Nogizaka Haruka no Himitsu (Greek):Volume1 Chapter2

From Baka-Tsuki
Revision as of 21:15, 21 May 2011 by Eirini kl (talk | contribs)
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 2


0

Ήταν μια καυτή Κυριακή του Μαΐου.

Στεκόμουν μπροστά από ένα κατάστημα που βρισκόταν στο μεγαλύτερο δρόμο μαγαζιών με ηλεκτρονικά στην Ιαπωνία.

Κοιτώντας το παράξενο θέαμα μπροστά μου, δεν μπόρεσα να μην αφήσω ένα σιωπηλό αναστεναγμό.

«...Γιατί δε βγήκε ακόμα; Τόση ώρα παίζω...»

Ένα πανέμορφο κορίτσι μουρμούρισε με απογοήτευση στα μάτια της γέρνοντας το κεφαλάκι της στο πλάι.

Αυτή η έκφραση δεν ήταν και τόσο παράδοξη, μια και το όμορφο κορίτσι είναι, κατά βάση, άνθρωπος (αν και αρκετοί θα διαφωνούσαν ως προς αυτό), και μοιάζει να βασανίζεται από ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, το πράγμα δεν ήταν και τόσο περίπλοκο, απλώς...

Απλώς, η ουσία του προβλήματος είναι.......το αντικείμενο που το όμορφο κορίτσι κρατούσε στο δεξί της χέρι, και το αντικείμενο μπροστά στα μάτια της.

«Πάλι δεν το πέτυχα...»

Τα ντελικάτα δάχτυλα κρατούσαν σφιχτά ένα σφαιρικό αντικείμενο κάπου 6 εκ. σε διάμετρο, που είχε βγει από ένα μηχάνημα με κερματοδέκτη. Αυτό και άλλα παρόμοια αντικείμενα έβγαιναν το ένα πίσω από το άλλο εδώ και αρκετή ώρα, από κάτι που ο απλός κόσμος αποκαλεί μηχάνημα με κάψουλες.

«Τι παράξενο...»

Κάθε φορά που τσέκαρε το παιχνίδι μέσα στην ωοειδή κάψουλα, η φωνή της Χάρουκα γινόταν όλο και πιο αδύναμη, αλλά παρόλα αυτά, το χέρι που γύριζε συνεχώς το χερούλι του μηχανήματος δεν εννοούσε να σταματήσει. Ποιος θα φανταζόταν ότι είχε τέτοια προδιάθεση για εθισμό στο τζόγο.

«Άλλη μια φορά...Σίγουρα θα το πετύχω την επόμενη φορά...»

Τέλος πάντων...Αυτό το πανέμορφο κορίτσι που έριχνε μανιωδώς κέρματα στον κερματοδέκτη του μηχανήματος με κάψουλες λες και εξαρτιόταν η ζωή της απ’αυτό προκαλούσε στους άλλους μια αφόρητη αίσθηση αντιφατικότητας. Όλοι όσοι περνούσαν δίπλα μας άθελά τους γύριζαν να κοιτάξουν το περίεργο θέαμα που παρουσιάζαμε.

«Χάρουκα...Αρκετά δεν έπαιξες;»

Ήδη υπήρχαν πάνω από δέκα κάψουλες που κυλούσαν στο έδαφος γύρω της, αλλά η Χάρουκα εξακολούθησε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.

«...Μα η Άκι-τσαν που παίζει πιάνο δε βγήκε ακόμα...»

Με άλλα λόγια, δε θα φύγουμε από δω αν δε βγει η Άκι-τσαν που παίζει πιάνο; Αχ βρε Χάρουκα, μην πέφτεις στην παγίδα των ύπουλων εμπορικών τεχνασμάτων......

«...»

Κλανκ κλανκ, ακούστηκε πάλι ο μοχλός. Η Χάρουκα κοίταξε το αντικείμενο μέσα στην κάψουλα και συνοφρυώθηκε έντονα με πένθιμο ύφος.

«Πάλι δεν το πέτυχα...»

Δεν ήξερα πια τι να κάνω και κοιτούσα αβοήθητος τη Χάρουκα να ρίχνει το ένα κέρμα μετά το άλλο στο μηχάνημα, μόνο και μόνο για να αφήνει κάθε φορά ένα αναστεναγμό βαθύ σαν το Ρήγμα Μαριάνα.

Τι κάνω...Τι κάθομαι και κάνω εδώ!

Ούτε εγώ ο ίδιος δεν καταλαβαίνω. Είχα μια τόσο σπάνια ευκαιρία να πάω για ψώνια με τη Χάρουκα, πώς έγινε και καταλήξαμε εδώ; Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα μια ακατανίκητη ανάγκη να ξανασκεφτώ την απόφασή μου να ακολουθήσω το νέο δρόμο που ανοίχτηκε στη ζωή μου, που είχα πάρει πριν από ένα μήνα περίπου.

Πώς βρέθηκα εγώ σ’αυτή την κατάσταση;

Θα πρέπει να αρχίσω...από τρεις μέρες πριν.

1

Όταν τέλειωσαν οι διακοπές της Χρυσής Εβδομάδας, όλοι στο σχολείο άρχισαν να ετοιμάζονται με φούρια για τις επερχόμενες εξετάσεις του τριμήνου. Μια μέρα, μετά το σχολείο, η καθηγήτρια μουσικής που ήταν και αναπληρώτρια υπεύθυνη καθηγήτριά μου, με είχε μισοϋποχρεώσει να κάνω το βοηθό της (για την ακρίβεια με έβαλε να καθαρίσω τις τουαλέτες του προσωπικού ολομόναχος). Όταν γύρισα στην τάξη, λαχανιασμένος από την κοπιαστική εργασία, βρήκα ένα σημείωμα στο συρτάρι του θρανίου μου.


«Αν έχεις χρόνο μετά το σχολείο, έλα στο δωμάτιο μουσικής, έχω κάτι να σου πω.»


Πώς βρέθηκε αυτό το γράμμα στο συρτάρι μου; Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν άψογος, δε θα μου έκανε καμία εντύπωση αν οποιοσδήποτε άλλος το περνούσε για ερωτικό ραβασάκι ή κάτι ανάλογο.


«...»


Είχε μόνο ένα ελάττωμα αυτό το γράμμα. Ένα ζώο με μάτια δαίμονα (ήταν ζώο, σωστά;) ήταν ζωγραφισμένο δίπλα στις λέξεις. Αν ένα αθώο παιδί έβλεπε κατά τύχη αυτό το σχέδιο, η ψυχούλα του θα τραυματιζόταν ανεπανόρθωτα και θα καταλάβαινε για πρώτη φορά την απανθρωπιά του κόσμου έξω απ’το καταφύγιο του σπιτιού του.


Μια ματιά μου έφτασε για να καταλάβω ποιος ήταν ο συγγραφέας του γράμματος. Μόνο ένα άτομο ήξερα που μπορούσε να φτιάχνει τέτοια σατανικά σκίτσα.


«Έπρεπε να το περιμένω...η Χάρουκα.»


Όπως το φαντάστηκα, η υπογραφή στο γράμμα ήταν ‘Νογκιζάκα Χάρουκα’.


Είναι η συμμαθήτριά μου, η πολυτάλαντη κόρη πλούσιας και ισχυρής οικογένειας, αυτή που όλοι φωνάζουν το ‘Άστρο της Νύχτας’, το πιο διάσημο κορίτσι στο σχολείο με τριψήφιο νούμερο μελών στο φαν κλαμπ της. Μπορεί να υπάρχουν κάποιοι στο Λύκειο Χακούτζου που να μην ξέρουν το όνομα του λυκειάρχη τους, αλλά κανείς που δεν ξέρει το όνομα της Χάρουκα Νογκιζάκα.


Γιατί κάποιος τόσο διάσημος όσο αυτή, να καλέσει έναν κοινό θνητό σαν εμένα στο δωμάτιο μουσικής μετά το σχολείο; Επειδή ήξερα ένα μυστικό της...


Κοιτάζοντας το ρολόι, είδα ότι ήταν σχεδόν πέντε το απόγευμα, κοντά μιάμισι ώρα μετά το τέλος των μαθημάτων. Αν και δεν είχα κανένα τρόπο να αποφύγω την αγγαρεία που μου φόρτωσαν, φοβόμουν πως η πριγκίπισσά μου μάλλον θα είχε ήδη πάει σπίτι αφού θα περίμενε μάταια τόση ώρα να έρθω.


Έτρεξα στο δωμάτιο μουσικής. Δεν ήταν ψυχή στους φωτισμένους από το ηλιοβασίλεμα διαδρόμους, και οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν από τις αθλητικές λέσχες που έκαναν προπόνηση κάτω από τα παράθυρα.


Αν και ήταν ακόμα Μάιος, έκανε ήδη πολύ ζέστη, τόσο που ακόμα και ένα σύντομο τρέξιμο το απογευματάκι με έκανε να ιδρώνω. Έβγαλα μια πετσέτα από την τσάντα μου και σκούπισα το μέτωπό μου, αποφασίζοντας να πάρω ένα κουτάκι χυμό μάνγκο (περιορισμένη έκδοση ειδικά για το καλοκαίρι) από τους αυτόματους πωλητές αναψυκτικών. Πουφ, τι ζέστη.


Όταν έφτασα στην πόρτα του δωμάτιου μουσικής, μπορούσα να ακούσω ομιλίες εκτός από τον ήχο του πιάνου. Φαινόταν να είναι κόσμος μαζεμένος στο δωμάτιο μουσικής. Μη μου πεις ότι είναι κι άλλοι εδώ εκτός από τη Χάρουκα;


Έσπρωξα τη χοντρή, μονωμένη πόρτα. Από την άλλη μεριά της πόρτας ήταν...ο απαγορευμένος κήπος.


Ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρυσα ήταν η Χάρουκα. Φυσικό ήταν, αφού αυτή ήταν που με κάλεσε. Θα ήταν πρόβλημα αν δεν την έβλεπα εκεί.


Όμως...γιατί υπήρχαν τόσα κορίτσια γύρω από τη Χάρουκα;


Είχαν περικυκλώσει τελείως τη Χάρουκα που έπαιζε πιάνο. Με μια πρώτη ματιά, υπήρχαν πάνω από δέκα κορίτσια από όλες τις τάξεις, από την πρώτη ως την τρίτη λυκείου. Λες να ζήλευαν τη δημοτικότητα του ‘Άστρου της Νύχτας’;


...Μπα, αδύνατον, κανείς ποτέ δε ζηλεύει τη Χάρουκα. Κρίνοντας από τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους καθώς κοίταζαν τα ντελικάτα δάχτυλα της Χάρουκα να χορεύουν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου, προφανώς ξεχείλιζαν από θαυμασμό.


Έτσι έμενε μόνο μια απάντηση. Η Χάρουκα Νογκιζάκα, το ‘Άστρο της Νύχτας’, ήταν εξίσου δημοφιλής με τα κορίτσια όπως ήταν και με τα αγόρια. Με άλλα λόγια, στα μάτια των άλλων κοριτσιών, η Χάρουκα είχε απίστευτη επιρροή. Τόσο που απλώς παίζοντας πιάνο στο δωμάτιο μουσικής μάζευε κόσμο γύρω της.


Στο τέλος του κομματιού, όλα τα κορίτσια χειροκρότησαν με ενθουσιασμό.


«Χάρουκα-σενπάι, αυτό ήταν πολύ ωραίο κομμάτι, πως λέγεται;»


«Αυτό ήταν το ‘Jeux d’eau’ (παιχνίδια του νερού), του Γάλλου συνθέτη Μωρίς Ραβέλ.»


«Ουάου, μπορούσες να νιώσεις στ’αλήθεια το κυμάτισμα του νερού! Εγώ καταγοητεύτηκα.»


«Πραγματικά μου έδωσε την αίσθηση ενός κελαρυστού ρυακιού.»


Τα κορίτσια αντάλλασσαν συνεπαρμένα τις απόψεις τους πάνω στο κομμάτι.


Χμμ...Ώστε αυτός είναι ο κόσμος των κοριτσιών! Ένα λιβάδι με κρίνους ήταν το σκηνικό αυτού του κόσμου, που σε τραβούσε σαν μαγνήτης. Εκείνη τη στιγμή, τα κορίτσια ήταν απασχολημένα να θαυμάζουν τη Χάρουκα, κι αυτή ήταν απασχολημένη να απαντάει στις ερωτήσεις τους, κι έτσι κανείς δεν είχε προσέξει πως είχα μπει στο δωμάτιο...Κάτι που με έκανε να νιώθω παραγκωνισμένος και ασήμαντος.


Δεν είχα άλλη επιλογή από του να ανακοινώσω την παρουσία μου στο δωμάτιο.


«Έι, Χάρουκα!»


Της έγνεψα από τη γωνιά του δωματίου. Όπως το περίμενα...τα λόγια μου άλλαξαν μεμιάς την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο, αν και δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου.


«...Ποιος είναι αυτός;»


«Φώναξε τη Χάρουκα-σενπάι με το μικρό της, τι σχέσεις έχουν;»


«Ο Αγιάσε είναι, από την τάξη 1...»


Πάνω από δέκα δολοφονικές ματιές καρφώθηκαν ταυτόχρονα πάνω μου. Μ...μήπως έκανα κάτι που δεν έπρεπε;


Κρύος ιδρώτας με έλουσε, και άθελά μου έκανα ένα βήμα πίσω. Εκείνη τη στιγμή, η Χάρουκα πρόσεξε επιτέλους την παρουσία μου και μου χαμογέλασε.


«Α, Γιούτο-σαν, ήρθες, συγγνώμη που σε έκανα να περιμένεις!»


«Η Χάρουκα-σενπάι τον φώναξε με το μικρό του...»


«Η Χάρουκα-σενπάι μοιάζει πολύ χαρούμενη...»


«Ποιος νομίζει πως είναι για να κάνει κάτι τέτοιο!»


Οι διαπεραστικές ματιές των κοριτσιών έγιναν ακόμα πιο κοφτερές, και ένιωσα σαν να με έβαλαν να γονατίσω στο χαλί από βελόνες από το ‘Θρύλο του Βασιλιά Αρθούρου’ με ένα βράχο στα γόνατά μου.


«Λυπάμαι πολύ, αλλά είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε. Θα σταματήσουμε εδώ για σήμερα...»


Η Χάρουκα έκλινε απολογητικά το κεφάλι της καθώς τα κορίτσια εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους με φωνές του τύπου ‘Όχι!’, ‘Θέλουμε να ακούσουμε κι άλλο τη σενπάι να παίζει πιάνο’. Παρόλα αυτά, έφυγαν από το δωμάτιο μουσικής, μην τολμώντας να αντιταχθούν στην απόφαση της Χάρουκα.


Καθώς περνούσαν από δίπλα μου, κάποιες μου έριχναν φαρμακερά βλέμματα, κι άλλες πάλι εκτόξευαν χαμηλόφωνα μια ποικιλία θανάσιμων απειλών που ξεκινούσαν από ‘Έτσι και κάνεις τίποτα περίεργο στη Χάρουκα-σενπάι, θα σε μαχαιρώσω!», και έφταναν μέχρι ‘Να προσέχεις όταν περπατάς μόνος σου το βράδυ!’ ή και μέχρι πολύ ακραίες όπως ‘Έχε το νου σου για κανένα αδέσποτο σωλήνα με βιτριόλι!’






«...Τι ήθελες να μου πεις;»


Αφού βεβαιώθηκα ότι οι Ερινύες, τα κορίτσια ήθελα να πω, είχαν όντως φύγει από το δωμάτιο (θα ήταν πολύ επικίνδυνα τα πράγματα αν δεν είχαν φύγει), μπήκα στο θέμα για το οποίο είχα έρθει ως εκεί.


Η Χάρουκα χαμήλωσε το κεφάλι της και με ρώτησε ντροπαλά,


«Γιούτο-σαν...Είσαι ελεύθερος αυτή την Κυριακή;»


«Την Κυριακή; Ναι, δεν έχω κανονίσει τίποτα.»


Αν και αναρωτιόμουν γιατί με ρώτησε κάτι τέτοιο η Χάρουκα, προφανώς δε μπορούσα να της πω ότι είχα να κάνω τη μπουγάδα της βλαμμένης της αδερφής μου τις Κυριακές (και γενικά τις δουλειές του νοικοκυριού). Εν τω μεταξύ, η Χάρουκα πήρε πολύ ευτυχισμένο ύφος μόλις άκουσε την απάντησή μου, και μετά μου έκανε ανήσυχα άλλη μια ερώτηση...


«Τ...Τότε, θα μπορούσες να βγεις μαζί μου;»


«...»


Εκείνη τη στιγμή, το μυαλό μου άδειασε τελείως καθώς προσπαθούσα απεγνωσμένα να επεξεργαστώ το νόημα πίσω από τα λόγια της Χάρουκα.


Γκαχ...


Αυτή η αναπάντεχη πρόταση είχε κυριολεκτικά βραχυκυκλώσει το μυαλό μου. Μη μου πεις πως αυτό ήταν...


«Ραντεβού;»


Η Χάρουκα μόλις μου ζήτησε να βγούμε ραντεβού;


«Όχι όχι όχι, δεν είναι αυτό, όχι ραντεβού...»


Η Χάρουκα έγνεψε έντονα αρνητικά, κατακόκκινη σαν αστακός. Βλέποντας πόσο πεισματικά αρνιόταν ότι επρόκειτο για ραντεβού...ένιωσα ένα τσίμπημα απογοήτευσης.


«Δεν είναι ραντεβού, απλώς ήθελα να αγοράσω κάτι και θα ήθελα να έρθεις μαζί μου.»


Μου εξήγησε η κατακόκκινη Χάρουκα. Αν και έχουμε εξαιρετικά καλές σχέσεις εδώ και ένα μήνα, δεν υπήρχε περίπτωση να μου ζητήσει το ‘Άστρο της Νύχτας’ να βγούμε ραντεβού. Αλλά...από την άλλη, οι περισσότεροι κάτι τέτοιο (να πάνε δυο άνθρωποι για ψώνια μαζί) δε θα το θεωρούσαν ραντεβού;


«Λοιπόν...Λοιπόν τι λες; Φυ...φυσικά αν δε θέλεις, δεν έχεις καμία υποχρέωση να...»


«Όχι, εντάξει είμαι, θα έρθω.»


Απάντησα πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός.


Όποιος τολμούσε να αρνηθεί μια πρόσκληση από τη Χάρουκα θα του άξιζε να τον φάνε χίλιοι δαίμονες.


«Αλήθεια;»


Ξαφνικά η Χάρουκα άστραψε από χαρά.


«Σε...σ’ευχαριστώ. Επειδή είναι η πρώτη φορά που θα πάω εκεί, δε θα ένιωθα καθόλου ασφαλής μόνη μου...Αναρωτιόμουν τι θα έκανα αν αρνιόσουν, Γιούτο-σαν.»


Χμμ, για κάποιο λόγο θα δεχόμουν με μεγάλη μου χαρά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πετούσα στα σύννεφα από τη χαρά μου.


«Όταν λες για ψώνια, εννοείς...;»


Όταν έκανα αυτή την κρίσιμη ερώτηση, μου απάντησε με ένα τόσο ωραίο χαμόγελο που θα έκανε κάθε έφηβο αγόρι στο δρόμο να ερωτευτεί το ‘Άστρο της Νύχτας’.


«Ναι, στην Ακιχαμπάρα.»


Εντάξει...Τα καταλάβαινα όλα τώρα. Αυτό είναι το μυστικό της Χάρουκα Νογκιζάκα. Ο παράξενος δεσμός που την ενώνει μαζί μου, η αναπάντεχη πλευρά του ‘Άστρου της Νύχτας’ που δε γνωρίζει κανείς εκτός από μένα.


Γιατί...


Πώς να το κάνουμε...η Χάρουκα Νογκιζάκα...είναι οτάκου.

2

Κι έτσι ήταν που αποφάσισα πώς θα περνούσα εκείνη την Κυριακή μου.


Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν και τόσο ενθουσιασμένος.


Φυσικά, δεν ήταν ότι δεν ήθελα να περάσω την Κυριακή παρέα με τη Χάρουκα. Θα έπρεπε να πετάω από χαρά γι’αυτή της την πρόσκληση, μια που έτσι θα περνούσα την Κυριακή μόνος μου με το ‘Άστρο της Νύχτας’, κάτι που ήταν σαφώς καλύτερο από το να πλένω ρούχα στο σπίτι. Και η Χάρουκα είναι πανέμορφη, άρα θα έπρεπε να είμαι στον έβδομο ουρανό και μόνο που θα ήμουν μαζί της.


Ο λόγος για την έλλειψη ενθουσιασμού μου ήταν ότι μέχρι σήμερα είχα μόνο κακές αναμνήσεις από την Ακιχαμπάρα.


Εκείνη η μέρα ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που βρισκόμουν στην Ακιχαμπάρα. Οι δυο προηγούμενες φορές ήταν μάλλον οδυνηρές εμπειρίες, και λίγα λέω...βέβαια γι’αυτό δεν έφταιγε η Ακιχαμπάρα αλλά ο ηλίθιος που με κουβάλησε εκεί. Όμως οι τραυματικές αναμνήσεις που είχα από τις δυο πρώτες επισκέψεις μου στην Ακιχαμπάρα δεν ήταν δυνατό να φύγουν τόσο εύκολα.


Την πρώτη φορά που είχα έρθει εδώ πήγαινα στην πρώτη δημοτικού.


Τότε είχα δεχτεί την πρόσκληση του Νομπουνάγκα, και άφησα την ασφάλεια του σπιτιού μου για να έρθω σ’αυτό τον πελώριο δρόμο με τη διάθεση να ζήσω την περιπέτεια. Όμως μόλις μια ώρα αργότερα, είχα μετανιώσει πικρά γι’αυτή μου την απόφαση.


Γιατί χάθηκα.


Ήμουν ολομόναχος μέσα στον πολύβουο, κατάμεστο από ανθρώπους δρόμο.


Ο λόγος γι’αυτό ήταν απλούστατα ότι ο τύπος που με είχε φέρει μέχρι εκεί ξέχασε εντελώς την ύπαρξή μου με το που έτρεξε να αγοράσει τα πράγματα που ήθελε. Είχαμε την ίδια ηλικία, όμως αυτός στην Ακιχαμπάρα ένιωθε σαν στο σπίτι του, ενώ εγώ από την άλλη έχασα τελείως τον προσανατολισμό μου μόλις βρέθηκα εκεί (κάτι που μου συμβαίνει αρκετά συχνά), κι έτσι δεν άργησα να χαθώ.


Κι αφού είχα χαθεί, προφανώς δε μπορούσα να βρω το δρόμο για το σταθμό του τραίνου.


Μετά από δυο ατέλειωτες ώρες κλαυθμού και οδυρμού, με περιμάζεψε ένας αστυνομικός και με βοήθησε να πάω σπίτι μου.


Η δεύτερη φορά ήταν μετά από λίγα χρόνια, όταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού.


Αν και είχα ορκιστεί να μην ξαναπατήσω ποτέ στην Ακιχαμπάρα, για μια ακόμα φορά δέχτηκα την πρόσκληση του φίλου μου. Και για μια ακόμα φορά ο τύπος με παράτησε στα κρύα του λουτρού την ώρα που ψωνίζαμε. Εκείνες οι ώρες είναι μια πολύ σκοτεινή περίοδος της ζωής μου ακόμα και τώρα, παρόλο που εκείνη τη φορά κατάφερα να βρω μόνος μου το δρόμο για το σπίτι μου.


Και γι’αυτό ακόμα και τώρα έχω ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας γι’αυτό το δρόμο.


Είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε μπροστά στο σταθμό του τραίνου στην Ακιχαμπάρα. Επειδή ήταν Κυριακή, ο σταθμός ήταν πλημμυρισμένος από κόσμο. Α ναι, η Χάρουκα είχε πει ότι ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε στην Ακιχαμπάρα. Ξαφνιάστηκα όταν το άκουσα, αλλά όταν το ξανασκέφτηκα, δεν ήταν και τόσο περίεργο. Στον ένα μήνα της γνωριμίας μας, γνώριζα ήδη καλά ότι η Χάρουκα ήταν μια όμορφη, έξυπνη, καλόκαρδη και ταλαντούχα κόρη πλούσιας και ισχυρής οικογένειας, πράγμα που σήμαινε ότι σαν οτάκου δεν είχε μεγάλη εμπειρία, αλλά μπορούσα να καταλάβω ότι οι δυνατότητες εξέλιξής της στον τομέα αυτό ήταν μεγαλύτερες κι από το Έβερεστ.


Όπως ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου...


«...Περιμένεις πολλή ώρα;»


Κατά φωνή, όσο εγώ ήμουν απορροφημένος από τις σκέψεις μου, η Χάρουκα είχε ήδη φτάσει.


«Με συγχωρείς, προσπάθησα να είμαι στην ώρα μου...»


«Όχι, δεν άργησες, εγώ ήρθα νωρίς.»


Αλήθεια έλεγα. Για να είμαι ακριβής, ανυπομονούσα τόσο να περάσω τη μέρα με τη Χάρουκα, που σηκώθηκα από τα άγρια χαράματα. Ήμουν ενθουσιασμένος σαν σχολιαρόπαιδο πριν την εκδρομή του σχολείου. Επειδή ντρεπόμουν λιγάκι γι’αυτό, δεν τόλμησα να το πω στη Χάρουκα.


Όμως ακόμα κι έτσι!!!


«...Μμ...»


Σήμερα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τη Χάρουκα με τα καθημερινά της ρούχα...Πώς να την περιγράψω; Είναι πραγματικά απίστευτα χαριτωμένη. Μια λευκή κορδέλα ήταν δεμένη γύρω από τα μεταξένια μακριά μαλλιά της, και φορούσε ένα λευκό φόρεμα δυτικού τύπου και μια κρεμ ζακετούλα, στ’αλήθεια ήταν η απόλυτη ενσάρκωση μιας κόρης πλούσιας και ισχυρής οικογένειας. Τα ρούχα αυτά ενίσχυαν τη γοητεία της τουλάχιστον 2.5 φορές περισσότερο συγκριτικά με τις άλλες κόρες πλουσίων οικογενειών (προσωπική μου άποψη αυτό). Κάθε εκατοστό της ύπαρξής της ανέδινε αριστοκρατικότητα.......Αχ! δεν είχα λόγια για την περιγράψω, γι’αυτό ας πούμε απλώς πως ήταν αρκετά χαριτωμένη για να μαγέψει ολόκληρο το γαλαξία.


«Τι...Τι συμβαίνει; Θα με κάνεις να ντραπώ αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι...»


«Α, συγγνώμη.»


Ανίκανος να αντισταθώ, την κοιτούσα σαν χαμένος. Όμως ο τρόπος που η Χάρουκα ανασήκωσε τις γωνίες των ματιών της και με κοίταξε κοκκινίζοντας ήταν τόσο γλυκός...


Όχι, δε μπορώ να συνεχίσω με τις φαντασιώσεις! Φοβάμαι πως θα πάθω καμιά εγκεφαλική βλάβη αν συνεχίσω έτσι.


Κούνησα βίαια το κεφάλι μου, αποδιώχνοντας όλες τις προηγούμενες σκέψεις μου. Η Χάρουκα από την άλλη, με κοίταξε ανήσυχα.


«...Έχω τίποτα; Είναι η πρώτη φορά που φοράω αυτό το φόρεμα...Μήπως είναι άσχημο;»


«Όχι, και βέβαια όχι.»


Και βέβαια δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο, το φόρεμα ταίριαζε τέλεια στη Χάρουκα.


Η Χάρουκα μπορεί να μην το είχε αντιληφθεί, αλλά απ’την ώρα που εμφανίστηκε, όλα τα μάτια (ιδίως των αντρών) είχαν καρφωθεί πάνω της. Με κάθε ειλικρίνεια, όπου κι αν πήγαινε η Χάρουκα, πάντα θα ήταν το κέντρο της προσοχής του κόσμου. Πάντα ξεχώριζε, σαν ένας υπέροχος κύκνος μέσα σ’ένα κοπάδι από ασχημόπαπα (εμού συμπεριλαμβανομένου).


«Πάμε!»


«Α,ναι.»


Ακούγοντας την πρότασή μου, η Χάρουκα χαμογέλασε ντροπαλά καθώς το φόρεμά της ανέμιζε ελαφρά στον άνεμο. Αυτή η απλή κίνηση έκανε τους πάντες γύρω της να αναστενάξουν με θαυμασμό, γιατί ήταν..........πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ χαριτωμένη.


Τι τυχερός που είμαι που μπόρεσα να την δω έτσι! Φώναξα από μέσα μου καθώς ξεκινούσα μαζί με τη Χάρουκα.





Νομίζω πως πρέπει να εξηγήσω το λόγο για την εξόρμησή μας στην Ακιχαμπάρα.


Όχι, θέλω να πω, προφανώς ήρθαμε για να αγοράσουμε κάτι. Απλώς θα ήθελα να περιγράψω με περισσότερες λεπτομέρειες τι ήταν αυτό που θέλαμε.


Αυτή ήταν λίγο πολύ η συζήτηση που είχα με τη Χάρουκα.


«Να...θέλω να πάρω ένα ασημί Portable Toys Advance.»


Το ‘Portable Toys Advance’ που ανέφερε η Χάρουκα ήταν μια πολύ δημοφιλής φορητή παιχνιδομηχανή, που για συντομία συνήθως την αποκαλούσαν ‘ΡΤΑ’. Από όσο ήξερα, το ασημί ΡΤΑ ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο μοντέλο περιορισμένης έκδοσης, κάτι που ακόμα κι ο Νομπουνάγκα θα ήθελε να αποκτήσει.


«Τότε καλύτερα να πάμε σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, έτσι δεν είναι;»


«Σωστά, νομίζω πως οποιοδήποτε κατάστημα παιχνιδιών ή ηλεκτρονικών θα πρέπει να το έχει. Δεν είμαι και πολύ σίγουρη δηλαδή, απλώς σου λέω τι έγραφε το περιοδικό.»


Δεν είναι και πολύ αξιόπιστη τελικά...


«Τότε πάμε να κοιτάξουμε στα καταστήματα ηλεκτρονικών, μια που σχεδόν όλα τα καταστήματα σ’αυτό το δρόμο είναι καταστήματα ηλεκτρονικών...»


Εδώ που τα λέμε, πιο δύσκολο θα ήταν να βρούμε ένα κατάστημα σ’αυτό το δρόμο που να μην είναι κατάστημα ηλεκτρονικών.


«Λοιπόν ας ξεκινήσουμε από το κατάστημα ηλεκτρονικών σ’αυτή τη γωνία, εντάξει;»


Και πήγα να μας οδηγήσω προς τη σωστή κατεύθυνση.


«Α, περίμενε μια στιγμή.»


Η πρότασή μου απορρίφθηκε.


«Χμμ...ξέρεις, έχω ετοιμάσει κάτι ειδικά για σήμερα.»


Η Χάρουκα ψαχούλεψε για λίγο στην τσάντα της και μετά έβγαλε από μέσα δυο κομμάτια χαρτί.


«Χμμ...Γιούτο-σαν, αυτό είναι το δικό σου, ελπίζω να σου φανεί χρήσιμο...»


«...Τι είναι αυτό;»


«Οδηγός για ψώνια.»


Η Χάρουκα χαμογέλασε περήφανα.


«Αχά...»


Τι στο καλό ήταν αυτό;


«Αυτός είναι ένας οδηγός που έφτιαξα ειδικά για σήμερα. Έχω υπολογίσει ήδη τα μέρη που θα επισκεφτούμε, τη διαδρομή που θα ακολουθήσουμε, και την αναμενόμενη ώρα άφιξής μας σ’αυτό το χαρτί, οπότε είναι ένας γενικός χάρτης. Έφαγα τρεις ώρες για να φτιάξω αυτό τον οδηγό, χε χε.»


Η Χάρουκα γέλασε σεμνότυφα.


Ώστε ήταν χάρτης τελικά. Ήταν καλή ιδέα να σχεδιάσει από πριν το πρόγραμμά μας, αλλά αφού έριξα μια ματιά στις μπερδεμένες γραμμές που θύμιζαν έντονα πύθωνες που πάλευαν, δεν ήμουν και τόσο σίγουρος ότι θα μπορούσε αυτό το πράγμα να περάσει για χάρτης.


Προσπάθησα να μη φανερώσω τις ανησυχίες μου καθώς ανασήκωσα τον οδηγό για να τον δω καλύτερα. Αν και είχα χάσει κάθε ελπίδα σε ό,τι αφορούσε το χάρτη, τα άλλα μέρη φαινόντουσαν σωστά φτιαγμένα, οπότε λογικά δε θα χανόμασταν με βάση τις πληροφορίες που ήταν γραμμένες εκεί. Εφόσον θα μπορούσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας χωρίς πρόβλημα, δε νομίζω να υπήρχε κανένα πρόβλημα.


Σύμφωνα με το πρόγραμμα του οδηγού, η Χάρουκα είχε βάλει την αγορά του ΡΤΑ (γύρω στις 5 το απόγευμα) σαν την τελευταία δραστηριότητα της ημέρας.


«Γιατί έβαλες το πιο σημαντικό πράγμα τελευταίο στο πρόγραμμα; Αν θέλεις στ’αλήθεια να το αγοράσεις, δεν πρέπει να το αναζητήσεις νωρίτερα...»


Είχα την εντύπωση ότι ο μέσος Ιάπωνας προσπαθούσε συνήθως να αποκτήσει το αντικείμενο που είχε βάλει στόχο το συντομότερο δυνατό. Ίσως όμως η Χάρουκα να είχε άλλους σκοπούς όταν το έβαλε τελευταίο στο πρόγραμμα, μπορεί να της αρέσει να αφήνει το καλύτερο για το τέλος;


Απαντώντας στην ερώτησή μου, η Χάρουκα μισόκλεισε παιχνιδιάρικα τα μάτια της.


«Αν το πάρουμε στην αρχή της ημέρας, αυτό θα σήμαινε ότι το ταξίδι μας θα έχει τελειώσει. Και είναι κάτι που περίμενα με τόση λαχτάρα...θα είναι κρίμα να τελειώσει έτσι γρήγορα. Κι έπειτα...»


«Κι έπειτα;»


«Κι έπειτα...νομίζω πως είναι καλύτερα να αφήσουμε την πιο σημαντική δραστηριότητα για το τέλος της ημέρας.»


Φαίνεται πως η Χάρουκα είναι απ’αυτούς που αφήνουν το καλύτερο μέρος για το τέλος.




Όπως και να είχε, η αγορά του ΡΤΑ ήταν ο κύριος στόχος της ημέρας.


Όμως πριν απ’τον κύριο στόχο, φαινόταν πως είχαμε αρκετούς δευτερεύοντες στόχους να εκπληρώσουμε. Έτσι οι δυο μας αρχίσαμε τα ψώνια μας στην Ακιχαμπάρα ακολουθώντας το πρόγραμμα.


Αυτό το μέρος...είναι όπως πάντα γεμάτο κόσμο.


Όπου και να γυρίζαμε, βλέπαμε πόστερ από άνιμε και βιντεοπαιχνίδια, ακόμα και μερικές διαφημίσεις σε φυσικό μέγεθος. Εδώ ήταν σαν να περνούσες σε άλλη διάσταση, σου έδινε την αίσθηση ενός τελείως διαφορετικού κόσμου.


«Χμμ...Θα στρίψουμε αριστερά σ’αυτή τη διασταύρωση, θα προχωρήσουμε ευθεία για λίγο, και μετά θα στρίψουμε δεξιά...»


Η Χάρουκα κοιτούσε το χάρτη καθώς με οδηγούσε μέσα απ’αυτό τον περίεργο καινούριο κόσμο.


...Μα πώς τον διαβάζει αυτό το χάρτη; Εμένα αυτός ο χάρτης μου θύμιζε όλο και περισσότερο χέλια με στομάχια μπλεγμένα μεταξύ τους, και ασφαλώς χρειαζόταν κάποιου είδους ταλέντο για να μπορέσει κανείς να σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, χρειαζόταν ακόμα μεγαλύτερο ταλέντο για να μπορέσει κανείς να αποκρυπτογραφήσει αυτό το χάρτη...Αν και εγώ προσωπικά δε θα ήθελα ποτέ να έχω ένα τέτοιο ταλέντο.


«Και αφού στρίψουμε δεξιά εδώ, πρέπει να δούμε ένα άσπρο κτίριο.»


Χάρη στη Χάρουκα, δε χαθήκαμε και φτάσαμε με ασφάλεια σε καθένα από τους προορισμούς μας, εκπληρώνοντας σύντομα όλους τους δευτερεύοντες στόχους μας(ψώνια σε μαγαζιά άνιμε, αγορά ειδών οτάκου κλπ.). Τώρα πηγαίναμε για τον τέταρτο στόχο μας – ένα βιβλιοπωλείο άνιμε.


Καθώς διασχίζαμε τον τεράστιο δρόμο, πέσαμε πάνω σε πολλές μικρές ομάδες ανθρώπων. Υπήρχαν κάπου τριάντα σαράντα άνθρωποι που σχημάτιζαν ουρές έξω από κάποια μαγαζιά. Ίσως να συμμετείχαν σε κάποια εκδήλωση; Μια τόσο ζεστή μέρα, χαρά στο κουράγιο τους. Θα ήθελα να τους κρατήσω τη θέση στην ουρά να πάρουν μια ανάσα για λίγο. Αλλά βέβαια, αυτό δεν ήταν δυνατό.


Καθώς τους κοίταζα,


«Αχ! Αυτό είναι!»


Η Χάρουκα, που στεκόταν δίπλα μου, ξαφνικά έφυγε τρέχοντας. Αχ, όχι πάλι! Στόχος της ήταν ακόμα ένα κατάστημα, και μπορούσα μόνο να κοιτάζω σιωπηλά την ενθουσιασμένη της σιλουέτα που έτρεχε ολοταχώς.


Ήταν ήδη η τρίτη φορά που συνέβαινε αυτό, οπότε δεν με ξάφνιαζε πλέον.


Αργά αργά κατευθύνθηκα προς τα κει που είχε πάει η Χάρουκα.


Η Χάρουκα είχε κολλήσει ολόκληρη πάνω στη βιτρίνα του μαγαζιού.


«Τι όμορφη...»


Η ματιά της ήταν καρφωμένη σε μια φιγούρα ενός κοκκινομάλικου κοριτσιού που έπαιζε πιάνο (η τιμή του ήταν πανάκριβη, εικοσιπέντε χιλιάδες γεν.......) Το ύφος της ήταν σαν ενός νεαρού που περνάει κάθε μέρα από το οργανοπωλείο για να χαζέψει την αγαπημένη του τρομπέτα.


Η Χάρουκα ορμούσε σαν ταύρος μπροστά στο κόκκινο πανί κάθε φορά που έβλεπε κάτι που της άρεσε, αγνοώντας οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της. Ακόμα και μένα δίπλα της με ξεχνούσε εντελώς.


Γι’αυτό και αρκετές φορές ήδη είχα βρεθεί σε μια άβολη κατάσταση κατά την οποία κουβαλούσα κάμποσες τσάντες πράγματα αλλά με είχε εγκαταλείψει η συνοδός μου, κάτι που μου έδινε μια αίσθηση κενού και μοναξιάς.


Γιατί είμαι εδώ; Άρχισα να αναρωτιέμαι το λόγο της ύπαρξής μου εδώ...Όμως όσο περνούσε η ώρα, σιγά σιγά συμφιλιώθηκα μ’αυτό το αίσθημα κενού.


«Δεν είναι ένα είδος ευτυχίας που μπορώ να δω κάτι τόσο χαριτωμένο;»


Ωστόσο, δε με πείραζε και τόσο η εγκατάλειψή μου από τη Χάρουκα τώρα που έβλεπα πόσο ευτυχισμένη ήταν, κάτι που σίγουρα δε θα έβλεπα ποτέ στο σχολείο. Γιατί και μόνο που έβλεπα ένα τόσο αθώο και χαρούμενο ‘Άστρο της Νύχτας’ ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για μένα.


Μετά από ένα τέταρτο, η Χάρουκα ακόμα δεν έδειχνε διατεθειμένη να ξεκολλήσει από τη βιτρίνα.


«Εμμ...αν σου αρέσει τόσο, γιατί δεν το αγοράζεις;»


Αν συνεχιστεί αυτό, θα παρεμποδίσουμε τη λειτουργία του καταστήματος. Όμως όταν έκανα αυτή την πρόταση στη Χάρουκα, μου απάντησε με θλιμμένο ύφος.


«Υπάρχουν τόσα που θέλω να αγοράσω, αλλά...δεν έχω αρκετά χρήματα.»


«Χρήματα;»


Ποιος θα το περίμενε ότι η κόρη μιας οικογένειας πιο πλούσιας κι απ’τον αυτοκράτορα θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο. Κρίνοντας από τον τρόπο ζωής τους, το χαρτζηλίκι της Χάρουκα πρέπει να ήταν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο γεν το μήνα, και το δώρο της για την Πρωτοχρονιά τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια γεν, σωστά;


Όταν τη ρώτησα σχετικά,


«Ό...όχι, κάθε άλλο!»


Η Χάρουκα κούνησε έντονα αρνητικά το κεφάλι της.


«Το χαρτζηλίκι μου είναι πολύ μικρό...Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνω να βάζω στην άκρη λίγα χρήματα κάθε μήνα.»


«Δηλαδή πόσα σου δίνουν το μήνα;»


Ήθελα να μάθω περισσότερα, για να ξέρω για άλλη φορά.


«Να...»


Το ποσό που βγήκε από τα χείλη της Χάρουκα παραδόξως δεν διέφερε και πολύ από το δικό μου χαρτζηλίκι.


«Αυτό κι αν είναι έκπληξη...»


Είχα πραγματικά εκπλαγεί. Η μεγαλύτερη κόρη της πλούσιας και ισχυρής οικογένειας Νογκιζάκα να παίρνει περίπου το ίδιο χαρτζηλίκι με το γιο της μικροαστικής οικογένειας Αγιάσε, που δεν ήξερε ούτε το γενεαλογικό της δέντρο πέρα από λίγες γενιές, αυτό ήταν κάτι που θα ξάφνιαζε τον καθένα.


«Ο πατέρας μου είναι πολύ αυστηρός...Για σήμερα μόνο, έβγαλα μέχρι και το μονάκριβο χαρτονόμισμά μου των δέκα χιλιάδων γεν από το κουτί με τις οικονομίες μου...ακόμα και το γουρουνάκι μου πήγε να συναντήσει τον Κύριο.»


Γουρουνάκι...Τον κουμπαρά της εννοούσε;


«Γι’αυτό δεν μπορώ να ξοδέψω τα χρήματά μου ασυλλόγιστα...Δεν πειράζει, χαίρομαι και μόνο που το κοιτάζω.»


Η Χάρουκα γέλασε χαρούμενα. Στ’αλήθεια καταφέρνει πάντα να κερδίζει τη στοργή των άλλων και μόνο μ’αυτό. Χάρουκα, σου υπόσχομαι να σ’αφήσω να κοιτάξεις τη βιτρίνα όσο θες (τουλάχιστον μέχρι να έρθουν οι υπάλληλοι να μας διώξουν)!