό; Η βιβλιοθήκη του σχολείου μας αγόρασε επιτέλους ένα παλιό τεύχος του. Τι τέλεια που είναι αυτή η βιβλιοθήκη μας, μπορώ να παραγγείλω όποιο σπάνιο βιβλίο θέλω απλώς συμπληρώνοντας μια αίτηση. Το σχολείο μπορεί να πληρώσει για όλα αυτά τα βιβλία επειδή λαμβάνει πολλές γενναιόδωρες επιχορηγήσεις. Τα κεφάλαιά τους είναι σχεδόν απεριόριστα. Το χρήμα πραγματικά κυβερνάει τον κόσμο, ω ναι~»

Ο Νομπουνάγκα χαμογέλασε πλατιά καθώς συνέχιζε τη λογοδιάρροια για τα σπουδαία νέα του.

Περιοδικό είπε; Τώρα θυμάμαι πως μου είχε ζητήσει να τον βοηθήσω να βρει ένα περιοδικό με ένα πολύ ασυνήθιστο όνομα λίγο καιρό πριν. Φαίνεται πως το σχολείο είχε εγκρίνει την αίτησή του.

«…....Για μισό λεπτό, δεν πιστεύω να πλαστογράφησες την αίτηση;»

Τον κοίταξα καχύποπτα.

«Σα δε ντρέπεσαι, δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο.»

Ο Νομπουνάγκα με κοίταξε με ύφος ‘κάνεις μεγάλο λάθος’, και συνέχισε με απόλυτη σοβαρότητα, «Εγώ απλώς τους απείλησα.»

Αυτό ήταν ακόμα χειρότερο.

Αλλά ο τύπος αγνόησε τελείως την αντίδρασή μου.

«Το ‘Αθώο Χαμόγελο’ είναι πολύ διάσημο περιοδικό! Το μάνγκα στο οποίο βασίστηκε το άνιμε που παίχτηκε χτες είχε βγει σ’αυτό το περιοδικό. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε, θα πρέπει να το θυμάσαι κι εσύ. Έγινε πολύς ντόρος όταν βγήκε η πρώτη έκδοση.»

Καθώς ο Νομπουνάγκα ξεκινούσε μια ακόμα ατέλειωτη διάλεξη για τα μάνγκα, ένας δυνατός θόρυβος αντήχησε στην τάξη.

Εμείς βρισκόμασταν περίπου στη μέση της τάξης, αλλά ο θόρυβος ήρθε από την αντίθετη κατεύθυνση. Για να είμαι πιο ακριβής, ήρθε από το προτελευταίο θρανίο του διαδρόμου, με άλλα λόγια από το μέρος που με είχε απορροφήσει τόσο πριν έρθει ο Νομπουνάγκα. Για κάποιο λόγο, αυτό θα ήταν το τελευταίο μέρος της τάξης από το οποίο θα περίμενε κανείς θόρυβο και φασαρία.

Όμως εκείνη τη στιγμή, η Νογκιζάκα-σαν είχε πεταχτεί όρθια με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μας, ενώ η καρέκλα της ήταν πεσμένη κάτω, δίπλα στα πόδια της. Ο θόρυβος που ακούστηκε ήταν το πέσιμο της καρέκλας.

Ξαφνικά, όλη η τάξη βουβάθηκε. Η Νογκιζάκα-σαν, που πάντα είχε γαλήνια και ήρεμη έκφραση, τώρα έμοιαζε αναστατωμένη.

«Νο…Νογκιζάκα-σαν, τι σου συνέβη;»

«Δεν…δεν καταλαβαίνω, δεν κάναμε τίποτα παράξενο, έτσι δεν είναι;»

«Φαίνεται να κοιτάζει τον Αγιάσε-κουν…»

Ένα κύμα από μουρμουρητά διέτρεξε την τάξη.

Μήπως κάναμε κάτι που δεν έπρεπε;

Αν και δεν είχα καταλάβει να έκανα κάτι στραβό, η κοφτερή ματιά που μας έριξε η Νογκιζάκα-σαν ήταν σαν μιας αστυνομικίνας που έπιασε επ’αυτοφώρω έναν ανώμαλο μέσα στο τρένο. Κάτω από την έντονη ματιά της, πραγματικά φαινόταν σαν εγώ κι ο Νομπουνάγκα να κάναμε κάτι παράνομο, και οι ματιές των άλλων συμμαθητών μας έμοιαζαν να μας ρωτούν, ‘Τι κάνατε εσείς οι δυο;’.

«Γιούτο, τι να κάνουμε; Όλοι μας κοιτάνε.»

«Ν………Ναι……»

Σκέφτηκα πως μάλλον ο λόγος ήταν ότι η φωνή του Νομπουνάγκα ήταν πολύ δυνατή, και είχε ενοχλήσει τη Νογκιζάκα-σαν στο διάβασμά της. Εγώ βέβαια ήμουν συνηθισμένος σ’αυτό, αλλά ήταν γεγονός ότι η φωνή του Νομπουνάγκα δυνάμωνε υπερβολικά όταν μιλούσε για το χόμπι του, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει. Δε θα ήταν και τόσο περίεργο αν είχε ενοχλήσει τη Νογκιζάκα-σαν.

Αυτό σήμαινε ότι πραγματικά είχαμε κάνει κάτι που δεν έπρεπε. Επομένως οφείλαμε να ζητήσουμε συγγνώμη.

Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της υπόλοιπης τάξης, πήγα μέχρι το θρανίο της Νογκιζάκα-σαν.

«Εμμ……Ζητάω συγγνώμη που σε ενοχλήσαμε με τις φωνές μας.»

Υποκλίθηκα βαθιά ζητώντας συγγνώμη. Η Νογκιζάκα-σαν ξαναπήρε τη συνηθισμένη της έκφραση.

«Α, δεν είναι αυτό, με παρεξήγησες. Δεν ήθελα να σας κατηγορήσω για κάτι, γι’αυτό δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάς συγγνώμη.»

«;;;»

Μα, δε μας αγριοκοίταζες μόλις πριν από λίγες στιγμές;

«Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα…….Συγχωρέστε με που σας αναστάτωσα όλους.»

Λέγοντας αυτά, η Νογκιζάκα-σαν υποκλίθηκε ευγενικά στην υπόλοιπη τάξη και μετά σήκωσε την καρέκλα της και κάθισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Ωστόσο, αυτό μας άφησε ακόμα πιο μπερδεμένους.

«Μα τι ακριβώς έγινε;»

«Δεν ξέρω………Μήπως ήταν επειδή έκανες πολύ φασαρία;»

«Δεν έκανα φασαρία!»

Αγνόησα τη φωνάρα με την οποία ο Νομπουνάγκα ισχυριζόταν, κάπως αντιφατικά είναι η αλήθεια, ότι δεν έκανε φασαρία, και αντί γι’αυτό κάρφωσα το βλέμμα μου στη Νογκιζάκα-σαν σαν κάποιος που τον είχε μαγέψει μια νεράιδα. Στο υπέροχο πρόσωπο του ‘Άστρου της Νύχτας’, διακρινόταν ακόμα ένα ίχνος ανησυχίας…σίγουρα θα υπήρχε κάποιος λόγος γι’αυτό.

Παρεμπιπτόντως, όλη την ώρα από τη στιγμή που μπήκε φουριόζος ο Νομπουνάγκα στην τάξη μέχρι τη στιγμή που μας κοίταξε η Νογκιζάκα, ο Ναγκάι και οι άλλοι δυο ήταν ακόμα απορροφημένοι στη συζήτησή τους για τα σορτσάκια. Άραγε αυτό έδειχνε υψηλή ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, ή απλώς ηλιθιότητα;

Νομίζω πως ήταν μάλλον το δεύτερο.

Εδώ που τα λέμε, λίγο με ενδιέφερε αν ήταν ηλίθιοι ή όχι.



Η πέμπτη και η έκτη ώρα των μαθημάτων κύλησαν χωρίς επεισόδια. Όταν τα μαθήματα τέλειωσαν, κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη, και αυτό επειδή ο Νομπουνάγκα μου είχε πει…….

«Γιούτο, λυπάμαι πολύ, αλλά μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις να επιστρέψω αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη; Επειδή εσύ δεν έχεις να κάνεις και τίποτα μετά το σχολείο, ενώ εγώ πρέπει να βιαστώ να τελειώσω το χάρτη για το WanFes--»

……..Να πάρει! Δεν ξέρω τι είναι αυτό το Wan Wan Fes (Μήπως είναι κανένα φεστιβάλ για σκύλους; Αν και νομίζω πως αυτός ο τύπος έχει γάτα…), αλλά αφού είχαν έτσι τα πράγματα, έπρεπε απλώς να επιστρέψει το βιβλίο χτες! Αλλά παρόλο που σκεφτόμουν έτσι, συμφώνησα να τον βοηθήσω, γιατί κι αυτός με είχε βοηθήσει πολλές φορές στο παρελθόν (π.χ. μου δάνειζε τα βιβλία του όταν ξεχνούσα τα δικά μου, μου έφτιαχνε τον υπολογιστή μου όταν χάλαγε……κλπ.). Εξάλλου, δε βαριέσαι, πράγματι δεν είχα και τίποτα να κάνω μετά το σχολείο.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που βρέθηκα στη βιβλιοθήκη, ένα μέρος όπου υπό κανονικές συνθήκες δεν πατούσα σχεδόν ποτέ.

Λεγόταν πως οι μαθητές που χρησιμοποιούσαν τη βιβλιοθήκη, ήταν εξαιρετικά λίγοι, τόσο που μετριόντουσαν στα δάχτυλα του ενός χεριού, μια και η πλειοψηφία, εμού συμπεριλαμβανομένου, δεν πάταγε ποτέ εκεί. Για να ενθαρρύνει τους μαθητές να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη, το σχολείο έφτασε στο σημείο να εγκαταστήσει ένα ηλεκτρονικό σύστημα δανεισμού βιβλίων, να την ανακαινίσει και να την κάνει εξαιρετικά άνετη για διάβασμα, και να αγοράσει βιβλία κάθε είδους. Όμως για τη νέα γενιά παιδιών που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένη με τα τυπωμένα βιβλία, όλα αυτά τα μέτρα δεν έλεγαν και πολλά πράγματα, κι έτσι δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Βέβαια εγώ δεν ήμουν σε θέση να τους κάνω κριτική πάνω στο θέμα, μια και ο μόνος λόγος που είχα χρησιμοποιήσει τη βιβλιοθήκη ήταν για κανένα απογευματινό υπνάκο.

Τέλος πάντων, με τόσο λίγους χρήστες, ασφαλώς δε θα μου έπαιρνε και πολλή ώρα να επιστρέψω ένα βιβλίο.

Πήγα μέχρι το κοντινότερο τερματικό και άρχισα να πληκτρολογώ. Για να δανειστεί ή να επιστρέψει κανείς βιβλία, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή, κάτι που έβρισκα μάλλον κουραστικό (ο Νομπουνάγκα έλεγε πως άμα το συνηθίσεις, το κομπιούτερ είναι σαφώς πιο γρήγορο από έναν άνθρωπο). Άστα να πάνε, αν ακόμα και κάτι τόσο απλό μου φαινόταν κουραστικό, μάλλον δε θα μπορέσω να επιβιώσω στη σύγχρονη κοινωνία. Εξάλλου, όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει. Πληκτρολόγησα λοιπόν τον κωδικό του βιβλίου και τον αριθμό της ταυτότητάς μου…….Εντάξει, αυτό ήταν. Το μόνο που είχα να κάνω τώρα ήταν να βάλω το βιβλίο πίσω στο ράφι του. (Παρεμπιπτόντως, ο τίτλος του βιβλίου ήταν ‘Φιγούρες Όμορφων Κοριτσιών Συλλογή ΙΙΙ --- Η Ιστορία των Σφαιρικών Αρθρώσεων’. Το σχολείο μας πραγματικά αγοράζει οτιδήποτε). Αποστολή εξετελέσθη, και τώρα ήμουν ελεύθερος να γυρίσω σπίτι.

Τη στιγμή που ξεκίναγα για την έξοδο,

«…»

Πρόσεξα ένα ύποπτο άτομο.

Πώς να το πω; Μμ, πραγματικά ήταν ένα υπερβολικά ύποπτο άτομο.

Γιατί αυτό το άτομο έκρυβε το πρόσωπό της με την τσάντα της προσπαθώντας να γλιστρήσει κρυφά πίσω από τα ράφια, λες και ήταν νίντζα ή δολοφόνος, και από πάνω ήταν και κορίτσι. Αν αυτό δεν ήταν περίεργο, δεν ξέρω τι ήταν (σαρκασμός)…Τι έτρεχε μ’αυτό το κορίτσι; Έμοιαζε να θέλει να περάσει απαρατήρητη, αλλά έτσι που έκανε, δεν τραβούσε περισσότερο την προσοχή πάνω της; Ή μήπως στην πραγματικότητα ήθελε να τραβήξει την προσοχή;

Όπως και να είχε, καλύτερα να μην ανακατευόμουν με ένα τέτοιο άτομο. Άμα ανακατεύεται κανείς εκεί που δεν τον σπέρνουν, πάει γυρεύοντας για μπελάδες. Καλά λένε πως η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Τη στιγμή όμως που είχα αποφασίσει να κάνω πως δεν είδα τίποτα και να φύγω από τη βιβλιοθήκη---

Είδα το πρόσωπο του ύποπτου ατόμου πίσω από το ράφι.

Εκείνη τη στιγμή, νόμισα πως τα μάτια μου έκαναν πουλάκια.

Υπέθεσα πως είχα παραισθήσεις λόγω της παρατεταμένης επαφής του εγκεφάλου μου με τη βιβλιοθήκη, στην οποία δεν πατούσα σχεδόν ποτέ.

«…….»

Γιατί σκέφτηκα κάτι τέτοιο;

Γιατί αυτό το πρόσωπο μου ήταν πολύ γνώριμο.

«Αυτή είναι…….»

Νογκιζάκα-σαν;

Όσο απίστευτο κι αν φαινόταν, το ύποπτο άτομο ήταν η Χάρουκα Νογκιζάκα. Θα αναγνώριζα το πανέμορφο πρόσωπό της από ένα χιλιόμετρο μακριά. Όμως, γιατί φερόταν έτσι παράξενα;

Πήγαινα να σκάσω από περιέργεια, όμως η Νογκιζάκα-σαν δε με πρόσεξε καθόλου καθώς πήγαινε γρήγορα προς το τερματικό δίπλα μου, με ύφος δεκαπεντάχρονου κοριτσιού που ετοιμάζεται να κλέψει μια μοτοσυκλέτα, και άρχισε να πληκτρολογεί. Είδα ένα περιοδικό δίπλα της, το οποίο μάλλον σκόπευε να δανειστεί.

Ταπ ταπ, άκουσα τον ήχο των δακτύλων της στο πληκτρολόγιο.

Μάλλον είχε τελειώσει με τη διαδικασία του δανεισμού, γιατί η Νογκιζάκα-σαν σήκωσε το κεφάλι της από το τερματικό με ένα χαμόγελο Γερμανού επιστήμονα. Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμη να κατευθυνθεί προς την έξοδο…….

Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου.

«…»

«…»

Εκείνη τη στιγμή, ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος.

«…»

«…»

«…Εμμ…Πώς από δω;»

Αυτό ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν ήταν τόσο περίεργο που η Νογκιζάκα-σαν με κοίταζε λες και έβλεπε το μυθικό τέρας Ούμα, μια και η πιθανότητα να συναντήσει εμένα στη βιβλιοθήκη ήταν μικρότερη από του να συναντήσει ένα γέτι.

«Πόση ώρα στέκεσαι εκεί;»

«Αρκετή.»

«Το…το είδες;»

«;;;»

Να δω τι;

«Είδες…Είδες το βιβλίο που δανείστηκα…»

«Όχι, δεν το είδα…»

«Α, ναι; Φιου!»

Το ύφος της Νογκιζάκα-σαν θύμιζε μεσόκοπο διευθυντή που μόλις έμαθε ότι δεν ήταν στη λίστα των περικοπών προσωπικού. Μα τι συμβαίνει εδώ πέρα;

«;;;»

«Αχ! Δεν…δεν είναι τίποτα, Αγιάσε-κουν, μην το σκέφτεσαι άλλο σε παρακαλώ. Λοιπόν, να πηγαίνω εγώ.»

Η Νογκιζάκα-σαν μου έγνεψε βιαστικά και έτρεξε προς την έξοδο. Ίσως την είχε αναστατώσει η παρουσία μου, αλλά δεν πρόσεξε καν ότι πήγαινε καταπάνω σε ένα τραπέζι διαβάσματος και μια καρέκλα.

«Αχ…Νογκιζάκα-σαν, εκεί είναι……»

«Αααααχ!;»

Και τότε!

Μπαμ!

Μέσα σε ένα εκκωφαντικό πάταγο από έπιπλα που έπεφταν, η Νογκιζάκα-σαν, που είχε σκοντάψει σε μια καρέκλα, έπεσε ανάσκελα. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά που δεν συνειδητοποίησα αμέσως τι είχε συμβεί.

«Άου…Άουτς! Πώς βρέθηκε αυτή η καρέκλα εδώ…»

Το πράγμα γινόταν όλο και πιο περίεργο. Αυτές οι καρέκλες ήταν ανέκαθεν εκεί, και η συνήθως τόσο ήρεμη και γαλήνια Νογκιζάκα-σαν φερόταν τελείως αντίθετα με το χαρακτήρα της. Μα τι συνέβαινε επιτέλους; Αυτό ήταν που λένε ‘ακόμα και το πιο τέλειο σχέδιο μπορεί να πάει στραβά’;

Όπως και να είχε, δε μπορούσα να την αφήσω έτσι, γι’αυτό έσκυψα και βοήθησα τη Νογκιζάκα-σαν να σηκωθεί. Από μια άποψη βέβαια, αυτή η ίδια έφταιγε γι’αυτό που της είχε συμβεί. Όμως θα ήταν μεγάλη αγένεια εκ μέρους μου να μη βοηθήσω ένα κορίτσι που γκρεμοτσακίστηκε μπροστά στα μάτια μου (ιδίως αν αυτό το κορίτσι ήταν η Χάρουκα Νογκιζάκα), κι εγώ έχω Εθνικό Πιστοποιητικό Ευγενικής Συμπεριφοράς δευτέρου βαθμού……Αν και αυτό το τελευταίο το έβγαλα από το μυαλό μου.

«Αχ……Σ’ευχαριστώ! Λυπάμαι τόσο πολύ!»

Αφού βοήθησα τη Νογκιζάκα-σαν να σηκωθεί, έστρεψα το βλέμμα μου στα προσωπικά της αντικείμενα που είχαν σκορπιστεί παντού.

Ήταν όλα άνω κάτω, αλλά πάνω που πήγαινα να τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της…

«Όχι…Μη!»

Έβγαλε μια τέτοια τσιρίδα, σαν κι αυτές που βγάζουν οι γυναίκες όταν δουν στην τηλεόραση μια ερωτική σκηνή την ώρα που τρώνε με την οικογένειά τους. Μη; Τι εννοούσε μ’αυτό; Ότι δεν ήθελε να αγγίξω τα προσωπικά της αντικείμενα με τα βρωμόχερά μου……..; Αλλά όχι, δε νομίζω πως η Νογκιζάκα-σαν θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο.

«;;;»

Αν και δεν καταλάβαινα γιατί η Νογκιζάκα-σαν προσπάθησε να με σταματήσει, ξαναπήγα να μαζέψω εκείνο το περιοδικό.

«Όχι, μην το κάνεις!»

Η Νογκιζάκα-σαν όρμησε στο περιοδικό που ήταν στα πόδια μου λες και είχε παραφρονήσει.

Όμως…

«Αχ;»

Στην πορεία της βρέθηκε ένα βιβλίο μαθηματικών!

«Αχ; Αυτό…!;»

Και το πάτησε με τέλεια ακρίβεια!!

«Εεεεεεεε!;»

Το πόδι της που πάτησε το βιβλίο με όλο το βάρος του σώματός της, ξαφνικά έχασε επαφή με το έδαφος καθώς το βιβλίο γλίστρησε πάνω στο πάτωμα της βιβλιοθήκης!

«Αααααααχ!»

Και τότε το σώμα της εκτοξεύτηκε στον αέρα, ενώ ακριβώς μπροστά της……ήταν μια βιβλιοθήκη.

Κρας! Μπουμ!

Με ακόμα πιο εκκωφαντικό πάταγο, η βιβλιοθήκη έγειρε και έπεσε από την ορμή της Νογκιζάκα-σαν. Και μετά, καθώς έπεφτε βρήκε στην επόμενη και την έριξε κι αυτή, και η επόμενη έριξε τη μεθεπόμενη…….οι βιβλιοθήκες άρχισαν να πέφτουν μία μία σαν ντόμινο.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όλες οι βιβλιοθήκες είχαν πέσει κάτω.

«…»

Από τη μια στιγμή στην άλλη, η βιβλιοθήκη είχε μετατραπεί σε βομβαρδισμένο τοπίο.

Εμμ…

Τι είχε συμβεί μόλις τώρα; Προσπάθησα απεγνωσμένα να βάλω τα γεγονότα σε μια σειρά.

Αυτό που έβλεπα εκείνη τη στιγμή ήταν το πάτωμα της βιβλιοθήκης σκεπασμένο όλο από τα πεσμένα βιβλία, θυμίζοντας βιβλιοθήκη της κολάσεως, και τη Νογκιζάκα-σαν, που ποτέ δεν είχε μπλεχτεί σε καυγά στη ζωή της, και όμως τώρα είχε σκάσει με όλη της τη δύναμη πάνω σε μια βιβλιοθήκη, και τα προσωπικά της αντικείμενα ήταν σκορπισμένα παντού στο πάτωμα.

Τι κάνω εγώ εδώ;

Αν και τα έχασα προς στιγμή, μόλις κοίταξα ξαφνικά θυμήθηκα τι ήταν αυτό που έκανα. Σωστά, πήγαινα να βοηθήσω τη Νογκιζάκα-σαν να μαζέψει τα πράγματά της.

Η Νογκιζάκα-σαν δε φαινόταν να έχει χτυπήσει, γι’αυτό προτίμησα να τη βοηθήσω να τα μαζέψει. Και το πρώτο πράγμα που μάζεψα ήταν το περιοδικό στα πόδια μου!!!

---Και επιτέλους κατάλαβα το λόγο για τον πανικό της Νογκιζάκα-σαν.

«…»

«…»

Στο εξώφυλλο υπήρχε μια εικόνα σε στυλ άνιμε, με ένα κορίτσι με μαλλιά στο χρώμα του ουρανού, που ασφαλώς δε θα μπορούσε ποτέ να έχει αποκτήσει με φυσικό τρόπο, και ένα ζευγάρι υπερβολικά μεγάλα για άνθρωπο αστραφτερά μάτια. Το κορίτσι χαμογελούσε κρατώντας ανάλαφρα το στρίφωμα της φούστας της με τα δάχτυλά της.

Κάτω από την εικόνα, υπήρχε μια χτυπητή λεζάντα που έγραφε ‘ΑΘΩΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ’ με χοντρά κίτρινα γράμματα.

«Αυτό…»

Έμεινα άφωνος για μια στιγμή. Αυτό…ήταν σίγουρα το περιοδικό για το οποίο μου έλεγε ο Νομπουνάγκα. Όμως, γιατί η Νογκιζάκα-σαν να θέλει να δανειστεί κάτι τέτοιο…

Ο ειρμός των σκέψεών μου διακόπηκε απότομα από μια απρόσμενα δυνατή φωνή.

«Σνιφ…λυγμ…με είδαν, με είδαν!»

Συνειδητοποίησα τη σοβαρότητα της κατάστασης μόνο όταν είδα ότι η φωνή ήταν της Νογκιζάκα-σαν που έκλαιγε με λυγμούς.

Εξαιτίας της φασαρίας που κάναμε, μερικοί μαθητές από την αίθουσα καλλιτεχνικών είχαν ήδη μαζευτεί στη βιβλιοθήκη.

«Όλα τέλειωσαν…….λυγμ…»

Η Νογκιζάκα-σαν εξακολουθούσε να κλαίει.

Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, ένιωθα πως μάλλον για μένα είχαν ‘τελειώσει όλα’ και όχι γι’αυτήν.

Οι ματιές των μαθητών που μας πλησίαζαν ήταν κοφτές και διαπεραστικές, και έκαναν τη βιβλιοθήκη ένα σαφώς πιο επικίνδυνο μέρος από ό,τι ήταν πριν. Αν και ήταν μόνο τέσσερις ή πέντε μαθητές από την αίθουσα καλλιτεχνικών μπροστά στη σκηνή, το ύφος τους με έκανε να νιώθω λες και ήμουν κανένας παλιάνθρωπος που αποσπούσε εκβιαστικά χρήματα απ’το κορίτσι του, μέχρι που αυτή δεν άντεξε άλλο και μου ζήτησε να χωρίσουμε, κι εγώ άρχισα να τη βασανίζω μέχρι που έβαλε τα κλάματα. Προφανώς μου ήταν πολύ δύσκολο να αντέξω αυτά τα βλέμματα.

«Τι συμβαίνει; Έχουν σχέση αυτοί οι δυο; -ψίθυρος ψίθυρος-»

«Λες να έχουν; Όμως αυτός δε φαίνεται να νοιάζεται γι’αυτό που έγινε; -ψίθυρος ψίθυρος-»

«Αυτός έριξε κάτω όλες τις βιβλιοθήκες; -ψίθυρος ψίθυρος-»

«Αυτός δεν είναι ο Αγιάσε-κουν από την τάξη 1; -ψίθυρος ψίθυρος-»

Κρίνοντας από το περιεχόμενο των χαμηλόφωνων ψιθύρων, το μόνο ευχάριστο μέχρι στιγμής ήταν ότι δεν είχαν καταλάβει ότι το κορίτσι που έκλαιγε ήταν η Χάρουκα Νογκιζάκα.

«Αυτό το κορίτσι πρέπει να του ζητούσε να μην την εγκαταλείψει κι αυτός την έριξε πάνω στα ράφια.»

«Πώς μπόρεσε! Είναι φρικτό!»

«Εχθρέ των γυναικών!»

«Απαίσιε!»

Νομίζω πως κάπου το παράκαναν.

Όμως αντικειμενικά μιλώντας, στ’αλήθεια φαινόταν σαν να είχα κάνει τη Νογκιζάκα-σαν να βάλει τα κλάματα, γιατί πραγματικά από τη σκηνή που είχε διαδραματιστεί στη βιβλιοθήκη δεν μπορούσε να βγει κανένα άλλο συμπέρασμα. Γι’αυτό δε μπορούσα να κατηγορήσω τους συμμαθητές μου που σκέφτονταν έτσι.

Πάντως, ένα ήταν σίγουρο.

Κι αυτό ήταν ότι αν παρέμενα κι άλλο στον τόπο του εγκλήματος, η κακή φήμη μου θα μαθευόταν σε όλο το σχολείο μέχρι το επόμενο πρωί.

Γι’αυτό…

Όπως έλεγαν και οι σοφοί μας πρόγονοι, ήταν ώρα για μια τακτική υποχώρηση! Γι’αυτό κι εγώ μάζεψα σε χρόνο μηδέν όλα τα σκορπισμένα πράγματα, άρπαξα απ’το χέρι τη Νογκιζάκα-σαν, που έκλαιγε ακόμα, και έτρεξα να γλυτώσω τη ζωή μου!! Στην κυριολεξία όμως…

Στ’αλήθεια τρέχαμε για να σώσουμε τη ζωή μας!! Μακριά απ’τη βιβλιοθήκη εννοείται. Γιατί πίσω μας ακουγόταν…

«Αχ! Το έσκασαν!»

«Την απήγαγε;»

«Μήπως το σκάνε μαζί;»

«Όχι βέβαια, προφανώς πρόκειται για απαγωγή.»

Αυτό ήταν κάπως καλύτερο από τα προηγούμενα. Μα γιατί πρέπει σώνει και καλά να είμαι εγώ ο κακός της υπόθεσης; Και δεν είχα κάνει και τίποτα κακό.

Όλα αυτά με έκαναν να θέλω να κλάψω, αλλά αν τα δάκρυα των γυναικών είναι μαργαριτάρια, τα δάκρυα των αντρών είναι απλώς αλμυρό νερό. Εκτός από το να λιώνουν σαλιγκάρια, δε χρησιμεύουν σε τίποτα άλλο.

Όμως…γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα.

Αναστέναξα βαθιά καθώς έψαχνα για ένα μέρος όπου δε θα μας έβλεπε κανείς. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα περίπου όπως νιώθει μια αγελάδα όταν την πάνε στο σφαγείο.



Και μετά από όλα αυτά...

Εγώ, που με είχαν κατηγορήσει για εγκληματία και παλιάνθρωπο, κατάφερα επιτέλους να το σκάσω από τη βιβλιοθήκη, τραβώντας μαζί μου τη Νογκιζάκα-σαν, και να φτάσω στην ταράτσα του σχολείου. Για κάποιον χωρίς ιδιαίτερη εξυπνάδα όπως εγώ, ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να σκεφτώ όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας, χωρίς να μας δει κανείς.

Η Νογκιζάκα-σαν είχε πια σταματήσει να κλαίει...όμως τώρα είχε μια αδειανή έκφραση και οι ώμοι της έτρεμαν, παρουσιάζοντας μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτή του τέλειου ‘Άστρου της Νύχτας’, μιας και έμοιαζε υπερβολικά εύθραυστη. Δεν είχα προσέξει ποτέ ότι η Νογκιζάκα-σαν ήταν τόσο μικροκαμωμένη.

Δε μπορούσε παρά να υπάρχει ένας μόνο λόγος για τον πανικό της Νογκιζάκα-σαν.

Κι αυτός ήταν το τεύχος του ‘Αθώου Χαμόγελου’ που κρατούσα ακόμα στο αριστερό μου χέρι.

Επειδή είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα, δεν είχα καθόλου χρόνο να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Αλλά όταν ηρέμησα και το σκέφτηκα λίγο, κατάλαβα γιατί πανικοβλήθηκε έτσι.

Αυτό σήμαινε ότι...

«Νογκιζάκα-σαν...Είσαι οτάκου...»

Η Νογκιζάκα-σαν τινάχτηκε ακούγοντας τα λόγια μου. Μπίνγκο! Είχα δίκιο τελικά!

Πράγμα που σήμαινε ότι το συμβάν την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος οφειλόταν στην αντίδρασή της, όταν άκουσε τον Νομπουνάγκα να αναφέρει το ‘Αθώο Χαμόγελο’. Όμως δεν ήταν τώρα η στιγμή για να κάτσω να αναλύσω τη συμπεριφορά της.

Η Νογκιζάκα-σαν ήταν τρομερά στενοχωρημένη.

Φαίνεται ότι η Νογκιζάκα-σαν ήταν εξαιρετικά τρομαγμένη από το γεγονός ότι κάποιος γνώριζε ότι ήταν οτάκου, αλλά πραγματικά αυτό ήταν κάτι αναπάντεχο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ήταν πιο επικριτικοί για κάποια χόμπι όπως αυτό εδώ, αλλά εγώ είχα δει τόσα πράγματα στο δωμάτιο του Νομπουνάγκα που μου έφερναν αναγούλα (στην κυριολεξία), ώστε είχα αποκτήσει μια κάποια ανοσία γι’αυτά τα πράγματα.

«Εμμ, Νογκιζάκα-σαν...»

Αποφάσισα να προχωρήσω.

«...Μμ;»

Μια αστραπή φόβου πέρασε ξαφνικά από τα θολά μάτια της Νογκιζάκα-σαν.

«Εμμ...εγώ έχω κιόλας ξεχάσει αυτά που είδα σήμερα.»

«Εε;»

Η Νογκιζάκα-σαν, που μέχρι τώρα έμοιαζε με μαραμένο λουλούδι, επιτέλους αναθάρρησε λιγάκι.

«Δε λέω ότι δε νοιάζομαι για σένα.......αλλά μου φαίνεται πως έχεις αναστατωθεί πολύ από το σημερινό επεισόδιο, σωστά; Γι’αυτό κι εγώ θα ξεχάσω όλα όσα έγιναν σήμερα, δε θα πω τίποτα σε κανέναν, και ούτε θα το αναφέρω ποτέ μπροστά σου, γι’αυτό μην ανησυχείς.»

«...»

Ακούγοντας αυτό το λογύδριό μου, η Νογκιζάκα-σαν είχε πάρει ένα κεραυνόπληκτο ύφος, σαν ελάφι μπροστά στην κάννη του όπλου ενός κυνηγού. Τόσο παράξενο ήταν αυτό που είπα;

«...»

Για λίγες στιγμές, η Νογκιζάκα-σαν έμεινε ακίνητη. Χμμ...άσχημο αυτό, και θα γινόταν ακόμα χειρότερο αν δεν προσπαθήσω να της φτιάξω τη διάθεση. Πάνω που σκεφτόμουν πώς να το κάνω αυτό...

«Αγιάσε-κουν, σε παρακαλώ μη με περνάς για ηλίθια, και σε παρακαλώ να μη με κοιτάζεις έτσι παράξενα.»

Είπε η Νογκιζάκα-σαν.

«Παράξενα; Τι εννοείς;»

«Να........Επειδή........οι περισσότεροι άνθρωποι καταδικάζουν ανοιχτά αυτού του είδους το χόμπι. Γι’αυτό...»

Πρέπει είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό της, για να πει κάτι τέτοιο. Καταδικάζουν ανοιχτά; Εντάξει, υπήρχε μια δόση αλήθειας σ’αυτό, αλλά...

«Καταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά...ακόμα κι αν έχεις αυτό το χόμπι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος είναι πάντα φυσιολογικός, κι ένας ανώμαλος είναι πάντα ανώμαλος. Γι’αυτό δεν θεωρώ σωστό να κρίνω τους ανθρώπους με βάση τα χόμπι τους.»

Ο Νομπουνάγκα είναι ζωντανή απόδειξη. Είναι η απόλυτη ενσάρκωση των οτάκου, και παρόλο που είναι κάπως...εκκεντρικός, σίγουρα δεν είναι κακός άνθρωπος, αλλιώς δε θα ήμουν ο καλύτερός του φίλος για πάνω από δέκα χρόνια.

«Μα...μα...»

Η Νογκιζάκα-σαν εξακολουθούσε να έχει ανήσυχο και στεναχωρημένο ύφος. Χμμ...Πώς να της δώσω να καταλάβει τι εννοώ;

«Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι ακόμα κι αν έχεις αυτό το χόμπι, είσαι πάντα ο εαυτός σου, σωστά; Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, γι’αυτό μην το σκέφτεσαι τόσο πολύ.»

«Είμαι...πάντα ο εαυτός μου;»

Τραύλισε η Νογκιζάκα-σαν.

«Ακριβώς! Ειλικρινά, για μένα το να είσαι οτάκου είναι απλώς άλλο ένα χόμπι. Σε τελική ανάλυση, πιστεύω πως είναι απλώς ένα ακόμα γνώρισμα της προσωπικότητας κάποιου. Κι επειδή αυτά τα γνωρίσματα διαφέρουν από τον ένα άνθρωπο στον άλλο, είναι απλώς ένα μικρό μέρος του ανθρώπινου χαρακτήρα. Το σημαντικότερο μέρος μιας προσωπικότητας δεν μπορεί να είναι αυτό, σωστά; Και...»

«...Και τι;»

«Χμμ...Δεν ξέρω πώς να στο πω. Αλλά όταν έμαθα πως έχεις μια πλευρά που δε γνωρίζει κανένας άλλος, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον...»

«Αχά...»

«Ή ίσως θα έπρεπε να πω πως νιώθω να έχω έρθει λίγο πιο κοντά σου, και αυτό με κάνει ευτυχισμένο...»

Το πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν είχε γίνει κατακόκκινο.

Τα λόγια μου μπορεί να έμοιαζαν κάπως επιπόλαια, αλλά εξέφραζαν τα πραγματικά μου αισθήματα.

Όμως η Νογκιζάκα-σαν φαινόταν να με ακούει με πραγματική προσοχή.

«Πρέπει να είσαι ο πρώτος που μου λέει κάτι τέτοιο.»

Πρέπει ε; Μα αν δεν είχε συμβεί αυτή η τυχαία συνάντηση, δε νομίζω κι εγώ πως θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο στο ‘Άστρο της Νύχτας’.

«Τέλος πάντων, έτσι έχουν τα πράγματα, γι’αυτό νομίζω πως δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέσαι τόσο.»

Βλέποντας ότι η Νογκιζάκα-σαν είχε ηρεμήσει τώρα, της επέστρεψα το περιοδικό, την χτύπησα ελαφρά στον ώμο, και έφυγα από την ταράτσα. Κατέβηκα τις σκάλες, άλλαξα τα παπούτσια μου στο χωλ, και τέλος βγήκα από τις πύλες του σχολείου, μπορώντας επιτέλους να κινηθώ ελεύθερα.

Πήγα και έκανα κήρυγμα στη Χάρουκα Νογκιζάκα.

Στ’αλήθεια έκανα κήρυγμα στη Χάρουκα Νογκιζάκα και της αράδιασα ένα σωρό βλακείες. Πραγματικά το μετάνιωνα τώρα, γιατί έφτασα στο σημείο να κάνω κήρυγμα σε μια συμμαθήτρια με την οποία ζήτημα να είχα ανταλλάξει δυο λέξεις μέχρι τότε. Μάλλον εγώ ήμουν ο παράξενος της υπόθεσης. Όμως όλα είχαν τελειώσει πια, και δεν υπήρχε λόγος να κάθομαι να σκέφτομαι πόσο το μετάνιωνα.

Στην τελική, η σχέση μου με τη Χάρουκα Νογκιζάκα θα τελείωνε εδώ, έτσι δεν είναι;

Όπως και να το έβλεπε κανείς, αυτή ήταν το ωραιότερο κορίτσι του σχολείου, μια διάνοια με εξαίρετους βαθμούς, κι ακόμα η κόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Ιαπωνίας, ενώ εγώ δεν ήμουν παρά ένας κοινός θνητός. Ακόμα κι αν έμαθα πως και η Νογκιζάκα-σαν έχει στιγμές στις οποίες πανικοβάλλεται, κι ακόμα κι αν αυτό μας έφερε λίγο πιο κοντά, δεν μπορούσα να αγνοήσω το ότι ανήκαμε σε τελείως διαφορετικούς κόσμους. Το σημερινό επεισόδιο δεν ήταν παρά η τυχαία διασταύρωση δύο παράλληλων γραμμών, προορισμένων να μη συναντηθούν ποτέ.

Τουλάχιστον, έτσι νόμιζα τότε.


2[edit]

Τις επόμενες μέρες, δε συνέβη τίποτα αξιοσημείωτο.

Η Νογκιζάκα-σαν ήταν πάντα το πιο απρόσιτο κορίτσι του σχολείου, ενώ εγώ προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα με την καθημερινή σχολική ζωή μου. Έτρεχα να προλάβω να μπω στην τάξη πριν χτυπήσει το κουδούνι, πάλευα με τη νύστα μου την ώρα των μαθημάτων, φλυαρούσα με το Ναγκάι και τους άλλους για λίγο μετά τα μαθήματα, και είτε πήγαινα να παίξω ηλεκτρονικά είτε καθόμουν κι άκουγα τις ατέλειωτες οτάκου διαλέξεις του Νομπουνάγκα μετά το σχολείο. Δεν είχα κανένα ιδιαίτερο σκοπό στη ζωή μου, ούτε και κανένα όνειρο ζωής. Αν και η καθημερινή ζωή μου ήταν κάπως βαρετή, ήταν όμως σταθερή και αμετάβλητη. Ήταν η φυσιολογική ζωή που αγαπούσα.

Όμως, μέσα στην αμετάβλητη ρουτίνα μου, πρόσεξα ότι κάτι είχε αλλάξει.

Κι αυτό ήταν...

Από εκείνη τη μέρα, οι φορές που η ματιά μου έπεφτε πάνω στη Νογκιζάκα-σαν είχαν αυξηθεί αρκετά. Μέσα στην τάξη, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι την κοιτούσα επίμονα. Χμμ...Τι μου συνέβαινε;

«Αυτό, νομίζω πως λέγεται αγάπη.»

«Αργκχ!;»

Το χαζό πρόσωπο του Νομπουνάγκα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα μου.

«Έι! Γιούτο! Έλα να φάμε μαζί!»

«Από...από πού ξεφύτρωσες εσύ;»

Δεν είχα αντιληφθεί καθόλου την παρουσία του.

«Χε χε, μια από τις 48 ειδικές ικανότητές μου είναι να κινούμαι αθόρυβα σαν ίσκιος!»

Γνωρίζω αυτό τον τύπο εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, κι ακόμα δεν τα ξέρω όλα γι’αυτόν...όχι δηλαδή πως θέλω να τα ξέρω.

Τέλος πάντων, πίσω στο θέμα μας.

«Αγάπη; Νομπουνάγκα, τι εννοείς;»

«Μια να κερδίζεις και μια να χάνεις, να μη μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι αλήθεια και τι όχι, αυτό είναι να είσαι ερωτευμένος.»

Το ξέρω αυτό, αλλά η περίπτωσή μου δεν είναι τέτοια.

«Θα σε συμβούλευα να μη σου μπαίνουν ιδέες για το ‘Άστρο της Νύχτας’.»

Ο Νομπουνάγκα αγνόησε την απάντησή μου. Τράβηξε μια καρέκλα από ένα γειτονικό θρανίο και κάθησε μπροστά μου, αρχίζοντας ταυτόχρονα να μιλάει.

«Πώς να στο πω...Για κάποιον σαν κι εσένα, αυτή είναι τελείως έξω από την κλάση σου. Χμμ...η κοινωνική σας θέση διαφέρει πάρα πολύ.»

«Χμμ.»

«Γιούτο, δε νομίζω πως το ξέρεις αυτό, αλλά μέσα σε λιγότερο ένα χρόνο από τότε που ήρθε στο σχολείο μας, ο αριθμός των ατόμων που έκαναν ερωτική εξομολόγηση στο ‘Άστρο της Νύχτας’ ήταν 94 στο σύνολο, 78 αγόρια και 16 κορίτσια, περίπου το 20% του πληθυσμού του σχολείου, και ο αριθμός των ατόμων που απορρίφθηκαν ήταν επίσης 94, που σημαίνει ότι η πιθανότητα απόρριψης ήταν 100%. Μάλλον απογοητευτική στατιστική, δε νομίζεις;»

Θεέ και Κύριε...Ήξερα ότι η Νογκιζάκα-σαν ήταν δημοφιλής, αλλά 16 κορίτσια; Τι σήμαινε αυτό; Κορίτσια! Και από πού κι ως πού είχε αυτός ο τύπος τόσο λεπτομερείς πληροφορίες;

«Η ικανότητα συλλογής πληροφοριών είναι πλέον απαραίτητο προσόν για το σύγχρονο άντρα. Θα μπορούσα να σου πω επίσης και τις βασικές προσωπικές πληροφορίες για το ‘Άστρο της Νύχτας’, χμμ...Νογκιζάκα Χάρουκα, 16 ετών, γεννημένη στις 20 Οκτωβρίου, 155 εκ. ύψος, άριστη σε όλα τα μαθήματα, δεν εμφανίζει αδυναμία σε κανένα μάθημα, και τα μέλη της άμεσης οικογένειάς της είναι ένας παππούς, οι γονείς της και μια αδελφή 3 χρόνια μικρότερή της...»

Ο Νομπουνάγκα διάβαζε από μια συσκευή που θύμιζε σημειωματάριο την οποία είχε ψαρέψει μέσα από την τσέπη του...μα, από πότε αυτό το παιδί είχε γίνει ανώμαλος;

«Έι, μη με κοιτάς λες και είμαι κανένας ανώμαλος, δεν είναι καθόλου ευγενικό εκ μέρους σου! Δε με ενδιαφέρουν τα αληθινά κορίτσια, τα δισδιάστατα κορίτσια είναι πολύ καλύτερα, και ιδιαίτερα οι υπηρέτριες με αυτιά γάτας και ουρά.......»

Ούτε που τόλμησα να τον ρωτήσω γι’αυτό το πράγμα, μια και ακόμα και να του απαντούσα, ήταν φανερό ότι κινούμασταν σε διαφορετικά μήκη κύματος.

«Και σε μια τόσο φορτωμένη με πληροφορίες εποχή όπως αυτή που ζούμε, ο οποιοσδήποτε μπορεί να βρει αυτές τις πληροφορίες. Ζούμε πλέον στην ψηφιακή εποχή, και αν και υπάρχουν νόμοι που προστατεύουν την ιδιωτικότητα του ατόμου, εφόσον κανείς το επιθυμεί, μπορεί πολύ εύκολα να αποκτήσει τέτοιες πληροφορίες. Απλώς πες μου το αν ποτέ χρειαστείς πληροφορίες σχετικά με κάποιον. Ξέρω λίγο πολύ τα πάντα για όλους στο σχολείο.»

Είπε ο Νομπουνάγκα χαμογελώντας καλοσυνάτα.

...Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος! Καλά θα κάνω να μην τον κάνω ποτέ εχθρό μου!

«Πάντως, αυτή είναι απλώς η προσωπική μου άποψη! Είναι λυπηρό, αλλά αν προσπαθούσες να κάνεις κόρτε στο ‘Άστρο της Νύχτας,’ νομίζω πως οι πιθανότητες αποτυχίας σου είναι 99.9%. Σύμφωνα με τις πηγές μου, ακόμα και ο αρχηγός της ομάδας μπάσκετ, ο Σασαόκα-σενπάι, ήταν ένας από τους απορριφθέντες. Και να σκεφτείς πως είναι ένας παίδαρος που έχει κάνει μέχρι και πλαστική, οπότε αν κάποιος σαν κι αυτόν απορρίφθηκε, εσύ...»

«...Μπορείς να μη με κοιτάς μ'αυτό το βλέμμα οίκτου;»

«Όχι, δεν εννοώ ότι δεν είσαι αρκετά καλός ή κάτι τέτοιο, απλώς έχεις διαλέξει το δυσκολότερο στόχο από όλους. Απλώς ήθελα να σε προειδοποιήσω ότι το ‘Άστρο της Νύχτας’ είναι ο ισχυρότερος αντίπαλος στο σχολείο μας.»

Ο Νομπουνάγκα ανασήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας,

«Όμως, ό,τι και να αποφασίσεις να κάνεις, θα σε υποστηρίξω αφού είμαστε παιδικοί φίλοι.»

Είναι κάπως αηδιαστικό να σε λέει ‘παιδικό φίλο’ ένα άλλο αγόρι. Αλλά όχι, δεν είναι αυτό το θέμα.

«...Ποτέ δε σκέφτηκα να κάνω κόρτε στη Νογκιζάκα-σαν.»

«Αλήθεια;»

Γιατί είσαι τόσο καχύποπτος! Από την αρχή, δεν είχα πει τίποτα σε κανένα σχετικά μ’αυτό.

«Αφού το λες, ας μη μιλάμε πια γι’αυτό. Όμως, έχεις ακούσει ποτέ αυτό το ρητό;»

Ο Νομπουνάγκα συνέχισε με βαθυστόχαστο ύφος,

« ‘Το να αρχίζεις να νοιάζεσαι σημαίνει πως αρχίζεις να ερωτεύεσαι!’ Τάδε έφη Ασακούρα Νομπουνάγκα.»

Πώς του ήρθε πάλι αυτό! Ποτέ δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο!


Δεν ξέρω αν ήταν η επίδραση από τα λόγια του Νομπουνάγκα, αλλά η συχνότητα με την οποία κοίταζα τη Νογκιζάκα-σαν αυξήθηκε ακόμα περισσότερο μετά απ’αυτή τη συζήτηση. Την ώρα των μαθημάτων, μετά τα μαθήματα, μετά το σχολείο, όποτε είχα την ευκαιρία, την αναζητούσα με το βλέμμα μου. Δεν πάω καλά, μου φαίνεται πως έχω κολλήσει κάποια σοβαρή ασθένεια.


Μερικές μέρες ακόμα πέρασαν μετά απ’αυτό.

Το επεισόδιο συνέβη ένα πρωινό, δύο εβδομάδες μετά από εκείνη τη μέρα.


3[edit]

«Και τώρα θα κάνουμε έλεγχο των προσωπικών σας αντικειμένων, γι’αυτό παρακαλώ βγάλτε έξω ό,τι έχετε στις τσάντες σας!»

Τα λόγια του υπεύθυνου καθηγητή, Σίγκεο Τανάμπε (38 ετών, άνδρας, εργένης), προκάλεσαν ένα κύμα αναστάτωσης στην τάξη. Παρόλο που ο έλεγχος ήταν υποχρεωτικός, φυσικό ήταν κάτι τέτοιο να μην αρέσει στους μαθητές.

«Ησυχία! Εγώ θα ελέγξω τα αγόρια, και η Καμισίρο-σενσέι τα κορίτσια.»

Η Καμισίρο-σενσέι είναι η αναπληρώτρια υπεύθυνη καθηγήτρια, μια καθηγήτρια ελαφράς μουσικής που είχε αποφοιτήσει από ένα πανεπιστήμιο θηλέων μόλις πριν από ένα χρόνο. Δεν είχε καθόλου τουπέ, όλοι οι μαθητές της τη συμπαθούσαν, και επίσης ήταν πολύ όμορφη. Ήταν πολύ χαριτωμένη, και το σώμα της........Χμμ; Μου φαίνεται όμως πως φεύγω απ’το θέμα.

Και τώρα που το θυμήθηκα, αμέσως μου ήρθε ένα πράγμα στο μυαλό μόλις άκουσα πως θα γινόταν έλεγχος.

Δεν μπορεί να είναι τέτοια σύμπτωση, έτσι; Δε μπορεί η Νογκιζάκα-σαν να έχει μαζί της αυτό το βιβλίο τώρα, σωστά;

Ο χρόνος που επιτρέπεται κανείς να δανειστεί ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σχολείου μας ήταν δύο εβδομάδες. Αν είχε κρατήσει το βιβλίο μέχρι και την τελευταία μέρα, θα έπρεπε να το επιστρέψει σήμερα. Όχι, δε μπορεί να είναι τόσο άτυχη!!

Έριξα δήθεν αδιάφορα μια ματιά πίσω μου, και είδα ότι το πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν είχε πανιάσει, θυμίζοντας θύμα δολοφονίας.

....Ωχ ωχ, πρέπει να έχει το βιβλίο μαζί της τώρα.

«Παρακαλώ κάντε υπομονή για λίγο ακόμα, θα τελειώσουμε σύντομα.»

Υπακούοντας στις οδηγίες της Καμισίρο-σενσέι, οι μαθήτριες άρχισαν να τοποθετούν τα προσωπικά τους αντικείμενα πάνω στα θρανία τους, και η Νογκιζάκα-σαν δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάνει το ίδιο, με μια αβοήθητη έκφραση στα μάτια της. Μου φάνηκε πως διέκρινα το περιοδικό που είχα δει δυο βδομάδες πριν κρυμμένο ανάμεσα στα βιβλία και τις παρτιτούρες πάνω στο θρανίο της.

Τι να κάνω;

Το σκέφτηκα λίγο, και η αλήθεια ήταν πως κανονικά δε θα έπρεπε να κάνω τίποτα, μια και δεν ήμουν δα και υποχρεωμένος να τη βοηθήσω.

Όμως...

Η εικόνα της Νογκιζάκα-σαν που έκλαιγε πριν δυο βδομάδες ξαφνικά πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου. Αν και εγώ την είχα ήδη δει μια φορά να κλαίει απελπισμένα, αν αυτό επαναλαμβανόταν μπροστά σε όλη την τάξη, τι κατάσταση θα δημιουργούσε; Χμμ...δεν τολμούσα ούτε να το φανταστώ, αλλά ήμουν βέβαιος ότι η αντίδραση της μοσχαναθρεμμένης κόρης μιας πλούσιας οικογένειας όπως η Νογκιζάκα-σαν σε μια τέτοια κατάσταση δε θα ήταν ωραίο θέαμα. Το πιθανότερο ήταν πως δε θα ήξερε καν τι να κάνει.

Στ’αλήθεια δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να ξεφύγει; Είτε ήταν μια σκάφη είτε ο Τιτανικός, το γεγονός ήταν ότι ήδη είχε ανεβεί στο σκάφος, οπότε έπρεπε να κάνω κάτι για να τη βοηθήσω. Βέβαια όταν συνειδητοποίησα ότι ο αντίπαλος ήταν η Καμισίρο-σενσέι, δε μπορούσα να βρω κανένα αποτελεσματικό σχέδιο επίθεσης. Όμως δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση, επομένως έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος. Δε μπορούσα να αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη!

Να πάρει, γιατί ο εγκέφαλός μου είναι τόσο αργοκίνητος το πρωί!

Σήκωσα το χέρι μου ζητώντας άδεια να μιλήσω.

«Εγώ...Πονάει πολύ η κοιλιά μου, μήπως θα μπορούσα να πάω λίγο στην τουαλέτα;»

«Τι έπαθες; Έφαγες βαριά για πρωινό; Τέλος πάντων, αφού πέρασες τον έλεγχό σου, μπορείς να πας.»

Είπε αδιάφορα ο 38χρονος Σίγκεο Τανάμπε, με ύφος που έδειχνε ότι δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τους μαθητές του. Καθώς πήγαινε από θρανίο σε θρανίο, σκέφτηκα πως μάλλον ο λόγος που δεν είχε παντρευτεί ακόμα ήταν ο χαρακτήρας του...Τέλος πάντων, δεν ήταν δικό μου θέμα αυτό. Έκανα πως πονούσα καθώς πήγαινα σκυφτός προς την έξοδο της τάξης, περνώντας δίπλα από το θρανίο της Νογκιζάκα-σαν που ήταν στο δρόμο μου.

«Συγγνώμη.»

«Εε;»

Αφού είπα αυτή τη μια λέξη στη Νογκιζάκα-σαν, που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, έκανα πως σκόνταψα σε μια τσάντα στο πάτωμα και έπεσα επίτηδες φαρδύς πλατύς πάνω στο θρανίο της.

«Εε; Αχ!»

Το θρανίο έπεσε κάτω και όλα τα βιβλία, παρτιτούρες και άλλα πράγματα που ήταν πάνω σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Αυτό, μαζί με την κραυγή που άφησε η Νογκιζάκα-σαν, προκάλεσε χάος στην τάξη.

«Νογκιζάκα-σαν, είσαι καλά;»

«Άντε χάσου, Αγιάσε!»

«Όλη την ώρα μπλέκεσαι στα πόδια των άλλων! Φύγε αμέσως μακριά από τη Νογκιζάκα-σαν!»

Οι συμμαθητές μου άρχισαν να μου φωνάζουν από όλες τις πλευρές της τάξης. Μα καλά, κανείς τους δεν ενδιαφερόταν για την κατάστασή μου;

«Αγιάσε-κουν. Τι κάνεις εκεί;»

Η Καμισίρο-σενσέι πλησίασε. Πιστεύω πως δεν το είδε.

«Συγγνώμη, βιαζόμουν πολύ να πάω στην τουαλέτα και σκόνταψα.»

«Είσαι πάντα τόσο απρόσεκτος. Εντάξει, πήγαινε και άφησέ τα αυτά σε μένα.»

«Συγγνώμη για την αναστάτωση.»

Έγνεψα στην Καμισίρο-σενσέι, που είχε ένα συνομωτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της, και βγήκα βιαστικά από την τάξη.

Πήρα το διάδρομο που οδηγούσε στις τουαλέτες, κρατώντας το στομάχι μου με το ένα χέρι.

Δεν θεωρούσα και πολύ πιθανό να κρύβεται κανένας ανώμαλος στις αντρικές τουαλέτες εκείνη τη στιγμή, αλλά για παν ενδεχόμενο βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν κανείς άλλος στις τουαλέτες προτού βγάλω ένα ορθογώνιο αντικείμενο μέσα από τη στολή μου. Φυσικά, θα έχετε ήδη μαντέψει τι ήταν, τι άλλο από το ‘Αθώο Χαμόγελο’. Το κορίτσι με τα γαλάζια μαλλιά στο εξώφυλλο μου χαμογελούσε χαρούμενα. Ουφ, τουλάχιστον κατάφερα να το βγάλω έξω από την τάξη χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς!

«Αυτό είναι...»

Πάνω που έδινα συγχαρητήρια στον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε και κάτι άλλο κάτω από το περιοδικό, ένα πράσινο βιβλίο που έμοιαζε ακριβό. Ήταν μια παρτιτούρα, μια από αυτές που ήταν πάνω στο θρανίο της Νογκιζάκα-σαν. Φαίνεται πως μέσα στη βιασύνη μου να βγάλω το περιοδικό έξω, είχα πάρει κι αυτό μαζί μου.

«Φραντς Λιστ. Erster Mephisto-Walzer No. 1, S514»

Τι εντυπωσιακό όνομα για κομμάτι μουσικής. Το Βαλς του Μεφίστο. Άνοιξα την παρτιτούρα, μόνο για να ανακαλύψω ότι το εσωτερικό της ήταν γεμάτο από μουσικά σύμβολα που δεν καταλάβαινα. Ουάου.

Τι έξυπνη που ήταν! Δεν έχω ιδέα από πιάνο, αλλά μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό δεν ήταν ένα κομμάτι που θα μπορούσε να παίξει ένας μέσος μαθητής λυκείου. Γι’αυτό το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να στέκομαι εκεί σαν χάνος θαυμάζοντας το ταλέντο της Νογκιζάκα-σαν στο πιάνο.

Έκλεισα προσεκτικά τη χοντρή παρτιτούρα που μου θύμιζε για μια ακόμα φορά πόσο τέλεια ήταν η Νογκιζάκα-σαν.

Εκείνη τη στιγμή, κάτι ασυνήθιστο μπήκε στο οπτικό μου πεδίο.

«...»

Αυτό ήταν ένα σκίτσο, σωστά; Ένα φρικτό τέρας με μάτια αιμοβόρου αρκούδας ήταν σχεδιασμένο σε μια γωνιά της παρτιτούρας. Κρατούσε μια μπαγκέτα μαέστρου στο ένα χέρι, και ένα συννεφάκι ομιλίας δίπλα του έγραφε, ‘να θυμάσαι να μην παίζεις με πολύ γρήγορο τέμπο σ’αυτό το σημείο♪‘, γραμμένο με ροζ μελάνι. Σε πλήρη αντίθεση με τις λέξεις στο συννεφάκι, το σκίτσο έμοιαζε πραγματικά τερατώδες.

Όμως η αρκούδα δεν ήταν και πολύ καλά σχεδιασμένη, γιατί θύμιζε επίσης ανθρωποφάγο λύκο, ή ένα μεγάλο ντόμπερμαν, ή έναν αποτυχημένο κλώνο του Γκοτζίλα. Όσο για το αντικείμενο που κρατούσε στο χέρι της, θα μπορούσε να είναι σπαθί, ή κλομπ, ή ακόμα και ένα κακοσχεδιασμένο φωτόσπαθο.

Για να είμαι ειλικρινής, το σκίτσο ήταν απαίσιο. Ακόμα και ένα παιδάκι νηπιαγωγείου με έστω και ελάχιστο ταλέντο στα καλλιτεχνικά θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι καλύτερο.

«...Θα κάνω απλώς πως δεν το είδα!»

Αφού το σκέφτηκα για λίγο, θεώρησα ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο. Υπάρχουν πολλά πράγματα σ’αυτό τον κόσμο που είναι καλύτερα να μένουν κρυμμένα και άγνωστα στην ανθρωπότητα. Μακριά από μας το κακό.

Αφού το κοίταξα για λίγο ακόμα, έκλεισα σιωπηλά την παρτιτούρα.



Μετά το σχολείο, η Καμισίρο-σενσέι με κάλεσε στο γραφείο της.

Μάλλον είχε καταλάβει τι έκανα το πρωί.

«Έκρυψες κάτι και το έβγαλες έξω, έτσι δεν είναι;»

Η Καμισίρο-σενσέι σταύρωσε τα πόδια της με τέτοιο τρόπο που θα διέφθειρε μια για πάντα τα μάτια ενός αθώου παιδιού καθώς με ρωτούσε. Με έναν τέτοιο αντίπαλο, δεν ήταν και τόσο περίεργο το ότι το πρόχειρα σχεδιασμένο κόλπο μου δεν πέρασε απαρατήρητο. Γι’αυτό σκέφτηκα τι απάντηση θα ήταν καλύτερα να δώσω.

«Χμμ...παραδέχομαι πως έκρυψα κάτι, αλλά σας διαβεβαιώνω πως δεν ήταν τίποτα παράνομο. Ήταν ένα αντικείμενο που θα έφερνε μεγάλη αναστάτωση σε ένα νεαρό κορίτσι αν το έβλεπαν άλλοι, γι’αυτό επέλεξα ένα τόσο βιαστικό και ανορθόδοξο τρόπο για να λύσω το πρόβλημα.»

Μόλις έδωσα μια απάντηση που καλά καλά δεν καταλάβαινα ούτε ο ίδιος, αλλά η Καμισίρο-σενσέι μου χάρισε ένα διαβολικό χαμόγελο, λες και μόλις της είχα πουλήσει την ψυχή μου.

«Σε πιστεύω. Προσπαθούσες να προστατέψεις τη Χάρουκα, σωστά;»

«Όχι, αυτό...»

«Κάνω λάθος;»

«Ουγκχ...»

Φαίνεται...πως τα κατάλαβε όλα. Τελικά είναι αλήθεια ότι η γριά κότα έχει το ζουμί, γι’αυτό το καλύτερο που είχα να κάνω για την ώρα ήταν να κρατήσω κλειστό το στόμα μου.

«Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να μου πεις όλες τις λεπτομέρειες, γι’αυτό ας αφήσουμε πια αυτό το θέμα. Μμ...τι ωραία που είναι να είναι κανείς νέος και γεμάτος ενέργεια. Η πληθωρική νεότητα της γενιάς Ε...αχ και να ήμουν πέντε χρόνια νεότερη!»

Τα μάτια της Καμισίρο-σενσέι έλαμπαν με μια απόκοσμη λάμψη, και έμοιαζε ευτυχισμένη. Φαίνεται πως είχε παρεξηγήσει, αλλά όσο και να προσπαθούσα να της εξηγήσω μάλλον θα πήγαινε χαμένος ο κόπος μου, γι’αυτό αποφάσισα να κινηθώ προσεκτικά.

«Είναι αλήθεια ότι πρέπει κανείς να τα δοκιμάζει όλα όσο είναι νέος ακόμα, όπως να τα έχει με δυο κορίτσια ταυτόχρονα, ή να κάνει ερωτικά τρίγωνα, ό,τι να’ναι! Αν το παίξεις σωστά, μπορείς μέχρι και να κάνεις σχέση με 6 άτομα ταυτόχρονα...»

Και κάπως έτσι πέρασα τα επόμενα πέντε λεπτά.

Όταν επιτέλους η Καμισίρο-σενσέι βγήκε από τις φαντασιώσεις της, ξεσταύρωσε και σταύρωσε πάλι τα πόδια της πριν συνεχίσει τη συζήτηση.

«Χμμ, δεν έχω να σου πω τίποτε άλλο, μπορείς να πηγαίνεις...Α ναι, περίμενε λίγο, κάτι θυμήθηκα. Γιου-τσαν, μήπως ξέρεις πού είναι το κινητό μου; Το έχασα μετά που πήγα να δανειστώ κάτι παρτιτούρες στο μεσημεριανό διάλειμμα.»

«Και πού θες να ξέρω εγώ πού είναι το δικό σου κινητό...»

«Αλήθεια; Ξέρεις, έλεγα μήπως το έκρυψες εσύ πουθενά! Ακόμα και τα καλά παιδιά υπάρχουν στιγμές που θέλουν να κάνουν αταξίες, είναι η ψυχολογία των εφήβων...»

«Το αρνούμαι κατηγορηματικά.»

«Όταν το λες με τόσο σοβαρό ύφος, με στεναχωρείς ξέρεις...»

«...»

Απάντησα χαμηλόφωνα.

«Αχ, τι σκληρά λόγια, αλλά δε σε κοροϊδεύω...Πραγματικά ξέχασα πού το έχω βάλει, τι περίεργο. Τέλος πάντων, θα συνεχίσω απλώς να το ψάχνω, κι αν δεν το βρω, κάτι θα σκεφτώ.»

«Στ’αλήθεια ξέρεις πώς να θολώνεις τα νερά ε...»

Αν και δε δικαιούμαι να μιλάω εγώ γι’αυτό, αλλά,

«Έτσι λες ε; Χμμ! Η Χάρουκα κι εσύ...Για να είμαι ειλικρινής, είστε ένα αναπάντεχο ζευγάρι εσείς οι δυο...»

«Όχι, δεν είμαστε ζευγάρι...»

Απάντησα αμέσως, γιατί στ’αλήθεια είχε παρεξηγήσει τη σχέση μας.

«Έλα τώρα, δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι, τα ξέρω όλα εγώ.»

«Δεν είναι ότι το κρύβω...για το ‘Άστρο της Νύχτας’ μιλάμε! Δεν είμαι άξιος γι’αυτήν, όλο αυτό είναι μια παρεξήγηση.»

Ωστόσο...

«Ένας έρωτας που ξεπερνάει τους κοινωνικούς φραγμούς! Αχ, τι συγκινητικό...»

Για όνομα, αυτή η γυναίκα δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’όσα της λέω.

«...Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, Γιουκάρι.»

Αλλά τι να περιμένω από την καλύτερη φίλη της αδελφής μου, αφού άτομα χωρίς κάποιο βαθμό ηλιθιότητας είναι αδύνατο να γίνουν φίλοι μαζί της...Μα γιατί να περιστοιχίζομαι συνεχώς από τέτοιους βλάκες! Ο Νομπουνάγκα, οι τρεις ηλίθιοι, η Γιουκάρι, και η αδελφή μου. Αυτό είναι που λένε ‘ο όμοιος στον όμοιο’; Πραγματικά δε μου άρεσε καθόλου η κατεύθυνση που είχαν πάρει οι σκέψεις μου.

«Έι, σε παρακαλώ να με φωνάζεις Καμισίρο-σενσέι στο σχολείο.»

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα ότι είχα τη συνήθεια να φωνάζω τους άλλους με το μικρό τους.

«Ό,τι πείτε, κυρία---καθηγήτρια.»

Κάτω από τα ικετευτικά καστανά μάτια της Καμισίρο-σενσέι, δε βρήκα τη δύναμη να της δώσω μια κατάλληλη απάντηση. Δε βαριέσαι, το επεισόδιο είχε πια τελειώσει, και ήμουν ελεύθερος να γυρίσω στην τάξη. Όμως πάνω που ήμουν έτοιμος να φύγω, η Γιουκάρι πήρε ξαφνικά ύφος σαν αυτό που έχουν οι μεσόκοπες κυρίες όταν ετοιμάζονται να παρενοχλήσουν σεξουαλικά τις συναδέλφους τους, και μου είπε με ενθουσιασμό,

«Ο Σάιτο-σενσέι είχε κάποια δουλειά και θα λείψει σήμερα, και το κρεβάτι στο αναρρωτήριο είναι άδειο! Βάλε τα δυνατά σου, νεαρέ!»



Είχα μόλις βγει από το γραφείο της καθηγήτριας όταν είδα τη Νογκιζάκα-σαν να στέκεται απέξω.

Στεκόταν εκεί ακίνητη, σαν το μοναδικό κρίνο σ’έναν κήπο με τουλίπες, λίγο ντροπαλή, αλλά ωστόσο ξεχωριστή από όλους.

«Αχ...»

Η Νογκιζάκα-σαν έπαιζε αμήχανα με τη λευκή κορδέλα στα μαλλιά της όταν με είδε. Προχώρησε προς το μέρος μου, μοιάζοντας σαν να έχει κάτι να πει.

Έμεινε έτσι για λίγο προτού επιτέλους το πάρει απόφαση.

«Εμμ...Αγιάσε-κουν...»

Τα ρόδινα χείλη της μισάνοιξαν για να πει κάτι, αλλά...

«Α! Το ‘Άστρο της Νύχτας’ δεν είναι αυτή;»

Μια φωνή τη διέκοψε αγενέστατα.

«Πού;»

«Εκεί! Κοίτα!»

Στην άλλη άκρη του διαδρόμου ήταν μερικά αγόρια που μας έδειχναν με το δάχτυλο και μουρμούριζαν μεταξύ τους.

«Ναι, αυτή είναι, κι αυτός ο τύπος της την πέφτει νομίζω.»

«Τι πράγμα; Ποιος, αυτός;»

Ένα από τα αγόρια έβγαλε ένα άγριο ουρλιαχτό.

Για να είμαι ειλικρινής, με τόσα που είχαν γίνει, είχα σχεδόν ξεχάσει ότι η Νογκιζάκα-σαν ήταν τόσο διάσημη στο σχολείο. Μια διασημότητα όπως αυτή να μιλάει απευθείας με έναν σοβαρό τύπο (εμένα δηλαδή) έξω από τα γραφεία των καθηγητών ήταν κάτι που ποτέ δε θα περνούσε απαρατήρητο.

«Τι; Το ‘Άστρο της Νύχτας’;»

«Κι ένα αγόρι;»

«Τι τρέχει; Τι συμβαίνει μ’αυτούς τους δυο;»

Οι φωνές της φασαριόζικης εκείνης ομάδας των αγοριών έκαναν κι άλλους μαθητές που περνούσαν να σταματήσουν και να μας κοιτούν με περιέργεια, και μερικοί μάλιστα πλησίασαν για να δουν καλύτερα. Μέσα σε λίγες στιγμές, μας είχαν περικυκλώσει τελείως.

Χμμ...

Η δημοτικότητα του ‘Άστρου της Νύχτας’ ήταν κάπως τρομακτική. Δε μπορούσαμε καν να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας δημοσίως.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου συνειδητοποίησα πόσο λίγη αξία είχε η ιδιωτικότητα του ατόμου. Αν και δεν ήμουν εγώ αυτός που θα έπρεπε να αγανακτεί γι’αυτό.

Γιατί το 120% της προσοχής αυτών των αγοριών είχε εστιαστεί στη Νογκιζάκα-σαν, όχι σε μένα.

Καθώς τα σκεφτόμουν αυτά, όλο και περισσότεροι κατέφθαναν. Κοίταξα γύρω μου...κάπου είκοσι με τριάντα άτομα είχαν κιόλας μαζευτεί, μα από πού στην ευχή είχαν έρθει όλοι αυτοί;

Όπως και να είχε, θα ήταν αυτοκτονία αν μέναμε κι άλλο εκεί. Κάτω από τις επίμονες ματιές τόσων ανθρώπων, θα ήταν αδύνατο να συζητήσουμε σαν άνθρωποι.

Κι αφού το πράγμα είχε φτάσει ως εκεί, υπήρχε μόνο ένας τρόπος να λυθεί το πρόβλημα.

«Νογκιζάκα-σαν, πάμε να φύγουμε.»

«Αχ;»

Τράβηξα τη Νογκιζάκα-σαν, που είχε ένα χαμένο ύφος σαν νεογέννητο παπάκι, μακριά απ’τη σκηνή. Μα τι περίεργο! Γιατί όποτε είμαι μαζί με τη Νογκιζάκα-σαν τρέχω όλη την ώρα;

«Έι, αυτός ο κορτάκιας τόλμησε να πιάσει το ‘Άστρο της Νύχτας' απ’το χέρι!»

«Τι!; Έπιασε το χέρι της;»

Καθώς τρέχαμε ανάμεσα απ’την ανθρωποθάλασσα γύρω μας για να ξεφύγουμε, θυμωμένες φωνές ακούστηκαν απ’το πλήθος.

«Να πάρει η οργή! Μη φεύγετε!»

«Ασυγχώρητο...»

«Να πάρει, το θυμάμαι το πρόσωπό του! Την επόμενη φορά που θα τον δω, θα τον δέσω και θα τον κρεμάσω ανάποδα απ’την ταράτσα!»

Θεέ μου, τι τρομερά λόγια, μέχρι που μου φάνηκε πως είδα μια ομάδα ανθρώπων να φορούν κόκκινες κορδέλες στο κεφάλι τους που έγραφαν ‘Προστατέψτε τη Χάρουκα-σαμα~ Ομάδα Προστασίας του Άστρου της Νύχτας~’

..................Ελπίζω πως αυτό το τελευταίο ήταν της φαντασίας μου.



Για μια ακόμα φορά ήρθαμε στην ταράτσα.

Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτή τη φορά η Νογκιζάκα-σαν δεν έκλαιγε, αν και εγώ αισθανόμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Από ό,τι φαινόταν το περιβόητο μυστικό φαν κλαμπ υπήρχε στ’αλήθεια. Καλά θα έκανα να βάλω τον Νομπουνάγκα να σκαλίσει λίγο τα άπλυτά τους. Δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι δημόσιος κίνδυνος νούμερο ένα για τέτοιους ανθρώπους, γιατί αν δεν έπαιρνα τα μέτρα μου, μπορεί στ’αλήθεια να βρισκόμουν κρεμασμένος ανάποδα απ’την ταράτσα.

Και μόνο που ξανάφερνα στο μυαλό μου τα μέλη του φαν κλαμπ να με κοιτάζουν με δολοφονικό ύφος, με έπιανε κατάθλιψη.

Επιτέλους συνειδητοποίησα το μέγεθος της δημοτικότητας της Νογκιζάκα-σαν. Οι φήμες έλεγαν πως τα μέλη του φαν κλαμπ της έφταναν τριψήφιο νούμερο, και κατά τα φαινόμενα αυτό ήταν αλήθεια. Με βάση τον πληθυσμό του σχολείου μας, τριψήφιο νούμερο σήμαινε περίπου ένα τέταρτο του πληθυσμού του σχολείου. Με άλλα λόγια, ένας στους τέσσερις μαθητές του σχολείου (των κοριτσιών συμπεριλαμβανομένων) ήταν θαυμαστής της Νογκιζάκα-σαν. Τρομακτικό δεν είναι;

Η Νογκιζάκα-σαν δίπλα μου βαριανάσαινε λαχανιασμένη, κάτι καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί κανείς πόση απόσταση τρέξαμε για να φτάσουμε ως εδώ.

Όταν η Νογκιζάκα-σαν ξαναβρήκε την ανάσα της, άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω.

«Είχες...είχες κάτι να μου πεις;»

Αν και εδώ που τα λέμε μπορούσα ήδη να μαντέψω τι ήθελε να μου πει η Νογκιζάκα-σαν.

«Ναι, γι’αυτό που συνέβη σήμερα το πρωί.........»

Όταν ξελαχάνιασε κάπως, η Νογκιζάκα-σαν σήκωσε επιτέλους το κεφάλι της.

Όπως το περίμενα! Αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο θα έψαχνε να με βρει η Νογκιζάκα-σαν.

Αν και αυτό είναι κάπως λυπηρό, αλλά..........

«Α, λυπάμαι πολύ που έπεσα έτσι πάνω σου το πρωί.»

Καθώς το έλεγα αυτό, η Νογκιζάκα-σαν έγινε λίγο νευρική.

«Ε; Αυτό......Αυτό ήταν πολύ καλό......Όχι! Δεν ήταν καλό, αλλά.......»

Τελικά ήταν ή δεν ήταν καλό;

Η Νογκιζάκα-σαν ξαφνικά χαμήλωσε το κεφάλι της σαν περιστέρι, και τα ελαφρά ανακατεμένα μαλλιά της κυμάτισαν με την κίνηση. Εκείνη τη στιγμή, το απαλό, μεταξένιο άρωμα των μαλλιών της ήρθε στα ρουθούνια μου.

«Σου είμαι πολύ ευγνώμων. Εκείνη τη στιγμή.....Προσπαθούσες να με βοηθήσεις, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ήταν τίποτε!»

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τη βοηθούσα, ή θα μπορούσε να πει ότι απλώς δε μπορούσα να την αφήσω έτσι, επειδή ξέρω το μυστικό της Νογκιζάκα-σαν!

Η Νογκιζάκα-σαν γέλασε.

«Αγιάσε-κουν, είσαι πολύ καλό παιδί.»

«Καλό παιδί...»

Συνήθως, όταν ένα κορίτσι αποκαλεί ένα αγόρι ‘καλό παιδί’, εννοεί ‘βαρετό μέχρι θανάτου καλό παιδί’, και επομένως δεν ήταν κάτι που θα με έκανε ευτυχισμένο. Αφού όμως το έλεγε η Νογκιζάκα-σαν, μάλλον δεν το εννοούσε έτσι!

«Τέλος πάντων, θέλω να σε ευχαριστήσω που με βοήθησες. Είμαι ευγνώμων που με βοήθησες να κρατήσω μυστικό το ότι δανείστηκα το ‘Αθώο Χαμόγελο' ...Και λυπάμαι πολύ........Εξαιτίας μου, σε κάλεσαν στο γραφείο των καθηγητών.»

Υποκλίθηκε ξανά ζητώντας συγγνώμη.

«Δεν ήταν τίποτα, μην το σκέφτεσαι. Ήταν η Καμισίρο-σενσέι που με κάλεσε, γι’αυτό δεν είναι τίποτα σπουδαίο!»

«Μα...»

«Είναι όλα εντάξει σου λέω, ούτε μου έκανε παρατήρηση ούτε τίποτα!»

Αφού πείστηκε επιτέλους από τις εξηγήσεις μου, η Νογκιζάκα-σαν σήκωσε επιτέλους το κεφάλι της.

«Αγιάσε-κουν, σ’ευχαριστώ για όλη τη βοήθειά σου.»

Η Νογκιζάκα-σαν μου χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο. Χμμ.......Αν συνεχίσει έτσι, θ’αρχίσω κι εγώ να ντρέπομαι.

Γι’αυτό αποφάσισα να αλλάξω θέμα.

«Α ναι, πρέπει να στο επιστρέψω αυτό.»

Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν κανείς εκεί κοντά, έβγαλα έξω το ‘Αθώο Χαμόγελο’ και την παρτιτούρα.

«Α, Αγιάσε-κουν, πήρες και την παρτιτούρα μου.»

«Ήταν πάνω στη βιασύνη μου να κρύψω το ‘Αθώο Χαμόγελο’! Αυτό το κομμάτι μοιάζει πολύ δύσκολο, μπορείς να το παίξεις;»

Ρώτησα τη Νογκιζάκα-σαν που φάνηκε να ντρέπεται λίγο.

«Ναι...είναι το κομμάτι πάνω στο οποίο εξασκούμαι τώρα, και μπορώ να το παίξω σχεδόν όλο.»

Έγνεψα με το κεφάλι μου. Ώστε πράγματι μπορούσε να το παίξει. Το όνομα του κομματιού ‘Το Βαλς του Μεφίστο’ έδειχνε πως δεν θα μπορούσε να το παίξει ο οποιοσδήποτε, όμως αυτή μπορούσε.

Καθώς ξαναγέμιζα δέος για τις ικανότητές της στο πιάνο, η Νογκιζάκα-σαν ξαφνικά σκέφτηκε κάτι, και, απότομα, σήκωσε τα μάτια της πάνω μου...

«Μήπως.......κατά τύχη κοίταξες μέσα;»

Η φωνή της Νογκιζάκα-σαν είχε ένα ίχνος ανησυχίας, σαν να υπονοούσε ότι είχα δει κάτι που δεν έπρεπε.

«Εγώ......Δεν ζωγράφισα πολλά σκίτσα μέσα, έτσι;»

Με κοίταξε ερωτηματικά.

«Α.......ναι, σωστά.......»

Αυτή η ανθρωποφάγα αρκούδα που έμοιαζε να είχε μόλις κατακρεουργήσει δυο-τρεις ανθρώπους! Επειδή η εικόνα ήταν τόσο φρικαλέα, είχε αποτυπωθεί στη μνήμη μου με κάθε λεπτομέρεια, αυτή η εικόνα που θα έφερνε οπωσδήποτε εφιάλτες για τουλάχιστον τρεις μέρες σε όποιον την κοίταζε.

«Με συγχωρείς, πράγματι το είδα...ή μάλλον, το μάτι μου έπεσε πάνω του, και απλώς του έριξα μια ματιά.»

«Ώ...ώστε το είδες;»

Η Νογκιζάκα-σαν χαμήλωσε το κεφάλι της. Χμμ...αυτό τελικά ήταν όντως κάτι που δεν έπρεπε να δω, ήταν απαγορευμένος καρπός! Καθώς προσπαθούσα φρενιασμένα να βρω κάποιο τρόπο να σπάσω την αμήχανη σιωπή, η Νογκιζάκα-σαν με κατέπληξε με την επόμενη ερώτησή της.

«Πώς σου φάνηκε;»

«Εε;»

Τι εννοούσε;

«Θέλω να πω.......είναι αρκετά καλό, έτσι δεν είναι; Είναι η πρώτη φορά που κάποιος βλέπει τα σκίτσα μου.»

Τα μάτια της Νογκιζάκα-σαν άστραφταν όταν είπε αυτά τα λόγια, και στην έκφρασή της φαινόταν η αυτοπεποίθησή της για το σχεδιαστικό της ταλέντο. Μη μου πεις πως........ήθελε τη γνώμη μου; Ποτέ δε φαντάστηκα ότι το πράγμα θα μπορούσε να καταλήξει έτσι.

‘Η κύρια τροφή αυτής της αρκούδας φαίνεται να είναι οι άνθρωποι’...Μπα, αυτό δεν ακουγόταν σαν κοπλιμέντο. ‘Τα μάτια της αρκούδας μοιάζουν σαν να παίρνει ναρκωτικά’...όχι, αυτό σίγουρα δεν ήταν κοπλιμέντο. ‘Αν την κάναμε ψητή, αυτή η αρκούδα θα ήταν σίγουρα νόστιμη’...Στ’αλήθεια δεν ήξερα τι απάντηση να δώσω.

Αφού το σκέφτηκα λίγο...

«Η ματιά της αρκούδας είναι πολύ άγρια...ε, όχι, ήθελα να πω διαπεραστική. Ο καθένας έχει και τη δική του άποψη, γι’αυτό υποθέτω πως κάποιοι θα την έβρισκαν χαριτωμένη...»

Όμως το ευγενικό και ακαταμάχητο κοπλιμέντο μου έμελλε να συντριβεί από την απάντηση της Νογκιζάκα-σαν.

«...Χμμ; Αρκούδα; Μα αυτή είναι γατούλα!»

Η Νογκιζάκα έγειρε το κεφάλι της σαν να με ρωτούσε, τι στο καλό εννοούσα.

«...»

«...»

«...Α, βέβαια, έχεις απόλυτο δίκιο, γάτα είναι.»

Γάτα;

Στο λόγο μου, δε θα φανταζόμουν ποτέ ότι ήταν γάτα. Γιατί καμιά φυσιολογική γάτα δεν έχει κυνόδοντες, έτσι δεν είναι;

«Εμμ...Ουχ...Ήταν πολύ δημιουργικό να βάλεις τη γάτα να κρατάει μια μπαγκέτα μαέστρου!»

«...Αυτό υποτίθεται πως είναι παιχνίδι για γάτες!»

«...»

«...»

«Α, σωστά, είναι παιχνίδι για γάτες.»

Εκείνο το βιβλίο ήταν παρτιτούρα, και μ’αυτά τα δυο πράγματα αποκτούσε εντελώς νέα προοπτική.

Ευτυχώς, η Νογκιζάκα-σαν δε φάνηκε να άκουσε το χαμηλόφωνο μουρμουρητό μου.

«Αν και ντρέπομαι που το λέω εγώ η ίδια, αλλά έχω αρκετά καλή γνώμη γι’αυτό το έργο τέχνης μου!»

Συνέχισε η Νογκιζάκα-σαν.

«...»

Σοβαρά μιλάει τώρα;

Κοίταξα κατάματα τη Νογκιζάκα-σαν.

Το βλέμμα της ήταν απολύτως σοβαρό.

Για την ακρίβεια, κανένα βλέμμα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να είναι πιο σοβαρό.

«...»

Τέλος πάντων, δεν έβλεπα το λόγο να της κάνω καζούρα για τα ελαττώματά της, στο κάτω κάτω κανείς δεν είναι τέλειος!

«...Χμμ, αυτό είναι ένα πραγματικά δημιουργικό και ξεχωριστό δείγμα τέχνης, πολύ μου αρέσει! Μου θυμίζει λίγο τη Γκουέρνικα του Πικάσο.»

Εξέφρασα τη γνώμη μου με πολύ τακτ, αλλά αυτό ήταν ήδη το καλύτερο που θα μπορούσα να πω.

«Αλήθεια; Πόσο χαίρομαι!»

Βλέποντας τη χαρά που καθρεφτιζόταν στο αθώο πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν, αισθάνθηκα να με πνίγουν οι τύψεις. Τουλάχιστον δεν είχα πει ακριβώς ψέματα.

«Είμαι τόσο ευτυχισμένη! Χαίρομαι που ζήτησα τη γνώμη σου!»

«Ναι........Βέβαια.......»

Εγώ πάλι χαιρόμουν που δεν ρώτησε κάποιον άλλο αντί για μένα.

«Λοιπόν........σε παρακαλώ να με προσέχεις και στο μέλλον!»

«;;»

Τι;

«Νομίζω πως θα βελτιωθώ πιο γρήγορα αν δείχνω τα σκίτσα μου και σε άλλους. Μέχρι τώρα πάντα έκανα εξάσκηση μόνη μου, αλλά είναι δύσκολο να βελτιωθώ έτσι...Φυσικά, μόνο εφόσον έχεις ελεύθερο χρόνο...»

«...»

Δηλαδή σκόπευε να μου δείχνει αυτά τα δαιμονικά σκίτσα που φέρνουν εφιάλτες και θα μπορούσαν να καλέσουν δαίμονες της κόλασης σε τακτική βάση;

«Τι.......Τι λες;»

«...Όσο γι’αυτό.......»

«Δε θέλεις;»

Δεν απάντησα αμέσως και η Νογκιζάκα-σαν πήρε αμέσως ύφος κουταβιού που το έχουν εγκαταλείψει στην άκρη του δρόμου. Αυτό το ύφος ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να αρνηθεί οτιδήποτε στο ‘Άστρο της Νύχτας’ ή έστω και να αφήσει το ‘Άστρο της Νύχτας’ να πάρει τέτοιο ύφος. Επιπλέον, να με παρακαλάει έτσι η Νογκιζάκα-σαν επειδή είμαι ο μόνος που γνωρίζει το μυστικό της........Δεν είχα επιλογή, ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, και εξάλλου είχα ήδη μπει στο χορό.

«Αν δε σε πειράζει, είμαι πρόθυμος να τα συζητάω μαζί σου όποτε θες.»

Ύψωσα επίτηδες τη φωνή μου για να την πείσω για την ειλικρίνειά μου.

«Αλήθεια;!»

Η Νογκιζάκα-σαν μου χάρισε ένα τρισευτυχισμένο χαμόγελο. Ω Θεέ μου, νομίζω πως θα χάνω εκατό μέρες ζωής κάθε φορά που θα βλέπω αυτό το χαμόγελο στο μέλλον...αλλά δε βαριέσαι, δεν αξίζει τον κόπο να το σκέφτομαι.

Μετά απ’αυτό, για αρκετή ώρα (τουλάχιστον 30 λεπτά), άκουγα τη Νογκιζάκα-σαν να μιλάει για το πάθος της για το σχέδιο.

«Πρέπει να πηγαίνω τώρα, σ’ευχαριστώ πολύ για σήμερα. Όταν τελειώσω κι άλλα καινούρια σκίτσα, θα στα δείξω πάλι. Λοιπόν, πάω εγώ.»

Επειδή είχε μάθημα πιάνου, η Νογκιζάκα-σαν έφυγε πρώτη. Ήταν πολύ κεφάτη, και σιγομουρμούριζε το σκοπό του ‘Für Elise’ καθώς έφευγε.

Κοιτάζοντας τη σιλουέτα της που απομακρυνόταν, δε μπόρεσα να μη μουρμουρίσω στον εαυτό μου.

«...Μήπως φέρθηκα πολύ απερίσκεπτα...;»


4[edit]

Εκείνο το βράδυ, διάβαζα στο δωμάτιό μου, όταν μια απίστευτα δυνατή φωνή ήρθε από το κάτω πάτωμα.

«Έι! Γιούτο! Έχεις τηλέφωνο!»

Τσατίστηκα λιγάκι που με διέκοψαν πάνω που είχα συγκεντρωθεί στην εργασία αγγλοϊαπωνικής μετάφρασης που είχα να κάνω, αλλά η αδελφή μου ήταν σε ακόμα χειρότερη διάθεση, έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

«Είπα, έχεις τηλέφωνο!»

Και με μια κλωτσιά άνοιξε διάπλατα την πόρτα του δωματίου μου!!! Μέχρι που διέλυσε έναν από τους μεντεσέδες της πόρτας με την κλωτσιά της!! Και μετά όρμησε στο δωμάτιό μου.

Η ψηλή γυναίκα που μπήκε στο δωμάτιό μου,

«Ρούκο...»

Η αδελφή μου (κάτοχος δύο νταν στο καράτε, που συχνά κάνει κακή χρήση των ικανοτήτων της στις πολεμικές τέχνες. Στο σπιτικό των Αγιάσε όπου οι γονείς μου λείπουν σχεδόν συνέχεια, είναι η υπέρτατη εξουσία) έμοιαζε να είναι εξαιρετικά εκνευρισμένη, σαν ασιατική μαύρη αρκούδα που την ξύπνησαν από τη χειμερία νάρκη.

Και φορούσε και μόνο ένα λευκό πουκάμισο πάνω από τα εσώρουχά της, τι ξεδιάντροπη εμφάνιση.

«Πώς τόλμησε να με ξυπνήσει πάνω που με είχε πάρει ο ύπνος! Δεν ξέρω ποια είναι, αλλά το καλό που σου θέλω να της δώσεις ένα καλό μάθημα και να της πεις να μην τηλεφωνεί στον κόσμο μες στη μαύρη νύχτα!»

Μαύρη νύχτα; Ήταν μόλις δέκα η ώρα! Εντάξει, δεν ήταν και πολύ νωρίς, αλλά ούτε και πολύ αργά. Και τι εννοούσε ‘να της δώσω ένα καλό μάθημα’; Δε θα έπρεπε να πει να της κάνω παρατήρηση;

Ήξερα πως θα ήταν ανώφελο να της απαντήσω, αλλά παρόλα αυτά έκανα μια προσπάθεια.

«Ό,τι πεις, αφού και τα δυο σημαίνουν ‘να τη συμβουλέψεις’ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.»

Αυτές οι δυο φράσεις είναι τελείως διαφορετικές! Έχουν τελείως διαφορετική έννοια!

Όμως για τη Ρούκο, που ήταν πιο τεμπέλα κι απρόσεκτη ακόμα κι από μένα, οι δυο φράσεις δεν διέφεραν και πολύ. Με αγριοκοίταξε με εκνευρισμένο ύφος.

«...Είσαι πολύ εκνευριστικός! Απάντησε στο τηλέφωνο επιτέλους! Πόσο νυστάζω.......Πάω για ύπνο τώρα, γι’αυτό κοίτα να βγάλεις το τηλέφωνο απ’την πρίζα όταν τελειώσεις!»

Η Ρούκο μου πέταξε το τηλέφωνο προτού βγει απ’την πόρτα που τώρα κρεμόταν μόνο απ’τον ένα μεντεσέ.

Για όνομα του Θεού! Ποιος θα το πίστευε πως αυτή η γυναίκα είναι η ιδιαιτέρα γραμματέας του γενικού διευθυντή μιας μεγάλης εταιρίας, πράγμα που δείχνει πως όλα μπορούν να συμβούν σ’αυτή την κοινωνία. Πράγματι, ζούμε σε μια εποχή όπου οι όμορφες γυναίκες μπορούν να έχουν οτιδήποτε θελήσουν. Η αδελφή μου είναι όμορφη, αλλά πραγματικά δε θα ήθελα να σχολιάσω το χαρακτήρα της. Για κοινωνία που κάνει συνεχώς κηρύγματα περί ισότητας, ώρες ώρες είμαστε πολύ άδικοι.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς απαντούσα στο τηλέφωνο.

«Εμπρός;»

Και τότε...

«Α, εμπρός; Εσύ είσαι Αγιάσε-κουν; Η Νογκιζάκα είμαι.»

Μια αναπάντεχη φωνή ακούστηκε από την άλλη μεριά του ακουστικού, μια γυναικεία φωνή που είχε τη δύναμη να ηρεμεί όποιον την άκουγε, μια φωνή που άκουγα συχνά τώρα τελευταία. Όμως εκείνη τη στιγμή, η φωνή έμοιαζε πολύ σοβαρή, καμία σχέση με την εύθυμη φωνή που είχα ακούσει μόλις το ίδιο απόγευμα. Κάτι πρέπει να είχε συμβεί.

«Λυπάμαι πολύ που σε ενοχλώ τέτοια ώρα. Εμμ...θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη, Αγιάσε-κουν.»

Μια χάρη; Ακούγοντας αυτά τα λόγια η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.

«...Ντρέπομαι πολύ που το λέω αυτό τώρα. Όμως ξέρω πως θα το μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή αν δεν το πω.»

Η σοβαρότητα στη φωνή της ήταν ανάμικτη με μια μεγάλη δόση ντροπής. Μη μου πεις πως...; Όχι, η Νογκιζάκα-σαν δε θα μου ζητούσε ποτέ να κάνω κάτι τόσο εξωφρενικό όπως να μιμηθώ το ανάποδο περπάτημα των γρύλλων.

«Εμμ........μ’ακούς;»

«Α, φ, φυσικά και σε ακούω.»

Δεν είχα κανένα λόγο να μην ακούσω.

«Ωραία...Αγιάσε-κουν, θα μπορούσες να βγεις και να με συναντήσεις τώρα;»

«Εε...»

Μετά από ένα δευτερόλεπτο αστραπιαίας ανάλυσης........

«Να συναντηθούμε...οι δυο μας;»

«Ακριβώς.»

Να συναντηθούμε τέτοια ώρα........Δε μπορεί να ήθελε να βγει σε ένα μυστικό ραντεβού μαζί μου, σωστά; Οι δυο μας καθισμένοι σ’ένα παγκάκι στο πάρκο. Ο χρόνος έχει σταματήσει, και μετά εμείς οι δυο.......Όχι, πρέπει να σταματήσω τις φαντασιώσεις! Αν συνεχίσω έτσι, θα αρχίσω να σκέφτομαι σαν σε μυθιστόρημα τρίτης κατηγορίας.

Κούνησα βίαια το κεφάλι μου. Ψυχραιμία, ψυχραιμία, πρέπει να κρατήσω την ψυχραιμία μου.

Για να επαναφέρω τους χτύπους της καρδιάς μου στο φυσιολογικό, άρχισα να απαγγέλλω την προπαίδεια από μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή, η Νογκιζάκα-σαν συνέχισε,

«Για την ακρίβεια...θα ήθελα να με συνοδέψεις στο σχολείο.»

«Στο σχολείο;»

Το σχολείο στο οποίο αναφερόταν...πρέπει προφανώς να ήταν το λύκειο Χακούτζου στο οποίο πηγαίναμε και οι δύο. Γιατί όμως να θέλει να πάει στο σχολείο τέτοια ώρα, αφού δεν γινόταν καμία άσκηση θάρρους ή κάποια παρόμοια νυχτερινή εκδήλωση..........

«.........Το περιοδικό...ξέχασα να το επιστρέψω.»

Η απαλή, διστακτική φωνή έκοψε τις σκέψεις μου.

«Σκόπευα να το επιστρέψω μετά τη συνάντησή μας, αλλά επειδή ένιωθα τόσο ευτυχισμένη μετά την κουβέντα μας, σκέφτηκα να το επιστρέψω λίγο αργότερα.......και στο τέλος ξέχασα να το επιστρέψω.»

«Λες για.........αυτό το περιοδικό;»

Το ‘Αθώο Χαμόγελο’.

«........Ναι.»

«...»

Η κατάσταση.......ήταν πολύ σοβαρή. Γενικά οι κανόνες του σχολείου μας ήταν αρκετά χαλαροί, αλλά το σχολείο ήταν πολύ αυστηρό σε ό,τι αφορούσε τη χρήση του σχολικού εξοπλισμού. Αν ένα βιβλίο δανεισμένο από τη βιβλιοθήκη δεν επιστρεφόταν μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία, το σχολείο υπενθύμιζε δημοσίως την καθυστέρηση στο μαθητή από τα μεγάφωνα.

Και φυσικά, στην υπενθύμιση αναφερόταν το όνομα του μαθητή, το έτος του, και ο τίτλος του βιβλίου που είχε δανειστεί.

«Αν με αναφέρουν, θα...λυγμ...»

Αναλογιζόμενη προφανώς τι θα συνέβαινε αν ο τίτλος του βιβλίου που είχε δανειστεί ανακοινωνόταν δημοσίως σε όλο το σχολείο, η Νογκιζάκα-σαν κλαψούριζε σιγανά.

«Γ, γι’αυτό σκέφτηκα να πάω να το επιστρέψω τώρα. *σνιφ* Ό, όμως να πάω τόσο αργά μόνη μου στο σχολείο...φοβάμαι. Γι’αυτό, σκέφτηκα να ζητήσω από κάποιον να πάει μαζί μου...Α, αλλά...»

Είπε η Νογκιζάκα-σαν με κλαμένη φωνή.

Ώστε αυτό ήταν. Για κάτι τέτοιο, ήμουν ο μόνος στον οποίο μπορούσε να στραφεί για βοήθεια. Γιατί αν το έλεγε σε κάποιον άλλο, θα έπρεπε να του δείξει το ‘Αθώο Χαμόγελο’, και επομένως να φανερώσει το χόμπι της σε άλλο ένα άτομο.

«Λυγμ.......Είναι πολύ αυτό που σου ζητάω; Λυπάμαι τόσο που σε ενοχλώ όλη την ώρα, αλλά...»

Δεν έφταιγε αυτή. Και.........κανείς με σώας τας φρένας δε θα εγκατέλειπε μια Νογκιζάκα-σαν που έκλαιγε, σωστά;

Επομένως.

«Χμμ...Ας συναντηθούμε τώρα στο σχολείο, εντάξει;»

«Λυγμ...Αχ...;»

Ένα επιφώνημα έκπληξης ήρθε από την άλλη άκρη του ακουστικού.

«Ώστε θέλεις........να έρθεις μαζί μου;»

«Αμέ, εξάλλου δεν είχα και τίποτα να κάνω.»

Είχα πάρει την απόφασή μου. Αν και δεν είχα τελειώσει την εργασία μου των αγγλικών, αυτό δεν είχε καμία σημασία σε μια τέτοια στιγμή! Θα ήθελα να αποφύγω και τα δάκρυα της Νογκιζάκα-σαν και την κατσάδα από τον καθηγητή των αγγλικών (σαρανταδύο ετών, κύριο χαρακτηριστικό: απίστευτα εκνευριστικός), αλλά δεν είχα χρόνο να κάθομαι και να το σκέφτομαι άλλο.

«Σ’ευχαριστώ......λυγμ......Σ’ευχαριστώ πολύ.»

Κι έτσι αποφάσισα να μπω κρυφά στο σχολείο σε μια τόσο ακατάλληλη ώρα.



Το σχολείο ήταν πολύ ανατριχιαστικό τη νύχτα.

Το τριάντα ετών περίπου λευκό τσιμεντένιο κτίριο έμοιαζε να επιπλέει στο σκοτεινό ουρανό, και από απόσταση θύμιζε εγκαταλελειμμένο μέγαρο, προκαλώντας πραγματική ανατριχίλα σε όποιον το κοίταζε. Η ατμόσφαιρα ήταν όπως σε κάτι εκπομπές για το υπερφυσικό στην τηλεόραση, όπου ο πνευματικά ευαίσθητος προσκεκλημένος εμφανίζεται και δηλώνει στο κοινό ότι ‘βλέπει μια πολύ σκοτεινή αύρα εδώ’, και το κοινό δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να συνεχίσει να βλέπει την εκπομπή ή όχι. Η Νογκιζάκα-σαν που στεκόταν δίπλα μου, κοιτούσε με τέτοιο ακριβώς ύφος το σχολείο, και φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα από στιγμή σε στιγμή.

Τώρα, πώς θα μπούμε στο σχολείο χωρίς να μας καταλάβουν;

Φυσικά η κεντρική πύλη δε θα ήταν ανοιχτή τέτοια ώρα, οπότε ίσως να δοκιμάζαμε να μπούμε από την είσοδο υπηρεσίας. Επειδή ήταν η είσοδος υπηρεσίας, λογικά θα ήταν κάπου κοντά στο εντευκτήριο των καθηγητών. Όμως θα έπρεπε να προσέξουμε πολύ αν πηγαίναμε από εκεί, μην τυχόν και μας πιάσει κανένας καθηγητής που έκανε βάρδια. Ή ίσως θα μπορούσαμε να σπάσουμε κανένα παράθυρο και να πάρουμε το κλειδί από μέσα, ή να χρησιμοποιήσουμε κανένα λοστό για να παραβιάσουμε την κλειδαριά της κεντρικής πύλης, ή να σπάσουμε την πύλη με ένα μεταλλικό στύλο. Μόνο που...όλες οι παραπάνω μέθοδοι ήταν παράνομες.

Δεν υπήρχε κανένας πιο αθόρυβος τρόπος; (Αν και όσο αθόρυβη και να είναι μια διάρρηξη, δεν παύει να είναι παράνομη). Πάνω που προσπαθούσα να σκεφτώ κανένα καλύτερο τρόπο...

«Αγιάσε-κουν, από δω.»

Η Νογκιζάκα-σαν με τράβηξε από το μπράτσο.

«Μπορούμε να μπούμε από την πίσω πύλη.»

«Την πίσω πύλη........γιατί;»

«Γιατί έχω αντικλείδι.»

«Αντικλείδι;»

Πώς συνέβη να έχει κάτι τέτοιο;

«Το κλειδί ήταν στο γραφείο του πατέρα μου, και το δανείστηκα για λίγο, γιατί σκέφτηκα πως θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο!»

Ώστε ήταν από το γραφείο του πατέρα της...Κάτι άρχιζα να καταλαβαίνω, αλλά γιατί ο πατέρας της να έχει αντικλείδι του σχολείου;

«Δεν είμαι και πολύ σίγουρη για τις λεπτομέρειες...αλλά φαίνεται πως ο πατέρας μου έκανε μια μεγάλη χρηματική δωρεά στο σχολείο, και ζήτησε να του βγάλουν αντικλείδια για όλα τα κλειδιά του σχολείου για την περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.»

Μια επένδυση...Σωστά, το είχα ξανακούσει αυτό. Από τότε που η Νογκιζάκα-σαν είχε έρθει να σπουδάσει σ’αυτό το σχολείο, το ενενήντα τοις εκατό όλων των δωρεών προς το Λύκειο Χακούτζου προερχόταν από την οικογένεια Νογκιζάκα. Επομένως δεν ήταν και τόσο περίεργο που η Νογκιζάκα-σαν είχε αντικλείδια για όλα τα κλειδιά του σχολείου.........σωστά;

«Τι συμβαίνει;»

«Τίποτα.......»

Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να εκφράσω τις απορίες μου, αλλά αφού είχε αντικλείδια για όλα τα κλειδιά του σχολείου, ασφαλώς θα είχε και για την κεντρική πύλη. Δε θα ήταν καλύτερα να μπαίναμε από την κεντρική πύλη; Όμως προτίμησα να μην τη ρωτήσω γι’αυτό.

«Πάμε!»

«Ναι!»



Επειδή η βιβλιοθήκη ήταν στο δεύτερο όροφο, κατευθυνθήκαμε προς τις σκάλες.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το εσωτερικό του σχολείου ήταν επίσης άδειο και σιωπηλό σαν νεκροταφείο.

«Είναι στ’αλήθεια ανατριχιαστικό...»

Είπε η Νογκιζάκα-σαν καθώς κοιτούσε ένα γύρω τον έρημο διάδρομο. Άρπαξε σφιχτά το μανίκι του πουκαμίσου μου, μην τολμώντας να το αφήσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

«Αν ήμασταν σε ένα παιχνίδι, τώρα θα έπρεπε να πεταχτεί ένα ζόμπι από αυτή τη γωνία.»

«Αχ!!!»

Είχα παίξει ένα παιχνίδι στον υπολογιστή όπου έπρεπε να πολεμήσω ορδές από ζόμπι, γιγάντιες αράχνες και άλλα τέρατα στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από ένα κτίριο δυτικού τύπου. Τα πρώτα δέκα λεπτά του παιχνιδιού, είχε κανείς την αίσθηση ότι επρόκειτο να φαγωθεί από κανένα ζόμπι, αλλά...

Άσε, ξέχνα το, δεν ήταν τώρα η ώρα να σκέφτομαι τέτοια πράγματα.

«Αγιάσε-κουν, ξέρεις τα εφτά μυστήρια του σχολείου μας;»

Η Νογκιζάκα-σαν μου έκανε ξαφνικά αυτή την ερώτηση καθώς πλησιάζαμε στις σκάλες. Τα εφτά μυστήρια του σχολείου, αν και δεν ήμουν και πολύ σίγουρος για τον ακριβή αριθμό τους, αλλά νομίζω πως ήταν κάμποσα. Όπως...

Υπήρχαν τα ‘Δεκατρία σκαλιά του θανάτου στην ταράτσα’.

Όσο για τα άλλα, ήξερα μόνο την ‘Ανθρώπινη φιγούρα που χορεύει στην αίθουσα επιστημών’ , το ‘Πιάνο που παίζει μόνο του στο δωμάτιο μουσικής’ και τη ‘Μπάλα που αναπηδά μόνη της στο άδειο γυμναστήριο’.

«Είναι ακόμα και η ‘Χάνακο-σαν, που ζει στις τουαλέτες’, ο ‘Μεγάλος καθρέφτης στο αναρρωτήριο που δείχνει το θάνατο αυτού που θα τον κοιτάξει’, και...ο ‘Νεκρός αναγνώστης’.»

Η Νογκιζάκα-σαν συμπλήρωσε τα κενά μου.

«...»

Όταν άκουσα αυτά τα λόγια ένα εξαιρετικά κακό προαίσθημα γέμισε την ατμόσφαιρα.

Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για το ‘Νεκρό αναγνώστη’. Μια και αναφερόταν σε αναγνώστη, θα έπρεπε να έχει σχέση με τη βιβλιοθήκη, σωστά; Και ήταν ανάγκη να πηγαίνουμε ακριβώς στη βιβλιοθήκη τώρα.

«...»

Μήπως να γυρίζαμε πίσω;

«Μη...μη με αφήνεις πίσω!»

NHnH vol01 084.jpg

Η Νογκιζάκα-σαν έσφιγγε σαν μέγγενη το μπράτσο μου, με δάκρυα στα μάτια. Από ότι φαινόταν δε θα μπορούσα να επιχειρήσω τη ‘μεγάλη έξοδο’.

Όσο εγώ διχογνωμούσα με τον εαυτό μου για το αν θα έπρεπε να το σκάσω ή όχι, είχαμε φτάσει στην εν λόγω βιβλιοθήκη. Η ξύλινη πόρτα που έμοιαζε τόσο φυσιολογική τη μέρα τώρα θύμιζε τις πύλες της κολάσεως.

Ήταν μια πολύ άσχημη αίσθηση.

«Λοιπόν...ποια είναι η ιστορία του ‘Νεκρού αναγνώστη’;»

Ρώτησα τη Νογκιζάκα-σαν.

«Πολύ πολύ καιρό πριν, όταν το σχολείο ήταν ακόμα φτιαγμένο από ξύλο, ήταν ένας μαθητής που αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Επειδή του άρεσε τόσο πολύ να διαβάζει, πήγαινε κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη, μέχρι που μια μέρα σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη. Όμως οι φήμες λένε πως επειδή αγαπούσε το διάβασμα, αυτός ο μαθητής συνέχισε να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη, και γι’αυτό όταν η βιβλιοθήκη είναι σκοτεινή και σιωπηλή, ακούγονται βήματα και ο ήχος ενός βιβλίου που πέφτει στο πάτωμα, και φαίνεται η σκιά μιας φιγούρας που διαβάζει στο παράθυρο.»

«Ξέρεις πολλά γι’αυτό ε;»

«Είναι κάπως τραβηγμένο, όμως άκουσα ότι στ’αλήθεια κάποιος πήγε να μπει στη βιβλιοθήκη τη νύχτα, και ο νεκρός αναγνώστης εμφανίστηκε μπροστά του.»

«...»

«Αυτή την ιστορία την άκουσα μόλις προχτές. Και τώρα.....μετανιώνω λιγάκι που την άκουσα...»

Η Νογκιζάκα-σαν χαμήλωσε το κεφάλι της. Ακόμα κι αν το μετάνιωνε που είχε ακούσει την ιστορία, ήταν πια πολύ αργά...

«...Μάλλον θα ήταν χειρότερα για κάποιον που δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή την ιστορία.»

«Έχεις δίκιο......Θα ήταν χειρότερα.»

«Εγώ δεν την είχα ξανακούσει.»

«Ε...εσύ...»

Η Νογκιζάκα-σαν έφερε το δάχτυλό της στο στόμα και βυθίστηκε σε σκέψεις.

«...Δηλαδή λες ότι...Άκουσες την ιστορία για πρώτη φορά από μένα τώρα;»

«Σωστά.»

«...»

«...»

Έπεσε θανατερή σιωπή.

«Με συγχωρείς, δεν έπρεπε να στα πω όλα αυτά.»

Η Νογκιζάκα-σαν ζήτησε συγγνώμη με κατατρομαγμένη έκφραση, σαν κουταβάκι που έκανε κάποια ζημιά και το μάλωνε ο κύριός του. Δε νομίζω πως θα είχε κανείς τη δύναμη να παραπονεθεί έστω και λίγο μετά που θα την έβλεπε έτσι.

«Α, δεν πειράζει, δεν το έκανες επίτηδες.»

Και στο κάτω κάτω εγώ ήμουν αυτός που είχε ζητήσει να μάθει λεπτομέρειες.

«Μα, αν συναντήσεις το νεκρό αναγνώστη και σκοτωθείς εξαιτίας αυτών που σου είπα...»

Το πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν ήταν κάτωχρο καθώς προσευχόταν με όλη της την ψυχή να μην πέσω θύμα ενός υπερφυσικού δολοφόνου!

«Όλα θα πάνε καλά! Αν είναι να έρθει ο νεκρός αναγνώστης, δε θα έρθει μόνο και μόνο επειδή μου είπες την ιστορία! Κι ύστερα το μόνο μου προσόν είναι πως είμαι πολύ ανθεκτικός, γι’αυτό θα μπορούσα να αντέξω μια υπερφυσική επίθεση χωρίς πρόβλημα.»

Αυτό ήταν επειδή από μικρός ήμουν υποχρεωμένος να υφίσταμαι τη σκληρή προπόνηση της Ρούκο.

«Μα...η επίθεση ενός πνεύματος...δεν είναι σωματική, αλλά ψυχική, όπως κατάρες και τα παρόμοια...»

«Κι απ’αυτό είμαι εντάξει.»

Σε ό,τι αφορούσε τις ψυχικές επιθέσεις, εκτός από την προπόνηση που μου έκανε η Ρούκο, με είχε εξασκήσει καλά και η Γιουκάρι. Γι’αυτό η αμυντική μου ικανότητα ενάντια σε ψυχικές επιθέσεις ήταν πιθανότατα ακόμα πιο υψηλή από αυτή για τις σωματικές επιθέσεις. Δεν είμαι ιδιαίτερα περήφανος για αυτές τις υπεράνθρωπες αμυντικές μου ικανότητες, αλλά αυτή είναι η πικρή αλήθεια.

Η Νογκιζάκα-σαν χαμογέλασε και μισόκλεισε ελαφρά τα μάτια της. Μάλλον ήθελε να μου πει ότι δεχόταν την απάντησή μου;

«........Είσαι πολύ καλός.»

«Όχι.......δεν είμαι και τόσο καλός......»

Γιατί να πει ξαφνικά κάτι τέτοιο;

«Χεχε!»

«Όχι...Αυτό είναι...»

Ήθελα να το αρνηθώ, αλλά δε μπορούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Για να κρύψω το κοκκίνισμα του προσώπου μου, γύρισα τα μάτια μου προς τη βιβλιοθήκη.

«Γκουχ, αν και δεν το αρνούμαι πως η βιβλιοθήκη με κάνει να ανατριχιάζω...όμως πρέπει να μπούμε μέσα, σωστά;»

Όταν το είπα αυτό, η Νογκιζάκα-σαν έγνεψε αμέσως έντονα με σοβαρό ύφος.

«Λοιπόν...πάμε!»

Αν και η Νογκιζάκα-σαν ήταν αυτή που είπε να πάμε, δεν κουνήθηκε καθόλου και με κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου με τηλεπάθεια...μάλλον ήθελε να πάω εγώ μπροστά. Εντάξει λοιπόν, ας το κάνουμε!

Έσπρωξα την πελώρια ξύλινη πόρτα της βιβλιοθήκης, και ο ξύλινος σκελετός έτριξε δυνατά προτού ανοίξει. Από την άλλη μεριά της πόρτας ήταν...μια άδεια βιβλιοθήκη. Αν ήμασταν σε ταινία τρόμου, τη στιγμή που θα άνοιγε η πόρτα, θα ερχόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον ‘νεκρό αναγνώστη’, ένα σενάριο που ήθελα να αποφύγω πάση θυσία. Η ατμόσφαιρα στην άδεια αίθουσα ήταν γεμάτη κακά προμηνύματα, ένιωθε κανείς πως ένα ωχρό φασματικό πρόσωπο θα εμφανιζόταν πίσω από τα μαύρα ράφια ανά πάσα στιγμή.

«Μη με αφήσεις. Σε ικετεύω, μη με αφήσεις μόνη μου.»

Η Νογκιζάκα-σαν με άρπαξε σφιχτά από το μπράτσο κλαψουρίζοντας, και ένα λουλουδάτο άρωμα έφτασε ως τα ρουθούνια μου. Στην πραγματικότητα δεν είχε λόγο να ανησυχεί, μια που με κρατούσε τόσο σφιχτά που δε μπορούσα ούτε να κουνηθώ.

«Α, συγγνώμη.»

Η Νογκιζάκα-σαν με άφησε βιαστικά, και είχα πάλι ελευθερία κινήσεων. Όμως για κάποιο λόγο, ξαφνικά ένιωσα ένα ίχνος απογοήτευσης.

«Ας μείνουμε όπως είμαστε τώρα. Σε παρακαλώ μόνο να μη μ’αφήσεις μόνη, εντάξει;»

Η Νογκιζάκα-σαν με κοίταξε στα μάτια και μου ζήτησε να μείνω κοντά της ενώ εξακολουθούσε να μου κρατάει το μπράτσο. Έγνεψα καταφατικά καθώς προχωρούσαμε προς τον πάγκο επιστροφής βιβλίων.

Ήταν περίπου πενήντα μέτρα τον πάγκο, και προχωρήσαμε προσεκτικά προς τα εκεί.

Κατά τη διάρκεια αυτού του σύντομου ταξιδιού, το ωραίο πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν σχεδόν άγγιξε το δικό μου μια δυο φορές. Τα γοητευτικά κεχριμπαρένια μάτια της, το αψεγάδιαστο λευκό δέρμα, και τα ρόδινα χείλη της έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα μετά από κάθε κοντινή επαφή...Μήπως έχω αρρυθμίες;

«Ααχ!»

Η Νογκιζάκα-σαν μάλλον είχε σκοντάψει πάνω σε κάτι...και από ό,τι φαινόταν ήταν πάλι εκείνη η καρέκλα διαβάσματος, σωστά; Έχασε την ισορροπία της, αλλά ευτυχώς κατάφερε να κρατηθεί και να μην πέσει λίγο πριν το πρόσωπό της γίνει ένα με το πάτωμα. Παραλίγο!

«Πώς βρέθηκε αυτή η καρέκλα εδώ...»

Πώς μπορούσε να λέει κάτι τέτοιο, αφού η καρέκλα ήταν ανέκαθεν εκεί, και μάλιστα είχε ήδη σκοντάψει άλλη μια φορά πάνω της;

«Πάλι ρεζίλι έγινα, είμαι τόσο αδέξια!»

Χαμογέλασε ντροπιασμένα προτού συνεχίσει να περπατάει, αλλά αμέσως σκόνταψε σε μια άλλη καρέκλα, και αυτή τη φορά έπεσε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα.

«...»

Σκεφτόμουν, μη μου πεις πως...

Η Νογκιζάκα-σαν είναι λίγο...όχι, τρομερά άτσαλη.

«...Από μικρή σκόνταφτα και κουτουλούσα πάνω σε πράγματα όλη την ώρα.»

Η Νογκιζάκα-σαν απάντησε μόνη της στην ερώτηση που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό μου.

«Μπορούσα να πέσω ακόμα και όταν περπατούσα σε ίσιο έδαφος, και μέχρι που έχω πέσει πάνω σε ηλεκτρικούς στύλους και παρκαρισμένα αυτοκίνητα.»

«Μα δεν είσαι καλή στα αθλήματα;»

Γιατί είχα την εντύπωση πως τα πήγαινε πολύ καλά στο μάθημα της γυμναστικής.

«Χμμ.......δε νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με τη φυσική μου κατάσταση.»

«...Μάλλον έχεις δίκιο.»

Ήταν στ’αλήθεια έτσι; Εγώ πάντως ποτέ δεν την είχα δει να σκοντάφτει ή να πέφτει πάνω σε κάτι στο σχολείο μέχρι τότε.

«Συνήθως προσέχω πάρα πολύ...αλλά ίσως επειδή εσύ με έχεις ξαναδεί να σκοντάφτω Αγιάσε-κουν, μάλλον υποσυνείδητα χαλαρώνω την επαγρύπνησή μου, κι έτσι σκοντάφτω συχνότερα.»

Η Νογκιζάκα-σαν χαμογέλασε συνεσταλμένα. Φαίνεται πως καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει τη δημόσια εικόνα της.

«...Αχ, τι κάθομαι και λέω! Πρέπει να επιστρέψουμε το βιβλίο γρήγορα!»

Η κατακόκκινη Νογκιζάκα-σαν ξαφνικά θυμήθηκε την αποστολή μας, και προχώρησε προς τον πάγκο επιστροφής βιβλίων χωρίς να σκοντάψει πουθενά αυτή τη φορά. Όταν έφτασε στον πάγκο, η Νογκιζάκα-σαν άνοιξε αμέσως τον υπολογιστή, που άναψε με ένα ελαφρό βουητό καθώς η οθόνη έδειξε το σύστημα λειτουργίας.

«Έι, κάτι σκέφτηκα μόλις τώρα.»

«Τι;»

«Ακόμα κι αν επιστρέψουμε τώρα το βιβλίο, δε θα καταγραφούν τα δεδομένα καταχώρησης στον υπολογιστή;»

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν ειδικά σχεδιασμένο για το δανεισμό και την επιστροφή βιβλίων σε δανειστικές βιβλιοθήκες, πράγμα που σήμαινε ότι η μέρα και η ώρα κάθε συναλλαγής θα αποθηκεύονταν οπωσδήποτε στον υπολογιστή. Και πιο συγκεκριμένα, στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή. Θα καταγραφόταν επομένως ότι στις εικοσιδύο Απριλίου, στις 23:08, το βιβλίο με κωδικό 1203 (ΑΘΩΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ) επιστράφηκε στη βιβλιοθήκη.

«...»

Η Νογκιζάκα-σαν πάγωσε για λίγα δευτερόλεπτα.

«...Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου αυτό.»

Έι, έι!

«Χμμ...Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος. Ας το δούμε λογικά. Μια που κανείς με τα σωστά του δε θα επέστρεφε ένα βιβλίο μια τέτοια ώρα, πιστεύω πως η βιβλιοθηκάριος θα υποθέσει ότι έγινε κάποιο λάθος στα δεδομένα. Οι άνθρωποι πάντα ψάχνουν κάποιο τρόπο να εξηγήσουν τέτοιες μικρές και ασήμαντες ανωμαλίες.»

Ίσως να είχε δίκιο. Όμως ποτέ δε θα φανταζόμουν ότι είχε μια τόσο απρόσεκτη πλευρά.

«Σε παρακαλώ περίμενε λίγο μέχρι να επιστρέψω το βιβλίο.»

Αφού είπε αυτά τα λόγια, η Νογκιζάκα-σαν συγκεντρώθηκε στην οθόνη του υπολογιστή μπροστά της.

Εγώ δεν είχα κάτι να κάνω, γι’αυτό δε μπορούσα να μην κοιτάξω τη Νογκιζάκα-σαν που είχε τα μάτια της καρφωμένα στην οθόνη.

Γυαλιστερά μαύρα μαλλιά, δέρμα κατάλευκο σαν το χιόνι, κάτω από το αδύναμο φως του φεγγαριού και την αντανάκλαση από το φως της οθόνης το σώμα της έμοιαζε λουσμένο με ένα αχνογάλαζο φως, που την έκανε να μοιάζει μυστηριώδης σαν τη θεά της ίασης των θρύλων. Είναι το όμορφο, έξυπνο, αξιοπρεπές και μουσικά καλλιεργημένο ‘Άστρο της Νύχτας’. Όμως αυτοί οι έπαινοι δεν έμοιαζαν να ταιριάζουν στο κορίτσι που είχα τώρα μπροστά μου.

Γιατί η δική μου εντύπωση για τη Νογκιζάκα-σαν δεν ήταν τέτοια.

Πρωτύτερα, θεωρούσα τη Νογκιζάκα-σαν μια ήρεμη και συγκρατημένη νεαρή κυρία. Και είμαι σίγουρος πως και οι άλλοι συμμαθητές μου έτσι την έβλεπαν.

Όμως τώρα, καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο.

Ποια κόρη πλούσιας και ισχυρής οικογένειας θα έμπαινε παράνομα στο ίδιο της το σχολείο μόνο και μόνο για να επιστρέψει ένα οτάκου περιοδικό;

Και από πάνω θα έκλαιγε και θα σκόνταφτε πάνω σε χίλια δυο πράγματα, και θα γινόταν ρεζίλι με την αδεξιότητά της...

Όμως, συγκριτικά με τη συνήθως τέλεια Νογκιζάκα-σαν, ένιωθα πως η Νογκιζάκα-σαν που έβλεπα τώρα ήταν πιο ‘ανθρώπινη’. Ήταν μια πολύ καλύτερη αίσθηση. Όμως καλύτερα να κρατήσω αυτές τις σκέψεις για τον εαυτό μου! Γιατί η Νογκιζάκα-σαν μάλλον δε θα χαιρόταν γι’αυτό, ακόμα κι αν εγώ πίστευα πως αυτή η πλευρά της ήταν καλύτερη.

«Νογκιζάκα-σαν.»

«Ναι;»

Η Νογκιζάκα-σαν δεν γύρισε το κεφάλι της καθώς εξακολουθούσε να δουλεύει στον υπολογιστή.

«Γιατί ξεκίνησες αυτό το χόμπι...Εννοώ, πώς έγινες οτάκου;»

Τελικά τη ρώτησα! Θεέ μου, τι ήταν αυτό που είπα! Και της είχα ήδη υποσχεθεί πως δε θα ξαναμιλούσα ποτέ γι’αυτό.

«Χμμ, πώς...»

Παραδόξως, η Νογκιζάκα-σαν δε φάνηκε να είχε πειραχτεί καθώς απαντούσε στην ερώτησή μου.

«Να σου πω, κι εγώ η ίδια δεν είμαι σίγουρη, γιατί όταν το συνειδητοποίησα, ήμουν ήδη οτάκου. Όμως...νομίζω, ή μάλλον είμαι βέβαιη πως ‘αυτό’ ήταν η αφορμή για να ξεκινήσω αυτό το χόμπι μου.»

Έφερε ένα δάχτυλο στη γωνιά του στόματός της καθώς ξαναθυμόταν τι ήταν το ‘αυτό’.

«Συνέβη κάπου έξι χρόνια πριν. Επειδή είχα τσακωθεί με τους γονείς μου για όλα αυτά τα μαθήματα που με έβαζαν να κάνω, το έσκασα από το σπίτι και πήγα σε ένα κοντινό πάρκο για να κλάψω. Ο λόγος για τον καυγά ήταν...ότι είχα υποσχεθεί σε κάτι φίλες μου να πάμε να παίξουμε, αλλά η ώρα που είχαμε κανονίσει συνέπιπτε με το μάθημα γιαπωνέζικων χορών μου, και δε με άφησαν να πάω. Ήταν η πρώτη φορά που με είχαν καλέσει να παίξουμε, και είχα χαρεί πάρα πολύ, αλλά αναγκάστηκα να αρνηθώ την πρόσκληση επειδή οι γονείς μου με είχαν γράψει στα μαθήματα γιαπωνέζικων χορών...Είχα στενοχωρηθεί πολύ, γι’αυτό έτρεξα στο πάρκο για να κλάψω με την ησυχία μου. Έκλαιγα και έκλαιγα, χωρίς να δίνω σημασία στις ματιές των περαστικών. Νομίζω πως μάλλον ήθελα να έρθει κάποιος να με παρηγορήσει, αλλά ο κόσμος δεν ήταν τόσο καλός όσο τον νόμιζα μέχρι τότε. Πολλοί άνθρωποι πέρασαν δίπλα μου, αλλά όλοι με αγνόησαν, γιατί τα παιδιά που κλαίνε είναι ενοχλητικά. Όμως...ένας άνθρωπος, ένας μόνο, ήρθε και μου μίλησε.»

Η Νογκιζάκα-σαν είχε ένα απόμακρο βλέμμα, σαν να έβλεπε κάπου πολύ μακριά.

«Αν και ήταν κάπως απότομος, έκανε ό,τι μπορούσε για να με παρηγορήσει. Τα θυμάμαι όλα λες και ήταν χτες. Τότε ήταν που...μου έδωσε να διαβάσω το πρώτο τεύχος του ‘Αθώου Χαμόγελου’.»

Η Νογκιζάκα-σαν συνέχισε με μεγαλύτερη ζωηρότητα.

«Πριν απ’αυτό, δεν είχα διαβάσει ποτέ μάνγκα, κι έτσι ήταν μια καινούρια εμπειρία για μένα...Μέσα σε μια στιγμή, είχα καταμαγευτεί από το περιοδικό. Αυτοί που διαβάζουν μάνγκα αισθάνονται τόση ευφορία, και μάλλον με τράβηξε πολύ αυτού του είδους η ατμόσφαιρα...Και στο τέλος, μέχρι που ζήτησα από αυτόν τον άνθρωπο να μου δώσει εκείνο το πρώτο τεύχος.»

Η Νογκιζάκα-σαν γέλασε.

Ουάου! Τι συγκινητική ιστορία! Πώς μπόρεσε εκείνος ο τύπος να σκεφτεί καν να χρησιμοποιήσει το ‘Αθώο Χαμόγελο’ για να παρηγορήσει ένα κοριτσάκι του δημοτικού! Απίθανος τύπος.

«Υποθέτω πως αυτή ήταν η αρχή για το χόμπι μου. Μετά απ’αυτό, όποτε ήθελα να θυμηθώ αυτή τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, διάβαζα στα κρυφά μάνγκα...και γι’αυτό, μέχρι και σήμερα, το ‘Αθώο Χαμόγελο’ έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.»

Ώστε γι’αυτό ήταν διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο να το δανειστεί από τη βιβλιοθήκη. Ακόμα κι ο Νομπουνάγκα είχε πει ότι τα παλιά τεύχη του ‘Αθώου Χαμόγελου’ ήταν ανεκτίμητα. Νομίζω πως επιτέλους καταλάβαινα γιατί ο Νομπουνάγκα ήταν πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να πετύχει τους στόχους του.

«Ουφ...επιτέλους τελείωσα.»

Άκουσα τον ήχο από το πλήκτρο ENTER που πατιόταν. Φαίνεται πως η αποστολή μας είχε τελειώσει.

Η Νογκιζάκα-σαν επιτέλους πρόσεξε το βλέμμα μου. Καθώς σηκωνόταν από την οθόνη του υπολογιστή, ξαφνικά σταμάτησε να κινείται, σαν παιχνίδι που είχε μείνει από μπαταρία.

«Τι τρέχει; Έχω τίποτα περίεργο πάνω μου;»

Το πρόσωπο της Νογκιζάκα-σαν είχε κοκκινίσει από ντροπή, μια αντίδραση που ποτέ δε θα έβλεπα στην τάξη.

«Όχι...απλώς σκεφτόμουν πως είσαι λίγο παράξενη για κόρη πλούσιας και ισχυρής οικογένειας.»

Της είπα ειλικρινά τη γνώμη μου.

«Χμμ...Νομίζω πως είναι μεγάλη αγένεια να μου το λες απευθείας αυτό...»

Παρόλο που μίλησε έτσι, η Νογκιζάκα-σαν δεν έμοιαζε θυμωμένη. Αντίθετα, μου φάνηκε μάλλον χαρούμενη.

«Κατά τη γνώμη μου...εσύ είσαι πολύ πιο παράξενος από μένα, Αγιάσε-κουν. Ναι, είσαι τόσο παράξενος που είμαι βέβαιη πως θα κέρδιζες όλους τους πανιαπωνικούς διαγωνισμούς παραξενιάς που υπάρχουν.»

«Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.»

Τι είδους διαγωνισμός μπορεί να είναι αυτός!

«...»

«...»

Για μια στιγμή έπεσε σιωπή.

«...Χαχαχαχα!»

«...Χαχαχαχα!»

Και την επόμενη στιγμή, κοιταχτήκαμε στα μάτια και βάλαμε τα γέλια. Ακριβώς τη στιγμή που χτυπούσαν μεσάνυχτα, ένα αντρικό και ένα γυναικείο γέλιο αντήχησαν στην άδεια βιβλιοθήκη! Αν το άκουγε κανείς αυτό, μάλλον θα ήταν η αρχή της νέας εκδοχής των εφτά μυστηρίων του σχολείου. Θα ήταν το ‘Υστερικό γέλιο του ζευγαριού φαντασμάτων στη βιβλιοθήκη τα μεσάνυχτα.’

Ούτε ξέρω πόση ώρα στεκόμασταν εκεί και γελούσαμε.

Όταν τελικά σταματήσαμε να γελάμε, η Νογκιζάκα-σαν μίλησε ξαφνικά με πολύ σοβαρό ύφος.

«Ήμουν σίγουρη...πως όλα είχαν τελειώσει.» Άρχισε ξαφνικά να μιλάει γι’αυτό το θέμα.

«Όλα είχαν τελειώσει;»

«Ναι.»

Η Νογκιζάκα-σαν κατένευσε έντονα.

«Όταν είδες πως είχα δανειστεί το ‘Αθώο Χαμόγελο’, και όταν με είδες να σκοντάφτω και να πέφτω, Αγιάσε-κουν...Νόμισα πως όλοι θα μάθαιναν ότι έχω αυτό το χόμπι, και μετά όλοι θα με κοιτούσαν παράξενα και θα με κορόιδευαν. Στ’αλήθεια πίστευα πως αυτό θα γινόταν.»

Είχε δίκιο. Αν και εγώ δεν το έκανα γιατί ερχόμουν τακτικά σε επαφή με τέτοιου είδους πράγματα λόγω του Νομπουνάγκα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στην κοινωνία που περιφρονούν όσους έχουν τέτοια χόμπι. Αν μάθαινε κανείς ότι το ‘Άστρο της Νύχτας’ ήταν οτάκου, σίγουρα θα το διέδιδε σε όλο το σχολείο χωρίς κανένα δισταγμό.

Για μισό λεπτό. Τα λόγια της Νογκιζάκα-σαν μοιάζουν να υπονοούν ότι...

«Νογκιζάκα-σαν, νόμισες πως θα πήγαινα και θα έλεγα σε όλους ότι είσαι οτάκου;»

Για τέτοιον με πέρασε;

Η Νογκιζάκα-σαν ντροπιασμένα απέφυγε τη ματιά μου.

«Λυ...λυπάμαι πολύ! Είναι επειδή δεν ήξερα τι άνθρωπος είσαι! Γι’αυτό δε μπορούσα να αρνηθώ την πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Και δεν είχα μιλήσει σχεδόν ποτέ σε αγόρι πρωτύτερα...Γι’αυτό...σε φοβόμουν λιγάκι.»

«Δεν είχες μιλήσει ποτέ σε...»

Η Νογκιζάκα-σαν; Το ‘Άστρο της Νύχτας’; Να κάτι που δε θα φανταζόμουν ποτέ!

«Για κάποιο λόγο, τα αγόρια είναι πολύ συνεσταλμένα μαζί μου, δε μπορούν να χαλαρώσουν όπως με τα άλλα κορίτσια. Μου φαίνεται πως μόνο εσύ μπορείς να μου μιλάς φυσιολογικά, Αγιάσε-κουν.»

Νομίζω πως αυτό συμβαίνει επειδή η Νογκιζάκα-σαν παραείναι όμορφη και τέλεια. Όμως...εγώ δεν είναι ανάγκη να είμαι σαν τους άλλους!

Η Νογκιζάκα-σαν συνέχισε,

«Γι’αυτό λοιπόν πίστεψα στ’αλήθεια πως είχαν τελειώσει όλα για μένα, σε σημείο που σκέφτηκα να το σκάσω για κάποιο μακρινό μέρος...Όμως αποδείχτηκε πως έκανα λάθος, γιατί εσύ κράτησες την υπόσχεσή σου, Αγιάσε-κουν, και δεν είπες σε κανένα για το χόμπι μου, και ακόμα και μετά που έμαθες γι’αυτό, δε με κορόιδεψες. Μου φέρθηκες φυσιολογικά...και μέχρι που με βοήθησες. Αν δεν ήσουνα εσύ, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα έκανα...Νομίζω πως είμαι πραγματικά απαράδεκτη που αμφέβαλλα για σένα στην αρχή, στ’αλήθεια θέλω να το φωνάξω πόσο ηλίθια ήμουν. Ειλικρινά........θέλω πραγματικά να σε ευχαριστήσω μέσα απ’την καρδιά μου, Αγιάσε-κουν.»

Η Νογκιζάκα-σαν στάθηκε μπροστά μου και έκανε μια υπόκλιση για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της.

«Σ’ευχαριστώ.........Σ’ευχαριστώ πολύ για όλα όσα έκανες για μένα!»

Η πόζα της ήταν παρόμοια με αυτή που είχα δει σε εκείνο το περιβόητο περιοδικό πριν λίγες μέρες, αλλά τώρα που την έκανε η Νογκιζάκα-σαν, ήταν μάλλον η πιο χαριτωμένη πόζα του αιώνα...

Πάνω που πήγαινα να χάσω τα λογικά μου...

Φρους, φρους!

«!;»

Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω από τα ράφια.

«Τι...τι θόρυβος........ήταν αυτός;»

Η Νογκιζάκα-σαν με άρπαξε με μια αστραπιαία κίνηση. Συνήθως κανείς αποκτά τέτοια ταχύτητα μόνο όταν πιάσει φωτιά...όχι, ήταν μια σχεδόν υπεράνθρωπη επίδειξη σβελτάδας, σωστά; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος για την αφύσικη επίδειξη δύναμης της Νογκιζάκα-σαν, το θέμα ήταν, πως το μπράτσο μου ήρθε σε επαφή με δυο μαλακές σφαίρες...

«Μοιάζει...μοιάζει σαν να έρχεται από την άλλη μεριά της βιβλιοθήκης, μήπως είναι ο ‘νεκρός αναγνώστης’...»

«Δεν υπάρχουν φαντάσματα...»

Όχι, δεν υπάρχουν...Ή τουλάχιστον ελπίζω πως δεν υπάρχουν.

«Τι να κάνουμε;»

Η Νογκιζάκα-σαν με κοίταξε νευρικά. Εκείνη τη στιγμή είχα τρεις επιλογές. Πρώτον, κάτω από την επίδραση της, ομολογουμένως αρκετής περιέργειάς μου, να πάω να δω τι ήταν αυτό. Δεύτερον, να παραμείνω ψύχραιμος και να το σκάσω. Τρίτον, να κάνω πως φοβήθηκα και να εκμεταλλευτώ την κατάσταση για να αγκαλιάσω τη Νογκιζάκα-σαν. Προσωπικά, ήθελα να διαλέξω την τρίτη επιλογή, αλλά...Όχι αυτό δεν είναι παρά η δική μου φαντασίωση, και θα μπορούσα να βρεθώ κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση.

Λογικά, θα έπρεπε να διαλέξω τη δεύτερη επιλογή, αφού μάλιστα είχαμε ήδη κάνει αυτό για το οποίο είχαμε έρθει. Δεν υπήρχε λόγος να σκαλίζουμε κάτι που δε μας αφορούσε.

«Αχ, Αγιάσε-κουν...»

«Θα πάω να ρίξω μια ματιά, περίμενέ με εδώ.»

Με αγκάλιασε σφιχτά από τη μέση.

«Θα έρθω μαζί σου.»

«Μα, μπορεί να δεις κάτι τρομακτικό...»

«Θα φοβηθώ περισσότερο αν μείνω εδώ μόνη μου.»

Δίκιο είχε.

«Τότε, πάμε μαζί;»

«Ε...Εντάξει...»

Οι δυο μας ξεκινήσαμε να βαδίζουμε προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακουστεί ο παράξενος ήχος.

«Νομίζω...πως ακούστηκε από το ράφι με τις παρτιτούρες.»

«Παρτιτούρες;»

Έχουμε και παρτιτούρες στη βιβλιοθήκη μας; Μου είχε φανεί κάπως παράξενο που είχαν το ‘Αθώο Χαμόγελο’, αλλά βέβαια δεν ήταν και τόσο περίεργο να έχουν και παρτιτούρες.

«Κάπου εδώ είναι.»

Κάτω από την καθοδήγηση της Νογκιζάκα-σαν, πάνω που πλησιάζαμε στη γωνία του εν λόγω ραφιού...

Ντανγκντανγκντανγκ.........

Ακούσαμε ένα ήχο διαφορετικό από τον προηγούμενο.

Φρους φρους...

Και μετά ακούστηκε ο ήχος ενός βιβλίου που έπεφτε στο πάτωμα.

«Ααχ...»

Η Νογκιζάκα-σαν άρπαξε το χέρι μου ενώ βούλωνε τ’αυτιά της με μια αναπάντεχη ευλυγισία.

«Νομίζω πως...»

Με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.

«Πρέπει να είναι ο ‘νεκρός αναγνώστης’...Αγιάσε-κουν! Λέω να φύγουμε γρήγορα από δω!»

«Όχι, περίμενε ένα λεπτό...»

Ο ήχος από τα βιβλία που έπεφταν στο πάτωμα σταμάτησε, αλλά τη θέση του πήρε ένας άλλος ήχος. Ντινγκντανγκντανγκντινγκντανγκντανγκ...Σαν γνωστός μου φάνηκε. Α...λες να ήταν ‘αυτό’!

«Αχ, Αγιάσε-κουν!»

Πήγα μέχρι το ράφι και είδα πως τα συμπεράσματά μου ήταν σωστά.

«...Κινητό είναι.»

Ένα λευκό αντικείμενο ήταν πάνω στο ράφι με τις παρτιτούρες, και καθώς δονούνταν έριχνε τις παρτιτούρες πάνω στο ράφι. Γιατί ήταν ένα κινητό που δεχόταν κλήση.

«...Μου φαίνεται πως κάπου το έχω ξαναδεί αυτό.»

Είχε ένα μπρελόκ κρεμασμένο πάνω του με τη λέξη ΓΙΟΥΚΑΡΙ με αγγλικούς χαρακτήρες. Μα ναι! Δεν είχε πει αυτή ότι είχε χάσει το κινητό της; Φαίνεται πως το είχε ξεχάσει εδώ όταν ήρθε να δανειστεί παρτιτούρες. Πραγματικά ξέρει πώς να προκαλεί αναστάτωση! Αποφάσισα να της το επιστρέψω την επομένη και το έκλεισα για να σταματήσω τον ενοχλητικό θόρυβο.

«Νογκιζάκα-σαν, όλα είναι εντάξει, βρήκα την πηγή του θορύβου.»

Φώναξα την κάτωχρη Νογκιζάκα-σαν που κρυβόταν τρέμοντας πίσω από το ράφι. Μάλλον επειδή οι παράξενοι θόρυβοι είχαν σταματήσει, η Νογκιζάκα-σαν έμοιαζε να είχε ξεφοβηθεί κάπως καθώς ερχόταν αργά προς το μέρος μου.

«Ξέρεις τι έκανε αυτούς τους θορύβους;»

«Ναι, αυτό εδώ τα έκανε όλα.»

Της έδειξα το λευκό κινητό που είχε το αντίθετο χρώμα από την καρδιά της ιδιοκτήτριάς του, κι αυτή έπεσε καταγής σαν να μην την κρατούσαν άλλο τα πόδια της.

«Αχ, νιώθω τόσο αδύναμη τώρα που χαλάρωσα.»

Η Νογκιζάκα-σαν έμοιαζε να είχε κατατρομάξει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον τόσο φοβισμένο, και αυτός ο κάποιος ήταν το ‘Άστρο της Νύχτας’...Ήταν μια σκηνή σαν βγαλμένη από φαρσοκωμωδία.

«Χα...»

Δε μπόρεσα να μη γελάσω. Βλέποντας πως γελούσα μαζί της, η Νογκιζάκα-σαν φούσκωσε τα μάγουλά της με θυμό.

«Γιατί...γιατί γελάς! Πού το βλέπεις το αστείο; Δεν το έκανα επίτηδες, ήταν επειδή...επειδή ήταν πολύ τρομακτικό!»

Είπε τσατισμένη, αλλά σύντομα σταμάτησε.

«Πραγματικά........είσαι πολύ παράξενος άνθρωπος.»

«Κι εσύ το ίδιο!»

Και μετά κοιταχτήκαμε και ξαναρχίσαμε να γελάμε, να γελάμε τόσο δυνατά που πρέπει να μας άκουγαν μέχρι έξω απ’το σχολείο.

Λες να ακούγαμε μια καινούρια εκδοχή των εφτά μυστηρίων του σχολείου αύριο στο σχολείο;


5[edit]

Επιτέλους είχαμε τελειώσει την αποστολή μας.

Καθώς βγαίναμε από την πύλη του σχολείου, η Νογκιζάκα-σαν υποκλίθηκε βαθιά μπροστά μου.

«Σ’ευχαριστώ τόσο πολύ για σήμερα, Αγιάσε-κουν, μου έσωσες τη ζωή. Ίσως...να μην ήταν και πολύ νόμιμο αυτό που κάναμε σήμερα, αλλά το χάρηκα πολύ.»

Ήταν διασκεδαστικό. Ναι, αυτός ο χαρακτηρισμός δεν του ταίριαζε και πολύ, αλλά δεν ήταν και εντελώς λάθος. Γι’αυτό μπόρεσα να απαντήσω με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Παρακαλώ, κι εγώ το διασκέδασα.»

Αυτά ήταν τα πραγματικά μου αισθήματα.

«Μπορείς...να με λες απλώς Χάρουκα.»

Μου ζήτησε ντροπαλά η Νογκιζάκα-σαν.

«Λέω πως, μπορείς να με φωνάζεις με το μικρό μου. Νιώθω σαν ξένη όταν με αποκαλείς Νογκιζάκα-σαν. Όχι, είμαι ξένη, αχ, δεν εννοούσα αυτό...λυγμ, δεν τα καταφέρνω καθόλου σ’αυτά...τέλος πάντων, θα ήθελα να με λες Χάρουκα και όχι Νογκιζάκα-σαν.»

Το εννοούσε αυτό που έλεγε.

Χμμ...δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο αναστατωμένη, αλλά αφού αυτή ήταν που μου ζήτησε να τη φωνάζω με το μικρό της, δε νομίζω πως υπήρχε πρόβλημα. Για να είμαι ειλικρινής, το θεωρούσα τιμή μου να μπορώ να τη φωνάζω με το μικρό της.

«Κατάλαβα, λοιπόν θα σε λέω απλώς...Χάρουκα.»

«Ναι!»

Η Νογκιζάκα-σαν έγνεψε χαρούμενα...Όχι, πρέπει να την λέω Χάρουκα από δω και πέρα. Εκείνη τη στιγμή, η Χάρουκα ήταν απίστευτα χαριτωμένη.

«Τότε κι εσύ πρέπει να με λες Γιούτο, όλοι οι καλοί μου φίλοι έτσι με φωνάζουν.»

Για κάποιο λόγο, εκείνη τη στιγμή ξαφνικά ντράπηκα και γύρισα αλλού το κεφάλι μου.

«Καλοί φίλοι...»

Μουρμούρισε η Χάρουκα και μετά χαμογέλασε ξανά, ένα ειλικρινές χαμόγελο βγαλμένο απ’την καρδιά της που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στην τάξη.

«Εντάξει, Γιούτο, σε παρακαλώ να με προσέχεις από δω και πέρα.»



Κι έτσι, ξεκίνησε η σχέση μου με τη Χάρουκα Νογκιζάκα.


Πίσω σε Πρόλογος Επιστροφή σε Αρχική Σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 2