Toradora! (Greek):Volume1 Chapter5

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 5

«Έι, κάνε πιο πέρα το κεφάλι σου! Μου κρύβεις την τηλεόραση!»

Το κεφάλι που έκρυβε τη μισή οθόνη της τηλεόρασης του Ρυουτζί απάντησε χωρίς να γυρίσει,

«Α, σκάσε επιτέλους! Δε μπορείς να κάνεις πιο κει;»

Ήταν η αδιάφορη απάντηση της ανεκδιήγητης Αϊσάκα.

«Τι;! Αυτή είναι η δική μου τηλεόραση, νομίζω!! Έτσι και ξαναπείς κάτι τέτοιο έφυγες όπως είσαι! Απέναντι ακριβώς μένεις έτσι κι αλλιώς!»

«...»

«ΜΗ.ΜΕ.ΑΓΝΟΕΙΣ!!!»

Ακούγοντας την κραυγή του Ρυουτζί η Αϊσάκα εδέησε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι της. Τα μάτια της έλαμπαν ψυχρά κάτω από τις μακριές της βλεφαρίδες.

«Βλέπω τηλεόραση τώρα, μπορείς να μη φωνάζεις; Ααχ~ τα ηλίθια σκυλιά δε μαθαίνουν ποτέ, ε;»

«Τι!!! Που να σε...»

Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Ρυουτζί ήταν ενοχλητική γειτόνισσα. Εκεί που στεκόταν όρθιος μπροστά στο μικρό τραπεζάκι και ήταν έτοιμος να σκουντήσει το άτομο που του έκρυβε την τηλεόραση και είχε αυτοανακηρυχθεί αφεντικό του...

«Ρυου~τσαν...μην τσακώνεστε τώρα~»

Η Γιάσουκο έκανε την εμφάνισή της στο άνοιγμα του φουσούμα και του είπε,

«Χτες η σπιτονοικοκυρά με κατσάδιασε. Είπε πως πάντα κάναμε πολύ θόρυβο, αλλά τελευταία το κακό έχει παραγίνει~»

«Ε, αυτή φταίει γι’αυτό...Έι! Δε φοράς τίποτα;!»

Τα λόγια του Ρυουτζί έκαναν την Αϊσάκα να στραφεί ξαφνιασμένη, και ακόμα και ο Ίνκο-τσαν κοίταξε έκπληκτος τη Γιάσουκο. Παρόλο που τρία ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν κατάπληκτα, αυτή δεν έδινε καμία σημασία...

«Όχι~ βέβαια, χαζούλη. Έτσι φοριέται αυτό~ και βάζω και αυτό από πάνω~»

Φορώντας ένα σχεδόν διαφανές φουστάνι, η Γιάσουκο έστριψε τη μέση της. Στα χέρια της κρατούσε πράγματι ένα κομψό λεοπάρ σακάκι.

«...Ωραίο φόρεμα!»

«Χε χε, όμορφο δεν είναι; Δε νομίζεις, Τάιγκα-τσαν;»

Η Γιάσουκο ανέμισε τη φούστα της χασκογελώντας, ενώ η Αϊσάκα την κοίταζε ανέκφραστη. Ο Ρυουτζί κράτησε την αναπνοή του...

«...Εκεί!»

Η Αϊσάκα έδειξε με το δάχτυλό της τους γοφούς της Γιάσουκο.

«Φαίνεται το κιλοτάκι σου.»

«Γουα...! Πράγματι!»

Ο Ίνκο-τσαν όμως χωρίς να διστάσει σχολίασε,

«Μα είναι καλύτερα έτσι!»

Εμένα μου λες. Ποιος άνθρωπος στον κόσμο θα λάμβανε υπόψη του τη γνώμη ενός πουλιού;! Ο Ρυουτζί που την κοιτούσε με ζαρωμένο μέτωπο, είδε κατάπληκτος τη μητέρα του να ξαναβρίσκει το κέφι της. Για όνομα του Θεού, τον πήρε στα σοβαρά;! Η Γιάσουκο ανασήκωσε τη φούστα της και έκανε μια στροφή με τα εσώρουχά της σε κοινή θέα.

«Τότε θα βάλω αυτό απόψε! Φεύγω, πάω για δουλειά!»

Χαμογέλασε χαρούμενα ενώ τα μεγάλα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, και μετά άρπαξε τη σακούλα με τα ψωμάκια που είχε αγοράσει με το χαρτζηλίκι της. Έγνεψε στα δυο παιδιά γελαστή,

«Λοιπόν, Ρυου-τσαν, Τάιγκα-τσαν, φεύγω τώρα~»

«Εντάξει, να προσέχεις. Μην πιεις πολύ, και αν σε πλησιάσει κανένας ύποπτος τύπος να πάρεις αμέσως τηλέφωνο από το κινητό σου!»

«Ε~ντάξει~! Τάιγκα-τσαν, μην αργήσεις να πας σπίτι!»

«Έγινε, να προσέχεις.»

Η παλιά πόρτα έκλεισε τρίζοντας, αφήνοντας τον έξω κόσμο έξω από το σπίτι των Τακάσου.

Αυτό που είχε τώρα σημασία, ήταν πολύ απλά...

«Χααα, πάω να βάλω λίγο τσάι.»

«Βάλε μου κι εμένα, και φέρε και κανένα γλυκό.»

«Γλυκό; Γιατί, έχουμε νομίζεις; Μα μόνο το φαΐ σε νοιάζει εσένα; Φέρε τουλάχιστον κι εσύ τίποτα καμιά φορά!»

«...»

«Θα πάψεις επιτέλους να με αγνοείς;»

Σε περίπτωση που δεν το έχετε αντιληφθεί, ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα έχουν πλέον συνηθίσει εντελώς ο ένας τον άλλο...καθώς και την υπόλοιπη οικογένεια του Ρυουτζί. Δεν ήταν δυνατό φυσικά να γίνει διαφορετικά, αφού αυτοί οι δυο ουσιαστικά έμεναν μαζί.

Για να βεβαιωθεί πως δε θα αργούσε να ξυπνήσει η Αϊσάκα, ο Ρυουτζί πήγαινε κάθε πρωΐ στο σπίτι της να την ξυπνήσει. Έπαιρνε μαζί του τα μεσημεριανά που είχε φτιάξει από πριν, και της έφτιαχνε ένα απλό πρωινό ώσπου να ετοιμαστεί.

Όταν πήγαιναν στο σχολείο, πριν φτάσουν στο σημείο όπου συναντούσαν τη Μινόρι άφηναν μια απόσταση μεταξύ τους, και φρόντιζαν να τη διατηρήσουν σε όλη τη διαδρομή από εκεί μέχρι το σχολείο.

Στο σχολείο, καθόντουσαν συχνά και κατάστρωναν σχέδια για να κερδίσουν την καρδιά του Κιταμούρα, και μετά τα έβαζαν σε εφαρμογή...Αν και μέχρι στιγμής είχαν αποτύχει όλα.

Μετά το σχολείο πήγαιναν στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσουν...Στην αρχή ο Ρυουτζί μαγείρευε στο σπίτι της Αϊσάκα, αλλά αυτό γρήγορα αποδείχτηκε πρόβλημα: Αν ήταν μόνο οι δυο τους δε θα υπήρχε θέμα, αλλά ήταν και η Γιάσουκο. Αν ο Ρυουτζί μαγείρευε μόνο για την Αϊσάκα, θα έπρεπε να ξαναμαγειρέψει στο σπίτι του, και ήταν πολύ χρονοβόρο να μαγειρεύει δυο φορές. Θα μπορούσε βέβαια να μαγειρέψει για όλους στο σπίτι της Αϊσάκα και να μεταφέρει τις μερίδες της οικογένειάς του στο σπίτι του, αλλά και αυτό ήταν κουραστικό.

Έτσι αποφασίστηκε να γίνεται το μαγείρεμα στο σπίτι των Τακάσου, και να τρώνε και οι τρεις τους μαζί, και έτσι γινόταν έκτοτε. Εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ κοπιαστικό να προσπαθεί κανείς να κάνει δουλειές σε δυο σπίτια. Παρόλο που η κουζίνα της Αϊσάκα πλέον άστραφτε από καθαριότητα, παραδόξως δεν προσφερόταν και τόσο για μαγείρεμα. Τα μαχαίρια δεν ήταν ακονισμένα και δεν υπήρχαν αρκετά σκεύη, και αυτό εκνεύριζε τον Ρυουτζί.

Παραδόξως, η Γιάσουκο αποδέχτηκε την Αϊσάκα χωρίς δυσκολία, και η Αϊσάκα από την πλευρά της δεν έδινε σημασία στις εκκεντρικότητες της Γιάσουκο. Ερχόταν για να φάει βραδινό και αυτό ήταν όλο. Και όταν έφτανε η ώρα για να πάει η Γιάσουκο στη δουλειά, αυτή και ο Ρυουτζί την χαιρετούσαν και την κατευόδωναν.

Στην αρχή, η Αϊσάκα πήγαινε σπίτι της αμέσως μόλις η Γιάσουκο έφευγε για τη δουλειά, αλλά σιγά σιγά άρχισε να κάθεται πότε βλέποντας τηλεόραση, πότε διαβάζοντας μάνγκα,[1] πότε παίρνοντας κανέναν υπνάκο, πότε προσπαθώντας να μαντέψει τι έκαναν ο Κιταμούρα και η Κουσιέντα...Και ο χρόνος που περνούσε στο σπίτι των Τακάσου γινόταν όλο και περισσότερος...

«...Αχ!»

Χωρίς να το καταλάβει ο Ρυουτζί, η κατάσταση είχε φτάσει σε αυτό το σημείο.

Σκουπίζοντας το σάλιο από το στόμα του, φώναξε αγχωμένος στο άτομο που ήταν στην άλλη πλευρά του μικρού τραπεζιού,

«Έι, Αϊσάκα! Σήκω πάνω!»

«...Χμμμ...;»

Καθώς χουζούρευαν βλέποντας τηλεόραση, τους είχε πάρει και τους δυο ο ύπνος. Ο Ρυουτζί φορούσε τη φόρμα του, ενώ η Αϊσάκα ένα δαντελωτό φουστάνι. Ήταν ξαπλωμένοι πάνω στο τατάμι...και ήταν ήδη 3 το πρωΐ.

«Όπως και να’χει, δεν είναι σωστό να κοιμηθείς στο σπίτι μου, δε νομίζεις; Άντε, σήκω και πήγαινε να κοιμηθείς στο σπίτι σου!»

«... Ουμμμ...»

Δεν ήταν καν σίγουρος ότι τον είχε ακούσει, έτσι όπως ήταν με το πρόσωπο χωμένο στο χαλάκι που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. Η Αϊσάκα έχωσε το χέρι της μέσα στα ρούχα της και άρχισε να ξύνει την κοιλιά της...Που να σε... Ο Ρυουτζί τράβηξε το χαλάκι κάτω από το κεφάλι της.

«Ουχ! ... Ουμμ...»

Καθώς το κεφάλι της Αϊσάκα χτύπησε πάνω στο τατάμι, τα μάτια της άνοιξαν για μια στιγμή. Μετακινήθηκε για λίγο, σαν για να συνηθίσει την αίσθηση του τατάμι, βολεύτηκε σε μια θέση και ξανάρχισε να ροχαλίζει σιγανά.


Ο Ρυουτζί έκατσε σταυροπόδι δίπλα της και έγειρε να κοιτάξει το κοιμισμένο της πρόσωπο...Πώς γίνεται να έχουμε τόσο στενή σχέση! Ίσως να είμαι πια σε θέση να κάνω παρέα με κορίτσια χωρίς πρόβλημα...Μπα! Δεν είναι αυτό! Αυτή δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι, είναι η Τίγρη Μινιατούρα. Ήταν όμως αυτό το κορίτσι που κοιτούσε τώρα πράγματι η τρομερή, ανήμερη Τίγρη Μινιατούρα;

Το σχέδιο από το χαλάκι είχε αποτυπωθεί στο μάγουλό της, και λίγες σταγόνες ζεστό γάλα είχαν ξεμείνει στην άκρη των χειλιών της. Τα μακριά μαλλιά της ήταν απλωμένα στο τατάμι, και όλη η ένταση είχε φύγει από το κοιμισμένο, γαλήνιο πρόσωπο.

«...Έι...Αϊσάκα...Αϊσάκα...ξύπνα!»

Τσιμουδιά. Το μόνο που ακουγόταν στο σιωπηλό δυάρι ήταν ο θόρυβος του ψυγείου. Έμενε ακόμα αρκετή ώρα μέχρι το ξημέρωμα που θα γυρνούσε η Γιάσουκο, και ο Ίνκο-τσαν κοιμόταν βαθιά κάτω από το πανί του κλουβιού του.

«Τάιγκα. Αϊσάκα!»

Το σώμα του Ρυουτζί έριχνε μια μακριά σκιά πάνω στο πρόσωπό της, και μπορούσε να διακρίνει το σφυγμό που χτυπούσε στο λαιμό της. Ο Ρυουτζί σκόπευε να την πλησιάσει και να φωνάξει μέσα στο αυτί της, αλλά καθώς έγειρε μπροστά, ολόκληρο το σώμα του έγινε άκαμπτο σαν ξύλο. Στα ρουθούνια του έφτασε ένα ασυνήθιστο άρωμα, και αυτό το άρωμα ερχόταν από την Αϊσάκα.

«Αν δεν ξυπνήσεις...θα, θα σου επιτεθώ!»

...Φυσικά δεν το εννοώ. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να πω, γιατί να θέλω να κάνω κάτι με την Αϊσάκα; Έπειτα, έχω ήδη ένα κορίτσι που μου αρέσει (τη Μινόρι...) Γι’αυτό ούτε καν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να κάνω κάτι μ’αυτήν... Σοβαρά! ... Στο λόγο μου!

Όμως είναι πολύ ξεροκέφαλη. Αφού δεν ξυπνάει, πρέπει να την τρομάξω λίγο...Απλώς θα πω κάτι για να την ξαφνιάσω, αυτό είναι όλο.

Αυτή όμως εξακολουθούσε να είναι ακίνητη. Και τώρα πρόσεξε μια μικρή κλωστή από το τατάμι πάνω στο λευκό της μάγουλο... Μπορεί να γρατζουνιστεί μ’αυτό σκέφτηκε ο Ρυουτζί. Τίποτα το ύποπτο...από ενδιαφέρον και μόνο...απλώς θα το βγάλω από εκεί... Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε, και αργά αργά άπλωσε το χέρι του...

«ΟΥΜΦ!»

Και εκτοξεύτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

«... Χμμ; Τι...κάνεις;»

«...Τ, τίποτα...»

Αν ήταν σύμπτωση, ήταν ομολογουμένως πολύ περίεργη. Καθώς η Αϊσάκα κύλησε στο πλάι, κινήθηκε και το χέρι της, και η πανίσχυρη γροθιά της έριξε χωρίς να το θέλει ένα άπερκατ στο σαγόνι του Ρυουτζί.

Η Αϊσάκα ξύπνησε επιτέλους και έξυσε το κεφάλι της. Συνοφρυωμένη κοίταξε καχύποπτα τον Ρυουτζί που είχε προσγειωθεί με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω,

«...Περίεργο...γιατί κάνεις τόσο θόρυβο στα καλά καθούμενα; Και τέτοια ώρα μάλιστα. Θες να τ’ακούσεις πάλι από τη σπιτονοικοκυρά;»

«Ά, άφησέ με ήσυχο!»

Αν η Αϊσάκα είχε ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί πιθανότατα θα ήταν νεκρός τώρα. Ακόμα και όταν κοιμάται είναι τρομακτική...

Η Αϊσάκα ήταν πράγματι η Τίγρη Μινιατούρα. Η αγριότητα ήταν στο αίμα της, ήταν ο τύπος του κοριτσιού που θα δάγκωνε όποιον αντίπαλο και αν έβρισκε μπροστά της.

Αν και τώρα την είχε συνηθίσει αρκετά, ο Ρυουτζί Τακάσου ένιωθε πως χρειαζόταν ακόμα κάτι τέτοια συμβάντα πού και πού για να μην το ξεχνάει αυτό.


* * *


Κατάθεση 1

«Είμαι ο Κότζι Χαρούτα από την τάξη 2-Γ και αναφέρω τα εξής: Το είδα με τα μάτια μου, ήταν όταν μπήκα στο σουπερμάρκετ κοντά στο σταθμό για να πάρω κάτι να τσιμπήσω πηγαίνοντας σπίτι μετά τη λέσχη...Αυτοί οι δύο ήταν σίγουρα ο Τακάσου και η Τίγρη Μινιατούρα! Ο Τακάσου κρατούσε ένα καλάθι για ψώνια και διάλεγε τι ψάρι να πάρει, όταν η Τίγρη Μινιατούρα έχωσε ένα κομμάτι κρέας στο καλάθι. Ο Τακάσου αμέσως της φώναξε, «Είπαμε πως θα φάμε ψάρι στον ατμό απόψε!» και έβαλε το κρέας πίσω στο ράφι. Μετά αγόρασαν κρεμμύδια και ραδίκια. Και όταν πήγαν στο ταμείο, ο Τακάσου είπε «βγάλε 1000 γεν από το κοινό μας πορτοφόλι», και αμέσως η Τίγρη Μινιατούρα έβγαλε υπάκουα ένα πορτοφόλι. Είπε «κοινό πορτοφόλι»! Πώς να το πω; Είναι λες και οι δυο τους είναι παντρεμένοι.»

Κατάθεση 2

«Είμαι η Μάγια Κιχάρα, επίσης από την τάξη 2-Γ και αναφέρω: Είδα το συμβάν το πρωΐ καθώς πήγαινα στο σχολείο...Συνήθως πάω με το ποδήλατο... Ξέρετε εκείνη την ολοκαίνουργια αριστοκρατική πολυκατοικία; Κάθε φορά που περνάω από κει, σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν αν έμενα εκεί. Και ακριβώς τη στιγμή που το σκεφτόμουν αυτό, είδα τον Τακάσου-κουν να βγαίνει από κει. Και σκέφτηκα, «Δεν είναι δυνατόν! Εδώ μένει;!» Και τότε είδα την Αϊσάκα να τρέχει πίσω του και να γκρινιάζει, «Ακόμα νυστάζω! Έπρεπε να με είχες ξυπνήσει νωρίτερα!» Δεν πίστευα στα μάτια μου! Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω τους, και είδα τον Τακάσου-κουν να στρέφεται και να της φωνάζει «Πόσες φορές σου φώναξα να ξυπνήσεις;» ...Είναι δυνατόν...μπορεί αυτοί οι δυο να...;»

Κατάθεση 3

«Εμ, είμαι ο Χισαμίτσου Νότο από την τάξη 2-Γ. Με τον Τακάσου είμαστε συμμαθητές από πέρσι, και ακόμα κάνουμε συχνά παρέα. Όμως τώρα τελευταία, ο Τακάσου συνεχώς εξαφανίζεται όποτε θέλω να πάμε μαζί σπίτι. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι στο καλό συμβαίνει. Εχτές ακόμα, επειδή το αγαπημένο μου συγκρότημα έβγαλε καινούργιο δίσκο, σκέφτηκα να πάμε μαζί στο δισκοπωλείο, και πήγα να του το πω την ώρα του μεσημεριανού...Και τότε...Είναι στ’αλήθεια παράξενο, αλλά μου είπε «Περίμενε μισό λεπτό,» και μετά στράφηκε και είπε, «Αϊσάκα, δεν μπορώ να πάω σπίτι μαζί σου σήμερα, εντάξει; Θα γυρίσω στις 8.»...Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Θα γυρίσει; Πού; Και τι θα κάνει εκεί; Και μετά, την ώρα που ήμασταν στο δισκοπωλείο, τον ρώτησα τι σήμαιναν όλα αυτά, αλλά μου απάντησε απλώς, «Μην ασχολείσαι» ... Σίγουρα κάτι τρέχει μ’αυτούς τους δυο!"

Κατάθεση 4

«Είμαι η Μινόρι Κουσιέντα από την τάξη 2-Γ. Υποθέτω πως θα μπορούσε να πει κανείς ότι εγώ και η Τάιγκα είμαστε καλές φίλες, όμως τώρα τελευταία...είναι σαν να μου κρύβει κάτι. Κάθε πρωΐ, συναντιόμαστε στο ίδιο σημείο και πάμε μαζί σχολείο, όμως, πώς να το πω... ο Τακάσου-κουν έρχεται κι αυτός μαζί της...Πάντα βέβαια εμφανίζεται λίγο πιο πίσω και περπατάει σαν να μην την ξέρει. Αυτό σημαίνει ότι οι δυο τους είναι «ζευγαράκι»; Ή ότι «έχουν ορκιστεί να είναι αχώριστοι;» Η Τάιγκα όμως πάντα λέει «Απλώς έτυχε να συναντηθούμε στο δρόμο,» ή «Αλήθεια; Ούτε που τον πρόσεξα.» Εεεμ, παρόλο που χαίρομαι που η Τάιγκα έκοψε την κακή συνήθεια που είχε να παρακοιμάται και να έρχεται καθυστερημένη κάθε τρεις μέρες, όμως... στ’αλήθεια με ενοχλεί αυτή η αίσθηση ότι μου κρύβει κάτι. Και οι δυο τους φαίνεται να συνωμοτούν συνεχώς και στο σχολείο, ένας Θεός ξέρει τι σχεδιάζουν μαζί... Ε; Αυτό είναι το αίσθημα της ζήλειας; Και τότε τι θα απογίνει το σύστημα της γυναικείας αδελφότητας; Και τι θα απογίνει η Rosa Chinensis και η Rosa Gigantea; ... Και τι στην ευχή κάθομαι και λέω;! Αααχ, ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι λέω πια~!!!»


…Ο Ρυουτζί ήταν πάντα ο Ρυουτζί. Τα άγρια μάτια του δημιουργούσαν συνεχώς παρεξηγήσεις και ανυπόστατες φήμες. Πλέον ήταν συνηθισμένος σ’αυτό, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, για να μην πληγώνονται τα αισθήματά του είχε μάθει να αγνοεί τι έλεγαν οι άλλοι γι’αυτόν.

...Η Αϊσάκα ήταν πάντα η Αϊσάκα. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που ποτέ δεν ασχολούνταν με φήμες. Βασικά, δεν ενδιαφερόταν για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό της (με μοναδικές εξαιρέσεις τη Μινορίν και τον Κιταμούρα).

Επειδή και οι δύο ήταν συχνά αντικείμενο κουτσομπολιού, ούτε που το πρόσεξαν ότι οι ψίθυροι γύρω τους είχαν αυξηθεί πολύ τις τελευταίες μέρες.

Στην πάντοτε ανήσυχη τάξη, οι συμμαθητές τους συνεχώς ψιθύριζαν ο ένας στο αυτί του άλλου, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στο ζευγάρι και γνέφοντας: «...Τους είδα με τα μάτια μου να βγαίνουν από το ίδιο κτίριο...», «Στ’αλήθεια τους είδα στο σουπερμάρκετ προχτές...», «Να τους πάλι που ψιθυρίζουν μεταξύ τους...», «Αχ! Πού εξαφανίστηκαν οι δυο τους;» , «Η Τίγρη Μινιατούρα μόλις τώρα φώναξε τον Τακάσου με το μικρό του», «Μήπως ο Τακάσου δεν έχει κότσια, που την λέει ηλίθια σαν να μην τρέχει τίποτα;» , «Και μένει και ατιμώρητος μετά απ’αυτό...», «Ακόμα και τα μεσημεριανά τους είναι ολόιδια!»

Λες ο Ρυουτζί Τακάσου και η Τάιγκα Αϊσάκα να είναι...;

«Ω, να πάρει!»

Φώναξε η μικροσκοπική Τίγρη Μινιατούρα, κάνοντας όλη την τάξη να ανατριχιάσει. Τι έγινε; Έχασε το θήραμά της; Όμως η έκφραση της Αϊσάκα δεν είχε αλλάξει καθόλου.

«Έι, Ρυουτζί! Ξέχασα να σου πω κάτι...»

Η Αϊσάκα πήγε κατευθείαν στο θρανίο του Ρυουτζί, αγνοώντας εντελώς ότι οι συμμαθητές που καθόντουσαν κοντά τους είχαν ήδη πλησιάσει προσπαθώντας να κρυφακούσουν.

«Τι είναι πάλι;»

«Χτες...»

Η φωνή της Αϊσάκα χαμήλωσε...Να πάρει, δεν ακούμε! είπαν οι επίδοξοι παπαράτσι και πλησίασαν περισσότερο.

«...ξέχασα να σου πω...»

Ο Ρυουτζί κάτι μούγκρισε και σήκωσε το κεφάλι του ενώ άκουγε προσεκτικά τη χαμηλή φωνή της Αϊσάκα. Αυτή συνέχιζε να ψιθυρίζει τόσο σιγά ώστε να την ακούει μόνο αυτός, ενώ οι ωτακουστές από δίπλα προσπαθούσαν να πιάσουν ό,τι μπορούσαν από τη συζήτηση.

«...δε θα γυρίσω σπίτι απόψε...»

ΤΙ!; Τα αγόρια πίσω από το θρανίο του Ρυουτζί έμειναν κάγκελο ακούγοντας αυτά τα λόγια. Τι ήταν αυτό που είπε μόλις τώρα; Άρχισαν μανιωδώς να γράφουν σημειωματάκια για να μεταδώσουν και στην υπόλοιπη τάξη αυτά που άκουσαν. Τώρα μόλις είπε ότι δε θα γυρίσει σπίτι απόψε! Όλη η τάξη βουβάθηκε. Αγνοώντας εντελώς τις ματιές γύρω τους, ο Ρυουτζί της απάντησε,

«...όλη τη νύχτα;»

«... Ναι.»

«Τότε... ήδη προετοιμασμένη...»

«... Ναι.»

Δε μπορεί! Δεν είναι δυνατόν! Μπορεί να συμβαίνει αυτό!; Ένα κύμα ψιθύρων σάρωσε την τάξη. Για μια στιγμή, λες αυτοί οι δυο...είπε όλη τη νύχτα...και να είναι προετοιμασμένη...

Καταπίνοντας το σάλιο του, ο μακρυμάλλης Χαρούτα ψιθύρισε σιγανά,

«Ώστε αυτό σημαίνει ότι η Τίγρη Μινιατούρα θα μείνει στο σπίτι του Τακάσου απόψε;»

Ο διοπτροφόρος Νότο που στεκόταν πίσω του, ψιθύρισε εξίσου μαλακά,

«Είπε να είναι προετοιμασμένη... α, αυτό σημαίνει...να κοιμηθούν μαζί; Ω Θεέ μου... αυτό ακούγεται κάπως...»

Ουααα~! Μερικά κορίτσια έβγαλαν πνιγμένες κραυγές έκπληξης. Αυτή μπορεί να είναι η πρώτη γνωστή σεξουαλική εμπειρία αυτής της τάξης! ... Η Μάγια Κιχάρα δήλωσε κοκκινίζοντας ολόκληρη, «Εγώ λέω πως δεν είναι καν η πρώτη τους φορά!». Μερικά αγόρια βόγγηξαν με αγωνία, «Εδώ που τα λέμε, εγώ πάντα έλεγα ότι η Τίγρη Μινιατούρα είναι γλυκούλα... Και ήλπιζα πως δε θα την πάρει κανένας άλλος...» Και άλλοι πάλι πρόσθεσαν, «Κι εγώ το ίδιο. Της έκανα ερωτική εξομολόγηση πέρσι, αλλά μου είπε ορθά κοφτά ότι αν είναι έτσι, καλύτερα όλοι οι άντρες να πάνε στο διάβολο...» Όλο και περισσότεροι άρχισαν να λένε τη γνώμη τους πάνω στο θέμα.

Όλη η τάξη είχε γυρίσει και κοιτούσε το Ρυουτζί και την Αϊσάκα να ανταλάσσουν τα μυστικά τους. Η Αϊσάκα ήταν στραμμένη προς το παράθυρο, έτσι ώστε κανείς δε μπορούσε να δει την έκφρασή της, όσο για τον Ρυουτζί, είχε ζαρώσει τα φρύδια του και είχε πάρει ύφος σαν να προκαλούσε κάποιον σε μονομαχία... μάλλον τον πατέρα της Αϊσάκα.

«Κου, Κουσιέντα, φαίνεται πως κάτι σπουδαίο θα συμβεί στη φιλενάδα σου απόψε!»

Η Κουσιέντα παρέμενε σιωπηλή.

«Κουσιέντα;»

Όσο και να τη χτυπούσαν στην πλάτη ή να τη σκουντούσαν με τους αγκώνες τους τα άλλα κορίτσια, αυτή καθόταν εκεί ακίνητη και κοίταζε επίμονα τον Ρυουτζί και την Αϊσάκα.


Αν και δεν έχει καμία σημασία, για την ιστορία ο πραγματικός διάλογος μεταξύ των δύο ήταν ο εξής:

«Θυμάσαι που η μαμά σου έφυγε χτες χωρίς να φάει; Μου είπε να σου πω ‘ξέχασα να σου πω, δε θα γυρίσω σπίτι απόψε.’ Ο ιδιοκτήτης του μπαρ έχει γενέθλια, και το πάρτι θα κρατήσει μέχρι το πρωΐ.»

«Η Γιάσουκο θα μείνει στο μπαρ; Θα μείνει εκεί όλη τη νύχτα;»

«Ναι, έτσι είπε,»

«Τότε πρέπει να είναι ήδη προετοιμασμένη να υποστεί εκείνο το γέρο Ινάγκε να κλαψουρίζει όλη νύχτα. Πήρε διαζύγιο πέρσι.»

«Ναι, είπε και γι’αυτόν, κάτι του τύπου ‘Αυτός ο Ινάγκε-σαν είναι έτσι κι έτσι...’ ... ΑΑΑΑ! Να πάρει! Μη με χρησιμοποιείς σαν οικογενειακό αγγελιαφόρο, εντάξει;»

«Άμα δε σ’αρέσει, να μην έρχεσαι σπίτι μου να τρως!»

«...»

«Πόσες φορές πρέπει να σου πω να μη με αγνοείς;»


* * *


Ήταν μια απολύτως συνηθισμένη ώρα διαλείμματος στην τάξη 2-Γ. Ο Ρυουτζί Τακάσου διάβαζε το μάνγκα του στο ηλιόλουστο θρανίο του, ενώ η Τάιγκα Αϊσάκα έπινε αργά αργά το γάλα της με μια βαριεστημένη έκφραση που έλεγε καθαρά «Αφήστε με στην ησυχία μου».

Κι όμως, ένα εξαιρετικά γενναίο άτομο πήγε κοντά της και τη σκούντησε ελαφρά στην πλάτη.

«Έι, Τάιγκα...Μήπως έχεις λίγο χρόνο;»

Δεν ήταν άλλη από τη Μινόρι Κουσιέντα. Ώστε θα το κάνει τελικά, ε;... Ολόκληρη η τάξη τώρα είχε στραφεί και κοίταζε την πλάτη της Τίγρης Μινιατούρας.

«Τι σοβαρό ύφος είναι αυτό στα καλά καθούμενα...Έι! Μινορίν;!»

Με μια έκφραση σοβαρότητας τελείως διαφορετική από το συνηθισμένο της ύφος, η Μινόρι έπιασε την Τάιγκα από το γιακά και τη σήκωσε από το θρανίο. Η μικροσκοπική Αϊσάκα φώναξε ξαφνιασμένη,

«Μ, μπορώ να περπατήσω και μόνη μου, δε χρειάζεται να με τραβάς! Θα πέσω!»

«Ακολούθησέ με σε παρακαλώ!»

Προφανώς η Μινόρι ήταν το μοναδικό άτομο στον κόσμο που μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στην Τίγρη Μινιατούρα. Οποιοσδήποτε άλλος, θα είχε φαγωθεί μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Ενώ όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους, η Μινόρι έσυρε την Αϊσάκα στο πάτωμα σαν σακί και διέταξε ένα δεύτερο άτομο,

«... Εσύ. Έλα μαζί μας!»

«... Ε; ... Ε, εμένα λες!:»

Το άτομο που έδειχνε δεν ήταν άλλος από τον Ρυουτζί Τακάσου. Ο Ρυουτζί ένιωσε να πετάει στα σύννεφα που τον φώναξε η Μινόρι... Αν και με φώναξε απλώς «εσύ»... Μισόκλεισε τα μάτια του, λίγο δυσαρεστημένος με τη σκέψη, αλλά κανείς δεν κατάλαβε ότι είχε κατσουφιάσει.

Η ταράτσα του σχολείου ήταν φορτισμένη από ένταση...μπορεί να μη φαινόταν , αλλά αυτή την αίσθηση έδινε.

Ήταν όμορφη μέρα. Τα σύννεφα ταξίδευαν νωχελικά στον ουρανό και χάριζαν ειδυλλιακό τόνο στην ατμόσφαιρα.

«Μ, Μινορίν...;»

«Κουσιέντα;»

Αφού τράβηξε τον Ρυουτζί και την Αϊσάκα μέχρι εδώ, η Μινόρι Κουσιέντα τους γύρισε την πλάτη και έμεινε έτσι... Γουους... Επίσης για κάποιο λόγο είχε φορέσει τη ζακέτα της φόρμας της πάνω από τη στολή της.

Ο Ρυουτζί χαμηλώνοντας τη φωνή του ψιθύρισε στην Αϊσάκα που στεκόταν 30 εκατοστά πιο κάτω,

«Έι...τι στο καλό συμβαίνει εδώ;»

«Πού θες να ξέρω; Κι εγώ πρώτη φορά βλέπω τη Μινορίν με τέτοιο ύφος...λες να έχει θυμώσει για τίποτα;»

Η Αϊσάκα φαινόταν αμήχανη και κάπως μελαγχολική, όμως πήρε την απόφαση να αναλάβει πρωτοβουλία...

Toradora vol01 179.jpg

«Ε, εμμμ...Μ, Μινορίν...;»

Καθώς άπλωνε το χέρι της, η φωνή της κόπηκε. Και όλος ο κόσμος φάνηκε να ακινητοποιείται. Η Μινόρι στράφηκε και με μάτια που άστραφταν πήδηξε ξαφνικά μπροστά στην Αϊσάκα.

«Ουα;!» φώναξε η Αϊσάκα, καλύπτοντας το σώμα της με τα χέρια της. Τι γίνεται εδώ πέρα; Όμως η Μινόρι γλίστρησε αθόρυβα δίπλα από την Αϊσάκα και...

«ΤΑΚΑΣΟΥ---------ΚΟΥΟΥΟΥΟΥΝΝΝΝ---!!!»

«ΟΥΑΑΑ;!»

Η Μινόρι γλίστρησε λίγα μέτρα μπροστά από τον Ρυουτζί και γονάτισε ταπεινά μπροστά του.

Με τη σκόνη να έχει σηκωθεί σύννεφο γύρω της και τη ζακέτα της να ανεμίζει στον αέρα, είπε...

«Από δω και πέρα σου εμπιστεύομαι την Τάιγκά μου! ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩΩΩΩΩ-----! Να την προσέχεις πολύ!!!»

Φώναξε με μια φωνή που έσκισε τον ουρανό.

«...Ε;! Τι...; ΕΕΕΕΕΕ;!»

Η Μινόρι υποκλίθηκε βαθιά με τα χέρια της στο πάτωμα και τα δάχτυλά της να αγγίζουν το μέτωπό της. Ο Ρυουτζί είχε μείνει άναυδος από όλα αυτά, όπως και η Αϊσάκα, που πάσχιζε να κρατήσει κλειστό το στόμα της.

«Τακάσου-κουν, αυτό το κορίτσι...η Τάιγκα, είναι η καλύτερή μου φίλη. Μπορεί να είναι νευρική και ευέξαπτη ώρες ώρες, αλλά είναι ένα πολύ καλοσυνάτο και ευγενικό κορίτσι!... Σε παρακαλώ πολύ! Ν, να την κάνεις ευτυχισμένη!!!»

Λυγμ... Το μόνο που έβλεπε η Αϊσάκα ήταν η Μινόρι που έκλαιγε με λυγμούς. Ένα δευτερόλεπτο πέρασε...δέκα δευτερόλεπτα...τριάντα...

Ο πρώτος που ήρθε στα σύγκαλά του ήταν ο Ρυουτζί.

«Κουσιέντα, γ, για ένα λεπτό...Γ, για ποιο πράγμα μιλάς...;»

«Σε παρακαλώ, σταμάτα να το λες αυτό!»

Η Μινόρι σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε σοβαρά τον Ρυουτζί.

«Σταμάτα να το παίζεις ανήξερος, εντάξει; Τακάσου-κουν, αρκετά ως εδώ! Τα ξέρω όλα! Και θα σας υποστηρίξω μέχρι τέλους!»

Δήλωσε η Μινόρι με κοφτό και αποφασιστικό ύφος, κοιτάζοντας τον Ρυουτζί κατάματα...Ο Ρυουτζί από την πλευρά του, είχε τόσο εντυπωσιαστεί από την αξιοπρεπή στάση της ώστε δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

«...Νομίζεις ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα; Δεν πάτε εσείς οι δυο μαζί στο σχολείο κάθε μέρα; Κι εγώ σας είμαι εμπόδιο. Τόοοοοσο καιρό περίμενα να μου πείτε ότι τα φτιάξατε...Όμως! Όσο και να περίμενα, δεν εννοούσατε να το παραδεχτείτε! Να γιατί!»

«Ό, όχι! Δ, δεν είναι αυτό! Κ, Κουσιέντα, κάνεις λάθος...»

«Απλώς θέλω να σας πω να σταματήσετε επιτέλους να κρύβεστε! Τακάσου-κουν! Τάιγκα! Το ξέρω πως είστε μαζί! Και ήθελα τόσο καιρό να σας το πω!»

Η Μινόρι έδειξε τον Ρυουτζί με το δάχτυλό της ενώ εξακολουθούσε να είναι γονατισμένη, και χαμογελώντας χαρούμενα ξαναϋποκλίθηκε βαθιά,

«Έτσι είναι! Δεν μπορεί να κάνω λάθος! Τακάσου-κουν, εσύ είσαι ο ένας και μοναδικός για την Τάιγκα! Δεν πρόκειται να αφήσω κανένα να μπει ανάμεσά σας! Γι’αυτό σας παρακαλώ να μείνετε ήσυχοι και να εξακολουθήσετε να βγαίνετε μαζί, εντάξει;!»

Ακόμα και αν μου το ζητάς εσύ, πώς εγώ να... Σαν να είχε χτυπηθεί από ένα μια κολοσσιαία δύναμη, ο Ρυουτζί γονάτισε τσακισμένος, νιώθοντας την ψυχή του έτοιμη να αφήσει το σώμα του.

Είχε μείνει άφωνος από το σοκ...αλλά έπρεπε να το αντικρούσει. Πρέπει να της πω πως δεν είναι έτσι!

«Όχι! Κ, κάνεις λάθος, Μινορίν! Δεν έχουμε τέτοιες σχέσεις!!! Μπορείς τουλάχιστον να μας ακούσεις πρώτα; Σε παρακαλώ, άστα αυτά και σήκω πάνω!»

Η Αϊσάκα πήδηξε μπροστά από τον Ρυουτζί, έτοιμη να δώσει εξηγήσεις. Ο Ρυουτζί συγκινήθηκε μέχρι δακρύων... Σωστά, υπάρχει ακόμα η Αϊσάκα. Μπορεί να με βοηθήσει να λύσουμε την παρεξήγηση. Ο Ρυουτζί πεσμένος όπως ήταν στο τσιμέντο προσπάθησε να μεταδώσει τις σκέψεις που δεν μπορούσε να αρθρώσει.

Όμως...

«Χο χο χο, δε χρειάζεται να ντρέπεστε. Συγχαρητήρια και στους δυο σας!»

Η Μινόρι τίναξε επιδέξια τη φούστα της και κοίταξε σιωπηλά τον Ρυουτζί πίσω από την Αϊσάκα...

«... Τακάσου-κουν, αν ποτέ κάνεις την Τάιγκα να κλάψει, δε θα σε συγχωρήσω ποτέ!»

Είπε με πολύ σοβαρό ύφος.

Δεν έχει σημασία αυτό τώρα! Περίμενε ένα λεπτό! Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Δεν είναι!!! Ο Ρυουτζί πάλευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να φωνάξει, να πει κάτι, να απλώσει το χέρι του, να εξηγήσει στη Μινόρι που εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί και ήταν έτοιμη να φύγει...Όμως το χέρι του, η φωνή του, και όλα τα άλλα είχαν παραλύσει από το σοκ, και δε μπορούσε να κάνει τίποτα.

Μπροστά στον ακίνητο Ρυουτζί, η τελευταία ελπίδα για μια καθαρή εξήγηση – η Αϊσάκα – έπεσε χτυπημένη θανάσιμα. Το μικροσκοπικό άψυχο σώμα έπεσε προς τα πίσω μπροστά στα μάτια του και έμεινε ακίνητο, και το αίμα έφυγε τελείως από το πρόσωπό της.

«Ώστε έτσι έχουν τα πράγματα... Χμμμ, κι αναρωτιόμουν αν εσείς οι δυο τα είχατε τελικά! Τακάσου, ήθελα να σε δω για κάτι και ήρθα εδώ... Αλλά υποθέτω πως δεν έχει σημασία τώρα. Συγχαρητήρια και στους δυο σας! Αν και ακόμα δεν το πιστεύω πως μου το κρατήσατε κρυφό μέχρι τώρα.»

Αυτός που κατάφερε το τελικό χτύπημα ήταν ο Κιταμούρα...

Τα είχε δει όλα από την είσοδο της σκάλας. Και όταν άκουσε τα λόγια της Μινόρι, παρεξήγησε κι αυτός με τη σειρά του.

Πλησίασε το μικροσκοπικό πτώμα στο έδαφος και της έδωσε τη χαριστική βολή,

«Αϊσάκα, σου εμπιστεύομαι τον Τακάσου. Να αγαπάτε πολύ ο ένας τον άλλο. Τώρα που το σκέφτομαι, εσείς οι δυο ταιριάζετε πολύ!»

Και έτσι τα δυο σώματα έμειναν κεραυνόπληκτα στο έδαφος, ανίκανα πλέον να σηκωθούν...


* * *


«Εμμ, τι θα πάρετε, παρακαλώ...»

«...»

«...»

«... Σ, συγγνώμη, αλλά αν δεν πάρετε κάτι...»

«...Ένα χυμό για μένα...»

«...Κάντους δύο. Το ίδιο μ’αυτήν...»

«...Μόνο αναψυκτικά, ε; Τα ποτήρια είναι εκεί πέρα, μπορείτε να σερβιριστείτε.»

Αφού τέλειωσε με τα τυπικά, ο σερβιτόρος έκανε μεταβολή και έφυγε. Ωστόσο κανείς από το συγκεκριμένο τραπέζι δε σηκώθηκε να βάλει αναψυκτικά.

Ήταν γύρω στις 10 το βράδυ, σε ένα οικογενειακό εστιατόριο δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Σε ένα τραπέζι για μη καπνίζοντες δίπλα στο παράθυρο καθόντουσαν δύο πτώματα...

Αν και ήταν ακόμα Απρίλης, το μεγαλύτερο πτώμα φορούσε μόνο ένα χαλαρό κοντομάνικο μπλουζάκι και είχε ακόμα στα μαλλιά του το κλιπάκι που είχε βάλει για να πλυθεί ˙ το μικρότερο φορούσε μια κόκκινη καρώ μπλούζα και πράσινη καρώ φούστα, και το κεφάλι της ήταν μια μάζα από ανακατεμένα μακριά μαλλιά.

Και οι δύο φαινόντουσαν όχι απλά δυστυχισμένοι, αλλά συντετριμμένοι. Ανίκανοι να αρθρώσουν έστω και μια λέξη, απλά άφηναν το χρόνο να περνάει χωρίς να ανοιγοκλείνουν ούτε τα βλέφαρά τους.

«Πώς...καταλήξαμε...έτσι...»

Ο πρώτος που μίλησε ήταν το μεγαλύτερο πτώμα, ο Ρυουτζί. Ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι, έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του και είπε μαλακά,

«Τ...τι πήγε στραβά; Πώς μπήκε στο μυαλό της Μινόρι Κουσιέντα μια τέτοια ιδέα...»

Για πρώτη φορά ο Ρυουτζί είδε μια πλευρά της Μινόρι που του ήταν άγνωστη: ένα πολύ ισχυρογνώμων κορίτσι, που δεν εννοούσε να καθίσει και να ακούσει τι ήθελαν να της πουν οι άλλοι. Με άλλα λόγια, φοβερά εγωκεντρική. Εδώ που τα λέμε, αφού ήταν η καλύτερη φίλη της Αϊσάκα, λογικό ήταν να έχει κάτι κοινό με αυτήν.

«Από όλους τους ανθρώπους...να παρεξηγήσει η Κουσιέντα...»

Και να δει την κοπέλα που αγαπούσε εδώ και ένα χρόνο να γονατίζει ξαφνικά μπροστά του... Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι και η Αϊσάκα είχε υποστεί το ίδιο πλήγμα με αυτόν.

«...»

Η Αϊσάκα γυρόφερε τα αδειανά μάτια της, κοιτάζοντας αφηρημένα πάνω, καθισμένη όπως ήταν άκρη άκρη στον καναπέ. Αν συνεχίσει να κάθεται έτσι θα πέσει. Είναι στ’αλήθεια αυτή η Τίγρη Μινιατούρα; Αυτή είναι η Τίγρη της τάξης 2-Γ που μπορεί να ρίξει άνθρωπο κάτω απλώς κοιτάζοντάς τον; Η Τίγρη που βρυχάται τόσο άγρια; Ο Ρυουτζί άρχισε να τη λυπάται στ’αλήθεια...

«Α, Αϊσάκα...σύνελθε σε παρακαλώ...»

Ο Ρυουτζί άπλωσε το χέρι του πάνω στο τραπέζι και ταρακούνησε τους αδύνατους ώμους της Αϊσάκα, αλλά...

«...»

Η ψυχή της Αϊσάκα δεν είχε επιστρέψει ακόμα στο σώμα της.

«Αϊσάκα...»

Έχοντας εξαντλήσει και τα τελευταία αποθέματα της ενέργειάς του, ο Ρυουτζί έπεσε εξουθενωμένος πάνω στο τραπέζι. Πώς έγινε...γιατί έγινε αυτό;!

Θα έπρεπε πια να είναι συνηθισμένος να τον πληγώνουν οι άλλοι.

Να τον παρεξηγούν, να δίνει άσχημη εντύπωση, του συνέβαινε συνέχεια από το νηπιαγωγείο ακόμα, θα έπρεπε πια να το έχει συνηθίσει.

«...Ααα, αυτό είναι...»

Εκείνη τη στιγμή ο Ρυουτζί συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που του είχε στοιχίσει τόσο. Δεν ήταν που τον είχαν παρεξηγήσει, ήταν που ακόμα και μετά την παρεξήγηση η Κουσιέντα δέχτηκε την υποτιθέμενη σχέση του Ρυουτζί με την Αϊσάκα με χαμόγελο και βαρυσήμαντες δηλώσεις ενθάρρυνσης...και αυτό τον έκανε ανίκανο να εξηγηθεί όπως έπρεπε. Αυτό ήταν που τον ενοχλούσε τόσο.

Τι ηλίθιος που είμαι! Ο Ρυουτζί βλαστήμησε σιωπηλά τον εαυτό του. Αναμενόμενο ήταν...Ποτέ δεν της άρεσα ιδιαίτερα, και ούτε έκανα κάτι για να την κερδίσω. Τι στο καλό περίμενα;! Μπορεί να μην έχω ούτε καν το δικαίωμα να στεναχωριέμαι.

Έμεινε έτσι για λίγα λεπτά, και μετά παρατήρησε κάτι που τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του.

«Α...»

Ήταν ο ήχος από δυο ποτήρια που ακούμπησαν στο τραπέζι.

«...Αυτός είναι ο δικός σου. Δεν ήξερα τι ήθελες, αλλά, τέλος πάντων...είναι χυμός ροδάκινο, έχει μπόλικη βιταμίνη C...»

Η Αϊσάκα είχε σηκωθεί σιωπηλά από τη θέση της και είχε φέρει δύο μεγάλα ποτήρια με κόκκινο χυμό. Άφησε τα ποτήρια στο τραπέζι και ξαναγλίστρησε στη θέση της.

«...Αϊσάκα...»

Πότε ξανάρχισε να αναπνέει; Η Αϊσάκα αναστέναξε βαθιά κοιτάζοντας τον Ρυουτζί. Κάθισε ίσια, σήκωσε το κεφάλι της και του είπε,

«Συγγνώμη, ήταν επειδή ήμασταν συνέχεια μαζί...Όλα αυτά έγιναν επειδή πάντα θέλω να γίνεται το δικό μου...Πάντα σε έμπλεκα στα δικά μου προβλήματα...Τέτοιο ανίκανο αφεντικό που είμαι, στ’αλήθεια δεν έχω το δικαίωμα να σε λέω ανόητο σκυλί...»

Μόνο τα μάτια της παρέμεναν κοφτά όπως πάντα. Μ’όλα τα αποφασιστικά λόγια της, φαινόταν εξουθενωμένη, και η λάμψη των ματιών της είχε θαμπώσει.

Η καρδιά του Ρυουτζί βούλιαξε.

Και η Αϊσάκα νιώθει όπως εγώ. Μας παρεξήγησαν και μας πλήγωσαν επειδή ήμασταν μαζί όλη την ώρα! Είτε επρόκειτο για την Αϊσάκα είτε για μένα, πάντα συνεργαζόμασταν. Και εξαιτίας αυτού ήμασταν συνέχεια ο ένας κοντά στον άλλο, συνέχεια μαζί...

Ωστόσο...

«...Λοιπόν...εμένα δε με πείραζε...που...ήμασταν...μαζί...»

Ο Ρυουτζί ήθελε να πει κι άλλα, αλλά αποφάσισε να σταματήσει εδώ. Η Αϊσάκα πονάει όπως κι εγώ! Γι’αυτό...δεν μπορώ να της μιλήσω έτσι, σαν να μην τρέχει τίποτα... Και η Αϊσάκα συνέχισε,

«Το...αποφάσισα.»

Παίζοντας με τα παγάκια του χυμού της με το καλαμάκι της, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε κατάματα τον Ρυουτζί με αποφασιστικό ύφος.

«Αύριο, θα κάνω ερωτική εξομολόγηση στον Κιταμούρα-κουν. Δε θα υπάρχει πια περιθώριο για ανόητα λάθη. Θα του εξομολογηθώ τα αισθήματά μου όπως είναι το σωστό...χωρίς περιστροφές.»

Αν και τα μάτια της φανέρωναν πως ακόμα ένιωθε ανασφάλεια, παρόλα αυτά ξαναείπε, «Το αποφάσισα.»

Και παραδόξως, αυτός που του κόπηκε η ανάσα από το σοκ ήταν ο Ρυουτζί.

«...Αϊσάκα...γιατί...έτσι ξαφνικά...Όχι, μέχρι τώρα δεν είχε προχωρήσει σχεδόν καθόλου η σχέση σας...»

«Ακριβώς. Δεν προχώρησε καθόλου, και εκτός αυτού...»

Μας παρεξήγησε, και έμπλεξες κι εσύ εξαιτίας μου. Αυτό το τελευταίο το είπε πολύ σιγανά.

«Γι’αυτό, αποφάσισα ότι αυτό τελειώνει εδώ.»

«Τελειώνει; Τι εννοείς...»

«Το ότι είμαστε μαζί όλη την ώρα τελειώνει εδώ», δήλωσε η Αϊσάκα.

Τελειώνοντας την πρότασή της, τα μάτια της δεν ήταν πια θαμπά, αλλά η έκφρασή της ήταν λες και είχε πέσει μέσα σε παγωμένο νερό. Ο Ρυουτζί είχε μείνει άφωνος.

«Από δω και πέρα είσαι ελεύθερος! Για το θέμα που ξέρουμε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις...δε θα σε εμποδίσω. Αν θέλεις να κάνεις ερωτική εξομολόγηση στη Μινορίν, ή οτιδήποτε άλλο τελοσπάντων, κάνε το! ... Ανεξάρτητα από το πώς θα πάει η εξομολόγησή μου αύριο, εσύ δεν είσαι υποχρεωμένος να με υπακούς.»

«...!»

«Το καθήκον σου σαν σκυλί τελειώνει σήμερα. Από αύριο, θα είμαστε όπως ήμασταν πριν...πριν από το ερωτικό γράμμα!»

Μια δήλωση χειραφέτησης.

Δεν ήταν πια υποχρεωμένος να την υπακούει.

Θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος μια τέτοια στιγμή!

Κι όμως, ο Ρυουτζί δεν είπε τίποτα.

Θα μπορούσε να είχε πει «Ευχαριστώ για την παρέα» ή «Επιτέλους, και κάτι ευχάριστο» ή κάτι ανάλογο. Όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε καν «Θα είναι λίγο μοναχικά από δω και πέρα» ... τίποτα. Το μυαλό του Ρυουτζί δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατάει σφιχτά το παγωμένο ποτήρι με το χυμό... Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει από το κρύο, και η καρδιά του ήταν παγωμένη σαν το χειμώνα.

Κι όμως για κάποιο λόγο η Αϊσάκα χαμογέλασε...χαμογέλασε σιωπηλά. Κοίταξε λίγο τον Ρυουτζί και μετά γύρισε ντροπαλά από την άλλη, χαμήλωσε το κεφάλι της και κάλυψε το στόμα της με τα χέρια της,

«...Δεν είναι παράξενο, πώς πάντα καταλήγουμε μαζί; Ακόμα και σήμερα, που δεν είχαμε καν κανονίσει να βρεθούμε! Δύο ζόμπι που συναντήθηκαν έτσι απλά εδώ... Που τρώνε μαζί κάθε μέρα... Που συνέχεια χαζολογάνε παρέα ή τσακώνονται...»

Ένα γελάκι ξέφυγε πίσω από τα χέρια που κάλυπταν το στόμα της, και τα μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές. Η Αϊσάκα γελούσε στ’αλήθεια, κι ήταν η πρώτη φορά που ο Ρυουτζί την έβλεπε να γελάει με την καρδιά της.

«Εγώ...δεν ήθελα να γυρίζω σπίτι, σ’αυτό το σπίτι που ήμουν πάντα μόνη μου, κι έτσι συνεχώς ερχόμουν με το ζόρι στο σπίτι σου, και μέχρι που έτρωγα εκεί, μα την αλήθεια αυτό είναι...εμμ, πολύ...»

Η Αϊσάκα έκοψε τη φράση της στη μέση και ανασήκωσε σιωπηλά τους ώμους της. Τι προσπαθεί να πει; Γύρισε αλλού τα μάτια της και μετά τα έκλεισε αργά, προσεκτικά, αθόρυβα, σαν να ήθελε να κλείσει μέσα της όλα όσα είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

«Είναι...χα χα, πώς να το πω; Όμως...εμμ, ναι, αυτό είναι, πάλι καλά που δεν πέθανα από πείνα. Εμ, είμαι στ’αλήθεια πολύ αδέξια, δεν είμαι; Φυσικά, έχεις καταλάβει ότι μένω μόνη μου, ε;»

Η Αϊσάκα συνέχισε να μιλάει, χωρίς καν να δει τον Ρυουτζί που της έγνεψε καταφατικά.

«Είναι η συνηθισμένη σκληρή ιστορία. Δεν τα πήγαινα καλά με τους γονείς μου, και καυγαδίζαμε συνεχώς. Μια μέρα τους είπα «Θα φύγω απ’αυτό το σπίτι» και αυτοί μου είπαν απλώς «Κάνε ό,τι θέλεις». Και μου έδωσαν αυτό το διαμέρισμα...Μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα, ήθελα να φύγω από κει μέσα... Όμως, παραήμουν περήφανη για να πάρω πίσω όσα είχα πει... Και όταν μετακόμισα, ανακάλυψα ότι δεν ήξερα να κάνω καμία δουλειά του σπιτιού... Αυτό κι αν ήταν πρόβλημα! Και κανείς, ούτε ένας άνθρωπος δεν ήρθε ποτέ να με δει...Και το πιο ανόητο από όλα είναι ότι ενώ ήξερα ότι οι γονείς μου θα αντιδρούσαν έτσι, παρόλα αυτά εγώ επέμεινα να φύγω από το σπίτι. Χαζή που είμαι, ε; Λοιπόν μπορείς να γελάσεις μαζί μου! Δεν πρόκειται να θυμώσω.»

Η Αϊσάκα άνοιξε τα μάτια της.

Αφού είπε όλα αυτά με μια ανάσα, ο Ρυουτζί μπορούσε να δει ότι οι ώμοι της είχαν λυγίσει από το βάρος που κουβάλαγε.

Τι στο καλό είναι όλα αυτά; Ο Ρυουτζί έβγαλε ένα άναρθρο επιφώνημα.

Στ’αλήθεια, τι στο καλό είναι όλα αυτά; Αυτή η ιστορία που μου είπε μόλις τώρα η Αϊσάκα...δεν είναι μια από αυτές τις τραγικές ιστορίες εγκατάλειψης; Δεν είναι σαν μια κούκλα που ξεχάστηκε σ’ένα κάστρο, εγκαταλειμμένη από το βασιλιά και την οικογένειά του;

Όμως η Αϊσάκα γελούσε, και φαινόταν να θέλει να γελάσει μαζί της ο Ρυουτζί. Γι’αυτό...

«Χε...χα χα!»

Γι’αυτό...

«Χε χε χε! Χα χα χα! Ναι, στ’αλήθεια είναι πολύ χαζό...»

«Στο είπα εγώ!»

Ο Ρυουτζί γελούσε, αν και ένιωθε την καρδιά του να ξεσκίζεται, προσπάθησε όσο μπορούσε να γελάσει εύθυμα και χαρούμενα... Γιατί κανείς ποτέ δεν ήθελε τόσο πολύ να τον δει να γελάει.

Όλα θα τελειώσουν σήμερα. Από αύριο, όλα θα γίνουν όπως πριν – Δε θα λένε ούτε καλημέρα, θα είναι γι’αυτόν πάλι η Τίγρη Μινιατούρα που κανείς δεν τολμά να πλησιάσει, θα είναι η τρομακτική συμμαθήτρια που όλοι ξέρουν σαν Τίγρη Μινιατούρα.

Αφού δε γινόταν αλλιώς, τουλάχιστον να γελάσει μαζί της σήμερα όσο πιο πολύ μπορεί, και να δει για τελευταία φορά το χαμόγελο της Αϊσάκα μέσα σ’αυτό το κακόγουστο οικογενειακό εστιατόριο.

Τότε, να της δείξω ‘αυτό’! Σίγουρα θα γελάσει με την ψυχή της όταν το δει.

«Χα χα, α ναι, κάτσε να σου δείξω κάτι πετυχημένο. Ξέρεις ποιος είναι αυτός;»

«Αυτό» ήταν μια παλιά φωτογραφία που είχε στο πορτοφόλι του.

«Εεε; Αχ...μη μου πεις...ο πατέρας σου;»

«Μπίνγκο! Το πέτυχες!»

«Πφφ! Μπουαχαχαχαχαχαχα!» Ένα δυνατό γέλιο αντήχησε και όλοι γύρω γύρισαν να κοιτάξουν.

«Τ, τι είναι αυτό; Είστε ολόιδιοι! Α χα χα χα! Τι πλάκα!»

«Κοίτα τα μάτια του...φτυστοί δεν είμαστε; Εγώ κι αυτός ο τραμπούκος!»

«Εντάξει, φτάνει! Μη μου το δείχνεις άλλο! Α χα χα χα χα χα χα χα!!!»

Δακρυσμένη από τα γέλια, η Αϊσάκα είχε πέσει πάνω στο τραπέζι και γελούσε, κοπανούσε το τραπέζι με τα χέρια της, και κλωτσούσε ένα γύρο με τα πόδια της. Γελούσε μέχρι που βράχνιασε. Το μαφιόζικο πρόσωπο που είχε κληρονομήσει ο Ρυουτζί φαινόταν να τη διασκεδάζει τρομερά. Αν αυτά τα χαρακτηριστικά που τόσο μισούσε μπορούσαν να την κάνουν να γελάει έτσι, ίσως τελικά να άξιζε τον κόπο να τα έχει.

«...Δεν έχω δείξει ποτέ σε κανέναν αυτή τη φωτογραφία.»

«Χα, χα χα, πω πω...! Δε νομίζω να έχω ξαναγελάσει έτσι... Πού τα πέτυχες τέτοια γονίδια;!»

«Πλάκα δεν έχει;»

«Αμέ! Ααα ναι! Αυτό είναι! Για να σου ανταποδώσω που μου έδειξες το μυστικό σου, θα σου πω κι εγώ κάτι πετυχημένο...θα σου πω το δικό μου μυστικό.»

«Ξέρεις...» Άρχισε να λέει συνωμοτικά, καλύπτοντας το στόμα της για να μη γελάσει. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα, και τα μάτια της έλαμπαν σαν σκανταλιάρικου παιδιού. Έγνεψε στον Ρυουτζί να πλησιάσει και του ψιθύρισε στο αυτί,

«...Εκείνα τα μπισκότα ήταν αλμυρά, σωστά;»

«Τι;!»

Τα λόγια που ψιθύρισε έκαναν τον Ρυουτζί να ξεφωνίσει από έκπληξη. Πώς; Πώς ήξερε τι γεύση είχαν...

«Χε χε! Όταν τα μάζεψα από κάτω, έφαγα ένα πάνω στα νεύρα μου! Και ξέρεις τι; Είχαν απαίσια γεύση! Εσύ όμως δε με άφησες να σε σταματήσω, και τα έφαγες όλα...και μέχρι που μου είπες ψέματα...»

Στα καλά καθούμενα έκανε μια τέτοια αποκάλυψη.

Η Αϊσάκα κράτησε την ανάσα της, και το χαμόγελό της έγινε μελαγχολικό. Φαινόταν να προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις γι’αυτό που ήθελε να πει. Αναστενάζοντας, χαμήλωσε το κεφάλι για να κρύψει την έκφραση του προσώπου της,

«Εσύ...Ρυουτζί, για σκύλος, είσαι πολύ ανόητος σκύλος. Αλλά για άνθρωπος... είσαι πολύ εντάξει! Γι’αυτό... γι’αυτό ξέρω ότι πρέπει να το τελειώσουμε αυτό... Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε βαρετός τύπος, και η σχέση μας, πώς να το πω...δεν πρέπει να είναι αφεντικό και υπηρέτης, αλλά ισότιμη...»

«Μάλλον δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάω!» πρόσθεσε.

Ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, και όταν ξανασήκωσε το κεφάλι της, η Αϊσάκα είχε ξαναπάρει τη συνηθισμένη της ψυχρή έκφραση...

«Πεινάω πάλι.» είπε και άνοιξε τον κατάλογο. Ο Ρυουτζί την μιμήθηκε. Παράγγειλαν και οι δύο μπριζόλα για βραδινό. «Οι δικές σου μπριζόλες είναι με διαφορά καλύτερες!» Κουβέντιασαν όπως συνήθως, και καυγάδισαν για το ποιος θα πάει στο μπαρ να πάρει αναψυκτικά – φυσικά, στο τέλος υποχρεώθηκε να πάει ο Ρυουτζί. Και σιγά σιγά...ο λίγος χρόνος που είχαν ακόμα να περάσουν μαζί περνούσε, λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο...

Γιατί ο χρόνος κυλάει το ίδιο για όλους, και δε σταματάει ποτέ.

Αφού πλήρωσαν το λογαριασμό, βγήκαν στο σκοτεινό δρόμο και ξεκίνησαν για τα σπίτια τους.

Οι ανοιξιάτικες νύχτες έχουν κάτι μαγικό, το ελαφρό αεράκι αγγίζει απαλά το δέρμα και το κάνει να ανατριχιάζει. Ο Ρυουτζί δε μπορούσε να σταματήσει να μιλάει, και η Αϊσάκα ήταν κι αυτή ασυνήθιστα ομιλητική.

Σ’όλη την εικοσάλεπτη διαδρομή, η Αϊσάκα φλυαρούσε συνεχώς...για τη μητέρα της που ζούσε τώρα σε κάποια μακρινή πόλη, για το πόσο φρικτή ήταν η μητριά της, και πώς ήταν εν μέρει ο λόγος που επέλεξε να φύγει από το σπίτι της.

Ο Ρυουτζί μίλαγε για τη ζωή του μαζί με τη μητέρα του, για το πόσο φτωχοί ήταν και πώς τους περιφρονούσαν όλοι, για τα φρικιά που κυνηγούσαν κάθε τόσο τη Γιάσουκο. Της είπε ακόμα και για το πόσο συχνά τον παρεξηγούσαν λόγω της τρομακτικής του εμφάνισης, ακόμα και για τις δυσάρεστες εμπειρίες της εφηβείας του.

Ο Ρυουτζί δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν αυτές τις προσωπικές του στεναχώριες, αλλά ίσως το έκανε τώρα επειδή και η Αϊσάκα του είχε μιλήσει για τα προσωπικά της προβλήματα...΄Εχω δίκιο; Δεν έκανε δυνατά την ερώτηση επειδή ήταν πολύ προσωπική, αλλά αυτό σκεφτόταν.

Και μετά θυμήθηκαν τις χαρούμενες μέρες που πέρασαν, και λυπήθηκαν για το πόσο γρήγορα έφυγαν.

Όμως, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το χρόνο. Αργά αλλά αδυσώπητα, θα κυλήσει ωσότου...

«... Αααα, να πάρει!»

Ήταν κάτω από έναν ηλεκτρικό στύλο στη γωνία του δρόμου.

Ο στύλος αυτός είχε την ατυχία να γίνει ο στόχος που έψαχνε η Αϊσάκα για να ξεσπάσει το θυμό της. Γουαμ! Μπανγκ! Η επίθεση συνεχιζόταν ανελέητα. Μοιάζει μεθυσμένη!

«Είναι τόσο άδικο! Γιατί ο κόσμος είναι τόσο σκληρός μαζί μας;! Γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει τις στεναχώριες μας;!»

Η βασανισμένη φωνή αντήχησε στη σκοτεινή γειτονιά. Ο Ρυουτζί δεν τη σταμάτησε, απλώς στάθηκε δίπλα της και έγνεψε επιδοκιμαστικά.

«Σωστά! Έχεις δίκιο, που να πάρει! Κανείς δεν καταλαβαίνει ότι και οι άνθρωποι με άγριες φάτσες σαν εμένα και σένα μπορεί να στενοχωριούνται!»

«Ααα, με τσατίζει αυτό... πόσο μου τη δίνει αυτό! Με τσατίζει, με τσατίζει, να πάρει η οργή!!!»

Έδωσε στο στύλο μια σειρά από κλωτσιές που κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να δώσει, και μετά γύρισε λαχανιασμένη το κεφάλι της,

«Έι Ρυουτζί! Στενοχωριέσαι όποτε σκέφτεσαι τη Μινορίν, έτσι δεν είναι; Δε σκέφτεσαι ότι δεν προχωράει καθόλου μεταξύ σας, και τι να κάνεις για να τα φτιάξετε; Και δεν εκνευρίζεσαι όποτε τα σκέφτεσαι αυτά;»

«Ναι, έτσι είναι!»

Στην πραγματικότητα, αναλογίστηκε την ερώτησή της αφού πια είχε απαντήσει. Εδώ που τα λέμε, πιο πολύ ανησυχούσα για το πώς θα περάσει κάθε μέρα χωρίς προβλήματα με την Αϊσάκα, κι έτσι δεν είχα ούτε χρόνο ούτε αντοχή να καθίσω να σκεφτώ για τα βάσανα της καρδιάς μου...

«Τότε, εσύ Ρυουτζί... κλαις ποτέ;»

«... Εσύ;»

«Ναι.»

Απότομα, τους τύλιξε σιωπή.

Η Αϊσάκα απομακρύνθηκε λίγο από το στύλο, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το νυχτερινό ουρανό. Τα ανακατεμένα μαλλιά της ανέμισαν, αποκαλύπτοντας το ωχρό, λεπτό πρόσωπό της.

«Όλη μέρα σήμερα αυτά σκεφτόμουν... Αν θα μπορέσω να τον πλησιάσω ποτέ, κι αν έχει ήδη κορίτσι... Κι άλλα πράγματα... τέτοια χαζή που είμαι, σκεφτόμουν τόσο πολλά πράγματα... Όμως κανείς δε θα μάθει ποτέ... Κανείς δε θα με καταλάβει ποτέ... Κανείς...»

Η φωνή της τώρα ήταν χαμηλή σαν το βούισμα ενός εντόμου, αλλά αν και ο Ρυουτζί δεν μπορούσε καλά καλά να την ακούσει, του φαινόταν ότι η μοναχική φωνή είχε πλημμυρίσει το συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό.

«... Αν οι άλλοι ήξεραν τι άνθρωπος είσαι, σίγουρα θα έμεναν κατάπληκτοι!»

Ο Ρυουτζί κοίταξε με τη σειρά του τον ουρανό αναζητώντας το φεγγάρι, και είπε,

«Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι εσύ θα έκλαιγες για κάτι τέτοιο; Μόνο εγώ, μόνο εγώ το ξέρω.»

«Πώς τολμάς,» απάντησε η Αϊσάκα. Αναστέναξε κοιτάζοντας αφηρημένα μακριά,

«... Ρυουτζί, κι εσύ είσαι το ίδιο όπως κι εγώ! Κανείς δε σε καταλαβαίνει, εκτός από μένα, κι εγώ ξέρω πολλά πράγματα για σένα!»

«Τι εννοείς;! ... Τι πράγματα;»

«Ξέρω ότι αν και έχεις τέτοια φάτσα, δεν τολμάς ούτε να μιλήσεις στο κορίτσι που αγαπάς, ότι αν και έχεις τέτοια φάτσα, δεν μπορείς ποτέ να θυμώσεις με κανένα, ότι αν και έχεις τέτοια φάτσα, δε θα μπορούσες ποτέ να πληγώσεις κάποιον, ότι αν και έχεις τέτοια φάτσα, είσαι πολύ καλός στο μαγείρεμα... Και ότι αν και τα μάτια σου είναι τόσο τρομακτικά που κανείς δεν τολμά να σε πλησιάσει, είσαι πολύ ευγενικό παιδί... Δίκιο δεν έχω;»

«Δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι ήμουν τόσο άχρηστος.»

«... Θεωρείς ότι αυτό σε κάνει άχρηστο; ... Δεν το νομίζω...»

Κάτω από το ελαφρό ανοιξιάτικο αεράκι, τα μαλλιά της Αϊσάκα ανέμιζαν απαλά σαν μετάξι. Τα μάζεψε με τα χέρια της, λέγοντας πολύ μαλακά:

Στην πραγματικότητα, είσαι πολύ καλό παιδί.

«Αϊσάκα...»

Είμαι απλώς ένα βαρετό καλό παιδί; Αυτό ήθελε να ρωτήσει αρχικά, αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτα, γιατί το πρόσωπο της Αϊσάκα είχε συσπαστεί από τον πόνο.

«... Εγώ είμαι ακριβώς το αντίθετο από σένα. Είμαι τελείως άχρηστη, δεν τα καταφέρνω καθόλου να είμαι ευγενική, και δεν ξέρω πολλά πράγματα... Ή ίσως θα έπρεπε να πω, υπάρχουν πολλά πράγματα με τα οποία δε συμφωνώ! Κι ό,τι μπαίνει στο δρόμο μου, πρέπει, απλώς, να εξαφανίζεται! Όλα! Τα! Πάντα! ...»

Ανασηκώνοντας τη φούστα της, άπλωσε τα κατάλευκα πόδια της και ξανάρχισε να κλωτσάει...

«... ΕΙΜΑΙ... ΤΟΣΟ... ΤΣΑΤΙΣΜΕΝΗ...!!!»

Έδωσε στον ψυχρό ηλεκτρικό στύλο τη χαριστική βολή. Ο Ρυουτζί είχε τρομάξει από αυτό το ξαφνικό συναισθηματικό ξέσπασμα και ασυνείδητα έκανε πίσω. Μαμά μου! μουρμούρισε, και σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να προστατέψει αυτή την ανήμερη τίγρη.

«Να πάρει, να πάρει, να πάρει! Γιατί Τίγρη Μινιατούρα;! Στ’αλήθεια... νομίζουν... πως δε με νοιάζει;;;!!! ΓΙΑΤΙ;! Γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει~;;;!!!»

Το κίτρινο φεγγάρι ξεπρόβαλε από πάνω τους, λες και το είχαν καλέσει τα ουρλιαχτά της τίγρης.

Η σκιά της Αϊσάκα που κακοποιούσε τον ηλεκτρικό στύλο μάκρυνε πάνω στη γκρίζα άσφαλτο. Ο Ρυουτζί απλώς την κοιτούσε πλησιάζοντας σιγά σιγά, και η δική του σκιά έπεσε πάνω στο δρόμο.

Οι δυο σκιές κάλυψαν η μια την άλλη, αν και κανείς τους δεν άγγιξε τον άλλο.

«Όλοι τους...Όλοι, μα όλοι τους... με τσατίζουν! ... Αυτή η ηλίθια η Μινορίν! ... Γιατί δεν έκατσε να μ’ακούσει;! Κι ο Κιταμούρα-κουν το ίδιο! Γιατί όλοι πρέπει να πιστεύουν ό,τι τους λέει αυτή;! Γιατί κανείς δεν προσπαθεί να με καταλάβει;! Η Μινορίν, ο Κιταμούρα-κουν, όλοι! ... Όλοι τους, ακόμα και οι γονείς μου, όλοι, δε...δε θα τους συγχωρήσω ποτέ! Γιατί κανείς δε με καταλαβαίνει! ... Κανείς! Δε! Με! Καταλαβαίνει!»

Η Αϊσάκα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το στύλο , και συνέχισε να τον κοπανάει με τα γόνατά της ώσπου πια δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Πόσες φορές ακόμα να έχει πληγωθεί μέχρι δακρύων στο παρελθόν, μέχρι που να πνίγεται από τους λυγμούς που ανέβαιναν στο λαιμό της...

«Ουχ, Ουουουχχχ...!»

«Έι! Σταμάτα, βρε χαζή!»

Έγειρε προς τα πίσω, έτοιμη να δώσει στο στύλο κουτουλιά με όλη της τη δύναμη... Ο Ρυουτζί μόλις και μετά βίας κατάφερε να σταματήσει το κεφάλι της με το χέρι του την τελευταία στιγμή. Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι πιο γερό το κεφάλι σου από το στύλο!

«Μα είμαι τόσο τσατισμένη!»

Άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά με λυγμούς.

Η Αϊσάκα είχε γίνει ένα μικρό παιδί που δε μπορούσε να σταματήσει να κλαίει μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα. Και τώρα; Εκείνη τη στιγμή ο Ρυουτζί κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει...περίπου. Δεν ήταν ικανός να κάνει θαύματα, αλλά ήθελε να κάνει κάτι πιο χρήσιμο από το να πει κούφια λόγια του τύπου «Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι». Γι’αυτό...

«... Άσε με να σε βοηθήσω!»

Πήρε βαθιά ανάσα, και βγάζοντας τον αέρα με όλη του τη δύναμη,

«ΕΙΜΑΙ. ΤΟΣΟ. ΤΣΑΤΙΣΜΕΝΟΟΟΟΣ~!!!!!!!»

Δεν ήταν συνηθισμένος να κλωτσάει πράγματα αλλά έβαλε όλα του τα δυνατά, έδωσε ακόμα και μερικές κλωτσιές καράτε που είχε δει σε τουρνουά Κ-1[2]. Οι κλωτσιές του Ρυουτζί ταρακούνησαν βίαια το στύλο.

Το θέαμα του Ρυουτζί και της Αϊσάκα που έκαναν μαζί επίθεση στο στύλο ήταν χωρίς αμφιβολία αποτρόπαιο. Κι αυτό γιατί ο Ρυουτζί είχε έναν εχθρό, κι ο εχθρός αυτός ήταν σαν ένας βράχος που έφραζε το δρόμο της ζωής του, κι ο Ρυουτζί μπορούσε να νιώσει την απειλή του ξεκάθαρα. Κι η Αϊσάκα είχε έναν εχθρό...κατά κάποιο τρόπο. Ο εχθρός αυτός υπάρχει στ’αλήθεια, και στέκεται ανάμεσα σ’αυτήν και τη ζωή της. Όποτε η Αϊσάκα αγαπούσε κάποιον, ή ήθελε να είναι μαζί με κάποιον, ο εχθρός αυτός εμφανιζόταν και έριχνε τη σκιά του πάνω της. Ίσως ο εχθρός αυτός να λέγεται «χαμηλή αυτοεκτίμηση», ή «μοίρα», ή «κληρονομικότητα», ή «περιβάλλον», ή ακόμα «αυτογνωσία της εφηβείας» ή «κάτι που δε μπορείς να κάνεις μόνος σου». Αυτός ο εχθρός έχει όλων των ειδών τα ονόματα.

Ό,τι και να έκαναν, ήταν αδύνατο να νικήσουν αυτό τον ανυπόστατο εχθρό, και δεν ήξεραν καν πόσες φορές ακόμα θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Αν τώρα δεν κλωτσούσαν τον ηλεκτρικό στύλο με όση δύναμη είχαν, δε θα μπορούσαν ποτέ να ξεσπάσουν το θυμό τους. Θα μπορούσαν να βγάλουν το άχτι τους σε ένα τοίχο ή ένα σεντόνι... αλλά κατά τα φαινόμενα ήταν η άτυχη μέρα του στύλου.

Ο Ρυουτζί αποφάσισε να τη βοηθήσει μόνο και μόνο γι’αυτό το λόγο. Όσο ηλίθιοι, ανόητοι και παραιτημένοι κι αν ήταν, εκείνη τη στιγμή είχαν μεταμορφωθεί σε άγρια θηρία που επιτίθονταν ορμητικά και ούρλιαζαν μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα.

Ο εχθρός της Αϊσάκα έμοιαζε μεγαλύτερος και σκληρότερος ακόμα και από αυτόν του Ρυουτζί... Τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Ρυουτζί. Τώρα καταλαβαίνω. Έγινες τίγρη για να προστατέψεις τον εαυτό σου από αυτό τον αόρατο εχθρό. Ο στύλος έμοιαζε να γίνεται συνεχώς μεγαλύτερος, βαρύτερος, σκληρότερος και πιο ανθεκτικός. Η Αϊσάκα πάντα ήλπιζε να αποκτήσει τη δύναμη να πολεμήσει αυτό τον εχθρό, γι’αυτό έπρεπε να γίνει τίγρη.

Απίστευτο. Αν και ο Ρυουτζί και η Αϊσάκα ήταν τόσο νέοι, είχαν κάτι κοινό. Γι’αυτό ο Ρυουτζί καταλάβαινε τόσο καλά την Αϊσάκα. Όποτε την έβλεπε εξουθενωμένη ή πεινασμένη, δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη της.

Όσο και να τον ενοχλούσε ή να τον εκνεύριζε, η αλήθεια ήταν ότι πολύ απλά δε μπορούσε να την εγκαταλείψει.

«Ρυουτζί, κάνε στην άκρη!»

«Γιατί μάζεψες αυτό το ρόπαλο από κάτω... Ουαα!»

Η Αϊσάκα σήκωσε το κεφάλι της ξαφνιάζοντας τον Ρυουτζί, και κάθε σκέψη έφυγε από το μυαλό του στη θέα του προσώπου της.

Υπήρχε ένα χαμόγελο, ένα πολύ πικρό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Με βλέμμα που σκοτώνει, η Τίγρη Μινιατούρα κοίταξε το θήραμά της, έτοιμη να ορμήσει...

«Πάρε αυτήν!»

Τέτοια διάθεση είχε.

Απομακρύνθηκε μέχρι την άκρη του στενού για να πάρει φόρα, και ανασηκώνοντας τη φούστα της...

«Περίμενε και θα δεις! Κιταμούρα-κουν! Θα σου κάνω εξομολόγηση τώρααααααα!!!»

Το κοινό της (ο Ρυουτζί) έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τρέχοντας με φόρα, έδωσε μια κλωτσιά με άλμα, με τέλειο συγχρονισμό: Το μικροσκοπικό σώμα εκτοξεύτηκε με χάρη, και κάτω από το φεγγαρόφωτο, άπλωσε το δεξί της πόδι και σημάδεψε το στύλο,

«...!»

Ο Ρυουτζί δεν άντεχε να βλέπει μια τόσο βίαιη σκηνή, και ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια του. Τα ξανάνοιξε όταν άκουσε ένα δυνατό γδούπο από κάτι που προσγειωνόταν στο έδαφος. Έτρεξε κοντά στην Αϊσάκα που είχε πέσει με τον ποπό δίπλα στο στύλο.

«Ηλίθια! Το πόδι σου...»

«... Ρυουτζί, κοίτα!»

«Χμμμ;»

Η Αϊσάκα έδειξε το στύλο που ορθωνόταν προς τον ουρανό. Τι τρέχει μ’αυτόν; Όταν ο Ρυουτζί ξανακοίταξε την Αϊσάκα, την είδε να χαμογελάει θριαμβευτικά,

«Δε νομίζεις πως γέρνει τώρα;»

«Τι;! Δεν είναι δυνατόν! Πώς μπορεί μόνο κλωτσώντας τον να...»

Ο Ρυουτζί κοίταξε το αγκαθωτό σύρμα του φράχτη δίπλα στο στύλο, και το αίμα του κόπηκε από την τρομάρα,

«... Να με πάρει και να με σηκώσει, στ’αλήθεια έχει γείρει!»

«Στο είπα!»

Ναι! Νίκησα! Η Αϊσάκα χαμογέλασε χαρούμενα. Φυσικά, το πιθανότερο ήταν ότι ο στύλος ήταν γερμένος από πριν, ή ότι το αγκαθωτό σύρμα δεν ήταν ίσιο. Αυτές οι εξηγήσεις ήταν πολύ πιο πιθανές από το να είχε γείρει το στύλο η Αϊσάκα με τις κλωτσιές της.

Όμως ο Ρυουτζί την πίστευε...

Πίστευε στ’αλήθεια πως η Αϊσάκα η Τίγρη Μινιατούρα είχε λυγίσει το στύλο.

Γιατί, τελικά, χαμογελούσε.

«... Όχι γαμώτο, μπάτσος είναι αυτός;»

Ίσως επειδή είχαν κάνει τόσο θόρυβο, μια σιλουέτα πάνω σε ένα ποδήλατο φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους. Ήταν πράγματι ένας ένστολος αστυνομικός. Ο Ρυουτζί γύρισε τρομαγμένος στην Αϊσάκα,

«Άσχημα τα πράγματα, πρέπει να του δίνουμε από δω! Έι... τι τρέχει; Είσαι καλά;!»

Ο Ρυουτζί κοίταξε τη μικρή ανόητη που καθόταν εκεί χωρίς να κουνιέται.

«Πονάω...»

«Δε μπορεί!»

Όση ώρα έκανε επίθεση στο στύλο, η Αϊσάκα φαινόταν να ξεχειλίζει από ενεργητικότητα. Τώρα καθόταν κάτω με τη φούστα της απλωμένη γύρω της, και έτριβε το δεξί της γόνατο με το χεράκι της. Κοίταξε τον Ρυουτζί με απελπισμένο ύφος,

«Νομίζω πως χτύπησα όταν έδωσα την κλωτσιά... Άου!»

Το στόμα της σούφρωσε από τον πόνο. Ωχ, όχι! Ο Ρυουτζί έξυσε το κεφάλι του.

«Λες να μην το βλέπω;! Αααχ... νομίζω πως πρήστηκε...»

Ο Ρυουτζί γονάτισε κάτω για να δει καλύτερα και ζάρωσε το μέτωπό του. Κάτω από το θαμπό φως του στύλου, μπορούσε να δει καθαρά πάνω στο ποδαράκι της ένα κόκκινο καρούμπαλο πάνω στο λευκό δέρμα.

«... Αυτός ο στύλος ήταν πολύ σκληρός... Άου...!»

«Φυσικά και ήταν, τι περίμενες; Στ’αλήθεια είσαι...»

Ο Ρυουτζί αναστέναξε βαθιά. Είσαι αδιόρθωτη. Γονάτισε μπροστά της με γυρισμένη την πλάτη του... Υποθέτω ότι αυτό είναι που λένε ιπποτισμός. Του άρεσε κάπως αυτή η αίσθηση.

«Έλα, θα σε κουβαλήσω εγώ. Έι, περίμενε...ΟΥΜΦ!»

Πάνω στην προθυμία του να την κουβαλήσει, είχε ξεχάσει ένα πράγμα: σε τελική ανάλυση, ήταν πάντα η Τίγρη Μινιατούρα. Παρόλο τον πόνο στο πόδι της, κατάφερε να πηδήξει ορμητικά και να προσγειωθεί πάνω στην πλάτη του Ρυουτζί. Τον άρπαξε τόσο σφιχτά από το λαιμό, που παρά πέντε να πάθει ασφυξία.

«Δεν...δεν μπορώ...να...αναπνεύσω...»

Ο Ρυουτζί χτυπούσε μανιωδώς το χέρι της Αϊσάκα που πίεζε την τραχεία και την καρωτίδα του, μπας και την κάνει να καταλάβει ότι κινδύνευε η ζωή του.

«Ωχ όχι, Ρυουτζί! Μπάτσος δεν είναι αυτός; Καλύτερα να φύγουμε γρήγορα!»

Τι σου λέω τόση ώρα;! ... Αδυνατώντας να μιλήσει από την πίεση στο λαιμό του, ο Ρυουτζί δεν είχε άλλη επιλογή από το να αρχίσει να τρέχει.

Παίρνοντας το μακρύτερο δρόμο για να περάσει από πιο ήσυχες γειτονιές, ο Ρυουτζί έτρεχε σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι. Έφτασαν σε ένα κατασκότεινο δρομάκι. Μέσα στην απόκοσμη σιωπή, κανείς από τους δυο τους δεν είπε λέξη. Νιώθοντας ο ένας τη ζεστασιά του άλλου, δεν τολμούσαν να εκφράσουν δυνατά το φόβο που ένιωθαν.

Ο Ρυουτζί κουβαλούσε την Αϊσάκα στην πλάτη του.

Το πηγούνι της Αϊσάκα τριβόταν μαλακά πάνω στην παλλόμενη αρτηρία στο λαιμό του Ρυουτζί.

Χωρίς να μιλάει, απλά έδειξε μπροστά, ένα φωτεινό σηματοδότη που μόλις διακρινόταν στο βάθος του δρόμου...

«ΑΟΥ!»

Κλανγκ! Ένας βαθύς μεταλλικός ήχος αντήχησε, και η Αϊσάκα άφησε ένα επιφώνημα πόνου.

«Τι; Τι συνέβη;!»

Ο Ρυουτζί σταμάτησε και στράφηκε αμέσως να κοιτάξει την Αϊσάκα στην πλάτη του. Νιώθοντας την ανάσα της κοντά του, τα μάτια τους συνάντησαν τα δικά της στο σκοτάδι,

«Π, πρέπει να υπάρχει μια πινακίδα εδώ κάπου... και χτύπησα το κεφάλι μου πάνω της.»

«Τι;! Γιατί δεν την απέφυγες;!»

«Ήταν τελείως ξαφνικό! Και δε βλέπω τίποτα σε τέτοιο σκοτάδι! Ούτε κι εσύ την είδες, έτσι δεν είναι;! ... Άουτς, να πάρει...»

«Πού χτύπησες; Εκεί;»

Ο Ρυουτζί άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το καυτό μέτωπο της Αϊσάκα – μια που σε τέτοιο σκοτάδι ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να δει.

«Δε φαίνεται να έχει ματώσει, και δεν υπάρχει καρούμπαλο... Νομίζω πως θα είσαι εντάξει.»

«Τι ατυχία.»

«Δεν έχει να κάνει με τύχη, απλώς παραείσαι ηλίθια.»

«Τι είπες;!» Ο Ρυουτζί ξανάρχισε να τρέχει κουβαλώντας την Αϊσάκα, που διαμαρτυρόταν λαχανιάζοντας. Μόλις έφταναν στον κεντρικό δρόμο, θα ήταν πια κοντά στα σπίτια τους.

«... Ευτυχώς που δε χτύπησες.»

Καθώς εκείνη την ώρα σφύριξε μια αστυνομική σφυρίχτρα εκεί κοντά, ο επιβάτης πάνω στην πλάτη του Ρυουτζί μάλλον δεν άκουσε τα χαμηλόφωνα λόγια του.

«Έχεις να κάνεις ερωτική εξομολόγηση αύριο. Θα είναι άσχημο αν γρατζουνίσεις το πρόσωπό σου... γι’αυτό είναι καλύτερα έτσι!»

Η Αϊσάκα δεν είπε τίποτα.

Είναι καλά...

Ένιωσε το απαλό μάγουλο της Αϊσάκα να πιέζει το λαιμό του...της Αϊσάκα που κουβαλούσε στην πλάτη του χωρίς να έχει χτυπήσει. Είναι καλά έτσι... Όσο συνεχίσει να κάθεται έτσι, θα είναι εντάξει.

Όταν βεβαιώθηκαν πως ο αστυνομικός με το ποδήλατο δεν τους ακολουθούσε, βγήκαν επιτέλους από το στενό δρομάκι και επέστρεψαν στον κατάφωτο κεντρικό δρόμο. Καθώς πήγαιναν, συναντούσαν διάφορους ανθρώπους που επέστρεφαν στο σπίτι μετά τη δουλειά, και μερικές ηλικιωμένες κυρίες που είχαν βγάλει βόλτα τους σκύλους τους. Όλοι ήταν απασχολημένοι, καθένας με τα δικά του, και ούτε που κοίταξαν τον Ρυουτζί και την Αϊσάκα. Όλοι αυτοί, οι άνθρωποι που γύριζαν από τη δουλειά, οι υπάλληλοι, οι ηλικιωμένες κυρίες, οι παππούδες, ο καθένας τους είχε το δικό του εχθρό που έπρεπε να πολεμήσει, και πιθανότατα όλοι τους θα ήθελαν κάποια νύχτα να σπάσουν στο ξύλο έναν ηλεκτρικό στύλο. Αλλά επειδή ήταν ενήλικες, δε μπορούσαν να το κάνουν.

Ξαφνικά, η εικόνα όλων αυτών των ανθρώπων να ξεσπάνε πάνω σε έναν ηλεκτρικό στύλο εμφανίστηκε ολοζώντανη στο μυαλό του Ρυουτζί, και δε μπόρεσε να μη γελάσει μόνος του. Η Αϊσάκα το πρόσεξε και τον ρώτησε,

«Γιατί γελάς;»

Έγειρε μπροστά το κεφάλι της, και η ανάσα της χάιδεψε το μάγουλο του Ρυουτζί.

«Τίποτα...κάτι ασήμαντο.»

«Εε;! Τι είναι; Έλα! Πες μου!»

«ΟΥΧ!»

Παραλίγο να τον στραγγαλίσει πάλι.

«Π, που να σε...»

«Είμαι περίεργη! Γιατί γελάς;»

«... Σου είπα, δεν είναι τίποτα σπουδαίο, γι’αυτό μην ασχολείσαι με... Δ...Δεν μπορώ να αναπνεύσω!»

«Αν δε μου πεις, δε θα αναπνεύσεις άλλη φορά, στο υπόσχομαι.»

Σοβαρά τώρα...πώς γίνεται να υπάρχουν τέτοια άτομα; αναρωτήθηκε ο Ρυουτζί προσπαθώντας να κρατήσει την τραχεία του αρκετά ανοιχτή για να συνεχίσει να καυγαδίζει μαζί της. Είναι πράγματι σαν τίγρη, τυραννική, πιεστική, βίαιη, εγωίστρια και ενοχλητική. Πόσες φορές υπέφερα επειδή ήμουν μαζί της; Ήταν εκείνη τη φορά, κι εκείνη, κι εκείνη...

Όμως τώρα που το σκέφτομαι... όλοι αυτοί οι πόνοι σαν να έχουν μαλακώσει τώρα που τους θυμάμαι ξανά. Κάτω από αυτό το ζεστό σώμα της, μάλλον δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα τώρα. Ακόμα και τώρα που φτάνουμε σ’αυτή την αριστοκρατική πολυκατοικία, μάλλον δε θα δω καμία αλλαγή στα αισθήματά της, όπως πάντα...

Όμως...

Τα χέρια που έσφιγγαν το λαιμό του ξαφνικά χαλάρωσαν.

«Μπορείς να με αφήσεις εδώ.»

Είπε η Αϊσάκα, αγγίζοντας τον Ρυουτζί στον ώμο.

Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, η Αϊσάκα πήδηξε επιδέξια από την πλάτη του Ρυουτζί κάτω. Καθώς αλάφρωσε από το βάρος, ο Ρυουτζί ένιωσε το βάρος της να φεύγει, αλλά μαζί του έφυγε και η ζεστασιά. Καθώς όλα αυτά εξαφανίστηκαν, ο Ρυουτζί στράφηκε να κοιτάξει την Αϊσάκα που στεκόταν μπροστά στη γυάλινη πόρτα.

Και ένιωσε την καρδιά του να πονάει σαν κάτι να τον έπνιγε...Ώστε τελικά πονάει στ’αλήθεια.

«Φτάσαμε, Ρυουτζί. Και πάνω στην ώρα, κοίτα!»

Toradora vol01 210.jpg

Ανασήκωσε το χεράκι της και του έδειξε το ρολόι της. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν ακριβώς 11:59.

«Ααχ, είμαι τόσο κουρασμένη... Τουλάχιστον φτάσαμε σπίτι σώοι. Και σήμερα, αυτή τη στιγμή, τελειώνουν όλα. Μετά από σήμερα, δε θα είσαι πια ο σκύλος μου. Μένουν ακόμα τριάντα δευτερόλεπτα... Έι, έχεις τίποτα να μου πεις πριν απ’αυτό;»

«... Να πω... τι εννοείς;»

«Έχεις κάποιες τελευταίες λέξεις να πεις σαν το ανόητο σκυλί μου, δεν έχεις, Ρυουτζί;»

«... Λοιπόν... να μου λες έτσι ξαφνικά να πω κάτι...»

Δυο μέτρα μακριά του, η Αϊσάκα χαμογέλασε, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Έγειρε το λεπτό λαιμό της, σαν να περίμενε από τον Ρυουτζί να πει κάτι. Μα τι θα μπορούσα να πω... τι θα μπορούσα να της πω...

«... Δέκα δευτερόλεπτα... Πέντε...»

Δε μπορούσε να πει τίποτα.

Ένα αεράκι φύσηξε ανάμεσά τους. Η Αϊσάκα χαμήλωσε το χέρι της και είπε,

«Αντίο.»

«Ναι... Τ, τα λέμε αύριο! Και καλή τύχη!»

Αυτό μόνο είπε.

«Αντίο, Τακάσου-κουν.»


Πίσω σε Κεφάλαιο 4 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 6